Σελίδα:Αβδηρίτης Τεύχος 3.djvu/13

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
ΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΚΑΛΛΟΝΗΣ.
ΥΠΟ Γ. ΠΑΡΑΣΧΟΥ.

Ὤ, καλὸ ς'τὸ μυρωμένο τοῦ Μαΐου χελιδόνι·
Χρυσῆ πούλια τὸ στολίζει καὶ δροσιὰ τὸ διαμαντόνει.
Ἦλθε, κι' ὰγκαλιάζ' ἡ αὖρα τὴν λευκὴ τριανταφυλλιὰ
Μ' ἐρωτόληπτα φιλιά.
Ἦλθε, κ' εἰς τὸ κάνιστρό μου ἀνθηρὰ λουλούδια βάζω,
Κ'εἰς τῶν'Αθηνῶν ταὶς πρώταις—σ'αὐταὶς! μόνον τὰ—μοιράζω.



Νάταις· ἔρχονται.... μετάξι καὶ βελοῦδον παντοῦ τρύζει·
Εὐωδίαν, πρὶν νὰ φθάσουν, ἡ ἁβρότης των σκορπίζει.
Ὁλαις θόρυβος καὶ γέλοια, σκωπτικαὶς ἰδοὺ περνοῦν,
Κ' ἡ τρελλαὶς μὲ τριγυρνοῦν.
Ἔ! τί κάμνετε;... μὲ τὰξιν· ὄχι ἀρπαγαίς· σταθῆτε.
Νὰ μὲ κλὲψετε, Σειρῆνες, ἀτιμωρητὶ θαῤῥεῖτε;



Νὰ ἡ πρώτη! Σχιστὰ 'μάτια, μελανὰ, γοργὰ, δροσάτα·
Εἶναι ἄγγελος μαγείας ἡ προπέτις μαυρομμάτα.
Ἐλαφρὰ ὡς χελιδόνι, ὡς τὸ φίλημα τερπνὴ,
Κύκνου τράχηλον κινεῖ,
Καὶ πετᾷ, πετᾷ ὡς χάρις καὶ περνᾷ ὡς ὀπτασία.
Λάβε, γόησσα, τὸ ῥόδον ἀφοῦ εἶσαι ἡ μαγεία.



Νὰ κ' ἡ ἄλλη! ὡς ὁ τύπος τοῦ Φειδίου ν' ἀνεστήθη,
Ζηλευτὸν, ἰδέτε, βρέφος εἰς χιονάτα κρατεῖ στήθη,
Καὶ τ' ἀχεῖλι της ἀφίνει χαμογέλοιο θελκτικὸν,
Ὠς τοῦ Ῥαφαὴλ εἰκών.
Τὴν γαζίαν μου, ὦ νύμφη, «ἄνθος Σολωμοῦ» βαπτίζω[1],
Μ' εὐσεβὲς τὴν λούω δάκρυ καὶ τὴν κόμην σου στολίζω.



  1. Τὸ ἄνθος τοῦτο ἠγάπα περιπαθέστατα ὁ εὐγενὴς Σολωμός. Ὅτε μετὰ τοῦ ζηλωτοῦ Ζαμπελίου ἐκλήθημεν ποτὲ εἰς τὴν τράπεζάν του, χωρὶς γαζίαν, μὲ εἶπε δὲν εἰμπορῶ νὰ κάμω ποτέ μου· ἂν τύχῃ νὰ μοῦ λείψῃ, παίρνω καρπὸ λέμονιάς. Ἔκτοτε δὲν ἀνέφερα τὴν γαζίαν εἰμὴ διὰ τῶν λέξεων «ἄνθος Σολωμοῦ.» Εἰθε νὰ υἱοθετηθῃ τὸ γλυκὺ ὄνομα τοῦτο, διὰ νὰ συνενόνῃ τὴν ποίησιν μὲ τὴν εὐωδίαν.