Σελίδα:Όλα γίνονται, Αιμιλία Δάφνη, Νέα Εστία, τ.11, 1927.djvu/3

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

μακριὰ ἡ ψεύτικη ὀμορφιά της ποὺ δὲ θὰ βαστάξῃ ἀπάνω ἀπὸ δυὸ ὧρες!.. Τί κουρασμένες ποὺ εἶναι ἀπὸ τώρα, κάτω ἀπὸ τὴν τεχνητή τους λάμψη, οἱ γραμμές της!.. κι’ αὐτὲς οἱ σάρκες ποὺ κρέμασαν λίγο γύρω ἀπὸ τὸ σαγόνι... Κάνει νὰ χαμογελάσῃ καὶ μοιάζει σὰ μάσκα, ποὺ θέλοντας κάποιος νὰ τὴν κάνῃ γελαστή, τὶς τραβᾷ πρὸς τ’ ἀπάνω τὶς γωνιὲς τῶν χειλιῶν μὲ δυὸ γραμμίτσες. Τὰ μάτια, τὸ μέτωπο, τὰ μάγουλα βαριά. Ἄχ, γιατὶ νὰ μὴ μπορῇ νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπ’ αὐτὴ τὴ λυπημένη μάσκα, ποὺ τὴν κοιτάζει μὲς ἀπὸ τὶς ξεφτυσμένες της τρύπες μὲ κάτι μάτια μαραμμένα, τσουρουφλισμένα, ἀπὸ τὸ πέρασμα τῆς μεγάλης φλόγας... Καὶ ὥς τόσο ἀκούει τὶς ὁδηγίες τῆς μάνας της.

—Ναί, ναί, μαμά...

—Μὰ σύ, δὲ μὲ προσέχεις.

—Προσέχω: νά, φροντίζω νἄχω πάντα πίσω μου τὸ φῶς. Αὐτὸ δὲ μοὖπες;

—Ναί. Καὶ νὰ μὴν εἶσαι σκουντούφλα, ἀκούς;.. Νὰ μὴν ἀρχίσῃς νὰ νυστάζῃς...

—Μὰ τί λὲς τώρα, μαμά;..

—Νὰ εἶσαι ὁμιλητική. Ἐσὺ ξέρεις νὰ συζητῇς πολιτικά. Ἕνας ὑπουργός, κατάλαβες;.. Θὰ τοῦ κάνῃς ἐντύπωση... θὰ σὲ προσέξῃ. Δὲν τὴν ξέρει κανεὶς τὴν τύχη τοῦ κοριτσιοῦ... ὅλα γίνουνται.

Μὲ τὰ λόγια τοῦτα καὶ μὲ χίλιες δυὸ ἄλλες παραγγελιὲς μάνα καὶ κόρη καλονυχτίζουνται. Ἄχ, νὰ βαστοῦσαν τὰ πόδια της καὶ σοὔλεγα ἐγώ!.. Μὰ τί νὰ σοῦ κάνῃ, ποὺ μόλις μπορεῖ πιάνοντας δῶ καὶ κεῖ νὰ φτάσῃ ἀπὸ τὸ μεντέρι στὸ κρεββάτι της· ἀλλιῶς, ἀντὶς ἡ γριά τους ὑπηρέτρια, θὰ τήνε πήγαινε ἡ ἴδια στὸ χορὸ νὰ τὴν καμαρώσῃ. Νὰ κάθεται ἔτσι δὰ σὲ μιὰν ἄκρη νὰ βλέπῃ, καὶ νὰ μὴ χορταίνῃ...

Πόρτες ἀνοίγονται, κλείνονται, ὁμιλίες ἀκούονται... ὕστερα τὸ ταξὶ ποὺ σταματᾷ ἀπὸ κάτω μὲ τὸ ρυθμικό του βράσιμο, — σωστὸς μαστροφασαρίας, —ὕστερα τὸ ξεκίνημα κ’ ὕστερα ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία. Ὅλα τοῦτα δίνουν ἕναν τόνο γιορτῆς στὴν ἀτμοσφαῖρα τοῦ ἡσυχασμένου δρόμου καὶ τοῦ κλεισμένου σπιτιοῦ.

Μόνο κάτω, κειδὰ στὴν εἴσοδο, κοντὰ στὴ σκάλα, τουρτουρίζει μπουμπουλωμένη ἡ Ἀννίτσα· περιμένει πέντε — δέκα λεπτὰ νὰ καταλαγάσῃ τὸ χτυποκάρδι της.

