Φαιδρὸ ἀπ’ τὰ Πατήσια καὶ μ’ ἄνθη φορτωμένο
Ἕνα μικρὸ παιδάκι γυρνοῦσε σὰν τρελλὸ,
Καὶ ἔσχιζε τὸ κόσμο μὲ γέλοια τὸ σκασμένο,
Κ’ ἐφώναζε «Λουλούδια Μαγιάτικα πουλῶ!»
Εἰς τοῦ μικροῦ τὴν θέα γελᾶσαν ᾑ κοπέλαις,
Γελᾶσαν καὶ οἱ γέροι, κ’ οἱ νέοι οἱ τρελλοί.
Τὸ κύκλωσαν ἀμέσως ἐσθῆτες καὶ κορδέλλαις,
Καὶ ἄρχισεν ἐκεῖνο πρὸς ὅλους νὰ πουλῇ.
Ἀπ’ ἕνα κοφηνάκι ναρκίσσους πρῶτα βγάζει,
Ἐγωϊσμοῦ λουλοῦδι, εἰς ὅλους μας γνωστόν.
—Ποιὸς, εἶπε, μετριόφρων ναρκίσσους ἀγοράζει;
—Δὲν ἔχομεν ἀνάγκην, ἐφώναξαν, αὐτῶν....
—Λησμόνησα, τοὺς εἶπε, λησμόνησα νὰ ζήσω,
Καὶ ἦλθα νὰ πουλήσω σὲ σᾶς ἐγωϊσμόν!
Λοιπὸν μ’ αὐτὰ τὰ κρῖνα θὰ σᾶς εὐχαριστήσω,
Πέντε λεπτὰ τὸ ἕνα καὶ δίχως ἐκπεσμόν.
Ὅποιος τ’ αγοράσῃ, τιμὴ τὸν περιμένει,
Θὰ δοξασθῇ, θὰ γένῃ καὶ Γερουσιαστής.
Δός με τα! κράζει ἕνας μὲ μύτη σηκωμένη,
Καὶ ἔλεγε τὸ πλῆθος «θὰ ἦναι Βουλευτής.»
Ἀπὸ τὸ κοφηνάκι ἄλλα λουλούδια βγάζει.
—Ἐρωτικὴ μυρσίνη, κοπέλαις μου, πουλῶ!
Ὤ, ἔχομεν στὰ στήθη, τοῦ εἶπαν, τί ταιριάζει,
Ἀναίσθηταις μᾶς πῆρες, μικρούτσικο τρελλό;....
—Οἱ ἄνδρες ἂς τὴν πάρουν, ἐφώναξε μιὰ γραῖα.
Δὲν ἔχομεν ἀνάγκην ἀπὸ αὐτὴν ἡμεῖς!
Ἀναίσθητοι ὡς εἶναι, τοὺς εἶναι ἀναγκαία.
Καὶ ἔκραξαν οἱ νέοι— Μὴ, μῆτερ, θορυβῇς.—
—Ἂς μένῃ, εἶπε, πλέον ἀφοῦ καὶ δὲν ἀξίζει,
Σήμερον ἡ μυρσίνη κατέστη περιττή.
—Τὴν ἄσπρην ἀκακία ποιὰ ἄκακη ὁρίζει;
Καμμιὰ δὲν τὴν ἀξίζει; καμμιὰ δὲν τὴν ζητεῖ;
—Ἐγὼ τὴν ἀγοράζω, μιὰ γαλανὴ φωνάζει,
Κ’ ἐγέλασε κ’ ἡ ἴδια διὰ τὴν ἀγορά.
—Τὰ συμπαθῆ μου ἴα, ποιὰ τώρα ἀγοράζει;
Σεμνότητα ἐμφαίνουν, κορίτσια πονηρά.
Σελίδα:Αβδηρίτης Τεύχος 3.djvu/15
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
Ο ΑΝΘΟΠΩΛΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΜΑΪΟΥ.