Ρόδα και μήλα
Συγγραφέας:
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 1902



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Επεξεργασία

Α. Η ΜΙΣΗ ΓΛΩΣΣΑ

Επεξεργασία

Όταν πήρα να μαζώξω δώθε κείθε όσα είχα δημοσιεμένα είτε σε περιοδικά, είτε σε φημερίδες, και που τα ξανατυπώνω σήμερις με τη χρονολογική τους τη σειρά· όταν τα ξαναδιάβασα κι έβαλα στο καθένα κι από μια σημείωση, όταν από το πρώτο που έγραψα ίσια με το στερνό, τα κοίταξα ένα ένα, δεν μπόρεσα να μην απορήσω, βλέποντας πώς και με τι τρόπο άλλαξε το ζήτημα το γλωσσικό από τα 1888 ως τα 1901. Τότες πολεμούσαμε τους δασκάλους, γιατί όλοι τους ήτανε δασκάλοι· τώρα πολεμούμε κάτι μισοδασκάλους — ή δασκαλάκια. Τότες πολεμούσαμε την καθαρέβουσα· τώρα πολεμούμε τη μισοκαθαρέβουσα. Τότες πολεμούσαμε μια γλώσσα που ήθελε κάτι να φανεί· τώρα πολεμούμε μια γλώσσα που δε θέλει τίποτα να είναι. Τότες πολεμούσαμε μια γραμματική που γύρεβε να μας φέρει πίσω ίσα με του Ξενοφώντα το τυπικό· τώρα πολεμούμε μια γραμματική που μήτε ομπρός λέει να πάει μήτε πίσω, παρά στέκεται αγράμματη στον αέρα. Τότες πολεμούσαμε πεθαμένους· τώρα πολεμούμε τους αγέννητους.

Και να πούμε την αλήθεια, είχε κάποιο μεγαλείο του Κόντου η αρχή ν’ αττικίσει την Ελλάδα. Σήμερις βλέπω και καμιάν αρχή δε θέλουν «Εμείς, λέει, ν’ ακούσουμε λόγο; Για ποιους μας παίρνεις; Εμείς είμαστε ποιητάδες και γράφουμε όπως μας κατεβεί, χωρίς λόγο κα­νένα!» Κι έτσι βγήκε στη μέση και κοντέβει να γίνει της μόδας μια κάποια μισή γλώσσα, που αρέσει πολύ σε κείνους που τη γράφουνε.

Η μισή γλώσσα τι πράμα είναι ωστόσο; Για να δούμε.

Η μισή γλώσσα είναι γλώσσα που της έβγαλαν κι άλλο ένα όνομα· τη λένε πως είναι απλή· γιατί τάχα; Γιατί ανακατώνει πολλές γλώσσες, δηλαδή γιατί γραμμα­τική δεν έχει — και πώς να μην είναι απλή, αφού είναι κι ακανόνιστη; Μάλιστα θα σου πούνε πως είναι σωστή αηδία η γραμματική. Ανυπόφορο πράμα, δυσάρεστο, σιχαμένο. Δεν τον αφήνετε ήσυχο τον ποιητή; Στον κόσμο τον πολιτισ­μένο, στην Εβρώπη, ο ποιητής, ένας Hugo, ένας Renan, ησυχία δεν έχουνε αν άξαφνα τους περάσει υποψία πως κάπου, σε μιαν αράδα, σε μια λέξη, σε μια συλλαβή, τους ξέφυγε κανένα λάθος, πως τάχα δεν έγραψαν τη γλώσσα τους αχάλαστα κι αλάθεφτα, προσέχοντας ως και στον πιο μικρό κανόνα της γραμματικής. Τι μουρλοί και τι ζαβοί! Δε ρωτούσανε καλύτερα τον ποιητή το Ρωμιό; Αφτός, ησυχία του είναι να μην προσέχει σε τίποτις, ο λυρισμός του, η ποίησή του, το ύψος του είναι να βάζει μια λέξη αρχαία κοντά σε μια δημοτική, έναν τύπο δημοτικό πλάγι πλάγι μ’ έναν αττικό τύπο, κάποτε το ίδιο να μας το λέει όπως το λέει ο δάσκαλος, κάποτε πάλε όπως το λέει ο λαός. Χαρά του ν’ ανακατέβει καθαρέβουσα και δημοτική. Και τέτοια είναι η μισή γλώσσα.

Πολύ ωραία, πολύ κατάβαθα ψυχολόγησαν το Ρωμιό, και γεια τους, όσοι πήγαν και μας ανακάλυψαν το λαμπρό το σύστημα της ανακατωσούρας. Δε μου λέτε, σας παρα­καλώ, το ανακάτεμα με τι τρόπο θα γίνει; Πόση δημοτική θα βάζουμε και πόση καθαρέβουσα; Κανένας, εννοείται, από τους λεγάμενους δε θα ορίσει το ποσό, μήτε σκοπέβει να το ορίσει. Δεν είναι δουλειά του, θα σας πει. Κι αφτός ο λόγος, το κάτω κάτω - ή το άνω κάτω - τι σημαίνει; Σημαίνει πως ο καθένας θ’ ανακατέβει, όπως τύχει, όπως του φανεί, όπως ξέρει - δηλαδή πως ο καθένας θα ’χει σύστημα δικό του. Τι λέγαμε για τα ψυχολογικά του Ρωμιού; Ο Ρωμιός, που έχει φιλότιμο περίσσιο, θ’ ακούσει άραγες ποτέ του τον έναν πιο πολύ από τον άλλονα; Ίδιοι τους αφτοί θ’ ακούγουνται αναμεταξύ τους; Ο Θεός φυλάξει! Κοιτάζουν τα πρόσωπα, στα πρόσωπα προσέχουνε. Ο τάδες το γράφει έτσι; Αμέσως εγώ να το γράψω αλλιώς! Το λοι­πόν τι βγαίνει; Βγαίνει που το μόνο σύστημα που μπορεί στην Ελλάδα να τα βγάλει πέρα, που μπορεί όλους τους Ρωμιούς μαζί να τους κάμει να είναι σύφωνοι, το μόνο είναι το απρόσωπο σύστημα, είναι η γραμματική, είναι η γλώσσα του λαού.

Φοβούμαι μήπως κι οι ανυπόταχτοι, ανεξάρτητοι, μεγαλόφρονοί μας ποιητάδες, που ζυγό δε θέλουνε κι αποτινάζουν τη γραμματική, δεν κατάλαβαν ακόμη τι θα πει αληθινή λεφτεριά. Το βάρος, ο ζυγός κι η σκλαβιά μου φαίνουνται αφτά που γυρέβουνε του λόγου τους, δηλαδή να βάλουνε τους άλλους και τον εαφτό τους να υποταχτούνε στη φαντα­σία ενός και μόνου. Η καθαφτό ανεξαρτησία είναι ανώνυμη, σαν το λαό. Δεν ακούς κανέναν, όταν τους ακούς όλους, κι είναι μάλιστα σα να μην τους άκουες μήτε δάφτους, αφού ακούς και τον εαυτό σου, αφού μέσα σ’ όλους είσαι κι ο ίδιος, είσαι και συ λαός.

Μα δεν πιστέβω η μισή γλώσσα να τα στοχάστηκε αφτά, μήτε να βγήκε στους δρόμους να φωνάζει από τόσο μεγάλο έρωτα για την ανεξαρτησία. Θα ’χει άλλους λόγους, τόσο σπουδαίους μάλιστα που μπορεί περίφημα να βαστάξει ακόμα χρόνια, να κάμει και κάμποσους οπαδούς, γιατί θαρρώ πως βασίζεται η μισή γλώσσα σε βάση ακλόνιστη, τουλάχιστο σε βάση που ο σημερνός Ρωμιός τη σέβεται και δεν τολμάει να τη χαλάσει, θέλω να πω την τεμπελιά. Κι αν προτιμάτε αδουλεψιά να την πείτε, δε με πειράζει, γιατί το ίδιο πέφτει. Ζήτημα δεν είναι, πως το βρίσκει ο καθένας πολύ πιο έφκολο να πετάει στο χαρτί ό,τι του κατέβει, μα δημοτική, μα καθαρέβουσα, - δίχως να ψάχνει, δίχως να ιδρώνει. Γιατί πάλε κι ο τόσος κόπος; Ελάτε να το ρίξουμε όξω. Δε βλέπετε, καλέ, πως τα ’χουμε όλα έτοιμα; Τι αγαπάτε, να σας το σερβίρω; Ξενισμούς; Ορίστε! Άλλο τίποτα! Μα κάλλια θέλετε ίσως κι έναν αττικισμό; Αμέσως! Τι λέτε πάλε να σας έδινα έτσι κανένα χουζουρεμένονε μισοδασκαλισμοδημοτικοκαθαρεβισμό; Φέρ’ το αφτό, και μοιάζει λαμπρό πράμα. Όλα τα ’χει.

Το σύστημα, για να σκοτώσει κανείς τη δημοτική, βέβαια πως είναι πρώτης. Καλύτερο δεν υπάρχει. Όσο δεν προσπαθείς, σαν πιάνεις την πέννα στο χέρι, να συλλογέσαι ρωμαίικα, γιατί αφτός είναι ο κόμπος, κι όχι να τα γράφεις μονάχα, όσο δεν πασκίζεις να τα πεις ρωμαίικα, φυσικά κι ο νους σου θα ξενίζει κι η ψυχή σου, ώσπου να ξενίσεις ή να ξυνίσεις κι ο ίδιος. – «Ε! καλά! Τι με κόφτει; Ο κόσμος είναι μεγάλος. Μήπως θα μείνω στην τρύπα μου κρυμμένος, δίχως να γυρίσω να δω και τι γίνεται στην οικουμένη; Ας ξενίσω, αν ξενίζοντας ο νους μου ξανοίγει, αν η ψυχή μου πολλαπλασιάζεται και πάει!» Μα τότες έχω και γω κάτι να σου απαντήσω, φίλε μου, που μου τα ψέλνεις. «Εμένα τα λες; θα σου κάμω. Εγώ θα σου πω τάχα ποτέ μου πως δεν είναι αδέρφια όλοι του κόσμου οι λαοί; Μήπως δεν το ξέρουμε πως ο καθένας κάτι μαθαίνει, κάτι χαρίζει του αλλουνού; Ίσα ίσα γι’ αφτό, παιδί μου, προτού να μιλείς, προτού να μας κάμεις τον περήφανο, θαρρώ πως πρέπει να γυρέψεις να δεις τι κρύβγει μέσαθέ του ο δικός σου ο λαός, που δεν το σκάλιξες ως τώρα, και τότες πια να καταλάβεις αν από το λαό το δικό σου δεν μπορεί να ξανοίξει ο νους, να πολλαπλασιαστεί, που λες, κι η ψυχή των αλλωνώνε. Όσο δεν τα κοιτάζεις αφτά, δεν αδικείς το λαό σου μονάχα· τον κόσμο αλάκαιρο αδικείς!»

Και δεν είναι ζήτημα, πως ο λαός ο ρωμαίικος, και στη γλώσσα του και στην ψυχή του - το ίδιο είναι - έχει ανυπό­ψιαστους θησαβρούς. Εσύ όμως, ο ανεξάρτητος, εσύ ο οικουμενικός, βλέπω και θέλεις μόνο να παίρνεις από τους ξένους, χωρίς να τους δίνεις τίποτα. Κι αφτό θα το κάνεις, γιατί δεν έπιασες να μελετήσεις τι τους λείπει και τι έχεις εσύ. Μα τι κάθουμαι και λέω; Εσύ που όλο καφκιέσαι πως σε μέλει για γενικές μεγάλες ιδέες, για γενικές λαμπροφάνταχτες ψυχολογίες, δεν το συλλογίστηκες να ξετάσεις τι πράμα είναι μήτε τα περίφημα τα γενικά σου αφτά, που χάνεις το νου σου για δάφτα. Ιδέες και ψυχολογίες γιόμισες και τα μυαλά σου και τα χαρτιά σου. Τις λέξες όμως που κάθε μέρα τις λες - ή που σε ξένα βιβλία τις διαβάζεις, τις πιο κοινές λέξες, τις πιο συνηθισμένες, δεν κόπιασες να ξεδιαλίσεις το νόημά τους. Ωστόσο ποιος δεν παρατήρησε ή δε βρέθηκε σε θέση να παρατηρήσει τι χοντρά, τι βάρβαρα, τι χυδαία κάθε γλώσσα μας παρασταίνει όσα νοιώθει η αθρώπινη καρ­διά; Όπως για να πούμε τα χρώματα, έτσι για να πούμε και τα αιστήματα, δεν έχουμε παρά φτωχές κακορίζικες λέξες. Ξέρουμε, λόγου χάρη, πράσινο και μαβί. Μα πόσα πράσινα είναι, που λέξη δε βρίσκουμε να τα ζουγραφίσουμε; Κοιτάξτε πόσα είναι τα δέντρα και πόσες οι πρασινάδες! Μα κοιτάξτε και πόσες χρωματιές, πόσες αποχρωματιές θέλει και πόσες ξεχρωματιές, για να πάει απαρατήρητα το μάτι μας από το πράσινο στο μαβί! Αμέ, για να πάει άνοιωθα κι η ψυχή μας από την αγάπη στο μίσος, από το μίσος στην αγάπη, πόσες άλλες χρωματιές κι αποχρωματιές, πόσες θωριές κι αποθωριές δεν υπάρχουνε, που μήτε τις υποψιάζεται η γλώσσα; Τι είναι το μίσος και πού αρχίζει; Άξαφνα, σε απλή, σε ήσυχη κουβέντα, μ’ ένα φίλο, ή και με την κόρη που αγαπώ, φιλονικούμε για κανένα πράμα που το κάτω κάτω μπορεί να μας είναι αδιάφορο και στους δυο μας. Δε συφωνούμε όμως. Η ασυφωνιά μας αφτή, σαν τι να είναι; Είναι πάντα φιλία; Είναι πάντα αγάπη: Αν είναι, βέβαια πως δεν είναι ολότελα η ίδια που ήτανε και προτού φιλονικήσουμε, γιατί φιλονικία τι θα πει; θα πει πως είτε πολύ είτε λίγο, εναντιώνεται ο ένας τον άλλονε. Κι η αγάπη εναντίωση δε θέλει. Μήπως πάλε κι είναι μίσος; Μα το μίσος το καθαφτό φτάνει σε βαθμό τέτοιο, σου εναντιώνεται τόσο και τόσο, που καταντάει πια να γίνει ενάντιο και στη ζωή σου, που γυρέβει και να σκοτώσει. Δεν είναι λοιπόν ούτε αγάπη ούτε μίσος, κι ωστόσο ένα είναι από τα δυο, ή στην αγάπη θα καταντήσει ή στο μίσος, απόδειξη που αν τύχει και φιλονικήσεις με κανέναν που σου είναι αδιάφορος, μπορεί από την πρώτη φιλονικία να ριζώσει στην καρδιά σου ένα κάτι που κατόπι γίνεται μίσος, κι α φιλονίκησες με την κόρη που λατρέβεις, θ’ αποξεχάσεις τη φιλονικία, θ’ αλλάξεις και γνώμη, αν εκείνη δεν αλλάξει. Κι αν αλλάξεις κι αν αλλάξει, δεν αλλάξατε τίποτις εσείς, τ’ άλλαξε η αγάπη, διες όμως πως άλλαξε κι αφτή, αφού έγινε μεγαλύτερη, κι έγινε μεγαλύτερη, γιατί θέλησε, όσο γνωρίζεστε και πάτε, να σμίγετε περισσό­τερο, να ’χετε σ’ όλα τις ίδιες ιδέες.

Λοιπόν από την απλή φιλονικία θα ’ρθουμε ή σε αγάπη περισσότερη ή σε περισσότερο μίσος, γιατί όπως κι αν το πάρει κανείς, το κάτω κάτω, η φιλονικία πιο πολύ μοιάζει με το μίσος παρά με την αγάπη. Κι ίσα ίσα βλέπουμε τι ανίκα­νες που είναι οι λέξες. Οι λέξες μας παρασταίνουν την καρδιά, μόνο σαν έφταξε το πάθος στην άκρη του, στο μίσος ή στην αγάπη. Μα για να πάμε από το τίποτις, από τ’ ανύπαρχτο, ίσια με το μίσος, ίσια με την αγάπη, για να πάμε μάλιστα κάποτες από το μίσος στην αγάπη κι από την αγάπη στο μίσος, υπάρχουνε χίλιες και χίλιες αγάπες, μίσητα χίλια και χίλια, που όνομα δεν έχουν ως τώρα.

Τα ονόματα ποιος θα τα βρει; Και ποιος θα πει πως εκείνος που τα βρήκε, δεν πλούτισε συνάμα και τον τόπο του και τους άλλους τόπους; Για να τα βρει όμως, πρέπει πρώτα πρώτα στη γλώσσα του να τα γυρέψει. Πώς δε γυρέβουμε στη γλώσσα τη δική μας και γι’ αφτά που είπαμε και για τόσα και τόσα; Η γλώσσα η ρωμαίικη - σήμερις είναι πια και γνωστό - έχει μια δύναμη, μια εφκολία μοναδικιά, με μιαν κατάληξη, μ’ ένα ζεβγάρωμα, μ’ ένα προσκόλλημα, μ’ ένα χαδεφτικό, να σου πλουτίσει, όχι το λεξικό που τυπώνεται, μα και το ατύπωτο ακόμα λεξικό της καρδιάς μας. Κι έτσι αμέσως ανοίγει τα μάτια της και κοιτάζει μέσα της πιο βαθιά ως κι η αθρώπινη ψυχή σ’ όλη την οικουμένη.

