Σελίδα:Αλεξανδρινή Τέχνη Τομ.1 Αρ.2 - 11.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

μαϊσμό του, καὶ διερωτᾶται πῶς ξέφυγε ἀπὸ τὴν ἐπιστημονική του βάση. Εἶναι γεμάτος νοσταλγία κι’ ἀφίνεται νὰ εἶναι μόνο ὁ ἀνήλικος μαθητής. Μ’ ὅλο ποὺ δὲ θέλει πιὰ νὰ πιστεύει στὴ θρησκεία κ’ ἦρθε στὴν ἐκκλησία μόνο γιὰ τὸν τύπο, ὁ λιβανωτὸς κ’ οἱ ψαλμωδίες σήμερα τὸν συγκινοῦν.

Ὅλοι τὸν θαυμάζουν γύρω ἐνῶ αὐτὸς λικνίζεται μέσα στὸ θαῦμα τῆς παιδικῆς ψυχῆς.

Ὁ παπᾶ-Δανιήλ, σκυφτός, τρεμουλιαστός, λέει πάλι ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ ἱεροῦ τὸ «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων».

Ἡ ζητιάνα στεκόταν πάντα στὴν ἴδια θέση ἔξω στὴν αὐλή. Περνῶντας δίπλα της, ἔπιασε ἐλαφρὰ τὸ χαλασμένο της χέρι καὶ τὴ ρώτησε τὶ τῆς συνέβη.

— Μοῦ τὄσπασε ὁ ὑπαστυνόμος, κύριέ μου, ἀποκρίθηκε αὐτή.

— Ποιὸς ὑπαστυνόμος;

— Ὁ Μεχμὲτ ἐφέντης, κύριε.

— Καὶ γιατί;

— Γιατὶ ἦταν μεθυσμένος καὶ γιατὶ ἤθελε νὰ εἶμαι πάντα Τούρκισσα... Μὰ ἐγὼ μετάνοιωσα, μετάνοιωσα... Ξαναγύρισα στὴν πίστη μου.

— Ἄ, ἔγινες Τούρκισσα; Καὶ γιατί;

— Ἐκεῖνος μὲ φοβέρισε... Εἶχα καὶ τὴν ἀνάγκη του... Μὰ μετάνοιωσα γρήγορα, κύριέ μου, εἶναι δεκαπέντε χρόνια ποὺ εἶμαι πάλι χριστιανή. Ἡ Παναγία κι’ ὁ Χριστὸς νὰ μὲ συγχωρέσουν.

Ἔβαλε τὸ σταυρό της, ἐνῶ ἕνα δάκρυ σὰν καθαρὸ διαμάντι κύλησε στὰ μάγουλά της.

Ἦταν γερασμένη τρομερά, χωρὶς ἠθικό, ἑτοιμόρροπο ἐρείπιο, μ’ ὅλο ποὺ δὲν ἦταν περισσότερο ἀπὸ πενηνταπέντε ἐτῶν. Τὸ μοῦτρο της ἦταν γεμᾶτο ρυτίδες βαθειὲς μὲ τὰ ἴχνη τοῦ πόνου καὶ τῆς μιζέριας χαραγμένα, τὰ μαλλιά ἦταν σχεδὸν ὅλα ἄσπρα, τὰ περισσότερα δόντια τῆς ἔλειπαν. Ὅλο τὸ σῶμα της ἦταν ἀκάθαρτο, μὲ δυσκολία σκεπασμένο ἀπὸ παληὰ καὶ λερωμένα ροῦχα. Κι’ ὅμως στὰ μάτια της, κάτω, σὲ μακρυνὸ βάθος, φαινόταν κάτι ἀκόμα ἀπὸ τὴν πρώτη φλόγα καὶ ζωηράδα τους.

Ὁ Μένεγος ἤθελε νὰ πεῖ στὸ φίλο του τὴν ἱστορία ποὺ τὸν ἕνωνε μὲ τὴ γυναίκα αὐτή, μὰ πάλι προτίμησε νὰ σιωπήσει. Τοῦ εἶπε ἁπλῶς πὼς τὴ θυμᾶται ἀπὸ μικρός, ἦταν μιὰ φτωχειὰ βασανισμένη γειτόνισσά του. Ἀλλὰ