Σελίδα:Αβδηρίτης Τεύχος 3.djvu/3

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ ΤΑ ΠΗΔΗΜΑΤΑ.

—Δαιμόνιον! αἰχμάλωτε! ἔλα, τρέξε, εἰς ἔργον, τρικέρατε!

Τὸ πρῶτον σου πήδημα, ὅλος ὁ κόσμος τῶν ἀναγνωστῶν σου ζητεῖ πηδήματα.

Τοῦ διαβόλου τὰ πηδήματα! εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ συρμοῦ, καὶ παρ’ ἡμῖν, ὡς ἠξεύρεις, ὁ συρμὸς εἶναι ὡς ἡ διαταγὴ τῆς ἡμέρας παρά τινι στρατῷ· εἶναι τρέλλα, μανία, ὁ συρμὸς εἶναι τύραννος, ὅ,τι ζητεῖ πρέπει νὰ γίνῃ......

Τοιαῦτα ἐπεφώνει, περὶ τὴν ἐρυθρὰν δύσιν τοῦ ἡλίου ὁ Ἀβδηρίτης, κατόπιν τῆς μετὰ τοῦ διαβόλου συναντήσεώς του, ἀλλ’ οὐδεὶς ἀπεκρίνετο. Καθὼς ἄλλοτε (διὰ νὰ μὴ νομίσωσι τινες σήμερον) ἐκραύγαζεν εἷς νοημονέστατος ἀστυνόμος ἐν πλήρει θεάτρῳ.

—Γραμματεῦ! ὑπαστυνόμοι! κλητῆρες! δαιμόνια! τρέξατε, συλλάβετε τὴν παμπόνηρον ἐκείνην μυΐαν, ἥτις πρὸς ἀντιπολίτευσιν τινῶν ἀστυνομικῶν διατάξεων, ἦλθεν ἐπικαθήσασα τῆς μύτης μου καὶ ἐκεῖ ἡ κακοήθης! ἔκαμε κοκκίδες..........

Ἀλλὰ ποῦ εἶσθε ὑπαστυνόμοι, κλητῆρες ἐπανελάμβανεν, ὡργισμένος περιτρέχων τοὺς διαδρόμους, μηδενὸς ἀποκρινομένου.

—Ἀλλὰ ποῦ εἶσαι, διάβολε! ἐξεφώνει μετ’ ἀγανακτήσεως ὁ Ἀβδηρίτης, διαβηματίζων τὸν τετράγωνον θάλαμόν του καὶ ἀδημονῶν, ὡς ἓν ὑπουργεῖον, εἰς τοῦ ὁποίου τὰ γλυκέα νεύματα δὲν ὑπακούει μία Γερουσία.

Ἔδραξε τότε τὸ κρεμάμενον εἰς ἕνα τῶν τεσσάρων τοίχων του σχοινίον, τὸ ὁποῖον, καταλαμβάνετε, ἦτο ἡ οὐρὰ τοῦ διαβόλου, τὸ ἔσυρε μεθ’ ὁρμῆς καὶ προσήλωσε βλέμμα ἀνήσυχον πρὸς τὴν θύραν.

Ἐν τῷ ἅμα εἶδεν, ὅτι διὰ τῆς ὀπῆς τοῦ κλείθρου εἰσεχώρει ἐν μικρογραφίᾳ τοῦ Ποσειδῶνος ἡ τρίαινα, καὶ μετ’ ὀλίγον ἀνεγνώρισε τὴν τρικέρατον κεφαλὴν τοῦ δαιμονίου, τὸ ὁποῖον παρέστη ἐνώπιόν του κατακεκονιαμένον μὲ ἐνδυμασίαν Μοσχομάγγας (ὄχι πολιτικῆς) καὶ θέσαν τὴν χεῖρα ἐπὶ τῶν κεράτων του, ὡς στρατιώτης ἐπίλεκτος.

—Παρών!!! ἐφώνησε δι’ ὅλης τῆς ἰσχύος τῶν ἀσθμαινόντων πνευμόνων του.

— Ἄ! τρικέρατον! τί ἐνδυμασία εἶναι αὐτή; Μοσχομάγγα! ποῦ ἔτρεχες καὶ ἐγὼ φωνάζω; ἀναμφιβόλως καλὸν δὲν ἔπραξες ὑπ’ αὐτὸ τὸ ἔνδυμα, κἄτι ἔπαιξες.

— Αἴ! ὀλίγο πετροπόλεμο ἔπαιξα, ὑπέλαβε τὸ δαιμόνιον ξύον μετ’ ἀδιαφορίας τοὺς ὄνυχάς του.

—Πετροπόλεμο!

—Βέβαια, τί νὰ κάμω; ἀφοῦ τώρα δέκα ὁλοκλήρους ἡμέρας εὑρίσκομαι εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, ὡς νεόνυμφος εἰς τὸν σύζυγόν της, τὰς πρώτας ἡμέρας τῶν γάμων των· καὶ ἐνῷ σὲ ἀκολουθῶ καταπόδας, ὡς τὸ κυνάριον μιᾶς ἰδιοτρόπου καλλονῆς, μέχρι τῶν θυρῶν τῆς