Μα πολύ άτοπα φιλοσοφώ, και ξέχασα πως η μισή γλώσσα μας έβγαλε τώρα και φιλοσόφους, που τη θέλουνε μισή, γιατί έτσι, λέει, το θέλει κι η φιλοσοφία. Εγώ λέω πάλε μήπως κι η φιλοσοφία τους είναι μισή όσο είναι κι η γλώσσα τους. Φαντάστηκαν πως ο άθρωπος όλος μαζί δεν είναι ένας, πως μπορείς να κουνήσεις το χέρι, δίχως ο νους πρώτα πρώτα να κάμει το κίνημα του χεριού. Φαντάστηκαν πως ο ποιητής μπορεί να προσέξει στην ποίηση, να προσέξει την ιδέα, να προσέξει στην τέχνη, να προσέξει και στη φιλοσοφία την ίδια, αν πρώτα δεν προσέξει, στη γλώσσα! Κι αφτοί έρχουνται και μας μιλούνε για μια Γερμανία που μήτε την ένοιωσαν ακόμα. Κι αφτοί έρχουνται και μας μιλούνε για δικές τους ιδέες, που θαρρούν πως έχουνε, ας είναι ακόμα και μισές.

Αστόχαστα φτωχά κεφάλια κι αφιλοσόφητη φιλοσοφία!




Β. ΚΑΠΟΙΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Επεξεργασία

Η μισή γλώσσα σε τι απάνω στηρίζεται λοιπόν, ως τώρα δεν το βλέπω. Ένα βλέπω κι ένα ξέρω, πως κάθε λαός έχει χρέος ν’ αληθέψει. Δε φτάνει που ζει, πρέπει κι οι άλλοι να το δούνε και για να το δούνε, πρέπει το έθνος να φανεί εκείνο που είναι, να μην περνάει σαν τ’ όνειρο, παρά να γίνει αλήθεια, δηλαδή να κάμει αλήθεια και την ψυχή του και το νου του και τα όνειρά του, μ’ ένα λόγο, ζει μόνο σαν αληθέβει. Μισή αλήθεια όμως δεν έχει. Θέλει αλήθεια γερή.

Δεν πιστέβω ούτε η μισή γλώσσα ούτε η καθαρέβουσα τέτοιο σκοπό να ’χει, σκοπό να μας ξυπνήσει από τον ύπνο το βαρύ που κοιμάται σήμερις η ψυχή μας. Μάλιστα, να κοιτάξεις την ουσία της ουσίας, θα καταλάβεις πως καθα­ρέβουσα και μισή γλώσσα το ίδιο είναι. Ας αφήσουμε τα λόγια κι ας προσέξουμε στα πράματα. Η Ελλάδα τι είναι σήμερις; Ένα βασίλειο κι ένας τόπος. Μήτε η καθαρέβουσα μήτε η μισή γλώσσα ονόματα δεν έχουνε να το πουν αφτό, παρά κι οι δυο τους θα σου το πούνε με τρεις ανύπαρχτες λέξες· βασίλειον, βασιλεύς, Ελλάς.

Ας παραδεχτούμε πια πως το βασίλειον, όσο άτοπο κι αν είναι το ν, όσο κι α δεν έχει μισές αλήθειες ή μισές ψεφτιές, ας παραδεχτούμε όμως πως ένα κακόμοιρο ν μπορεί και να μην μπει σε λογαριασμό. Τα δυο άλλα τώρα να δούμε, αρχίζοντας από το βασιλεύς. Τι λέξη είναι αφτή; Μήπως ο λαός την ξέρει; Όχι. Ο λαός το ξέρει βασιλιάς. Στην Πόλη μάλιστα έτσι λέει το Σουλτάνο. Και γιατί; Γιατί έτσι έλεγε πρώτα τον αφτοκράτορα, πριν από την άλωση. Λοιπόν είναι καθιερωμένος, ιστορικός, πατροπαράδοτος τύπος στο λαό.

Ο βασιλεύς τώρα τι ιστορικά έχει; Φτάνει κανείς να ’­μαθε δυο ελληνικά στο σκολειό, για να δει αμέσως πως τέτοια κατάληξη - εφς - γιατί έτσι το λένε - δεν έχει κα­μιά ονομαστική στην αρχαία γλώσσα, πως φ και ς πλάγι πλάγι καμιά λέξη δε μας δείχνει. Μπας και μας δείχνει αραδιαστά φ και ς σήμερις η γλώσσα μας πουθενά; Διό­λου. Μήτε κατάληξη - εφς στην ονομαστική, μήτε φς σε καμιά λέξη δεν έχει! Κι έτσι μήτε ελληνικό είναι μήτε ρωμαίικο. Βαρβαρισμός και στη μια γλώσσα και στην άλ­ληνα.

Για να δούμε και την Ελλάδα. Καλύτερα δεν τα πάει. Μας την κάμανε τριτόκλιτη· η Ελλάς, της Ελλάδος, εν Ελλάδι, την Ελλάδα. Ο λαός όμως τ’ αρχαία τα τριτόκλιτα δεν τα θέλει, αφού πρωτόκλιτα τα ξέρει. Κι αν τα ξέρει πρωτόκλιτα, θα πει πως τα τριτόκλιτα δε θα τα μάθει και του κάκου.- «Να σου πάλε κι οι φαντασίες του Ψυχάρη!» -Φαντασίες; Ορίστε, διαβάστε. Κάποιος, που για την Ελλάδα έκαμε κάμποσα, που την έκαμε κιόλας Ελλάδα, ο κάποιος αφτός, σαν έγινε κατόπι το βασίλειο, σα γέρασε κι ο ίδιος, θυμήθηκε τα νιάτα του, μας δηγήθηκε τον καιρό που καθότανε, λέει, κι έκλαιγε «την Ελλάς». Ποιος θαρρείτε πως μιλεί έτσι; Κάτω, παρακαλώ, τις γραμματικές σας! Έτσι μιλεί ο Κολοκοτρώνης ο ίδιος[1]· Λοιπόν αν ένας άθρωπος σαν κι αφτόνα, δεν μπόρεσε να κλίνει τα τριτόκλιτά σας, τι κάθεστε και μου λέτε για καθαρέβουσες και μισές γλώσσες; Και μη θαρρείτε πως φταίνε τάχα τα χρόνια που ζούσε ο Κολοκοτρώνης και πως τότες, όσο Κολοκοτρώνης κι αν ήσουνα, μπορούσες πολύ καλά να κάμεις τέτοιο λάθος, γιατί δεν ήξεραν πολλά γράμματα. Τίποτις! Όλα η καθαρέβουσα τα φταίει, που είναι γλώσσα νεκρή, κι έτσι τα ίδια λάθια, ίσως μάλιστα πιο χοντρά, γίνουνται ακόμη και σήμερις, όχι μόνο στο λαό, σα μισομάθει δασκαλικούς τύπους, μα και στους δασκάλους τους ίδιους, στους πιο περίφημους όπως και στη συνηθισμένη την καθαρέβουσα. Διάβασα, λ. χ., στο Νέον Άστυ (Μάρτη, 28, 1902, σελ. 2, στ. 5)· «ελάχιστοι θυσίαι»· στ’ Αναγνώσματα του Whitney, που μετάφρασε ο κ. Χατζηδάκης και που είναι πολύ καλό βιβλίο, γράφει (σελ. 549)· «ώστε να δύναται», ενώ στην ίδια σελίδα και παντού βάζει την υποταχτική· «εάν δύνωνται», σελ. 549, «θα δύνηται». σελ. 574, κτλ. κτλ. Πιο απάνω (σελ. 470) βλέπω την ακόλουθη φράση· «...λαλείται υπό φυλών, αίτινες προ δύο περίπου εκατονταετηρίδων (τω 1644) καταλαβώντες την Σινικήν κατέστησαν άξιαι γενικωτέρας τινός προσοχής.» Μήτε το «Νέον Άστυ» μήτε τον κ. Χατζη­δάκη κατηγορούμε. Κατηγορούμε μονάχα τη γλώσσα που γράφουνε. Βέβαια πως κάνουμε και μεις λάθια στη δημο­τική, τα περισσότερα όμως γιατί δε μελετήθηκε ακόμη αρκετά και γιατί μας χάλασε η καθαρέβουσα τη φυσική λα­λιά μας· ωστόσο είναι λάθια που δε θα τα κάνουμε ποτέ μας, λ.χ., να συντάξουμε αρσενικό με θηλυκό, να πούμε άξαφνα η καλός γυναίκα, όπως είδαμε να λένε αίτινες... καταλαβώντες, ελάχιστοι θυσίαι δηλαδή να κάνουμε τα λάθια που όσο κι α μελετήθηκε, κάνει πάντα η καθαρέβουσα.

Να μην κατηγορούμε λοιπόν τη δημοτική, παρά να καταλάβουμε μια και καλή ως πού μας κατάντησε η καθα­ρέβουσα κι η μισή γλώσσα. Για να το συλλογιστούμε τώρα δίχως πάθος, ήσυχα, μάλιστα με τον πατριωτισμό που θέλει τέτοιο ζήτημα, με την αγάπη που θέλει ο λαός. Πρώτα ν’ αποκριθείτε στο ρώτημά μου· μπορεί κάθε Γάλλος, ως κι ο πιο αγράμματος, να πει τ’ όνομα του τόπου του, χωρίς να κάμει λάθος; Βέβαια! Μπορεί όμως κάθε Ρωμιός να πει και να κλίνει αλάθεφτα του τόπου του δικού του τ’ όνομα; Όχι, το βλέπουμε κι από τον Κολοκοτρώνη πως δεν μπορεί. Λοιπόν τι βγαίνει; βγαίνει που το έθνος δεν έχει όνομα εθνικό. Κι η αλήθεια είναι που χάρη στην καθαρέβουσα, σήμερις η Ελλάδα όνομα δεν έχει.

Όνομα δε θα της κάμουνε μήτε η καθαρέβουσα μήτε η μισή γλώσσα. Αν ήτανε τόντις μισή, αν ίδια της κατα­λάβαινε τι θέλει και τι θα πει σωστός συβιβασμός, αντίς να γράφει κι αφτή, απαράλλαχτα σαν την καθαρέβουσα, Ελλάς και βασιλεύς, θα προσπαθούσε τουλάχιστο, δε λέω πια να γράφει Το ρωμαίικο, δε λέω να γράφει Ρωμιοσύνη, μα να γράφει η Ελλάδα, δε λέω να γράφει βασιλιάς, αφού δεν έχει το κουράγιο, μα τουλάχιστο να γράφει ο βασιλέας. Όσο δε γίνουν αφτά, μπορεί να γράφουν όσο θέλουνε. Τίποτα δε θα καταφέρουνε κι όλα του βρόντου.

Κι έτσι θαρρώ πως του κάκου πολεμούνε και του κάκου γράφουνε πολλοί, που τυχαίνει κάποτε να δω τα ονόματά τους και τη μισή τους ή ανακατεμένη γλώσσα σε κάτι περιοδικά· ο Κουρτίδης, ο Βώκος, ο Καμπάνης, ο Ν. Ροντάκης - «από την Πόλι», με ι - και κάτι άλλοι. Δε λέω πια τίποτις για το Διόνυσο. Είναι τόντις σα λύσσα, ξαφρισμένη τα γραψίματά του. Πώς δε βαριέται; Αλήθεια όμως, κι αφτό μας το ξηγούνε οι γιατροί· θα κόλλησε από το Νίτσε, γιατί το ξέρουμε σήμερις πως κολλητική αρρώστια είναι κι η τρέλα· ο τρελός πάλε πώς να βαρεθεί; Διασ­κεδάζει με την τρέλα του, μοναχός του, και μάλιστα καμαρώνει.

Παρατήρησα όμως πως κι ο Διόνυσος, και το Περιοδικό τους, και τα Παναθήναια, κάθε τόσο, τσακώνουνται, μαλλώνουνε, χτυπιούνται αναμεταξύ τους, πειράζουνται και τρώγουνται. Πολύ άδικο έχουνε. Γιατί τόσους πολέμους; Είναι όλοι τους το ίδιο. Ίσως φαντάζουνται πως αλήθεια διαφω­νούνε, πως έχουν ο καθένας ιδέα δική του και δική του γνώμη. Το φαντάζουνται αφτό, γιατί όσο μεγάλη κι αν είναι η Αθήνα, ζούνε πλάγι πλάγι ο ένας με τον άλλονα, και τότες τυχαίνει πολύ έφκολα να μη βλέπουν οι αθρώποι παρά τη μύτη του γειτόνου και γι’ αφτό να βασανίζουνται. Στο Παρίσι, που κάθουμαι, τα βλέπω αλλιώς τα πράματα, δηλαδή από πιο μακριά, ίσως κι από πιο αψηλά. Καλέ, είναι όλοι τους αδέρφια! Όλοι τους, ανακατεμένη γλώσσα κι ανακατεμένα μυαλά. Και να μη θαρρέψει κανένας πως το λέω από θυμό, από πείσμα. Διόλου, μα διόλου. Πολύ ήσυχα μάλιστα. Μα πώς δεν τα παίρνουνε τώρα ήσυχα κι ίδιοι τους να τα διαβάσουν εκείνα που γράφουνε, να τα διαβάσουν, έτσι, μια μέρα, σα να διαβάζανε ξένα, σα να διαβάζανε σελίδες που δεν είναι δικές τους, που τις έγραψε άξαφνα κανένας άλλος; Και τότες, ακόμη πιο ήσυχα, να τους ρωτήξω·

Στο θεό σας, είναι αφτά πράματα που γράφουνται; Δεν τα βλέπετε; Δεν τα σιχαίνεστε; Αλήθεια, το φαντά­ζεστε πως είναι γράμματα, πως είναι φιλολογία, πως είναι ύφος, πως είναι γλώσσα; Καλέ, μαζώξτε τα γλήγορα, μην τύχει και τα δει ο κόσμος, που είναι όλα σας γελοία και παιδιακήσια!»




Γ. ΟΜΟΡΦΙΑ ... ΚΙ ΑΗΔΙΑ

Επεξεργασία

Τέτοια γλώσσα, παιδιά μου, άσκημη γλώσσα, γλώσσα μισή, γλώσσα του εγωισμού, ανύπαρχτη γλώσσα, η Ομορφιά δεν τη θέλει, δεν τη θέλει η Καλοσύνη, δεν τη θέλει η Αγάπη.

Μα μήτε η ορθή κρίση δεν τη θέλει.

Για να το συλλογιστούμε και μια στιγμή. Εδώ δε χρειάζουνται και τόσα λόγια. Ποιος θα ’ρθει ποτέ να μας πει με τα σωστά του, πως μια κι είναι το ζήτημα να γράφει κανείς τη γλώσσα του, δεν πρέπει να τη γράφει ορθά;

Και θαρρούνε πως ο Ρωμιός, που είναι περήφανος κιόλας κι από σόι, θα γυρίσει ποτέ του να τα κοιτάξει τα μισά τους, τα ψέφτικά τους τα συστήματα; Ελάτε ν’ ακούσετε τι λέει ένας Ρωμιός που νοιώθει, κ ύστερα να μου πείτε·

«Τότε, μου γράφει ένας φίλος, ο Π. Βλαστός, νόμιζα ακόμη σωστή την περίφημη θεωρία «της μέσης οδού»... Έπειτα μελέτησα κι είδα την Αλήθεια από πιο κοντά και κατάλαβα πως είναι κι αυτή - σαν όλες τις μεγάλες θεές - πολύ πιο όμορφη με τη μαρμαρένια της γύμνα - χωρίς τους πέπλους και τα φακιόλια και τους κορσέδες του συβιβασμού.

Τι σκοπούς έχω; Όλους. Πολύ θα πείτε. Είναι όμως Ρωμαίικο, είναι κι Ελληνικό. Τον κόσμον όλο ήθελαν οι αρχαίοι να καταλάβουν, ολόκληρο τον κόσμο και μεις καταπιανόμαστε ν’ αδράξουμε, Αθηναίοι της Ακρόπολης κι Αθη­ναίοι των Πιπεριών, λατρευτές της Κόρης και λατρευτές της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, ένα είμαστε κι ένα θέλουμε -το ίδιο - την απόλυτη Ομορφιά.»

Πολύ ωραία το είπε ο νέος ο ποιητής, που θ’ ακουστεί κατόπι τ’ όνομά του[2]. Το είπε ο Βλαστός τόσο καλά, που του ζήτησα την άδεια ν’ αντιγράψω αφτά του τα λόγια. Ναι! την απόλυτη ομορφιά γυρέβει κι ο αττικισμός που λάθος στην καθαρέβουσα δε θέλει. Την απόλυτη ομορφιά γυρέβουμε και μεις που θέλουμε τη γλώσσα μας ακέρια. Την απόλυτη ομορφιά έχει μέσα στην ψυχή του ο λαός, και στα χείλη του την έχει, αφού την απόλυτη ομορφιά ως κι η γλώσσα του μας τη φανερώνει. Όχι να ’ρχεστε του λόγου σας, με τα μισά σας τα μυαλά, να μας μιλείτε για μισή γλώσσα, να προφασίζεστε μάλιστα ποίηση, να προφασίζεστε τρελή, αχαλίνωτη, ακράτητη φαντασία, εμάς να το λέτε, εμάς να μας το μάθετε, ποίηση και φαντασία τι θα πει, και να φωνάζετε πως βαστάτε την Ομορφιά, βαστώντας κουρελιασμένη κούκλα στο χέρι. Αηδία.




Δ. ΤΕΧΝΗΤΗ

Επεξεργασία

Μα, μπορεί να μας πούνε, αν καθήσεις και γράψεις ακέρια τη δημοτική, όπως η γραμματική της το θέλει, θα γράψεις τεχνητή γλώσσα, και τότες τι καταλάβαμε;

Αφτό, οι φίλοι μας μπορούνε να μας το πουν, όχι όμως οι δασκάλοι, γιατί δεν έχουνε και το δικαίωμα. Η γλώσσα τους είναι τεχνητή από το άλφα στο ωμέγα. Λοιπόν εμείς με τους φίλους μας συζητούμε· δε συζητούμε διόλου με τους δασκάλους.

Κάθε πράμα με την ώρα του· αφτά πρέπει καμιά μέρα να ξεταστούνε σε ιδιαίτερη μελέτη, όπως ελπίζω να γίνει κατόπι, γιατί το ζήτημα θέλει προσοχή, θέλει μεθοδικά να το πιάσουμε. Μα δεν είναι πάλε και τόσο δυσκολόπιαστο, που να μην προσπαθήσουμε κι από τώρα με δυο λόγια να δείξουμε, το ζήτημα ποιο είναι.

