Σελίδα:Αβδηρίτης Τεύχος 3.djvu/10

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
)(38)(

ὅλων τὰ βλέμματα πρὸς ἡμᾶς ἐστράφησαν, ἢ, διὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινὴς, πρὸς σέ.

— Πολὺ μὲ κολακεύει ἡ προσοχὴ αὕτη, ἀλλὰ δὲν ἠξεύρω πῶς, ἐνῷ ἠρχόμην μὲ τόσην διάθεσιν, τώρα αἰσθάνομαι τοσαύτην ἀδιαθεσίαν... Ἀλλ' εἰπέ με, σὲ παρακαλῶ, γνωρίζεις ἐκείνην ἐκεῖ τὴν νέαν μὲ τὸν ἑλληνικὸν κεκρύφαλον;

— Ὤ, ὤ! λέγεις τὴν Ἀνθῆν μας. Αἴ φίλε, ὁμολόγησε, ὅτι εἶναι ὡραία κόρη πλὴν ἄγριον ἄνθος, καλέμου, ῥόδον μὲ πυκνὰς ἀκάνθας, πρόσεχε εἰς τὴν προσέγγισιν· τί! δὲν γνωρίζεσθε;

—Ὁχι, τὴν βλέπω διὰ τρίτην φοράν.

—Ἂς γείνω λοιπὸν ἐγὼ αἴτιος τῆς γνωριμίας σας· ἐν πρώτοις σὲ τὴν συνιστῶ ἀξίαν σοῦ συγχορεύτριαν, χορεύει ὡς νηρηΐς· ἔπειτα καὶ καλὴ νύμφη, προσέθηκε σιγαλὰ, καὶ ῥίψας βλέμμα ταχὺ πλὴν διερευνητικὸν ἐπ' αὐτοῦ, τὸν ἔσυρεν ἐκ τοῦ βραχίονος καὶ ἰδοὺ εὑρέθησαν ἐν τῷ μέσῳ τῆς αἰθούσης, ἀπέναντι τῶν Οἰκοδεσποτῶν, προσδεχομένων τοὺς προσκεκλημένους.

—Σᾶς παραδίδω, εἶπε μὲ τὸ θάῤῥος τὸ χαρακτηρίζον τὸν οἰκεῖον, σᾶς παραδίδω ἕνα αἰχμάλωτον, φροντίσατε περὶ τῆς τύχης του. Πλὴν πιστεύω, προσέθηκε πονηρὰ μειδιῶν, ἂν τὸν χαρίσητε εἰς τὴν ὡραίαν ἐκείνην ὀδαλίσκην, καὶ ἔδειξε τὴν Ἀνθῆν, ἡ θέσις του δὲν θὰ εἶναι δυσάρεστος· καὶ χωρὶς νὰ περιμείνῃ ἀπάντησιν, ἔσπευσε νὰ καθησυχάσῃ δύω πρὸ πολλοῦ ἀνήσυχα βλέμματα.

Ἐξ ἀπροόπτου καταληφθεὶς ὁ ἥρως ἡμῶν, ᾐσθάνθη κατὰ πρὼτην φορὰν, ὅτι ἐχαλκεύετο ἐν ἑαυτῷ μέγα τι, τοῦ ὁποίου προμηνύματα ἦτο ἡ μικρά του ἐκείνη ἐν ἀφαιρέσει σύγχισις. Ἐνόησεν, ὅτι τὸ ἧττον ἐν τῇ ἠμετέρᾳ ἐξουσίᾳ εἶναι ἡ καρδία ἡμῶν, τῇ ὁποίᾳ, ἀντὶ νὰ ἄρχωμεν, ὑποτασσόμεθα.

Ἀλλ' ὄχι! διενοήθη, καὶ θέλησις ἰσχυρὰ συστείλλασα τὴν ἀποστάτιν αὐτὴν καρδίαν, τὴν ἐβίασε νὰ ἀποστείλῃ τὸ μειδίαμα εἰς τὰ χείλη του καὶ νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν ζωηρότητα τοῦ βλέμματός του διὰ τῆς ταχυτέρας κινήσεως τοῦ αἵματος. Τὰ αἰσθήματα ταῦτα ὡς ῥιπὴ ὀφθαλμοῦ διῆλθον ἐνώπιον τοῦ οἰκοδεσπότου ἀπαρατήρητα, καὶ μόνος ὁ παθαίνων ἢ ὁ λίαν ἐξησκημένος ὀφθαλμὸς ἠδύνατο νὰ μαντεύσῃ τί διέτρεξε.

—Λοιπὸν εἶσθε αἰχμάλωτός μας, κύριε, εἶπεν ὁ οἰκοδεσπότης;

—Ἀφοῦ ὁ φίλος ἐδήλωσε τὴν θέσιν μου, τολμῶ νὰ προσφέρω τὰ σεβάσματά μου καὶ εἶμαι ἀνυπόμονος περὶ τῆς τύχης μου.

—Μετὰ μίαν στιγμὴν, καλέ μου, καὶ σᾶς παραδίδω εἰς χεῖρας λεπτοφυεῖς μὲν, κρατούσας ὅμως ἀδιασπάστους ἀλύσεις διὰ τὸν ἀπερίσκεπτον αἰχμάλωτον· εἶπε, καὶ χαριέστατα μειδιάσας ἔσπευσε νὰ ὑποδεχθῇ τοὺς νεωστὶ εἰσερχομένους.

—Παράδοξον! ἐμονολόγει οὗτος, ὅλοι τὴν ἑσπέραν ταύτην δεικνύουσι πνεῦμα, μόνος ἐγὼ ἀφῃρέθην· ἢ δὲν εἶμ' ἐγὼ λοιπὸν, ἢ ἀληθὲς εἰναι, ὅτι ἐμαγεύθην εἰς τὴν ἀτμοσφαῖραν τοῦ Ἀγγέλου αὐτοῦ.