Νά την τώρα ποὺ μπαίνει σὰν κλέφτης στὴ σάλα. Κάθεται ξυλιασμένη στὸν καναπὲ κι’ ἀνασαίνει δύσκολα. Ἄκρα ἡσυχία βασιλεύει στὸ σπίτι. Ἡ μητέρα της, ξαπλωμένη στὸ κρεββάτι, θὰ ὀνειριάζεται στὸ μισοΰπνι της, πὼς ἡ κόρη της εἶναι ἡ βασίλισσα τῆς βραδιᾶς.

Ἄν ἤτανε ποτὲ δυνατὸ νὰ πάῃ σὲ μιὰ τέτοια συγκέντρωση!.. Νὰ βλέπῃ τὴν Κλειώ, τὸ τσακλοκούδουνο, νὰν τήνε συσταίνῃ δεξιά κι’ ἀριστερά: «Ἡ θεία μου!..» «—Κύριε Ὑπουργέ!..» Κ’ αὐτὸς νὰν τὴ μετρᾷ μὲ τὸ μάτι, νὰ κάνῃ τὴ σύγκριση, νὰ ὑποκλίνεται: «—Κυρία!..» Ὕστερα θὰ πληροφορηθῇ καὶ στὴ δεύτερη βόλτα θὰ κάνῃ παντοίους τρόπους νὰ τὴν πλησιάσῃ μόνο γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴ γκάφφα: «—Δεσποινίς!..» Θὰ τρέξη κοντά της καὶ καμιὰ ἀπὸ τὶς παντρεμένες φιλενάδες της... «—Μὰ τὸ Θεό, Ἀννίτσα μου, νὰ μὴ σὲ ματιάσω, στέκεσαι μιὰ χαρά! Ἔ, τί λές; Ἀκόμα κανένας γαμπρός;»—«Ἀκόμα»! Τί μαχαιριά! Πόσες φορὲς δὲν τ’ ἄκουσε αὐτὸ τὸ «ἀκόμα»! θὰ κάνῃ ὅ, τι μπορεῖ νὰ μὴν τὸ ξανακούσῃ.

Ὅλα γύρω της εἶναι ἄδεια, κι’ αὐτὴ χωρὶς θέση μὲς στὴ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἄχρηστη, βάρος τῆς γῆς καὶ τοῦ ἑαυτοῦ της. Νἄχη ἕνα ταίρι δίπλα της, νὰ τὴν κοιμίζῃ στὴν ἀγκαλιά του, νὰν τῆς δίνῃ τὸ χέρι καὶ νὰν τὴ σηκώνῃ ψηλά, μὲς στὸ φῶς, — ὁ δυνατός, ὁ ἄντρας, ὁ προστάτης. Τώρα ζῇ στὸ μισόφωτο, τριγυρισμένη ἀπὸ τὴν ἀδιάφορη καὶ γι’ αὐτὸ πιὸ σκληρὴ εἰρωνεία τῶν ἀνθρώπων. Φοβᾶται νὰ πάῃ στὸ θέατρο· κάπου θὰ ξεπηδήσῃ «ἡ γεροντοκόρη», σάτυρα, φαρμάκι γιὰ τὴν καρδιά της, ἀπόλαυση γιὰ τὸ πλῆθος ποὺ χασκογελᾷ. Τρέμει ν’ ἀνοίξῃ βιβλίο: «... ἡ στεγνὴ ψυχὴ τῆς γεροντοκόρης...» Δὲν ἐγγίζει ἐφημερίδα: «... ἡ σκούπα τοῦ δρόμου, αὐτὴ ἡ γεροντοκόρη τοῦ Δημαρχείου...»

Ἄχ!.. ἤτανε μιὰ χρυσὴ κλωστὴ ποὺ τὴν ἔδενε μὲ τὸν κόσμο· ἡ κλωστὴ κόπηκε κι’ αὐτὴ κατρακυλάει κι’ ὅλο πάει πίσω, κι’ ὅλο βγαίνει ἀπὸ τὸν κύκλο, ὥσπου νἄρθῃ ἡ καλούμενη ὥρα καὶ νὰ κλείσῃ τὰ μάτια. Δὲν περιμένει πιὰ τίποτα.

Τώρα κάθεται κεῖ, στὸν καναπέ, σωστὸ φάντασμα μὲς τὸ σκοτάδι καὶ ζῇ μιὰ δική της ζωή, ἔντονη, γιομάτη πρόσωπα, γιομά-