Σαράντα παλικάρια
Δημοτικό τραγούδι


Σαράντα παλληκάρια ἀπὸ τὴ Λειβαδειά,
καλὰ κι’ ἁρματωμένα πάνε γιὰ κλεψιά,
πάνε γιὰ νὰ πατήσουν τὸ Καλὸ Χωριό,
πάνε καὶ γιὰ νὰ κάψουν χώραις καὶ νησιά.
Κάνα δὲν ἔχουν πρῶτο καὶ τρανύτερο,
γυρεύουν ἕνα γέρο γιὰ τὴν ὁρμηνειά,
ἐπῆγαν καὶ τὸν βρῆκαν σὲ βαθειὰ σπηλιά,
ὁπὄλειωνε τἀσῆµι κ’ ἔφτειανε κουμπιά.
«Γειά σου, χαρά σου, γέρο. —Καλὸ ’ς τὰ παιδιά,
καλὸ ’ς τὰ παλληκάρια, τὰ κλεφτόπουλα.
Σήκου νὰ βγοῦμε, γέρο, κλέφταις ’ς τὰ βουνά.
Δὲν ἡμπορῶ, παιδιά µου, γιατ’ ἐγέρασα.
Περᾶστε ἀπὸ τὴ στάνη καὶ τὰ πρόβατα
καὶ πᾶρτε τὸν ὑγιό µου τὸ µικρότερο,
πὄχει λαγοῦ ποδάρι, δράκου δύναμη·
ξέρει τὰ µονοπάτια καὶ τὰ σύρματα,
ξέρει καὶ τὰ ληµέρια, ποῦ ληµέριαζα,
ξέρει τοῖς κρύαις βρύσαις, πὄπινα νερό,
ξέρει τὰ µοναστήρια, πὄπαιρνα ψωμί,
καὶ ξέρει καὶ τοῖς τρύπαις, ὅπου κρύβομουν.

Αὐτοῦ μπροστὰ ποῦ πάτε, ’ς τὸ Καλὸ Χωριό,
ἐχει ὅμορφα κορίτσια καὶ γλυκὰ κρασιά,
τῆρα μὴ σᾶς μεθύσουν καὶ σᾶς πιάσουνε,
καὶ ’ς τὸν κατὴ σᾶς πάνε, σᾶς κρεμάσουνε.»

Τοῦ γέρου τὴν ὁρμήνεια τὴν ξεχάσανε,
ἐπῆγαν καὶ μεθύσαν καὶ τοὺς πιάσανε.
Σὰν τ’ ἄκουσε κι’ ὁ γέρος χαμογέλασε.
κουμπούρια ξεκρεµάει κι’ ἁρματώνεται.
’Σ τὸ δρόµο ποῦ πηγαίνει βρίσκει τὸν πασᾶ.
«Ὥρα καλή, πασᾶ µου καὶ Τοῦρκο κριτή,
νὰ βγάλῃς τὰ παιδιά µου ἀπ’ τὴ φυλακή.»