Σελίδα:Αλεξανδρινή Τέχνη Τομ.1 Αρ.2 - 10.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

Καὶ μικρὸς ἦταν ἔτσι ὀμορφόπαιδο... Κι’ ἄλλη μιὰ φορὰ θέλει ν’ ἀφήσει αὐτὰ τὰ παιδιακίσια πράγματα. Ἀλλὰ καταλαβαίνει πὼς δὲ μποροῦσε νὰ ξεχάσει ἕνα τέτοιο ζωντανὸ καὶ σημαντικὸ ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς του, τὸ μεγάλο ἄλφα τῆς ζωῆς του. Αὐτὴ ἦταν ἡ γυναίκα ποὺ πρωτογνώρισε, σ’ αὐτὴν ἔδωσε παρθένο ὅλο τὸν ἑαυτό του, τὸ τρυφερό του σῶμα μέσα στὰ φαρδιὰ στήθη της σπαρτάρησε κ’ ἔνοιωσε τοὺς πρώτους ἡδονικοὺς σπασμούς. Τὶ σωματικὴ θυσία τότε, τὶ λιβανωτὸς στὴ θρησκεία τῆς Ἀφροδίτης!

— Ἀγοράκι μου, τρυφερό μου, ἀγγελοῦδι μου! Νὰ σὲ φάω! Νὰ σὲ ρουφήξω ζωντανό! Ἀκόμα λίγο, ἀκόμα λίγο, κι’ ἄλλο, κι’ ἄλλο, ἄχ, χρυσό μου ἀγόρι...

Αὐτὰ καὶ χίλια ἄλλα γλυκόλογα τοὔλεγε ἡ Εὐφροσύνη μὲ τὴ μαλακιὰ καὶ παθητικιά της φωνή.

Τώρα ἡ ἴδια ἐκείνη φωνὴ τοῦ ἔλεγε:

— Ὁ Χριστὸς κ’ ἡ Παναγιὰ νὰ σ’ εὐλογᾶ, κύριέ μου.

Καὶ μ’ ὅλο ποὺ ἦταν μιὰ μουσικὴ παραφωνία ποὺ τοῦ πείραζε τὴ ψυχικὴ διάθεση, ὅμως, ἄθελά του, ἄκουε καὶ ξανάκουε στ’ αὐτιά του νὰ ἠχοῦν τὴ φωνὴ τῆς Εὐφροσύνης καὶ τὴ φωνὴ τῆς ζητιάνας, καὶ δὲ μποροῦσε νὰ πιστέψει πῶς ἀνῆκαν σ’ ἕνα καὶ τὸ ἴδιο στόμα οἱ δυὸ φωνές.

Νὰ κι’ ὁ Ἐπίτροπος τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ γυαλιστερὴ φαλάκρα, νὰ κ’ ὁ παπᾶ-Δανιήλ, κ’ οἱ δυὸ μὲ τοὺς δίσκους στὸ χέρι. Αὐτοὶ σὰ νὰ μὴ γεράσαν καθόλου, εἶναι οἱ ἴδιοι ὅπως τοὺς ἐγνώριζε, ἱερὰ ἐρείπια.

— Γιὰ βοήθεια τῆς ἐκκλησίας, εἶπε ὁ ἕνας.

— Βοήθεια γιὰ τοὺς φτωχούς, εἶπε ὁ ἄλλος.

Κι’ ὁ Μένεγος ἔδωσε τὸν ὀβολό του γιὰ τοὺς φτωχούς.

Ὤ, νά, νά, ἐκεῖ κοντά στὸ σκάμνο τοῦ Προξένου στέκεται ὁ δάσκαλός του, ὁ αὐστηρός, ὁ τρομερός, μὲ τὰ γυαλιστερὰ μάτια καὶ τὸ μυτερὸ γενάκι. Ἄσπρισε πολύ, γέρασε πιὰ ὁ καϋμένος. Πῶς ἤθελε νὰ τὸν πλησιάσει τώρα, νὰ τοῦ φιλήσει τὸ χέρι μὲ θέρμη καὶ εὐγνωμοσύνη!

Ὁ Μένεγος βλέπει πῶς ὅλοι τὸν πααρακολουθοῦν, τὸν κυττάζουν μὲ συμπάθεια, μὲ περηφάνεια. Κ’ αἰσθάνεται μιὰ λαχτάρα ζωηρή, νὰ ἀνέβει ἐκεῖ, πάνω στὸ σκάμνο ποὺ εἶναι δίπλα του, καὶ νὰ φωνάξει:

— Ἀγαπημένοι μου συμπατριῶτες, πόσο σᾶς ἀγαπῶ, πόσο τρυφερὰ καὶ πόσο ζεστὰ μὲ κάμνετε νὰ αἰσθάνομαι!

Καὶ πάλι θέλει νὰ βρεῖ τὴ ψυχραιμία του, τὸν ἀκαδη-