—Σεμνότητα; ἂς λείψῃ, ὅση μᾶς μένει σώνει,
Εἶναι, μὰ τὴν ἀλήθεια, κομμάτι πληκτική.
Ἀπ’ ὅλαις μιὰ δασκάλα τὴν ἀγοράζει μόνη,
Καὶ τῆς φωνάζουν «Εὖγε, Κυρὰ Γραμματική!»
Μιὰ ὅπου ἡ ματιά της πολέμους ἐζητοῦσε,
Ὀξύθυμη σὰν τίγρις, καὶ σὰν φωτιὰ πυρὴ,
Νὰ πάρῃ ἀκαλήφη πολὺ ἐπιθυμοῦσε,
Διότι (μεταξύ μας αὐτό) ἦτο σκληρή.
—Πῶς, εἶπεν, ἀκαλήφη δὲν ἔχεις ἀνθισμένη,
Ἠξεύρεις πῶς σοῦ βγάζω μικρούτσικο τ’ αὐτί;
—Ἀλλὰ ἡ ἀκαλήφη σκληρότητα σημαίνει,
Καὶ βλέπω πῶς σᾶς εἶναι ὀλίγον περιττή.
—Τῆς δάφνης τὸ στεφάνι ποιὸς Κύριος θὰ πάρῃ,
Χωρὶς νὰ χολοσκάνῃ εἰς συναγωνισμόν;
Ἀπό τινος τῷ ὄντι καιροῦ δὲν ἔχει χάρι,
Πλὴν πάντα θὰ τὸ ἔχῃ ’στὸν τοῖχο στολισμόν.
Τὰ Δειλινά μου διέτε, τὰ ἄνθη τῆς δειλίας,
Ὅπου μισοῦν τὸν ἥλιο, καὶ ὑπὸ τ’ ἄστρ’ ἀνθοῦν.
Δὲν εἶναι νὰ τὰ πάρῃ κἀνένας τολμητίας,
Πρὶν κλείσουν τὰ καϋμένα καὶ πρὶν νὰ μαρανθοῦν;
Ἑκεῖ, εἷς ξιφηφόρος διέβαινε δρομαῖος.
—Πόσα, μικρὲ, τὰ δίδεις; —Ὤ, εἶπεν εὐθηνά!
Τ’ ἀγόρασε πληρώσας τὸν πωλητὴν γενναίως,
Κ’ ἐκόσμησε τὴν σπάθην φαιδρὸς μὲ δειλινά.
—Τὸν Βασιλέα τώρα ποιὰ θέλει τῶν ἀνθέων;
Εἶναι ἡ ὡραιότης, Παρθέναις μου, σιγά!
Πῶς! ὅλαι τὸ ζητεῖτε τὸ ῥόδον τὸ ὡραῖον;
Πλὴν μιὰ στιγμὴ νὰ ζῆτε, καὶ ἔχει ἀκριβά...
Σ’ ἐσένα τὸ χαρίζω μικρὴ καστανομμάτα.
(Ἐκύτταξα, καὶ ἦτον ἡ κόρη π’ ἀγαπῶ! )
Τὸ ῥόδον εἶχε κλίνει ’στὰ στήθη τὰ δροσάτα,
Κ’ ἐζήλευσα τὸ ῥόδον χωρὶς νὰ τῆς τὸ ’πῶ.
ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ
.