Να το πούμε με δυο λόγια, γλώσσα στον κόσμο δεν υπάρχει που να μην είναι τεχνητή. Τεχνητή ως κι η γλώσσα των παιδιώνε, σαν πρωτομαθαίνουνε να λένε ρ ή κ αντίς λ ή τ, που τους είναι πολύ πιο έφκολα. Για να πούνε ρ χρειά­ζεται κόπος· σημαίνει λοιπόν πως δεν τους είναι φυσικό.

Σήμερις που η γλωσσολογία, σπουδάζοντας από πιο κοντά τα καθέκαστα, κατάλαβε πως υπάρχουνε αθρώπινες λαλιές, όσες υπάρχουνε κι αθρώποι, πως με το κάθε άτομο κι η λαλιά θ’ αλλάξει, αφού δεν έχουμε ο καθένας μας μήτε το ίδιο στόμα, μήτε τα ίδια δόντια, μήτε την ίδια γλώσσα κτλ., κι ωστόσο με τη γλώσσα, με τα δόντια, με το στόμα κτλ., μορφώνουμε τους ήχους, δηλαδή τη λαλιά μας, σήμερις λοιπόν μπορεί να πούμε πως κάθε συλαλιά είναι πράμα τεχνητό, πως άμα μιλούνε μαζί ας είναι και δυο νομάτοι, πάντα ο ένας θα πάρει κάτι από τον άλλονε, πάντα θα πασκίσει στην κουβέντα κάπως ν’ απομιμηθεί και ξένη λαλιά.

Σαν είναι όμως η λαλιά ξένη, σα δε μου είναι φυσική, θα πει πως είναι τεχνητή λαλιά.

Τότες γιατί να κατηγορούμε την καθαρέβουσα; Γιατί να φωνάζουμε πως είναι ξένη, πως δεν είναι φυσική;

Περίεργο το ρώτημα! Ελάτε να το συλλογιστούμε μια στιγμούλα. Το παιδί που βάζει τα δυνατά του να προφέρει το ρ, ο άθρωπος που άθελα ή με σκοπό παίρνει λέξες ή παίρνει ήχους από άλλον άθρωπο, ο επαρχιώτης που γυρέβει να διορθώσει την προφορά του, να μιλήσει σαν τον Αθη­ναίο, αφτοί όλοι τι θα μιμηθούνε; θα μιμηθούνε γλώσσα ζωντανή, δηλαδή γλώσσα που μιλιέται σε κάποιο μέρος του κόσμου, γλώσσα που έχει πατρίδα, γλώσσα που γεννήθηκε με τον άθρωπο, γλώσσα που άμα σκαλίξεις σε χάρτη γεω­γραφικό, θα πεις· Στον τάδε ή στον τάδε τόπο, τέτοια ή τέτοια γλώσσα ξέρουνε, η γλώσσα έχει τέτοια γραμματική, τέτοιους ήχους, τέτοιο τυπικό.

Η καθαρέβουσα όμως τι θα μιμηθεί; Θα μιμηθεί γλώσσα, ήχους, γραμματική, λέξες, τυπικό, που βρίσκουνται στα βιβλία.

Η διαφορά λοιπόν είναι αφτή, κι είναι διαφορά που δε χωρατέβει. Εμείς γράφοντας τη δημοτική, τη ζωή θα μιμηθούμε - όπως τα παιδιά, όπως οι επαρχιώτες, όπως οι αθρώποι όλοι· η καθαρέβουσα θα μιμηθεί μόνο τη νέκρα. Κι από γεννήσιο της αφτή μυρίζει νεκρίλα.

Το ίδιο μπορεί να πούμε και για την περίφημη τη διγλωσ­σία, που εδώ και μερικά χρόνια πάνε και ψάχνουν οι δασκάλοι, σ’ όλους τους τόπους του κόσμου και σ’ όλες τις εποχές της ιστορίας, για να μας μάθουνε τάχα πως κι αλλού, πως και σ’ άλλα χρόνια, μια γλώσσα μιλούσανε και πως γράφανε μιαν άλλη, πως ο Ίπσεν είναι από τη Νορβηγία κι ωστόσο γράφει τα δανικά, πως οι τραγικοί στις τραγωδίες τους βάζανε χορούς με δωρικά, πως οι Αττικοί στην καθεμερνή τους την κουβέντα μιλούσαν άλλη γλώσσα, μα πως γράφανε άλλη, πως είχανε λοιπόν κι αφτοί διγλωσσία κτλ. κτλ. κτλ.

Είναι τόντις ν’ απορήσει κανένας πως έρχουνται και μας λένε τέτοια πράματα. Πού και ποια διγλωσσία; Τα δανι­κά που γράφει ο Ίπσεν, είναι ή δεν είναι γλώσσα ζωντανή, γλώσσα που μιλιέται σ’ ένα μέρος του κόσμου γνωστό, δη­λαδή στη Δανία; Τα δωρικά που βάζανε οι τραγικοί στους χορούς τους ήτανε ή δεν ήτανε τότες ζωντανή γλώσσα; Τα δωρικά που ίσως ανακατέβανε στην καθεμερνή τους την κουβέντα, ήτανε ή δεν ήτανε γλώσσα σε κείνα τα χρόνια; Λοιπόν τι κάθεστε και μας λέτε; Τι συγκρίνετε με την καθαρέβουσα - πολλή της η τιμή! - τον Ίπσεν και τους τρα­γικούς: Διγλωσσία έχουμε και στη δημοτική, σα γράφουμε αγαπούμε και σα γράφουμε αγαπάμε. Αγαπώμεν όμως δε γράφουμε, γιατί αφτό δε λέγεται πουθενά, γιατί αφτό που­θενά δεν είναι γλώσσα, γιατί, όπως κι ο Ίπσεν, όπως κι οι τραγικοί, όπως κι άλλοι σ’ άλλους τόπους, θα μιμηθούμε τη ζωή, όχι το θάνατο, σαν την καθαρέβουσα.

Κι έτσι γίνεται θρούβαλα το υστερνό επιχείρημα του δασ­καλισμού.

Κι έτσι έχουμε το δικαίωμα, τη ζωή να μιμηθούμε, γράφοντας τεχνητή, μα ζωντανή γλώσσα.

Κι η ζωντανή γλώσσα ποια είναι; Είναι η γλώσσα του λαού, που όσο κι αν τη χάλασε κι αν προσπάθησε να τη χαλάσει η καθαρέβουσα, είναι ολοζώντανη η γραμματική της. Είναι βέβαιο, μάλιστα, είναι βέβαιο και λυπητερό πως η κα­θαρέβουσα μάς έβγαλε στη μέση ένα είδος μισή γλώσσα, ένα είδος μειξολαλιά, που λεν οι γλωσσολόγοι. Εμείς έχουμε τώρα να την ξαναφτιάξουμε στα βιβλία μας, τη γλώσσα του λαού. Εμείς έχουμε, όχι να κάμουμε, μα να ξανακάμουμε τη γλώσσα τη χαλασμένη. Πώς όμως; Να την κάμουμε του κεφαλιού μας; Ποιος το είπε αφτό; Αφτό οι δασκάλοι το κάνουνε, όχι εμείς που με σέβας, που με αγάπη, που με πατριωτισμό και με λατρεία, προσέχουμε στη γραμμα­τική, προσέχουμε στο τυπικό, προσέχουμε στους ήχους του λαού, για να μιμηθούμε, στην τεχνητή μας γλώσσα - ναι! ας τη λένε, σα θέλουνε, και τεχνητή - τη γλώσσα που ζει και που μιλιέται.

Κι αλήθεια έτσι γίνεται σήμερις στα έργα τα φιλολογικά που βγαίνουνε μέρα την ήμερα. Πάρτε, ανοίξτε κανένα βιβλίο του Καρκαβίτσα, λόγου χάρη, τα Λόγια της Πλώρης, και διαβάστε· ορίστε τεχνητή γλώσσα που μιμιέται τη ζωντανή· ανεχτίμητος, σελ. 44, σταύρωσες, σελ. 54, 62, ο τάπητας, σελ. 81, ανάτειλε (στο νου μου μια ιδέα), σελ. 87, του Σω­τήρα, σελ. 93, κατάχρησες, σελ. 107, φύλακας, σελ. 141, ο έλικας βαποριού, σελ. 144 συθέμελα, σελ. 145, αγανάχτηση, σελ. 150, ακροατές, σελ. 151, χαραχτήρα, σελ. 234, παράκλησες, σελ. 265, πρόληψες, σελ. 270, χερονομιόντας, σελ. 272, συφοράς, σελ. 276. το κεφάλι της Μέδουσας, σελ. 280, κτλ. κτλ.

Ένα από τα δυο· ή λέει ο λαός, δηλαδή κι οι γραμμα­τισμένοι μαζί του, ανεχτίμητος, σταύρωσες, ο τάπητας, του Σωτήρα, ανάτειλε, κατάχρησες, ο φύλακας, ο έλικας, συθέμελα, αγανάχτηση, ακροατές, χαραχτήρα, παράκλησες, πρόληψες, χερονομώ, συφοράς, Μέδουσας, - ή δεν τα λένε.

Αν τα λένε, θα πει πως η καθαρέβουσα του κάκου πολεμά και πως τους νεκρούς τους τύπους της, μια και τους μάθει ο λαός, αμέσως τους ζωντανέβει.

Α δεν τους λένε, θα πει πως τους έφτιαξε ο Καρκαβίτσας· πώς όμως θα του ήτανε δυνατό να τους φτιάξει, χωρίς να μιμηθεί τύπους ζωντανούς; Δεν πιστέβω, λ. χ., να είπε ποτέ κανένας Μέδουσας ή ελάχιστη (σελ. 170)[3]. Μα μπορούσε καθένας να τα πει, και για τούτο μας φαίνουνται τόσο φυσικά, τόσο ζωντανά, σα μας τα λέει. Ποτέ της μάλιστα η καθαρέβουσα, ό,τι κι αν κάμει, δε θα κατορθώσει να ’χει το φυ­σικό ύφος που έχει η δημοτική μας, όσο τεχνητή κι αν τη λένε.

Λοιπόν, όπως κι αν το πάρεις, γράφοντας τους τύπους που είπαμε, ο Καρκαβίτσας ή κάθε άλλος μιμήθηκε τη ζωή, και τότες δε σημαίνει τίποτις ο όρος τεχνητή γλώσσα.

Εγώ μάλιστα θαρρώ πως έχει μεγάλο δίκιο σαν τα βάζει αφτά ο Καρκαβίτσας, και πως άδικο έχει σαν ανακατέβει καθαρέβουσες και δημοτική. Δεν το κάνει διόλου, για να μην είναι τάχα η γλώσσα του τεχνητή, αφού βλέπουμε πως με την τέχνη του ξέρει περίφημα να μιμηθεί τη ζωή την ίδια, το κάνει, γιατί... δεν του μέλει. Τι να του μέλει για τέτοιες μικροδουλειές, ενός ποιητή σαν τον Καρκαβίτσα; Ο Καρκαβίτσας τη θάλασσα συλλογιέται, τους αφρούς και τις ομορφιές της, τους πάτους της τους απάτητους, τα πλεού­μενα και τα πέλαγα. Τ’ άλλα, τη γραμματική, τους τύπους, τα ηχολογικά, τ’ αφήνει σε μας τους μικρούς, τους δασ­κάλους, τους γλωσσολόγους, που τι νοιώθουμε από θάλασσα, τι από πέλαγα, τι από ποίηση και τι από τέχνη;

Ωστόσο θαρρώ πως μικροί και μεγάλοι, καλά θα κάμουμε να προσέχουμε. Σ’ ένα μονάχα, δηλαδή στη γλώσσα, να μάθουμε την προσοχή, θα τη μάθουμε και σ’ όλα τ’ άλλα. Φοβούμαι μήπως κι ο φίλος μας ο Καρκαβίτσας πολύ πολύ δεν προσέχει. Κάποτε βάζει το ένα, κάποτε τ’ άλλο, και να τονέ ρωτήξεις, ο ίδιος, υποθέτω, δε θα ξέρει να σου πει. Γιατί άξαφνα, σελ. 66, σου λέει πασχίζοντας (πασκίζοντας με κ, είναι το δημοτικό, παντού στην Ελλάδα), αλλού πάλε, σελ. 66, θα σου το πει πάσχουν να σελ. 61. Βέβαια, εδώ και κει, θα σου φέρει με κάποια τέχνη και μια λέξη δασ­καλική - τα είπαμε κι αλλού - μα τυχαίνει κάποτε να σου φέρει κανέναν τύπο δασκαλικό και δίχως τέχνη, εκεί μάλιστα που ίσως θαρρεί πως είναι τέχνη να σου βάλει κι ένα δασκαλισμό· λόγου χάρη, σελ. 132, γράφει επροσκαλούσε, και στην ακόλουθη αράδα, επαρακάλει, γιατί θέ­λησε ν’ αποφύγει δυο φορές αραδιαστά την κατάληξη -ούσε, προσκαλούσε, παρακαλούσε· κι ίσα ίσα, με το να θέλησε να την αποφύγει, μας τη θυμίζει, γιατί δεν έκαμε πομονή να το σιάξει, με τρόπο που να είναι η γλώσσα του ομαλή κι έτσι κανένας να μη νοιώσει τίποτις.

Μα τι ν’ απελπιζόμαστε; Είναι ποιητής, είναι δημιουρ­γός ο Καρκαβίτσας, και θα καταλάβει. Έπειτα, μια κι ένοιωσε ο Ρωμιός ποιο είναι το σωστό, ποιο τ’ ωραίο, του κάκου! Ησυχία δε θα ’χει, ως όπου το καταφέρει. Πομονή μας χρειάζεται. Είναι σήμερις η Ανάγκη μεγάλη. Εγώ πιστέβω! Πιστέβω πως το ρωμαίικο - ή σαν αγαπάτε κι έτσι να το πείτε, δε με πειράζει - πιστέβω πως ο ελληνισ­μός έχει στη Μεσόγειο, εκεί κάτω, πρόσωπο να παίξει και πρόσωπο σπουδαίο και ξακουστό, το πρόσωπο του Πολιτισμού. Πρέπει, σα σημάνει η ώρα, έτοιμοι να είμαστε. Και γλήγορα να κάνουμε, γιατί πρώτο γνώρισμα του πολιτισ­μού είναι γλώσσα, κι όχι γλώσσα μισή, μα σωστή, δυνατή, εθνική γλώσσα.




Ε. ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ;

Επεξεργασία

Είπα τ’ όνομα του Καρκαβίτσα. Πρέπει τώρα να πω και τ’ όνομα του Παλαμά. Οπαδοί κι οι δυο τους - ή μισοί οπα­δοί - της μισής γλώσσας. Δεν τους ανάφερα πιο απάνω μαζί με τους άλλους, μα... ξύλο θέλουνε κι οι δυο τους. Ίσως πάλε τους αξίζει μόνο μισό ξύλο. Ο Παλαμάς έγραψε την ακέρια δημοτική πολλές φορές· ο Καρκαβίτσας προσπαθεί να τη γράψει, και να συγκρίνεις τους δασκαλισμούς του με τους δασκαλισμούς του Βώκου, του Κουρτίδη, του Διόνυσου κι όσων είπαμε, θα φωνάζεις πως ο Καρκαβίτσας μιλεί σα σωστός βαρκάρης. Ο Καρκαβίτσας ωστόσο ακόμα θαρρώ δεν καλομπήκε στο νόημα, γιατί του έρχεται σα δύσκολο να γράφει αλάθεφτα τη δημοτική. Ναι, στην αρχή μπορεί δύσκολο να φαίνεται, μα δύσκολο στην αρχή μονάχα και για να γίνει έφκολο κατόπι. Ο Καρκαβίτσας δεν προσέχει αρκετά στη γλώσσα, η γλώσσα του δεν έχει τη χρειαζούμενη φόρμα, για τούτο δεν την έχουνε, όπως έπρεπε κι όπως μπορούσε, μήτε τα παραμύθια του, που κάποτε, συχνά μάλιστα, ως κι η υπόθεσή τους είναι μισή, δεν είναι δουλεμένα στα μέσα και στα όξω με την ασάλεφτη πομονή, με το πείσμα ή σαν προτιμάς, με την τέχνη που προσμένει κανείς από τέτοιο τεχνίτη, γιατί τέχνη αφτό σημαίνει, να λες εκείνο που θέλεις να πεις και να το λες με τρόπο, που να είναι αδύνατο να το πει κανείς αλλιώς.

Η εντέλεια, που κυνηγούμε ο καθένας, τέτοιο νόημα έχει, και στη γλώσσα και στην ουσία, που είναι το ίδιο. Αφτά ο Καρκαβίτσας τα ξέρει. Ο Παλαμάς... Αχ! και τι άκουσε ο καλός μας ο Παλαμάς το κάτω κάτω; για τη μισή γλώσσα, που κάποτε γράφει; Του τα είπε μια μέρα ένας κάμποσο ανάττικος Αττικός, και του λέει πως καμιά δια­φορά η γλώσσα του δεν έχει με την καθαρέβουσα, καμιά διαφορά μάλιστα με τη γλώσσα που γράφει κι ο ίδιος ο Αττικός. Φοβερό το κοπλιμέντο, γιατί ο Αττικός που τα λέει αφτά, τι νομίζετε πως κάνει; Στο ίδιο τ’ άρθρο, στην ίδια στήλη, βγάζει όνομα καινούριο του ρεπορτέρη και μας τον κάνει πευθήν, «εν συνεντεύξει μετά πευθήνος», και λίγο παρακάτω μιλεί για σαιζόν, «την έναρξιν της χειμερινής σαιζόν.» Και τώρα να μου πείτε, αχ να μου το πείτε με τα σωστά σας, αν τέτοια γλώσσα είναι ή δεν είναι κωμωδία, κι αν αλήθεια φαντάζεται κανένας, πως θα βρεθεί ποτές έθνος, ας είναι και το έθνος το ρωμαίικο, εξόν αν υπάρχει πουθενά έθνος που να θέλει να γίνει και περίγελο του εαφτού του, ένα έθνος που να καταδεχτεί στη ζωή του να γράψει τέτοιες μισές, τέτοιες άγλωσσες γλώσσες!

