Σελίδα:Αβδηρίτης Τεύχος 3.djvu/6

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

σου, κατὰ τοῦ μετώπου ἐκείνου τὸν ὁποῖον θὰ συναντήσῃς, ἢ νὰ σχίσῃς διὰ τῶν ὀνύχων σου τὸ σεβαστὸν κάλυμμα τῆς πρώτης Εὔας τὴν ὁποίαν ἤθελες ἰδεῖ νὰ μειδιάσῃ. -Λοιπὸν εἶσαι ἕτοιμον;

-Ἔτοιμον! ἀπεκρίθη τὸ δαιμόνιον, καὶ ἀνυψώθη ἐπὶ τῶν ὀνύχων του.

-Πήδα!

-Φίσσσσσ... ἐσύρισε τὸ κενὸν διάστημα καὶ ἐπὶ τῆς ὀροφῆς μιᾶς οἰκίας κατέπεσεν ἓν πυροτέχνημα. Πολλοὶ διαβάται ἠτένισαν περιέργως -Κύριοι μὴν ἐνοχλεῖσθε.......

-Δαιμόνιον! ἐτηλεγράφησεν ὁ Ἀβδηρίτης.

-Δέσποτα, ἀπήντησεν αὐτό.

-Ποῦ εὑρίσκεσαι;

-Εἰς τὴν Σεβαστὴν Γερουσίαν.

-Φεῦγε, μὴν ἐκληφθῇς ὡς ἐγκάθετος....

-Μιὰ στιγμὴ, νὰ καμαρώσω τὰ χαρμόσυνα βάσανα τοῦ Συντάκτου τῶν πρακτικῶν, Δελφίνα σκάζει ἡ ταχύτης τῆς γραφίδος του. Ἔπειτα μία ἰδέα.

-Σατανικὴ βέβαια!

-Ὄχι δὰ! τι ταιριάζει, ὑπουργική! βλέπω ὅτι αἱ γενόμεναι σφροδραὶ ἐπερωτήσεις συζητοῦνται μὲ τάξιν καὶ ἀξιοπρέπειαν· σημεῖον ὅτι θὰ χάσῃ τὸ ὑπουργεῖον· ἐλάλησεν εἷς τοῦ ὁποίου ἂν καὶ τὸν φρενολογικὸν χάρτην ἡ ἄστατος εὐφυΐα κατεσκεύασεν ἀπὸ σπόγγον, μολαταῦτα... Ξηροβήχει ὁ ἐφιάλτης μιᾶς ἐξοχότητος· σημεῖον, ὅτι καὶ αὐτὸς ἔχει νὰ πῇ... Κρύπτει τὸ πρόσωπόν του ἕτερος, συνοφρυοῦται καὶ στιγματίζει.... Λοιπὸν ἕν μικρὸν πήδημα, μὲ τὴν ἄδειάν σου, νὰ λάβω τὴν θέσιν ἑνὸς ὑπουργοῦ νὰ εἰπῶ δύω λέξεις μόνον καὶ παρευθὺς καθὼς λέγει τοῦ Κουτρούλη ὁ Γάμος, ὅστις σήμερον μετυπώνεται.... θὰ ἰδῆς, ὅτι

Τὸ ὑπουργεῖον καὶ ἡ Γερουσία θὰ ἐμπερδευθῇ
Καὶ θὰ γίνῃ ’σὰν λωλῆς μαλιὰ καὶ καὶ ταραχὴ
Καὶ ὀχλοβοὴ, καὶ ὅλα διὰ νὰ λυθῇ ἡ Συνεδρίασις.
Καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ λέγουν παροιμιακῶς
Τοῦ διαβόλου τὰ πηδήματα, ὅτι ἔγιναν

-Φεῦγε, πήδα ἀλλαγοῦ, ὅπου θέλης.

-Επήδησα· ὤ! τί χαρὰ, τί ζωή! εἶμαι εἰς μίαν αἴθουσαν ὅπου πέντε ἕξ θεότρελλα κοράσια πετροβολοῦνται μὲ ἄνθη, τὸ ἓν ἄρπάζει, τὸ ἄλλο μαδᾶ τὰ ῥόδα, τὰ κοσμοῦντα τοῦ ἑνὸς τὸ πάλλον στῆθος ἢ τὴν ξανθὴν κόμην τοῦ ἄλλου· γελοῦν καὶ ξεκαρδίζονται, φωνάζουν, τρέχουν, κυνηγοῦνται γύροθεν τραπέζης, ἐφ’ ἧς κεῖνται μυροβολοῦσαι ἀνθοδέσμαι θαλεροὺς φέρουσαι εἰσέτι τῆς δρόσου τοὺς μαργαρίτας, ὡς τὸ βλέμμα καὶ ἡ πνοὴ τῶν κορασίων, ἐξ ὧν οὐδὲν σκέπτεται, ὅτι καθὼς τὰ ἀνθισμένα ῥόδα σήμερον, μαραίνονται καὶ πίπτουν ἢ μαδοῦνται καὶ ῥίπτονται αὔριον, οὕτω καὶ ἡ ἀνθηρά των νεότης θὰ μαρανθῇ ἢ θὰ μαδηθῇ καὶ πέσῃ.....

Ὅλα χαίρονται, ὅλα ψάλλουν ὡς τρελλὰ χελιδώνια τὴν παραμονὴν τοῦ Μαΐου των

.