Σέυμουρ – Τεμπελχόφ – Μουλάρια

Σέυμουρ – Τεμπελχόφ – Μουλάρια
Συγγραφέας:
10 Σεπτεμβρίου 1880.


Καὶ τί νὰ γράψω πρῶτον, τί ὕστερον ν' ἀφήσω;
μὲ τόσον οἶστρον ἔχω γεμᾶτο τὸ κεφάλι,
ποὺ μόλις μιὰν ἰδέα ζητῶ νὰ στιχουργήσω,
κι' ἀμέσως κατεβαίνει μὲς στὸ μυαλό μου ἄλλη.
Ἐνῷ φωτιὰ καὶ λαύρα ἀπ' τὴν καρδιά μου χύνω
κι' ἀρχίζω τοῦ στρατοῦ μας ἐγκώμια νὰ πῶ,
μαθαίνω ὅτι ἔχει ὁ Σέϋμουρ σκοπὸ
μὲ μία μπόμπα στάκτη νὰ κάμῃ τὸ Δουλσῖνο,
κι' ἀπ' τὴν πολλὴ χαρά μου κτυπιέμαι καὶ κτυπῶ.

Ὁ Σέϋμουρ ἐκεῖνος μ' ἐνθουσιάζει ὅλο,
κι' εὐθὺς εἰς τὄνομά του τὴ λύρα μου κουρδίζω,
ψάλλω αὐτόν, τοὺς Ἄγγλους, τὸν Άγγλικὸ τὸν στόλο,
καὶ ὅλας τὰς Δυνάμεις ὑμνῶ καὶ λιβανίζω.
Μὰ ἔξαφνα ἐπάνω στοῦ οἴστρου μου τὴ φόρα
στοῦ Ρέουτερ τὰ νέα καὶ τοῦ Χαβᾶ κυττῶ
ὁ βασιληᾶς μας δρόμο πὼς πῆρε δυνατὸ
καὶ πάει ὁλοΐσια στοῦ Τεμπελχὸφ τὴ χώρα
καὶ Σέϋμουρ κι' Εὐρώπη στὴν μπάνα παραιτῶ.

Τὸ Τεμπελχόφ! Τί λέξις! Μὲ τεμπελιὰ γεμάτη!
Ψυχή μου! Τί ὡραῖα θὰ εἶναι ἐκεῖ πέρα!
Χασμούρημα καὶ ὕπνος, βασιλικὸ κρεββάτι,
ξαπλώματα, κυνήγια καὶ λόγια τοῦ ἀέρα.
Σὲ ποιό τοῦ κόσμου μέρος, ὦ Τεμπελχόφ, νὰ εἶσαι;
Σύ, Δήμιτσα, εἰπέ μας ποῦ βρίσκεται αὐτὴ
τῆς τεμπελιᾶς ἡ χώρα;... καὶ Τεμπελχὸφ γιατί,
Ἑλλὰς πεφιλημένη, καὶ σὺ νὰ μὴν καλῆσαι,
ἀφοῦ ἡ τεμπελιά σου μὲ κάνει ποιητή;

Ὦ Τεμπελχὸφ ὡραῖο, σὺ Τεμπελχὸφ μεγάλο!...
Πλὴν νά! Μᾶς στέλλουν τώρα οἱ Κύπριοι μουλάρια
κι' ἀρχίζω τοὺς Κυπρίους μὲ αἴσθημα νὰ ψάλλω:
Ὦ Κύπριοι, σεῖς εἶσθε τὰ μόνα παλληκάρια!
Οἱ μοῦλοι σας θὰ εἶναι τὸ μόνο μας καμάρι,
τοῦ ἔθνους τὴν ἀγάπη τὸ δῶρο σας τραβᾶ...
Μὰ κρῖμα! Τόσα λόγια ἐπῆγαν στὰ βουβά,
κι' οἱ Κύπριοι μᾶς γράφουν «δὲν στέλλουμε μουλάρι,
γιατὶ τὸ κάθε ἕνα κοστίζει ἀκριβά».

Ὅσους ἐπαίνους εἶπα τοὺς παίρνω πάλι πίσω,
φουρκίζομαι, θυμόνω, δὲν ξέρω τί νὰ κάνω·
καί, τοὺς Κυπρίους τώρα πικρὰ θὰ σατυρίσω,
ναὶ θὰ τοὺς βάλω ὅλους στὸν γάϊδαρο ἀπάνω:
Ὥ Κύπρος, τῆς δουλεῖας σ' ἐσκέπασε τὸ σκότος,
καὶ ἀντὶ σοῦ δύο μόνον μουλάρια προτιμῶ,
μὰ ἔξαφνα ἐπάνω στὸ νέο μου θυμό,
στέκει ἐμπρος μου ντοῦρος Ριζόπουλος ὁ πρῶτος,
καὶ νά! μὲ μιὰν ἀπόχη μοῦ σφίγγει τὸν λαιμό.