Εγώ δεν το πιστέβω. Μα μήτε ο Παλαμάς δεν τα πιστέβει μήτε τα θέλει, όσο κι αν του αρέσει ν’ ανακατέβει περιττοσύλλαβα κι ισοσύλλαβα, ψυχρή καθαρέβουσα και φλογισμένη δημοτική. Αφτός μάλιστα τη δημοτική την ξέρει περίφημα, την παίζει στα δάχτυλά του. Μα ελάτε πια να το πούμε και παστρικά, εγώ θαρρώ πως ο Παλαμάς όλα τα φταίει. Ακούτε κει να κάθουμαι τόση ώρα να φιλονικώ με τους Διόνυσους και ν’ αραδιάζω φιλοσοφίες, χωρίς να το καταλάβω απαρχής πως αφτά είναι προσωπικά! Και βέβαια. Τίποτις άλλο. Από τη στιγμή που ο Παλαμάς έγραψε για το Γιαννίρη ένα άρθρο, και που τον είπε πως ήτανε το μυθιστόρημα της ελληνικής ψυχής, άμεσους βγήκαν οι Διόνυσοι στη μέση, κι αμέσως η δημοτική έγινε μισή γλώσσα. Και πειδής έγραψα και γω κάτι μια μέρα για το Θάνατο Παλληκαριού και το είπα πως ήταν αριστούργημα, και πειδής το λέω και το ξαναλέω πως ο Παλαμάς είναι ο ποιητής μας, είναι το διαμάντι και το καμάρι μας, την έπαθε άσκημη σήμερις κι ο Παλαμάς, γιατί κι αφτός τι δεν ακούει; Φτάνει κανείς δυο αράδες να διαβάσει, να καταλάβει από το μίσος κι από τη λύσσα, πως είναι όλα και πάντα προσωπικά.

Τα προσωπικά! Και πού λείπουνε; και πού δεν πρέπει να τα γυρέβουμε; Η φαντασία του αθρώπου είναι μεγάλη κ η φαντασία του ποιητή θάματα κατορθώνει, μα μήτε ο μεγαλύτερος ο ποιητής ο δε φαντάζεται ως πού μπορεί να πάει η ρωμαίικη μανία, που ό,τι κι αν τύχει να κάμεις, πάντα θα πει πως το ’καμες για λόγους προσωπικούς. Φαί­νεται πως ο Ρωμιός ο ίδιος, σε όσα καταπιάνεται, γράφει, συλλογιέται και λέει, δεν έχει ποτέ άλλους λόγους παρά προσωπικούς, πάντα με το εγώ του κι ομπρός. Έτσι λέει πως άμα είσαι και συ Ρωμιός, τέτοιους λόγους θα ’χεις.

Ο φίλος ο Ξενόπουλος - αφτός κακό παιδί δεν είναι, είναι και κριτικός με κάποια κρίση[4]-γράφει στα Παναθήναια, 1901, σελ. 29· «Αφ’ ου [να ξέρετε πως το αφ’ ου δεν είναι χυδαίο σαν το αφού] αι λέξεις· περηφάνεια θεοφάνεια και Επίσ­κοπος είνε πλέον δημοτικώταται, - δεν πιστεύω να το αρνείται κανείς, - δεν βλέπω τον λόγον διατί η Επιφάνεια θα γίνει Απανωσιά». Και πιο απάνω λέει· «αι μάταιαι και πεισματικαί εκείναι αντικαταστάσεις των κοινότερων και δημοτικών πλέον επιστημονικών όρων, δι’ άλλων λέξεων, όλως δι’ όλου εξαφνικών» κτλ. κτλ. …

Όταν τα διαβάζει κανείς αφτά, σα φρόνιμα του φαίνουνται. Όταν τα συλλογιστεί, βλέπει πως ο αγαθός μας ο Ξενόπουλος δεν ένοιωσε ποιο είναι καθαφτό το ζήτημα. Το ζήτημα είναι θαρρώ για επιστημονικούς όρους, δηλαδή γενικό ζήτημα, και πρώτα πρώτα πρέπει ν’ αφήσουμε ήσυχο τον επίσκοπο, γιατί δεν είδα να τον είπε και κανένας αλλιώς παρά επίσκοπο, άμα θέλησε για επίσκοπο να μιλήσει. Την περηφάνεια και τη θεοφάνεια δεν τις πείραξε κανένας· λοιπόν ας τις αφήσουμε και δάφτες. Ο λόγος για την επιφάνεια· νομίζω πως και δημοτικό να ’γινε τ’ όνομα, δεν έχει να κάμει, επειδή μπορεί ένας επιστημονικός όρος να κατάντησε πολύ γνωστός στο λαό, κι ωστόσο να μην είναι σωστός· βέβαια, μια και συνήθισε ο λαός τον όρο με τρόπο που να τον έκαμε γλώσσα του σαν το ψωμί και το νερό, σαν το χτικιό ή τ’ αστέρια, τότες περιττό, μα κι αδύνατο να του τον αλλάξεις. Ποιος θα πιστέψει όμως πως η επιφάνεια στη Ρωμιοσύνη παίρνει και δίνει όπως, λ. χ., η λέξη surface στη Γαλλία; Κανείς. Λοιπόν κάτι μπορεί να γίνει στην Ελλάδα, που αλλού κάποτες πέρασε η ώρα να κατορθωθεί, κι αφτό πρέπει να το θωρούμε πλεονέχτημα· ένας λαός που σήμερις αρχίζει να καταγίνεται σ’ επιστημονικά, είναι τυχερός, γιατί, ενώ πάλιωσαν κάτι όροι στην Εβρώπη, του είναι δυνατό να φτιάξει καινούριους, πιο ταιριαζούμενους όρους.

Να δείτε όμως πως ίσα ίσα στην Εβρώπη την ίδια, τέτοιο σκοπό κυνηγούνε. Σήμερις προσπαθούν παντού να βγάλουν όρους επιστημονικούς, που να ’χουν αμέσως ένα νόημα για τον καθένα, που κι ο αγράμματος να τους καταλαβαίνει. Λόγου χάρη, στη Γερμανία, εδώ και χρόνια, ήτανε συνή­θεια τη φτογγολογία να τη λένε Phonetik. Μα τι θα πει Phonetik; Για να το νοιώσει κανείς, πρέπει να ξέρει τα ελληνικά, τα βαθιά μάλιστα, γιατί τότε μόνο θα μάθει πως φωνή θα πει λαλιά. Λοιπόν οι Γερμανοί, πολύ φρό­νιμα και πολύ μεθοδικά, τον άλλαξαν τον όρο, και τη Phonetik την είπανε Lautlehre, με δυο λέξες που η καθεμιά είναι από τις πιο κοινές, τις πιο πρόστυχες και που από τις δυο μαζί ζεβγαρωμένες, βγαίνει αμέσως νόημα για τον καθέναν. Και να ξέρουμε κιόλας πως η αλλαγή αφτή, όχι μόνο έγινε με λόγο πραχτικό, μα είναι κι η επιστήμη κερδεμένη, αφού η Lautlehre μας δείχνει πως η ουσία της Phonetik ή της φθογγολογίας, είναι να σπουδάζει τους ήχους, κι έτσι μπορούμε και μεις πολύ πιο σωστά να τη λέμε Ηχολογία από δω κι ομπρός.

Λοιπόν, αν και στη Γερμανία, που η λέξη Phonetik είχε καταντήσει πολύ πιο κοινή από την επιφάνεια ή τη φτογγολογία στην Ελλάδα, οι γλωσσολόγοι άλλαξαν τον όρο, τι να πούμε για την Ελλάδα, που κάθε κλάδος της επιστή­μης μόλις άρχισε να πρασινίζει; Πολύ πιο έφκολα θ’ αλλάξεις τους όρους, γιατί τους έμαθε λιγότερος κόσμος. Δείχνεις και τον πλούτο της δημοτικής, που ανάγκη δεν έχει να μεταφράζει και να κλέφτει από ξένες γλώσσες, παρά πλάθει και δικές της με την ακούραστη δύναμή της. Η απανωσιά μπορεί να μην είναι και καλή, ίσως γιατί θυμίζει λιγάκι το επίθετο απανωτός, που το νόημά του είναι διαφορετικό. Μα βέβαια πως θα μπορέσεις να ξηγήσεις την απανωσιά πολύ πιο έφκολα στο παιδί, από την επιφάνεια. Αν πάλε δεν αξίζει, ας γυρέψουμε άλλη καμιά, κι ο λαός θα την έχει χωρίς άλλο, ή τουλάχιστο μπορεί με τη γλώσσα του να μορφώ­σουμε την κατάλληλη λέξη· να μη μας λεν όμως πως το κάνουμε από πείσμα, πως είναι μάταια και πεισματικά, γιατί κατάντησε πια σωστή αδικία, εκεί που πολεμάει κανείς για το καλό, εκεί που βάζει σπουδαία ζητήματα με το νου του, να ’ρχουνται να φωνάζουνε πως το εγώ μας κοι­τάζουμε και πως από ματαιότητα προσπαθούμε να πλου­τίσουμε τη γλώσσα και να βρούμε σωστούς όρους!

Αχ! να ήξεραν τα ψεγάδια μας όπως τα ξέρουμε μεις, τουλάχιστο θα μας κατηγορούσανε όταν αξίζουμε κατηγόριο. Πάνε και λένε ό,τι τους κατεβεί, μα κανένας δε μας χτυπά, εκεί που πρέπει, εκεί που μας πονεί το δόντι, γιατί ένα μο­νάχα μπορώ να πω κι είναι αλήθεια, δηλαδή πως άμα μου ξεφύγει και γράψω κανέναν όρο παρμένο από την καθα­ρέβουσα, συνάφεια, κλίση, συζυγία, συνοχή, το γράφω από τεμπελιά! Βαριέμαι να γυρέβω. Και με το συμπάθειο, θαρρώ πως η αρρώστια μου είναι κι η δική σας αρρώστια. Σα δε γράφετε τη δημοτική, σα γράφετε τη μισή γλώσσα, δε θα πει διόλου πως η φαντασία σας συνεπαίρνει, πως η ποίηση σας τραβά στα ουράνια, θα πει πως ραχατέβετε και πως σας τρόμαξε η δουλειά.




ΣΤ. ΧΑΔΙΑ ΕΝΟΣ ΦΙΛΟΥ ΣΤΕΝΟΥ

Επεξεργασία

Αν οι δικοί μας παν και ξεσκαλίζουνε προσωπικά ως και στην απρόσωπη την επιστήμη, τι δεν κάνουνε κάθε μέρα τα προσωπικά στην Ελλάδα, που είναι του τόπου γέννημα και θρέμμα;

Είδα στην «Ακρόπολη», 5 του Τρυγητή, 1901, ένα πολύ μακρύ και πολύ περίεργο άρθρο του κ. Γ. Σωτηριάδη, του γνωστού βυζαντινολόγου. Είναι, λέει, φίλος στενός της δημοτικής, και του φαίνεται η καθαρέβουσα «κατάψυχρη μούμια.» Όσο φίλος όμως κι αν είναι της δημοτικής, δε μοιάζει μεγάλη φιλία να ’χει μήτε για μένα μήτε για τον Αργύρη τον Εφταλιώτη μήτε για κανέναν από μας. Κα το λυπούμαι πολύ, γιατί τόσο έρωτα πάλε να ’χει μέσα του κανείς νια τη δημοτική και τόσο να πολεμά εκεινούς που τη γράφουνε, μου έρχεται σαν κάπως δυσκολοπίστεφτο. Ως τώρα κατάλαβα πως σαν είναι δυο που αγαπούνε κατάκαρδα την ίδια ιδέα, στο τέλος αγαπιούνται κι αφτοί, τουλάχιστο δε μαλώνουν. Εμάς, ο κ. Σωτηριάδης μας κάνει πια σκουπίδια. Μιλεί για το θανατικά καταδικασμένο σύστημά μας («καταδίκην θανατικήν του συστήματος»), για την αηδία που του φέρνει το ιδίωμα το δικό μας το χυδαιοφραγκορωμανικό (;;). Και κοιτάξτε τώρα πόσο συφέρνει να λέγε­ται κανείς «στενός φίλος» της δημοτικής. Πολύ πιο έφκολα μπορεί τότε και χτυπά τους δημοτικούς. Από το χτύπημα, εννοείται, κάτι αρπάζει κι η δημοτική.

Λέω πως χτυπάει τους δημοτικούς, και στον πατριωτισμό τους μάλιστα, μα καλά καλά δεν ξέρω ποιους θέλει να πει. Τον Εφταλιώτη και μένα, μας βάζει ομπρός στα γερά. Γράφει και τ’ όνομά μας. Για έναν άλλονα όμως λέει μονάχα πως ένας του λόγος θα μείνει «ως αιώνιον μαρτύριον της αμφιβόλου φιλοπατρίας του». Ήθελα να μάθω, έτσι, από ξερή περιέργεια, γιατί ο κ. Σωτηριάδης μας ονομάζει εμάς με τ’ όνομά μας, και σωπαίνει για τον τρίτο; Το συλλογίσ­τηκε; Δεν τόλμησε να τον πειράξει; Έχει μαζί του λιγότερα προσωπικά; Δεν είναι τόσο στενός του φίλος; Πού να ξέρω; Πώς δε βάζει όμως τ’ όνομά του, αφού μάλιστα λέει πως το «μαρτύριον» θ’ απομείνει αιώνιο, πράμα που πάντα είναι πολύ κολακεφτικό για κείνονε που το είπες; Εγώ φοβούμαι μήπως τ’ άρθρο του κ. Σωτηριάδη απομείνει για μας μαρτύριο, δηλαδή βάσανο, γιατί έτσι ξέρω τη λέξη. Τότες όμως το αιώνιο πάει πολύ.

Ας αφήσουμε τα χωρατά. Είναι πολύ σπουδαίο πράμα, είναι όμως και πολύ πιτήδειο, σαν πολεμά κανείς μια ιδέα, να κατηγορήσει πρώτα πρώτα τους αντίπαλούς του απάνω στον πατριωτισμό τους. Φαίνεται μεγάλος πατριώτης ο ίδιος. Έπειτα, είναι ο καλύτερος τρόπος για να τους μισήσει και το πλήθος. Την τέχνη αφτή ο κ. Σωτηριάδης την παίζει στα δάχτυλά του. Κι άσκημα το είπα πως μας χτυπά, πως μας κατηγορεί. Τα λέει ξεναντίας ήσυχα, σοβαρά, τα λέει τόσο γλυκά που μόλις το νοιώθεις· είναι τα λόγια του σα μέλι, μα ίσως και σα φαρμάκι που στάζει στάζει και που σου γιόμισε άξαφνα το ποτήρι, δίχως να το καταλάβεις.

Ας αντιγράψουμε λοιπόν έναν παράγραφο του άρθρου, για να μείνει κι αφτός «ως αιώνιον μαρτύριον της αμφιβόλου φιλοπατρίας» του... κ. Σωτηριάδη, γιατί να φέρνεται κανείς όπως φέρνεται με αθρώπους που σαν και μας, τη ζωή τους θυσιάζουνε για την Ελλάδα, θα πει πως κι ο πατριω­τισμός ο δικός του είναι λίγο... προσωπικός.

«Έχει, λέει, το ατύχημα ενίοτε η καλή υπόθεσις της δημοτικής - ή όπερ εν και το αυτό, της εθνικής μας νέας γλώσσης - να ευρίσκει υπερασπιστάς άνδρας αρίστους βε­βαίως κατά πάντα τα άλλα (βλέπετε την αμεροληψία - και τη μαργιολιά;), αλλά προς ους δυσπίστως διατίθεται το ελληνικόν ευθύς εξ αρχής. (Κακή την έχουμε! Και κοιτάξτε τι νόστιμα που στάζει.) Άλλοτε υπερήσπισαν την γλώσσαν μας οι ξένοι προπαγανδισταί (έσταξε πια) και οι ελληνοκαθολικοί (το ποτηράκι γιομίζει λίγο λίγο), νεωστί δε σημαιοφόρος τις προσήλθεν εις μέσον ο κ. Ψυχάρης (προσοχή στο ποτήρι), όστις ομοίως (δεν είναι νόστιμο αφτό το μικρούτσικο επίρρη­μα;) ετοποθέτησεν εαυτόν έξω του ελληνικού εδάφους τόσον ενωρίς ώστε να απομάθει μεν την ελληνικήν γλώσσαν, ν’ αποξενωθεί δε και του ελληνισμού τόσον ώστε να γίνει Γάλλος υπήκοος (λυπούμαι, μα δεν είναι όλους διόλου σωστό· γάλλος πολίτης, γιατί στη Γαλλία δεν είμαστε υπήκοοι. Δημοκρα­τία.), να συνταυτισθεί μάλιστα με τους Γάλλους ριζοσπάστας (θέλει να πει το σοσιαλισμό, μα δεν πειράζει· αφτοί όμως οι ριζοσπάστες είναι φοβερά αντικληρικοί και με τους προπαγαντιστάδες, με τους καθολικούς σα να μην πολυταιριάζουνε), και να απαλλαγεί της χρήσεως της ελληνικής γλώσ­σης εντός του οίκου του ολοτελώς (από πού το ξέρει; Στο σπίτι μου δεν πιστέβω να τον κάλεσα ποτέ μου.) Δια να γράψει τα ελληνικά του κατόπιν ο κ. Ψυχάρης (κοιτάξτε σιγά σιγά πως γιόμισε το ποτήρι) συνέλεξεν ως ψηφίδας τας λησμονηθείας από της παιδικής του ηλικίας λέξεις και κατήρτισε το ψηφιδωτόν των γλωσσικών του γυμνασμάτων. (Αφτό εδώ είναι άλλο, δέφτερο ποτήρι). Το μειονέκτημα όμως τούτο είναι μέγα και τα γραφόμενά του δεν κατόρθωσαν κανέναν να ενθουσιάσουν· έμειναν χωρίς ζωήν (κατάψυχρη μούμια και γω, σαν την καθαρέβουσα), και ο ψυχαρισμός ούτος, όστις είνε μειονέκτημα του αλλογενούς (;) σχεδόν συγ­γραφέως, κατήντησε συνώνυμος προς το δημοτικόν λεκτικόν και ύφος (πώς να ’γινε όμως τέτοια συνωνυμία; μην τρέχει κάτι;), όπερ και τους δημοτικούς πολύ έβλαψε και ημάς (αφτό πια είναι το τρίτο ποτηράκι) τους στενούς - χωρίς καμίαν προσωπικήν γνωριμίαν - (λυπούμαι) φίλους των έφερεν εις δύσκολον θέσιν.»

Αλήθεια, πολύ μου κακοφαίνεται να βρεθεί ένας στε­νός μου φίλος σε τόσο δύσκολη θέση και γω μάλιστα να το φταίω - μα να δείτε που βρέθηκα τώρα κι ο ίδιος σε θέση δυσκολότερη. Εμένα, οι ψηφίδες με βασανίζουνε και τα ψηφιδωτά του κ. Σωτηριάδη. Σαν τι πράματα να είναι τάχα; Εγώ λέω πως θα ’ναι οι μωζάικες. Οι μωζάικες είναι κάτι κύβοι η κυβούλια, μικρά γυάλινα διαφορόχρωμα κομ­ματάκια, που σαν τα βάζουνε πλάγι πλάγι με τέχνη, κά­νουνε λογιώ λογιώ ζουγραφιές. Τέτοιες μωζάικες έφτιαναν πολλές πολλές στο Βυζάντιο και τις έφτιαναν, όχι μόνο για εκκλησιές, μα και για το βασιλικό παλάτι και για πλούσια σπίτια. Λίγο λίγο παράπεσε η τέχνη, και που­θενά στην Ανατολή, όσο ξέρω, ή στην Ελλάδα, δεν κατασκεβάζουνε τέτοια γυαλοκόμματα. Στη Βενετιά όμως, ακόμη και σήμερις, έχουνε φάμπρικες ξεπίτηδες για μωζάικες, και μάλιστα στην Εβρώπη τρελαίνουνται για τα ιστορικά της μωζάικας. Γράφηκαν άπειρα βιβλία και για την τέχνη την ίδια και για την κατασκεβή, και για τα μεσαιω­νικά της ιστορικά στο Βυζάντιο. Ο φίλος μου ο G. Millet έγραψε μια μελέτη για του Δαφνιού τις μωζάικες, εδώ και λίγα χρόνια, στην «Αρχαιολογική Εφημερίδα», 18941. Είναι στην Εβρώπη τόσο πολύ γνωστές οι μωζάικες, που η λέξη έγινε πάγκοινη· και στα σαλόνια θα την ακούσεις και στους δρόμους. Για τούτο, τη βλέπεις στα βιβλία, στα περιοδικά, στις φημερίδες, και την έχουνε σαν είδος όρο μεταφορικό, για να πουν άξαφνα πως ένα πράμα είναι τεχνητό, ή πως είναι ποικιλόχρωμο, δηλαδή πως σφαντάζει[5].

Δεν πιστέβω μήτε στην Πόλη, μήτε στην Αθήνα, μήτε πουθενά στην Ελλάδα, η λέξη ψηφίς να είναι πολύ συνηθισ­μένη, βέβαια όχι όπως η μωζάικα στην Εβρώπη. Μεταφορικός όρος δεν έγινε η λέξη. Μα εγώ θαρρώ πως κι ίδια η μωζάικα πολύ γνωστή δεν είναι. Βιβλία πολλά να γραφήκανε για τα ιστορικά της δεν είδα, και στα σαλόνια τ’ αθηναίικα δεν την άκουσα ποτέ μου, μήτε από κυρίες μήτε από κυρίους. Να σου όμως που τη διαβάζω στ’ άρθρο του κ. Σωτηριάδη. Και σε τι μέρος; Και με ποια έννοια; Για να πει, νομίζω, πως η γλώσσα μου είναι τεχνητή, δηλαδή να το πει με το νόημα που έχει συχνά η μωζάικα στην Εβρώπη. Και τώρα πείτε μου· δεν είναι νόστιμο, εγώ που κάθουμαι στο Παρίσι, σα γράφω ρωμαίικα, λέξη να μη φυσώ για μωζάικες - ούτε για ψηφίδες - και του λόγου του, που κάθεται στην Ελλάδα, να κάνει τη γλώσσα του σωστή μωζάικα, με χίλιους όρους παρμένους από την Εβρώπη και μάλιστα, φοβούμαι, να παίρνει τους όρους που κατάντησαν πια πρόστυχοι και που γούστο δεν έχουνε; Ή μήπως έπαθε ο κ. Σωτηριάδης - και πολλοί δασκάλοι μαζί του - εκείνο που μας λέει πως εμείς το πάθαμε; Μήπως τοποθέτησε τον εαφτό του όξω από το ελλη­νικό έδαφος;

Ο εβλογημένος! Να ’λεγε τουλάχιστο την ψηφίδα, του μω­ζάικα! Θα ’τανε πιο ρωμαίικο. Μα ο μεταφρασμένος ο ξενι­σμός έχει κάτι πιο άνοστο, κάτι πιο ξένο ακόμη κι από την καθαρέβουσα την ίδια. Κοντά στο νου, αφού ξένο θα μας φανεί όχι το πράμα μονάχα, μα ως κι η λέξη. Κι έτσι νομίζω πως το φραγκορωμανικό και μάλιστα το χυδαίο, γιατί ένας καλός συγραφέας στη Γαλλία θ’ αποφύγει τέτοιους όρους, είναι η ψηφίδα του κ. Σωτηριάδη περισσότερο από τη γλώσσα τη δική μας, τη ρωμαίικη.

Μα ξέχασα που ο κ. Σωτηριάδης μου λέει, πως μια και τοποθέτησα τον εαφτό μου όξω από το χώμα το ελληνικό, απόμαθα και τη γλώσσα την ελληνική. Βάζω στοίχημα πως δε φαντάζεται ο ίδιος τι σωστά που το είπε! Ναι, την από­μαθα, γιατί εγώ ξέρω πως απομαθαίνω ρωμαίικα θα πει μα­θαίνω κατάβαθα, όπως και το αποτελειώνω τελειώνω ολό­τελα, όπως το αποβράζω έβρασε πια και σώνει. Αφτό που εννοεί ο κ. Σωτηριάδης, εμείς το λέμε ξεμαθαίνω. Μήπως λοιπόν και την ξεμάθαινε τη γλώσσα στην Αθήνα, όσο εγώ την απομάθαινα στο Παρίσι; Να που κάτι ξέρουμε και μεις.

Καλέ, στο Παρίσι να μας έρθει ο κ. Σωτηριάδης, πρώτα για να κάμει την προσωπική γνωριμία ενός στενού του φίλου - στο μάθημά μου, λόγου χάρη - έπειτα, ίσως, για να καταλάβει πόσο προσέχουμε, στο Παρίσι, να μη βάζουμε κάτι όρους χυδαίους σαν τις ψηφίδες, γιατί εδώ προσπαθούμε να είναι το ύφος πάντα πρωτότυπο και διαλεχτό, μα στο τέλος, τι θαρρείτε; ας κοπιάσει στο Παρίσι για να μάθει και τα ρωμαίικα! Δε χωρατέβω διόλου, και πρέπει μάλιστα να του δηγηθώ κάτι περίεργα ιστορικά μου. Σαν προετοιμαζόμουνα για να δώσω εξέταση, να γίνω υφηγητής - agrege που λέμε δω -, άκουα τα μαθήματα ενός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο, του μακαρίτη του Ε. Benoist, που ήτανε άθρωπος λιγάκι παρά­ξενος, μα όσο γίνεται καλός. Άναφτε γλήγορα, θύμωνε, άλλο τίποτα, και μ’ αγαπούσε πολύ. Μεταφράζαμε στην παρά­δοσή του από τα γαλλικά στα λατινικά. Φρόνιμα, ήσυχα, προσεχτικά, έψαχνα στο λεξικό μου, και κει που είχε λέξη γαλλική, έβαζα γλυκά γλυκά λατινική λέξη, το συγύριζα, το ’στρωνα, μην τύχει και μου ξεφύγει κανένα λάθος. Λάθος δεν είχε. Του δίνω χαρούμενος τη μετάφραση, ρίχνει μια ματιά, δε μου την πετάει στο πρόσωπο, γιατί δεν τα συνη­θίζουμε αφτά, μα μου πετάει τις φωνές, θυμωμένος· «Τη μετάφραση σου, λέει, την έκαμες με το λεξικό. Δεν αξίζει!» - «Καλά, και πώς να την κάμω; Χωρίς λεξικό;» - «Έπρε­πε να το συλλογιστείς πρώτα λατινικά, ύστερα να το γράψεις. Τότες, θα το ’γραφες όπως πρέπει. Λεξικά εδώ δε χρειάζουνται.»

Τι να σας πω; Τον άρπαξε το λόγο του ο νους μου, τον απορρούφηξε. Κατόπι, σαν άρχισα να γράφω ρωμαίικα, θυ­μήθηκα τον καλό μου τον καθηγητή. Αιώνια η μνήμη του! Για να γράψεις μια γλώσσα, θέλει πρώτα, ο νους σου να συλλογέται κι η ψυχή σου να γράφει, όχι τα λεξικά να ξεφυλλίζεις. Οι μωζάικες είναι του δασκάλου.

Ίσως όμως βρίσκει ο κ. Σωτηριάδης πως και φρόνιμες να ’τανε οι ιδέες μας, και σωστή να ήταν η αρχή μας, δεν πιάσαμε καλά τη δουλειά. Μπορεί. Πώς δεν την πιάνει αλ­λιώς; Έτοιμος να μελετήσω το σύστημά του. Γιατί δεν άρχισε προτού ν’ αρχίσουμε; Γιατί δεν άρχισαν άλλοι; Γιατί δε γράφει και τώρα τη δημοτική ο κ. Σωτηριάδης, να συγκρίνουμε τουλάχιστο; Είδα ως τώρα, ο κ. Σωτηριάδης να γράφει την καθαρέβουσα. Μπορεί να πιστέβει πως έτσι θα λυθεί το ζήτημα. Φταίω πολύ που δεν την έγραψα και γω, να δείξω, γράφοντας την καθαρέβουσα, πως πρέπει να γράφουμε τη δημοτική.

Μάς φοβερίζει πως γρήγορα θα φανεί κανένας «Παύ­λος», που να μας φέρει στον ίσο δρόμο. Τον προσμένω με χαρά μου και προσμένω τι θα μας πει. Ο Πάβλος του κ. Σωτηριάδη πως θα γράφει τον πατέρα; Θα τον κάμει ο πα­τερός, του πατερού, ή θα τον αφήσει ο πατέρας, του πατέρα, δηλαδή όπως τον έχουμε από τώρα; Υποθέτω, θα τον αφήσει. Τότες, τι καταλάβαμε;

Τι καταλάβαμε, κι η «θανατική» μας η «καταδίκη» τι σημαίνει; Η καταδίκη μας είναι που «αγνοούν αυτοί οι άνθρωποι (εμείς δηλαδή) πως με τέτοια πράγματα ημπορούσαν ν' αρχίσουν ίσως οι πρόππαποί μας κατά τον δέκατον έκτον αιώνα, όχι όμως οι σημερινοί επίγονοι αυτών.» Τα λόγια τούτα δεν είναι του κ. Σωτηριάδη. Του τα ’λεγε αφτά «εις εκ των αρίστων συγγραφέων δημοτικών (;;) λογοτεχνημάτων.» Ντράπηκε όμως να μας δηλώσει τ’ όνομά του. Κι είχε δίκιο. Είναι ανοησία. Τίποτις άλλο - αφού νόημα δεν έχει.

— Ανοησία; Να πάλε και τα συνηθισμένα μας. Αρ­χίζεις πάλε και φωνάζεις. - Φωνάζω, τι να κάμω; Φαρμάκια να στάζω; - Τίποτα, φίλε μου. Άσκημα, πολύ άσκημα το ’πιασες το ζήτημα, και συ κι οι φίλοι σου. Δεν έπρεπε να σηκώσετε πόλεμο. Έπρεπε ήσυχα ήσυχα να ξηγήσετε τα καθέκαστα στους δασκάλους. Τι βγαίνει από τις φωνές, τις χαστουκοχαστουκιές, τις τουφεκιές, τις βροντοκανονιές; - Τέτοια μας λένε μερικοί φίλοι της δημοτικής, μάλιστα πιο στενοί από τον κ. Σωτηριάδη. Έχουνε πολύ δίκιο. Έπρεπε λοιπόν, από τα 1821, όπως το ήθελε ο Κοραής να κάμουν ανεξάρτητη την Ελλάδα - δίχως πόλεμο!

Οι μεγάλοι σηκωμοί, στην ιστορία, δε γίνουνται μ’ όλο το κέφι. Τους αθρώπους έφκολα δεν τους αλλάζεις, αφτό, νομίζω, το είπε κι ο Χριστός, θα το ’λεγε κι ο Πάβλος του κ. Σωτηριάδη, ειδεμή δε θα ’τανε Πάβλος. Μα και με τις φωνές μας και με τη μάχη μας τη μεγάλη για την Ιδέα, φαίνε­ται πως έτυχε κάποτε να συνεπάρουμε και μερικούς, που το λέει να «ενθουσιάσουμε» ο κ. Σωτηριάδης. Τα γραφούμενά μου, αν τον ακούσεις, «δεν κατόρθωσαν κανέναν να ενθουσιάσουν». Πολύ νόστιμο, που το γράφει κιόλας αφτό στην «Ακρόπολη». Σα βγήκε το «Ταξίδι μου», όχι «ενθουσιάστηκε», τρελάθηκε ο Γαβριηλίδης, κόντεψε να βάλει όλο το Ταξίδι στην «Ακρόπολη». Και του έφκουμαι του κ. Σωτηριάδη, αντίς ένα του άρθρο, να του βάλει καμιά μέρα ο Γαβριηλίδης στην Ακρόπολη, αλάκαιρο βιβλίο.

Γελώ, κι ωστόσο είμαι καταλυπημένος. Κακό, πολύ κακό πράμα η αχαριστία, και φοβούμαι μήπως αλήθεια είναι αχάριστος ο Ρωμιός. Βέβαια είναι ο κ. Σωτηριάδης. Εδώ έχουμε ζητήματα σπουδαία, και σαν πολύ άτοπο μου φαίνεται να ’ρχεται κανείς να χτυπάει, από λόγους προ­σωπικούς, έναν άθρωπο και μάλιστα τρεις αθρώπους στον πατριωτισμό τους. Δηλαδή δεν είναι καθαφτό χτύπημα. Είναι χερότερο, είναι το φαρμάκι εκείνο που είπαμε. Μα μήπως έχει και κανένα δικαίωμα να μας τα λέει εμάς αφτά; Υποθέτω πως αγαπάει τον τόπο του, κι είναι χρέος του. Δεν κατάλαβα όμως, ο φοβερός πατριώτης τι κατόρθωσε ως τώρα για να κάνει τον περήφανο, να μας κρίνει εμάς και να μας κατακρίνει. Το πιο γνωστό του έργο είναι μια μελέτη με τον τίτλο· «Zur Kritik des Johannes von Antiochia (Jahrb. f. class. Philol. Suppl. XVI, 1888)», που είχε μάλιστα την καλοσύνη να μου τη στείλει τότες, σαν τη δημοσίεψε και δεν πρόφταξα να του κάμω επίκριση ο ίδιος, μα έβαλα ένα μαθητή μου, πολύ άξιο νέο, να μιλήσει, και μίλησε με κάμποσους επαίνους για τη μελέτη. Είναι η μελέτη του αφτή γραμμένη γερμανικά. Λοιπόν, τι φωνάζει;

Να χαίρεται ο κ. Σωτηριάδης που δε ζω στην Αθήνα. Έτσι κανένας δεν έχει φόβο, μήτε τη θέση του να γυρέψω μήτε το μιστό του να του πάρω, μα μήτε και το παραμικρό ρουσφετάκι να ζητήσω ποτέ για μένα. Ωστόσο δεν πιστέβω, από κείνους που παίρνουνε και θέση και μιστό και ρουσφέτι, πολλοί να είπανε λόγια τόσο ζεστά, τόσο φλο­γισμένα για την Ελλάδα. Ας ρίξουνε και μια ματιά στο Ταξίδι· αμύνεσθαι περί πάτρης, το λέει και το ξώφυλλο. Μπορεί τώρα ο καθένας, κι ο κ. Σωτηριάδης ο ίδιος, να τα δει μαζωμένα όσα έγραψα, στα Ρόδα και Μήλα. Μπο­ρεί μάλιστα να δει πως κι ο κ. Σωτηριάδης και κάμποσοι άλλοι, χρωστούνε κάποιο σέβας σ’ έναν άθρωπο, που ίσα ίσα γιατί δε ζει στην Ελλάδα, δείχνει πως δουλέβει αφιλόκερδα για την Ιδέα.




Ζ. ΚΟΥΤΑΜΑΡΑ

Επεξεργασία

Είμαι πολύ, μα πολύ κουτός. Κουτός, ζαβός και μουρ­λός, ό,τι θέλεις, πες με. Τα ’γραφα όσα διάβασες, ανα­γνώστη μου, στην εξοχή. Δεν είχα μαζί μου όλα μου τα βιβλία. Θυμήθηκα λοιπόν πως είχε γίνει ένα κάποιο άρθρο στη Revue critique για τον κ. Σωτηριάδη· μα τι έλεγε τ’ άρθρο δεν το θυμούμουνα. Έβαλα κατωσέλιδα μόνο τ’ όνομα του περιοδικού, κι είπα, σα γυρίσω στο Παρίσι, να βάλω και τον αριθμό.

Ψάχνω, βρίσκω τ’ άρθρο, το ξαναδιαβάζω, και τι βλέπω; Μια σημείωση δική μου - όπως συνηθίζουμε στη Revue critique, ύστερις από τους επαίνους, να δείχνουμε κι ένα, δυο ψεγαδάκια. Μα τι να σας τα πολυλογώ; Ιδού κι η σημειωσούλα·

Dans ce court passage où l'auteur, étudiant la langue de Malalas, témoigne d'un sentiment très fin du grec an­cien et de connaissances grammaticales solides, il est fâcheux d'avoir à relever quelques inexactitudes d'autant plus regrettables que M. Sotiriadis est Grec. L’expression neugriechisch qu’il emploie est obscure dans sa pensée : entend-il par là le grec médiéval (quelle époque alors ?) ou le grec moderne? C’est ce dernier qu’il semble viser et, dans ce cas, la plupart des formes qu’il cite sont erronnées: p. 61, il faudrait dire ανιψιός, non ανεψιός; -p.66, on lit: neugr... παίρνω, Aorist immer (!) επήρα, pour πήρα. On est plus que surpris, ibid., de voir κονταρεά, μαχαιρεά donnés comme formes modernes, alors que εά est un vocalisme de transition propre au moyen âge; auj. κονταριά, etc. Enfin γράφει προς τον στρατηγόν et εζήτουν να φονεύσωσι n'ont jamais été modernes. La pré­cision scientifique exige une scrupuleuse fidélité dans la citation des formes historiques.

Καταλάβατε τώρα την κουταμάρα μου; Κάθουμαι και φιλονικώ ήσυχα και σοβαρά με τον κ. Σωτηριάδη, σταλιές σταλιές παίρνω το φαρμάκι του, το κοιτάζω και το μετρώ, χωρίς να νοιώσω τι τρέχει. Δεν τρέχει και τίποτα πολύ σπουδαίο· να, καταλόγησα μερικά του λαθάκια στη δημοτική, καθώς είδαμε και πιο απάνω πως καλά καλά δεν την ξέρει. Τι είναι αφτό; Τίποτις. Ωστόσο έφταξε για να μας τα ψάλει, ο κ. Σωτηριάδης, να τα ψάλει και της δη­μοτικής, όσο λίγο κι αν την απόμαθε.

Προσωπικά! Προσωπικά!




Η. ΡΩΜΙΟΣ ΚΑΙ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

Επεξεργασία

... Ο Αργύρης ο Εφταλιώτης γυρέβει από αναγνώ­στη, που είναι Έλληνας, δυο φοβερά πράματα: ν’ αρνηθεί τ’ όνομά του και την πίστη του. Πρέπει να υποθέσουμε ή πως δεν ξέρει πόσο μεγάλο πράμα γυρέβει, ή πως το ξέρει κι απαιτεί την παράδοξη αφτή θυσία από το ελληνικό έθνος. Γιατί εδώ το ζήτημα το γλωσσικό παίρνει πια καινούρια θωριά, και καταντάει σήμερις προπαγαντίδικο, όχι όμως με την ωραία σημερνή έννοια της λέξης, παρά με την παλιά ρωμανοκαθολική, που η τάση της ήτανε κατεφτείας να διακόψει κάθε είδος εθνική παράδοση, για να κατασκεβάσει με το καινούριο ελληνικό έθνος μια λεβαντίνικη φυλή, με κάθε άλλο παρά εθνική συνείδηση και συνοχή...

Ποιος τα λέει αφτά; Εγώ; Θα το κατάλαβες και μο­ναχός σου, αναγνώστη μου Έλληνα, πως εγώ τέτοια δε συνηθίζω. Τα λέει ο στενός μας ο φίλος, γιατί δεν του φτά­νει που μας χτυπά εμάς και την ιδέα μας, χτυπάει τώρα και το ρωμαίικο και τη ρωμιοσύνη μαζί. Από πού κι ως πού όμως ο τόσος ο θυμός; Από τον τίτλο Ιστορία της Ρωμιοσύνης, που έβαλε ο Αργύρης στο βιβλίο του, να δηγηθεί τα ιστορικά της Ρωμιοσύνης από τον Κωσταντίνο το Μεγάλο ίσα με τον Ιουστινιανό.

Λοιπόν τώρα να το καλοσυλλογιστούμε το πράμα· σα μιλεί κανείς για Ρωμιό και για Ρωμιοσύνη, α’) σου αλλά­ζει τ’ όνομα και την πίστη· β’) κάνει ρωμανοκαθολική προπαγάντα. Σπουδαία αφτά. Για να τα ξετάσουμε λιγάκι.

Ρωμιός θα πει Ρωμαίος. Το αι, με κατοπινό ο, έγινε ι, όπως ο παλαιός έγινε παλιός, το δίκαιο δίκιο, το και κι πριν από λέξη που αρχίζει με α, ο, ου, λ. χ. ο τάδες κι ο τάδες, και όλα, κιόλα, κιόλας κτλ. κτλ.

Μα ποιος τους το ’δωσε στους Έλληνες τ’ όνομα ετούτο; Ποιος τόλμησε και τους είπε Ρωμαίους; Ποιος άλλος παρά ο Κωσταντίνος ο Μεγάλος, όπως είναι και γνωστό; Τρο­μερός λοιπόν προπαγαντίστας αφτός! Τους άλλαξε τ’ όνομα, να δείτε που τους άλλαξε και την πίστη. Και βέβαια! Πρώτα λέγουνταν Έλληνες και λάτρεβαν τους αρχαίους τους θεούς. Ήρθε ο Κωσταντίνος και μας τους έκαμε καθο­λικούς! Να με συμπαθάτε και γελάστηκα, γιατί τότες κα­θολικούς βασιλιάδες δεν είχε, αφού πριν από τον Κωσταν­τίνο, δεν είχε στον αφτοκρατορικό θρόνο ούτε χριστια­νούς! Μα δεν είχε τότε μήτε καθολικούς μήτε ορθόδοξους· χριστιανοί λέγουνταν όλοι, όσοι δεν ήταν ειδωλολάτρες ή εθνικοί. Φταίει ο κ. Σωτηριάδης που μου σκούνταψε η πέννα· θάρρεψα και γω πως άμα ήσουνα ρωμιός, ήσουνα και καθολικός. Να σου όμως που υπάρχουνε και Ρωμιοί που καθολικοί δεν είναι. Πρώτος ο Κωσταντίνος ο Με­γάλος.

Αφτός γρυ από ελληνικά δεν ήξερε, μήτε του έμελε για την Ελλάδα· «πόλιν αντίρροπον της Ρώμης εζήτει.» [Ζωσ. (Mendelssohn) 87, 2 (Β, 95; 18)]

Δεν έχτιζε καινούρια πόλη, έχτιζε δέφτερη Ρώμη (νέα Ρώμη) και τα περιχώρια της Κωσταντινούπολης είχανε ονόματα λατινικά, το Σκούταρι, λ.χ., που και σήμερις ακόμη έτσι το λένε. Άλλαξε τότες η πρωτέβουσα· δεν άλ­λαξε ο Καίσαρας. Οι στρατιώτες του Κωσταντίνου έκαναν την προσεφκή τους λατινικά[6]. Το κομμάντο κι αφτό στη λατινική, τα λατινικά ήταν η επίσημη γλώσσα, και στο Παλάτι μιλούσανε λατινικά[7]. Λατινικά έβγαζε τους λόγους του και στη σύγκλητο και στη σύνοδο ακόμη, και μάλιστα μπροστά σ’ επισκόπους που ήταν ελληνόγλωσσοι[8]. Με τα ελληνικά δεν τα ’βγαζες πέρα· δύναμη και πλούτο για όσους σπουδάζανε τα λατινικά, «μετ’ εκείνων δυνάμεις τε και πλούτους.» [Λιβ. 133, 16]

Ίσως όμως, θα μου πείτε, οι διαδόχοι του πήραν άλλο δρόμο; Ποιοι τάχατες απ’ αφτούς; Ο Ιουστινιανός; Όχι, βέβαια. Αφτός έλεγε για τη λατινική πως ήτανε «η πά­τριος ημών φωνή.» Ακούστε τον, και τότες να καταλά­βετε· «και ου τη πατρίω φωνή τον νόμον συνεγράψαμεν, αλλά ταύτη δη τη κοινή τε και ελλάδι, ώστε άπασιν αυτόν είναι γνώριμον διά το πρόχειρον της ερμηνείας», [Νεαρ. Διατ. ζ, 1] απα­ράλλαχτα δηλαδή με το ύφος που θα μιλούσε για καμιά πρόστυχη και χυδαία γλώσσα, «τω πλήθει κατάλληλον» Διάτ. ξστ’, α’ § 2, γλώσσα κατάλληλη για το πλήθος. Για να μιλεί κανείς όπως πρέπει, ανάγκη να τα πει λατι­νικά, κοίτ. Ν., Διάτ. ιε’, Πρ.· «δια τούτο τη πατρίω φωνή defensoras αυτούς καλούμεν.» Το δια τούτο σημαίνει πως αφτά είναι τα «παλαιά ονόματα», και πως η «φωνή των Ρωμαίων» είναι «κυριωτάτη δια το της πολιτείας σχήμα», όπως το λέει κιόλας, Ν., 1 Διάτ. ξστ’, α § 2. Μα σε κείνα τα χρόνια, δε μιλούσαν έτσι μονάχα οι βασιλιάδες· ήτανε της καλής αναθροφής να ξέρει κανείς τα λατινικά, κι ένας προκομμένος νέος το είχε συστατικό του σαν τα μάθαινε. Πριν από τον Ιουστινιανό, το λέει κι ο Χρυσόστομος· «νέος τις κομιδή πλούσιος ων επεδήμησέ ποτε τη πόλει τη ημετέρα κατά λόγων παίδευσιν εκατέραν, την τε Ιταλών την τε Ελλήνων.» [Προς τους πολεμούντας τοις επί το μονάζειν ενάγουσιν, Migne, 51, III, 1, σελ. 357.]

Και θα παρατήρησε ο καθένας πως βάζει τα λατινικά πρώτα από τα ελληνικά. Προπαγαντίστας κι αφτός, αθεόφοβος. Σαν το Χρυσόστομο, τα λεν και χίλιοι άλλοι. [Θεοφ. Χρονογρ. (de Boor) 24. 20. Αποφθέγμ. των αγ. γερ. 89Α] Ίδια η λέξη ελληνισμός δεν είχε διόλου, μα διόλου, τη σημασία που της δίνει ο κ. Σωτηριάδης κι άλλοι πολλοί. Σημαίνει «μάθηση ελληνική», και το είχανε τότες για κακό πράμα. «Αρνησάμενος την κακήν κληρονομίαν του ελληνισμού των εμών πατέρων και γονέων». [Κοίταξε τ’ ωραίο άρθρο ελληνισμός, στο Λεξικό του Ερρίκου Στεφάνου.] Ο Ιουστινιανός όμως το παράκανε· τα ελληνικά το κάτω κάτω - φαίνεται κι από το ύφος του - τα καταφρονούσε, τον ελληνισμό δεν τον αγαπούσε διόλου, και την Αθήνα πια, που ήταν του ελληνισμού η στερνή αποφεγγιά, την αφάνισε, διάλυσε και το Πανεπιστήμιο. [Ch. Diehl, Justinien, Pariw, 1901, σελ. 553. Κοίταξε όλο το κεφάλαιο· Athenes et le paganisme, 547-566.] Μα τι κάθουμαι και λέω; Ως και τ’ όνομα «Γραικός» ήτανε τότες όνομα μισητό και σιχαμένο, [Προκ. Ανέκδ. 134, 2] τ’ όνομα «Έλλην» άλλο δεν ήθελε να πει παρά ειδωλολατρία. [Κοίτ. Ch. Diehl, σελ. 551, και Προκ. Ιστ. (Α’, α’) π. II. II. 104, 15· 131,10-11] Μας το λέει κι ο ίδιος ο Ιουστινιανός· «επειδή τινες εύρηνται τη των ανοσίων και μυσαρών Ελλήνων κατεχόμενοι πλάνη» κτλ. κτλ. [Κωδ. Α', 11, 10] Τι δια­βολεμένος προπαγαντίστας όμως ο Ιουστινιανός, που όχι μόνο μας άλλαξε τ’ όνομα, σαν τον Κωσταντίνο, μα που δεν ήθελε κάνε να τ’ ακούσει!

Τ’ όνειρό του, ο πόθος του, η λαχτάρα του ήταν «η δόξα των Ρωμαίων», όπως γράφει κι ένα νόμισμα4. [Κοίτ. Ch. Diehl, σελ. 177, σημ. 6· Babelon, Mem. de la Soc. des Antiq. de France, τ. 57, σ. 310, 321 (ο λόγος για το Βελισάριο)]

Πολέμησε χρόνια και χρόνια, να γίνει καίσαρας σωστός, να πάρει όλη την Ιταλία, να βασιλέψει πιότερο μάλιστα στη Δύση παρά στην Ανατολή, κι αν τον κατηγορήσει κα­νένας που είχε το νου του στη Ρώμη, αντίς να τον έχει στην Πόλη, που πήγε να ξολοθρέψει τους βαρβάρους της Ιταλίας, αντίς να συλλογιστεί τους ασιατικούς βαρ­βάρους, αντίς να τους αφήσει να δυναμώσουν κι ίσως έτσι κατόπι να μας φέρει και τους Τούρκους, γιατί με τα χρήματα που πήγαν και με τους στρατούς που χαθήκανε, αφάνισε το Κράτος, ό,τι κι αν πει κανένας, άδικα θα το πει, επειδής ο Ιουστινιανός δε φταίει, έτσι τα ήξερε, έτσι τα ’βλεπε, άλλο τότες οι αφτοκράτορες, από παιδιά που ήτανε, δε μαθαίνανε παρά τη Ρώμη, που ήταν η αληθινή τους, η μόνη τους η παράδοση, και στο δέκατο ακόμα τον αιώνα, ο Νικηφόρος ο Φωκάς θύμωνε με τα σωστά του, έλεγε τον πάπα κουτό και ζαβό, που τον καλούσε «βασιλέα των Ελλήνων», κι όχι, όπως έπρεπε, όπως είχε χρέος να τον πει «βασιλέα των Ρωμαίων.» [Revue critique, 1901, αρ. 36, σελ. 195, σημ. 1]

Ορίστε λοιπόν που βρήκαμε κι άλλονε προπαγαντίστα, το Νικηφόρο το Φωκά, «τον τρέμει η γης κι ο κόσμος.» Κι ο Νικηφόρος ο Φωκάς είχε απαράλλαχτα την ίδια ιδέα που είχε ο Κωσταντίνος ο Μεγάλος, αφού κι αφτός νόμιζε πως «νέα Ρώμη» δε σημαίνει τάχα διόλου Ρώμη δέφτερης τάξης, παρά Ρώμη αφτοκρατορικιά, Ρώμη που ο Καίσαρας βασιλέβει, Ρώμη λατινική της Ιταλίας, «νόμι­μη, αναγνωρισμένη διαδόχισσα της αρχαίας» [Κοίτ. Ch. Diehl, Justinien, Παρίσι, 1901, σελ. 666] - κι έτσι βαστούμε πια και τον πιο περίφημο σημερνό μας προπαγαντίστα, τον Οικουμενικό τον Πατριάρχη, που κι ας μας χτυ­πούν εμάς, όσο θέλουνε, γιατί γράφουμε τα ρωμαίικα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ωστόσο λέγεται κι είναι αναγκασμένος να λέγεται «Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ.»

Αφτά ο κ. Σωτηριάδης ή τα ξέρει ή δεν τα ξέρει. Α δεν τα ξέρει, θ’ απορήσω πως τ’ αψηφάει, καθώς απόρησα όταν είδα ένα βυζαντινολόγο να μιλάει με κάποιο καταφρόνιο για τις μωζάικες, που οι βυζαντινοί τις είχανε για καμάρι και για δόξα. Αν τα ξέρει, πώς μπορεί να κατηγορήσει τον Αργύρη τον Εφταλιώτη για πράματα που πρώτος τα φταίει, αφού θαρρεί πως είναι φταίξιμο, ο Κωσταν­τίνος ο Μεγάλος; Ή μήπως τα ξέρει, και μας λέει άλλα κι ανακατέβει στο ζήτημα καθολικούς και προπαγάντες, για να μας στάξει φαρμάκι περισσότερο, κι έτσι, αν μπορεί και δίχως να φαίνεται, να μας τα κάμει όλα φαρμάκι, ως και τα ζήτημα; Τότες - δε θέλω πολλά να πω και το λέω χωρίς πίκρα καμιά - τέτοιοι τρόποι δε μου φαίνουνται όμορφοι, είναι λίγο επιστημονικοί, και θαρρώ πως καλά θα κάμει να το συλλογιστεί ο κ. Σωτηριάδης.

Μα, θα μας πει - αχ! το λένε κι άλλοι! - ο Ρωμιός, ό,τι κι αν ήτανε πρώτα, σήμερις κατάντησε να ’χει σημασία κακή. Αφτό είναι αλήθεια. Δηλαδή, πιο σωστό να παρα­τήσουμε πως έχει κακή, μα πως έχει και καλή συνάμα· λόγου χάρη, τα καμώματα του κ. Σωτηριάδη, ρωμαίικα. Με κακή σημασία. Μα δε μιλεί ρωμαίικα, που θα είχε ση­μασία καλή, αφού στη ζωή μου δεν άκουσα να πει κανείς με κακή σημασία, μίλα ρωμαίικα, δηλαδή παστρικά. Μή­πως όμως η φράση βγήκε στο ρωμαίικο είναι για κακό; Για κακό βγαίνει κανείς να σεργιανίσει στην Ελλάδα; Στα χω­ριά, σαν πήγαινα παντού και κουβέντιαζα με τους απλούς αθρώπους, με ρωτούσανε· «Τι κάνει το ρωμαίικο;», και δεν κατάλαβα να μου το λέγανε με σημασία κακή, αφού με αγάπη και με πόθο ήθελαν οι καημένοι να μάθουνε τι γίνε­ται το έθνος, και δίνανε στη λέξη το ρωμαίικο απαράλλαχτα τη σημασία που δίνουν οι δασκάλοι στη λέξη ελληνισμός. Μάλιστα ένας δάσκαλος μου δηγήθηκε πως μια μέρα ρώτηξε ενός χωρικού αν ήταν «Έλλην» - πάει να πει έλληνας υπήκοος, γιατί τέτοιο νόημα έχει - και πως τον κοίταξε ο χωρικός κατάματα, σαν άθρωπος που δε νοιώθει τι του λένε, και του αποκρίθηκε στο τέλος· «Όχι, καλέ! Εγώ είμαι Ρωμιός.»

Κι έτσι θα σου το πούνε στην Ελλάδα παντού και θα σου το πούνε με κάφκημα. Πολύ έφκολο να δοκιμάσεις, να δεις. Θυμούμαι τη χαρά τους, κάθε φορά που τους έλεγα τη λέξη. - «Είδες πως τα ξέρει τα ρωμαίικα!» - Και βέβαια δε με κατηγορούσανε, παρά τους φαίνουνταν παράξενο να κάθουμαι στην Εβρώπη και να μιλάω την καθάρια δημοτική - δηλαδή αφτοί αλλιώς τα βλέπουν από τον κ. Σωτη­ριάδη. Μα γιατί πάλε να σας τα μωρολογώ; Και στην κοινωνία, θα τ’ ακούσετε κάθε ώρα, και να το καλοξετάσετε το πράμα, θα δείτε πως Ρωμιός δεν υπάρχει που να μην ξέρει που να μη συνηθίζει τη λέξη. Θα σου πει μάλιστα πολλές φορές· α Είμαι Ρωμιός!» Και δεν πιστέβω με κακή σημα­σία να το λέει, που δεν του μοιάζει κιόλας να ’χει τόσο άσκη­μη ιδέα για λόγου του.

Λοιπόν οι κακές σημασίες τι είναι; Ανοησίες κι απροσε­ξίες της καθαρέβουσας. Η καθαρέβουσα μας έμαθε κι άλλα που εννοείται μας τα ξαναλέει ο κ. Σωτηριάδης, επειδής είναι στενός φίλος της δημοτικής, κι αφτά είναι που η λέξη Ρωμιός και Ρωμιοσύνη μας έκοψε την εθνική παράδοση. Εδώ πια τι να σας πω; Δε μου φτάνει το φαρμάκι, πρέ­πει να με σφάξετε μια και καλή, γιατί δε νοιώθω. Πώς ο Ρωμιός να κόφτει άραγες την παράδοση, αφού η παρά­δοση είναι ίσα ίσα ο Ρωμιός; Ή μήπως από τον Περικλή και τον Αλκιβιάδη θα κατέβουμε γραμμή ως τον Όθωνα; Δε συνέβηκε τίποτις στ’ αναμεταξύ; Θαρρώ πως συνέβηκαν κάμποσα και σπουδαία μάλιστα και σημαντικά, μα δεν είδα έθνος στη ζωή μου που να χαντακώνεται σαν το ρω­μαίικο, που από την πρόληψη, από το δασκαλισμό, να καταστρέφει τις δόξες του τις αληθινές, γιατί στο διάστημα που λέμε κι όσο βάσταξε το Βυζάντιο, συνέβηκαν πράματα πολλά και μεγάλα, που χρέος του Ρωμιού να τα θυμάται και να τα μελετά.

Συνέβηκε πρώτα πρώτα που το λατινικό το στοιχείο το ’χαψε μια μορφιά, ώσπου να γίνει άφαντο, και πως τους Λα­τίνους το κάτω κάτω τους άλλαξε ο Ρωμιός όνομα και πίστη, αφού το Ρωμαίο τον έκαμε Ρωμιό, πάει να πει Έλληνα. Είναι κατόρθωμα περίφημο και που ο λογισμός του ιστο­ριογράφου απορεί, να το κατάφερε τέτοιο πράμα, δηλαδή να καταχτήσει το ρωμαίικο, που σήμαινε πρώτα το λατινικό - μην το ξεχνούμε - να σημαίνει σήμερις παντού ελληνισμό, και μάλιστα ελληνισμό κι ορθοδοξία συνάμα. Έτσι τα βλέπουνε στην Εβρώπη, έτσι τα είπα κι ο ίδιος μιλώντας σ’ Εβρωπαίους, που τους φαίνεται και νόστιμο, με το πνέμα του, με το κουράγιο του, με τη μαργιολιά του, να νίκησε δέφτερη φορά ο νικημένος το νικητή, ο Ρωμιός το Ρω­μαίο, με τρόπο που να του πάρει ως και τη δόξα την καμα­ρωμένη του, τ’ όνομά του. [Κοίτ. De Mytilene en Bretagne, Grande Revue 1er fevrier 1902, σελ 297 και Krumbacher, Byz. Lit. g., 2 έκδ. σελ. 3]

Είπαμε άλλου[9] πως συνέβηκε και κάτι άλλο πολύ πιο σπουδαίο, και πως η Ελλάδα, στο Βυζάντιο κι από το Βυ­ζάντιο, έμαθε τον εθνισμό της, έμαθε δηλαδή να είναι μια, έμαθε να είναι για πάντα ενωμένη, έμαθε να είναι σήμερις και βασίλειο ένα, πράμα που στην αρχαία την Ελλάδα θα ήτανε πρωτάκουστο, που δε θα το καταλάβαινε τότες κανένας πως μπορούσε άξαφνα ένα Νησί σαν την Κρήτη να γυρέβει ένωση, γιατί στα χρόνια τα παλιά θα γύρεβε να γίνει κράτος χωριστό, να πολεμήσει κιόλας τις άλλες ελληνικές πολιτείες, για να δυναμώσει αφτό.

Κάτι κερδίσαμε λοιπόν κι από το Βυζάντιο. Μα μήπως τάχα δε θαρρείτε πως κερδίσαμε κι άλλα, που δεν τα παίρ­νει το μάτι αμέσως, γιατί πρέπει να ψάξεις κατάβαθα στην ψυχή, να τα δεις μέσα της; Μήπως δε θαρρείτε πως του Κωσταντίνου ο στρατός, πως του Ιουστινιανού οι πολέμοι, πως οι νίκες του Φωκά, πως του Βουλγαροχτόνου η ακαταδάμαστη πιμονή, πως τόσοι και τόσοι λαοί χτυπημένοι, τόσες μάχες, τόσα μεγαλεία, μήπως δε θαρρείτε, με τα δυστυχήματα μαζί, ναι! ως και με το πάρσιμο της Πόλης, δε θαρρείτε πως ζουν αφτά όλα στο αίμα, το ρωμαίικο και μέρα την ημέρα το δυναμώνουνε; Ο σταβραϊτός, λέει το τραγούδι, θα δυναμώσει, σα φάει κόκαλα αντρειωμένου. Το ίδιο κι ένα έθνος θα δυναμώσει, σαν το θρέψεις με τα κό­καλα τα ιερά της ιστορίας.

Και τι βγαίνει απ’ αφτά που λέμε; Βγαίνει τάχατες πως πρέπει να κάνουμε σαν τον Ιουστινιανό, και να βάλουμε στο ράφι την Αθήνα; Ο Θεός φυλάξει! Ο αγα­πητός μου ο Ν. Γ. Πολίτης έδειξε στον Αγώνα του Λαμπρίδη, [Κοίτ. τον Αγώνα, Ιούλιο, 1901] πως τ’ όνομα «Έλλην» έχει και στο μεσαιώνα, έχει και στο Βυζάντιο, τα περγαμηνά του. Ο Παλαμάς έδειξε στο «Άστυ» [Κοίτ. το Άστυ, Ιούλιο, 1901] πως ο Ρωμιός ήτανε, και στης Επανάστασης τα χρόνια, όνομα άγιο και τιμημένο. Τόσο το καλύτερο λοιπόν αν έχουμε δυο δόξες αντίς μια. Ο σκο­πός είναι, την καθεμιά να συλλογιστούμε, να ωφεληθούμε κι από τις δυο. Δεν είπε κανένας να ξεβαφτίσουμε την Ελ­λάδα, να την κάμουμε βασίλειο Ρωμαίικο. Δεν είπε κα­νένας ν’ αρνηθούμε τον Αλέξαντρο που κι αφτός, αν και τα χάλασαν οι διάδοχοί του κατόπι, σφιχτοκράτησε και σφιχτοένωσε στο χέρι του την Ελλάδα. Δεν είπε κανένας πως πρέπει ν’ αποξεχάσουμε τον Όμηρο και το Σοφοκλή - και γω λιγότερο από κάθε άλλονα. Είπαμε μονάχα, γιατί ο καβγάς μας αφτός είναι, πως όρος και κυριολεξία, στο βι­βλίο του Εφταλιώτη, είναι η λέξη Ρωμιοσύνη, αφού έχουμε την τύχη με μια μόνη λέξη να λέμε συνάμα και τη βυζαν­τινή την ιστορία και την ιστορία του ελληνισμού, όπως τον εννοούσαν ίσια ίσια σε κείνη την εποχή, να λέμε μάλιστα και του Ρωμιού τα ψυχολογικά, που θέλησε και δάφτα να τα ξεδιαλίσει ο Αργύρης.

Πρέπει να πάψει το καταφρόνιο αφτό για τα δικά μας, που η καθαρέβουσα μας το ’μαθε, καταφρόνιο και για τη γλώσσα, και για τ’ όνομα το ρωμαίικο. Οι δυο μεγαλύτεροι λαοί του κόσμου στάθηκαν ως τώρα οι Έλληνες κι οι Ρωμαίοι. Κάτι θα πει, ένας λαός να φυλάξει και τα δυο αφτά τα ονόματα. Κάφκημά του να είναι. Μας άφησε η Ελλάδα τον Παρθενώνα, μας άφησε την Αγιά Σοφιά ο Ιουστινιανός, που ήτανε Ρωμαίος - και για τούτο πρέπει να ’χουμε σέβας για το Ρωμιό.

Από το Ρωμιό βαστούμε και τη γλυκιά μας την κου­βέντα, το ύφος μας αφτό που κουβεντιάζει και παίζει. Το ξέρω πως και στο ύφος μας απάνω, μας χτυπούνε. Εγώ θαρρώ πως η αρχαία η Ελλάδα ζει πάντα, γιατί κι ο Πλά­τωνας, σα δε γελιέμαι, το είχε και το ήθελε το ύφος το κουβεντιάρικο, τ’ απλό, που καμιά γλώσσα στον κόσμο δεν μπόρεσε ποτέ της να τ’ αρπάξει τόσο ταιριαχτά που να το κάμει και δικό της. Μας είπαν ωστόσο πως εμείς το ’χουμε τέτοιο ύφος, γιατί δε ζούμε στην Αθήνα, γιατί δεν ξέρουμε ποιες λέξες μπορεί κανείς να πει στο θέατρο, ποιες άλλες στον κα­φενέ, και ποιες άλλες στο «φροντιστήριο», που κάθεται και γράφει ο φιλόσοφος. Δε ζούμε στην Αθήνα, και γι’ αφτό, νομίζω, βλέπουμε καλύτερα πώς κρίνουνε τους αρ­χαίους αλλού, πώς νοιώθουνε την ομορφιά τους, πώς πολε­μούν και να τη μιμηθούνε. Η καθαρέβουσα πίστεψε πως άμα μιλεί κανείς για σοβαρά ζητήματα, πρέπει αμέσως να κάνει και τον κατσούφη. Ουσία και ύφος δεν είναι ανάγκη να μοιάζουνε σε τέτοιο βαθμό. Διέστε τον Πλάτωνα πως παίζει φιλοσοφώντας. Μα και στην Εβρώπη, που φοβούμαι και κατάλαβε τον Πλάτωνα κάπως καλύτερα παρά που τον καταλαβαίνουν ακόμη στην Αθήνα, δε βλέπω τέτοια μαχμουρλίκια. Με τις λέξες της κουβέντας, το ύφος ζωντανέβει και πάει. Αφτό μάλιστα περνά εδώ για τέχνη. Στο Παρίσι, μια φορά κι έναν καιρό, έλεγαν τα ίδια, δηλαδή πως κάτι φράσες είναι άτοπες ολότελα, όχι μόνο σε βιβλία, επιστημονικά, μα και στο θέατρο ακόμη. Ως κι η λέξη μαντίλι καταδικασμένη, ξωρισμένη. Την είπαν όμως, κι οι Γάλλοι που την είπανε, δε ζούσανε, όσο ξέρω, μακριά από το Παρίσι. Τα χυδαία μάλιστα παντού τα φιλοξενίσανε, και στην ιστοριογραφία και στην επιστήμη· εννοείται, τα βάζουν εκεί που πρέπει κι όχι όπως τύχει, ξέρουνε και τα φέρνουνε με τρόπο. Αποφέβγουν το νόημα το χυδαίο· τα χυδαία όμως δεν τ’ αποφέβγουνε διόλου, μήτε τις λέξες τις πιο δημοτικές δεν τις αποφέβγουνε - από τον καιρό που κατέ­βηκε ο ρομαντισμός, όπως η ρωμιοσύνη κατεβαίνει σήμερις από τα βουνά, κι άνοιξε ολόφαρδες τις πόρτες και χούμηξαν όλα τα χυδαία, μέσα στα Παλάτια όλα.


Εσένα, κανείς να μη σ’ αγγίξει! Βαστούμε ρόπαλο στο χέρι, πολύ γερό. Το ρόπαλό μας είναι η αλήθεια. Ένας ένας, όποιος προβάλει να σε χτυπήσει, ένας ένας θα τσακιστεί και θα πέσει, τι να κάμει; Εσύ έπαθες πολλά, εγώ για σένα ήθελα να χύσω ένα δάκρυ, που μέσα του να είναι όλα τα δάκρυα της καρδιάς μου, που με το δάκρυ μου αφτό να κλά­ψω τα βάσανά σου όλα μαζί. Εσύ αιώνες κι αιώνες ζεις, πολεμάς, κι αναστενάζεις. Εσένα τα όνειρά σου, εσένα οι πόθοι σου κι οι μεγάλες σου οι λαχτάρες, εσένα κι οι θυμοί σου πάντα, γιατί πάντα σου το είχες αφτό, βλέπουνε την ιδέα, κι η ορμή σου πάντα θα πεταχτεί στα πιο αψηλά, τα πιο μεγάλα και τα πιο ωραία. Κάποτε στραβοπατείς, κά­ποτε δεν το ξεδιακρίνεις τα καλό, μα φτάνει να σου το δείξουνε και το δίψασες αμέσως. Εσύ ξέρεις και την αγάπη. Εσύ είσαι πανόμορφη. Τα μάτια σου τα μάβρα, γιομάτα ελπίδα, γιομάτα θλίψη που με σφάζει, μέρα δεν είναι που να μην τα θωρώ και να μην τα θαμάζω και να μην τα πονώ, τα μάτια σου τα μεγάλα. Εσένα δε σου κοστίζει να θυσιαστείς. Εσύ το σκοπό μονάχα κοιτάζεις. Εσύ γεννή­θηκες με την πίστη. Εσύ έμαθες την πομονή, εσύ για τα γενναία συνεπαίρνεσαι. Κι η πομονή σου, τα γενναία θα σε κάμει ν’ απολάψεις. Περεχυμένη στους κάμπους και στα βου­νά, περεχυμένη στης θάλασσας τους αφρούς, στα πρασινόφορα τα Νησιά, με πέφκους πέφκους ολόγυρά σου, με τον ουρανό σου τον ολόλαμπρο, παντού σε ξανοίγω, παντού σε προσκυνώ, παντού σε λατρέβω, αθάνατη μου εσύ ψυχή της Ρωμιοσύνης.

Γραμμένο στο Ροσμαπαμόνι, τρίτη, 8 τ’ Άη Δημήτρη, 1901.




ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΑ

Επεξεργασία

Όπως το ’χω σημειωμένο και παρακάτω, η μελέτη, μου αφτή γράφηκε Άβγουστο μήνα 1886, είναι δηλαδή το πρώτο πρώτο ρωμαίικο που έγραψα, όχι μόνο προτού γράψω Το Ταξίδι μου, μα προτού ακόμα κάνω το ταξίδι το ίδιο, που έδωσε και τον τίτλο του στο βιβλίο μου. Η μελέτη μου γράφηκε με το σκοπό να τη διαβάσω στο Συνέδριο του Ελληνικού φιλολογικού Συλλόγου της Πόλης, που ήτανε τότες να γίνει. Δεν έγινε όμως κι έτσι δεν έγινε μήτε τ’ ανάγνωσμά μου.

Όταν έφτασα στην Πόλη, ο Foy που εκεί καθότανε σε κείνα τα χρόνια, μου είπε αμέσως πως η τούρκικη κυβέρνηση θα εμποδίσει το Συνέδριο. Στα Θεραπειά πάλε ο πρέσβης της Γερμανίας, κ. von Radowitz, περπατούσε στο ριχτίμι κι έλεγε πως του κά­κου ήρθαμε και δε θα δούμε Συνέδριο. Μ’ άλλα λόγια, το εμπόδισε όχι ο Σουλτάνος, που πρώτα είχε δώσει την άδεια, μα ο φί­λος μας ο Κάιζερος. Γιατί αφτό; Γιατί, όπως είδαμε και στα 1897, ο Γουλιέλμος είχε την ιδέα που στα 1821 την είχε η Εβρώπη όλη, η αφτοκρατορική και βασιλική Εβρώπη· ο νόμιμος ο βασιλιάς ήτανε για την Εβρώπη ο Σουλτάνος· οι Έλληνες ήταν επαναστάτες, κι οι βασιλιάδες επανάσταση δε θέλανε. Μπορούσε να γίνει κακό μάθημα για τους λαούς τους. Δε συλλογιούντανε διόλου πως ο Τούρκος ήτανε καταχτητής, μα κι αν το συλλογιούντανε, δεν τους πείραζε, γιατί το ίδιο έκανε, αφού δεν είναι ο Τούρκος ο μόνος καταχτητής, κι όπου βλέπουνε σηκωμό, θαρρούνε αμέσως πως θα σηκωθούνε κι οι χώρες που έχουν ίδιοι τους σκλαβωμένες. Η Κρήτη, στα 1897, του φάνηκε του Γουλιέλμου σα να ’τανε κανένα Νησί άνομο, άσεβο κι αθεόφοβο που πάει άξαφνα και πολεμάει, με ποιόνα; με το βασιλιά του, πάει να πει με το Θεό. Από χρόνια, στην Τουρκιά, είχε συφέρο λοιπόν η Γερμανία να κολακέβει τον Τούρκο, μα να μην αφήνει διόλου το ρωμαίικο να παίρνει απάνω του. Κι έτσι δεν άφησε μήτε τον ήσυχο και τον καλό Σύλλογο να κάμει τ’ αθώο του το Συνέδριο, που το χαίρουνταν και το πρόσμεναν όλοι.

Δεν έβγαλα το λόγο μου κι ίσως γλύτωσα τότες από κάμποσα που θ’ άκουα ο ίδιος, - μόνο που θ’ άκουαν τη γλώσσα μου οι Πολί­τες. Ωστόσο δεν το πιστέβω. Θυμώνουνε, σα με διαβάζουνε· σαν τους τα διαβάζω, λένε πως μιλώ σαν που μιλεί όλος ο κόσμος, γιατί δεν τα βλέπουνε τυπωμένα. Το μάτι τους δε συνήθισε ακόμα· τ’ αφτί τους εννοείται συνήθισε χρόνια και χρόνια, αφού γλώσ­σα τους είναι.

Μα εγώ θαρρώ πως και να με διαβάζανε, πάλε δε θα γινότανε τόσο κακό, γιατί στη μελέτη μου τη μικρούτσικη αφτή, προσπά­θησα να κάμω κάτι που μου φάνηκε κάπως περίεργο. Η γλώσσα όχι μόνο μορφωμένη δεν ήτανε τότες, μα κανένας ακόμα δεν την είχε γράψει για φιλολογικό, καλλιτεχνικό, επιστημονικό σκοπό. Και γω βγήκα να τους μιλήσω μ’ ένα είδος ακαδημαϊκό ύφος, σα να γράφουνταν τάχατις αιώνες κι αιώνες και σα να ήτανε πια συνήθεια να μιλεί κανείς, να παίζει, να χαμογελάει, να συζητά για τα πιο σπουδαία τ’ αντικείμενα σ’ αφτή μας τη γλώσσα, τη δημοτική. Και τα χοντρά και τα πρωτάκουστα γι’ αφτούς που τους έλεγα, τους τα ’λεγα ήμερα κι απλά, σαν που θα τα ’λεγε κανένας σε μιαν εβρωπαϊκή Ακαδημία, έτσι, με τρόπο, μήτε πολύ πολύ σοβαρά, μα μήτε και πολύ πολύ στο ψιλό.

Δημοσίεψε ωστόσο τη μελέτη μου ο Σύλλογος, και θέλει δε θέ­λει, βρίσκεται τώρα η δημοτική πολιτογραφημένη στα ιερά βιβλία του Συλλόγου. Χαίρουμαι πολύ, γιατί το πρώτο ποίημα που γράφηκε στη δημοτική, γράφηκε στην Πόλη, ο Σπανέας. Θα ’τανε αδικία να μην είχε κι η σημερνή μας η δημοτική τη θέση που της αξίζει σ’ ένα πολιτικό περιοδικό, σ’ ένα μάλιστα που ως τότε γράφουνταν η καθαρέβουσα μόνη.

Δημοσιέφτηκε η μελέτη μου και χώρια, ύστερις από το Ταξίδι. Διόρθωσα τα τυπογραφικά φύλλα, σα γύρισα στα Παρίσι. Την ξανατυπώνω σήμερις χωρίς πολλά διορθώματα, μόλις με δυο τρεις αλλαγές πού και πού. Παρακαλώ τον αναγνώστη να μην ξεχάσει πως είναι τα πρώτο μου και πως ο ίδιος δεν έχω και τόσο με­γάλη ιδέα γι’ αφτό μου το δοκίμιο· θα δει και κάμποσα, μέσα, που τώρα δεν τα συνηθίζω πια. Τότες έλεγα ποῦ, τ’ ανυπόφορο το ποῦ, εκεί ποῦ, κατόπι, και στο Ταξίδι το ίδιο, έβαλα πῶς. Έχω και κάτι αλλά, για να πω το μα της δημοτικής. Έγραφα τον αόριστο σώσετε αντίς σώσατε. Είναι και κάτι πολίτικα, σαν την αιτιατική με λέτε κτλ., που υστερότερα την έκαμα γενική όπως το συνηθίζουνε στην Αθήνα· μου λέτε κτλ. Κάτι άλλους τύπους τους άφησα, για να δείξω και τον πόθο που είχαμε από τότες να τα πούμε όλα στην καθάρια δημοτική. Ο τύπος τον εμαφτό μου είναι πολύ σωστός, αν και παραδεχτήκαμε σήμερις τον εαφτό μου. Το πιο περίεργο είναι που στη μελέτη μου, ο Ρωμιός ονομάζεται πάντα Γραικός. Ο Ρωμιός, σε κείνα τα χρόνια, δε χτυπούσε όμορφα στ’ αφτί· γράφοντας τα ρωμαίικα και μελετώντας την ψυ­χή της Ρωμιοσύνης, καταλάβαμε πως έχει κι αφτός τα καλά του και το μεγαλείο του.

Είναι βέβαιο που αν έγραφα σήμερα τη μελέτη μου, αλλιώς θα την έγραφα· ως και την εικόνα του ποταμού, στα τέλος της μελέ­της, κάπως θα τη συγύριζα. Τίποτις όμως δε θ’ άλλαζα στις ιδέες· όσα έλεγα τότες για τη γλώσσα, προσμένω ακόμα να μας αποδεί­ξουν πως σωστά δεν είναι. Τόσο πολύ θαρρώ μάλιστα πως από τότες είπα τα σπουδαιότερα, που ξαναδιαβάζοντας τη μελέτη μου, απόρησα βλέποντας πως σ’ ένα μου άρθρο γαλλικό1, γραμμένο στα 1901, έβαλα κάμποσα που κι ο ίδιος τα νόμιζα κι οι άλλοι τα είπανε πως ήτανε καινούρια, κι ωστόσο θα τα δούνε και στο πρώτο μου αφτό δοκίμιο, δηλαδή πως η διγλωσσία είναι πράμα κοινό στους λαούς της Ανατολής, και πως ίσως από δάφτους μας κόλ­λησε και μας το κακό. Όσα πάλι έγραψα για τα πολλά που έχουμε να κάνουμε ώσπου μάθουμε τη δημοτική, για τη μέθοδο, για τα λεξικά, για τη γραμματική που πρέπει να γίνει, για την επιστημονική και σοβαρή μελέτη της δημοτικής, το ξέρω πολύ καλά πως από αφτά όλα, τίποτις δεν έγινε ακόμη· μα σα γίνουν, αν τύχει και γίνουν ποτέ τους, όπως το ελπίζω και το ’χω μάλιστα για βέβαιο, θα γίνουνε με τον τρόπο που προσπάθησα να δείξω εδώ. Εννοείται, κι ο ίδιος, μελετώντας μερονυχτίς, πιστέβω να ’μαθα τη γλώσσα μας κάπως καλύτερα παρά που την ήξερα τότες. Έπρεπε να περάσουνε δεκαπέντε χρόνια ώσπου να καταλάβω πως ο τίτλος· Ιστορικά και γλωσσολογικά ζητήματα ήτανε ξενισμός, και πως ρωμαίικα θα το πούμε δίχως ουσιαστικό κανένα, καθώς θα το ’λεγαν κι οι αρχαίοι, δίχως αφερημένο κι αφτοί. Ιστορικά και γλωσσολογικά να τα πούμε, μου φαίνεται πως φτάνει και πως τα λέει όλα.

Στην αρχή και στο τέλος της μελέτης, άφησα τα προοίμιο το γαλλικό και τη γαλλική σημείωση, που δημοσιεφτήκανε τότες μαζί με τα ρωμαίικα στο Σύλλογο. Είναι πάντα καλός οιωνός να φαίνουνται αδερφωμένες η Γαλλία κι η Ελλάδα.

27 του Τρυγητή, 1901.


QUESTIONS D'HISTOIRE ET DE LINGUISTIQUE

AVANT-PROPOS


Lorsque M. le Ministre de l'Instruction publique et des Beaux-Arts voulut bien me confier une mission auprès du Congrès du Syllogue philologique hellénique de Constantinople, qui devait avoir lieu en septembre 1886, j'ai longtemps hésité sur la langue dont j'aurais à me servir dans la communication que je me proposais de lire au Congrès. Le français était tout indiqué, et, je dois faire ici cet aveu, il m'eût été plus facile d'écrire cette courte étude en fran­çais. Je ne l'ai cependant pas fait. Il me parut plus juste de parler grec devant une assemblée grecque: c'était une marque de sympathie de plus à donner au Syllogue. D'autre part, je voulus rendre hommage à ma langue ma­ternelle et je résolus d'écrire mon discours eu grec.

On voudra bien excuser l'audace de cette tentative, en faveur même du sentiment qui Fa inspirée. J'ai rencontré auprès du Syllogue, et particulièrement dans la personne de son honorable Président, tant de bienveillance, on m'a témoigné tant d'amitié durant mon court séjour à Constantinople, que j'ai appris à compter sur l'indulgence de cette savante Compagnie et des amis qui m'ont reçu. Mais je crains bien, hélas! de ne pas retrouver les mêmes dispositions auprès d'un autre public. On me fera un crime " d'une chose pourtant naturelle: c'est d'avoir écrit, à l'heure où nous vivons et pour des Grecs qui no sont plus anciens, une langue moderne comme nous tous et non pas une langue ancienne. Le Syllogue n'est composé que des membres les plus éclairés de la société grecque, et aucun d'eux ne croit plus sans doute, suivant un préjugé bien démodé, que la langue populaire est une langue barbare. D'autres sont, aujourd'hui encore, dans cette idée. Il ne faut pas s'en étonner outre mesure. Tout le monde n'est pas obligé d'être grammairien, nul surtout n'est tenu d'être linguiste en naissant. Il est tout naturel qu'on traite de bizarre ou d'anomal tel phénomène phonétique ou morphologique dont on ne s'est pas suffisamment rendu compte. Les hommes déclarent souvent absurde ce qu'ils ne comprennent pas encore. Qu'on me permette de le dire, il y a encore en Grèce, comme à Constantinople, bien des progrès à faire dans la science du langage. Quand on en est réduit à juger d'un point en litige sans connaissance de cause, on est bien obligé de formuler des jugements a priori. Peu de nos compatriotes se sont probablement demandé la façon dont a pu se former le nominatif moderne πατέρας: j'ajoute que peu de nos compatriotes avaient à se poser cette question, dont l'examen constitue le travail des spécialistes. Cela n'empêche personne de décréter que πατέρας est une forme incorrecte. Cette solution du problème paraît, en effet, plus commode. Il est vrai qu'avant de se prononcer en semblable matière, il serait peut-être plus sage de réfléchir. Nous pourrions prier nos juges de vouloir bien se rendre compte, au préalable, ne fut-ce que de la formation du paradigme ancien de πατήρ et de la genèse du paradigme moderne. Leur avis, après cette courte étude, aurait probablement plus de poids. Mais il ne faut pas exiger des hommes la logique. Chacun dira son opinion, sans examen, et il n'y aura même guère moyen de lui faire changer d'avis. Cet état de choses tient à des causes purement historiques: les études grammaticales étant encore trop peu avancées en Grèce, il fallait s'attendre à voir surgir au hasard toutes les opi­nions.

Je ne veux pas insister sur ce point. Mais on en arrive par­fois à de singulières contradictions! La forme ancienne est rétablie presque toujours au détriment de la forme moderne normale. Ainsi au lieu de έτοιμη, on dira ετοίμη (η τράπεζα είναι ετοίμη), au lieu de καταλαβαίνω, et εμβαίνω au lieu de μπαίνω. Or, il se trouve que μπαίνω (béno) est une prononciation plus ancienne que è εμβαίνω et que cette forme constitue, au point de vue phonétique, une violation de règle élémentaire pour le grec ancien aussi bien que pour le grec moderne [C'est ce que j'ai essayé d'établir dans la Revue Critique, 1887, p. 461-468, N°14.]: elle est incorrecte de toutes façons. Ετοίμη ne contrarie pas moins l'accen­tuation ancienne elle-même qui veut qu'on recule l'accent, toutes les fois que la quantité le permet et on sait que le η de ετοίμη est aujourd'hui devenu bref. Έτοιμη est donc aussi légitime aujourd'hui que l'était έτοιμος dans l'an­cienne langue; la règle est la même: elle ne varie que dans son application. En disant ετοίμη, nous faisons la même faute qu'auraient faite les anciens, si, par exemple, ils avaient prononcé εδιδόσο, διδόμαι, etc.: loin de nous conformer à leur exemple, nous leur mettons une erreur sur les lèvres, sans compter que le grec ancien disait plutôt έτοιμος au féminin. Καταλαμβάνω, à cause de la combinaison moderne μβ, est tout aussi choquant que εμβαίνω. [Voyez Revue Critique, loç cit] On ne s'aperçoit pas beaucoup de ces anomalies qui, pour un helléniste, ont quelque chose de déconcertant, et l'on prend volontiers pour le fond ce qui n'est que l'innocente apparence: on juge d'après ce qu'on voit imprimé sur le papier et il est toujours plus facile de se conformer à la lettre qu'à l'esprit. Ετοίμη, καταλαμβάνω, εμβαίνω ont dans les livres un air d'antiquité et il reste convenu que les formes anciennes seules sont les formes nobles.

Voilà un principe qu'il serait peut-être dangereux de proclamer trop haut! On laisserait croire que la noblesse, c'est la forme, non le fond. Des gens malintentionnés nous prendraient au mot et pourraient prétendre qu'on se rejette sur le canon grammatical, à défaut d'idées. Hélas! si le fait d'écrire la langue ancienne pouvait nous assurer du même coup que nous n'aurions à exprimer que des pensées élevées et que de beaux sentiments, ce serait une joie pour le monde. Tous les peuples renonceraient à leur propre langue pour se consacrer à l'usage des formes anciennes. Le français serait bien vite abandonné. Y a-t-il, en effet, des langues plus incorrectes, formées de plus de fautes que le français, que l'allemand, que l'an­glais, que toutes les langues modernes? Si la perfection avait dû être cherchée dans l'imitation des types classi­ques, Voltaire aurait certainement écrit Candide en grec et Gœthe aurait composé son Faust en hexamètres dactyliques. Mais je crains qu'il ne faille encore d'autres quailités pour former l'écrivain. La connaissance de la grammaire ne lui suffit pas. Il lui faut d'abord une forte conviction, une pensée toujours sérieuse; il lui faut l'ori­ginalité de l'expression et la nouveauté de l'esprit. L'im­portant, c'est d'avoir quelque chose à dire: la façon de le dire vient d'elle-même. L'amour de la vérité devient le but dominant; l'idée porte en elle son expression. Il faut aussi que l'écrivain sache plaire. Il lui est défendu d'être ennuyeux. L'exposition sèche et nue ne lui convient pas davantage. Qu'il y mette un peu de son âme. Une légère ironie, un certain enjouement ne dépareront jamais le discours le plus sévère. Combien on doit se garder d'énoncer d'un ton d'oracle les vérités même les plus transcendantes! Un artiste évitera jusqu'aux mots recherchés, jusqu'aux termes un peu rares, qui ne sont pas dans le domaine commun. C'est avec les mots les plus connus, les plus vulgaires, qu'il bâtira son œuvre. L'af­fectation lui fait horreur, parce qu'elle exclut la précision. La vertu la plus difficile chez l'écrivain, est par-dessus tout la teneur toujours égale, toujours soutenue du style, la constance de l'effort artistique. Les défaillances sont interdites. Tout doit sortir d'un seul jet, avec une conti­nuité perpétuellement variée par la justesse inattendue de l'expression et la richesse d'un fonds inépuisé. C'est là ce qui fait la véritable noblesse d'une langue littéraire. Mais, à priori, toutes ces qualités peuvent se rencontrer aussi bien dans la langue moderne que dans l'ancienne, puisqu'elles tiennent à l'homme même. Le principe fon­damental, est d'être compris. Un grand écrivain parlera toujours pour le monde entier. Il y a d'ailleurs un crité­rium très sûr et d'application bien commode, pour juger des meilleures œuvres: dans l'ordre des productions de l'esprit, ce que comprennent sans effort les femmes les plus simples, peut être, sans autre examen, déclaré ex­cellent.[11] Ce qu'elles ne comprennent pas est inférieur. C'est là le principe, on peut le dire, qui a fondé la litté­rature française; c'est par là qu'elle est arrivée à cette qualité essentielle: la précision.

Il ne faut pas non plus confondre la langue et le style: c'est une distinction que j'ai essayé d'établir ailleurs [Essais de gramm. hist. néo-grecque. Paris, Leroux, 1886, tome I, p. 268-274.] et qui me semble avoir la plus grande importance. De la confusion entre la langue et le style résulte, à mon sens, le malentendu qui est au fond de toutes les discussions sur la langue moderne. Un des arguments les plus fréquemment invoqués en faveur de l'usage de la langue ancienne consiste à dire: «Nous soutiendrez-vous que Racine ou que Gœthe parlaient la langue du peuple?» Sans doute. Je pense que cela n'a jamais été mis en question. Il y a là une nuance qui paraît insignifiante et qui est des plus profondes. Assurément, Racine ne parlait pas en vers comme le peuple, mais c'est bien la langue du peuple qu'il écrivait. Je ne crois pas que le faubourien se serve jour­nellement d'un style aussi solennel que celui d'Athalie:


Oui, je viens dans son temple adorer l'Éternel!


Mais chacun de ces mots est populaire encore aujour­d'hui. On objectera peut-être que ce n'est pas communé­ment l'usage d'appeler Dieu l'Éternel. C'est encore là un détail de style. Le mot éternel se retrouve dans le lan­gage le plus familier, qui crée même la forme sempi­ternel: un sempiternel bavard. [Éternel, qui est aujourd'hui un si beau mot, Vient lui-même non pas du latin classique, mais du latin barbare aeternalis.] On sait, en revanche, que ce n'est pas ce qui se passe en grec: la comparaison cesse par conséquent d'être exacte. En grec, c'est le contraire du français qui a lieu: on parle la plupart du temps comme le peuple; mais ce n'est pas de la langue du peuple qu'on se sert. Si je veux exprimer cette idée fort simple: ma fille est malade, je dirai: η κόρη μου είναι άρρωστη. D'autre part, si je dis: η θυγάτηρ μου ασ­θενεί, je ne parle plus la langue du peuple, cela est certain; mais je n'exprime pas pour cela une idée d'ordre plus relevé: je parle comme le peuple dans une autre langue.

Cette confusion entre la langue et le style n'est pour­tant pas la raison unique du mépris dans lequel certaines personnes tiennent la langue moderne. Je ne crois pas davantage qu'il y ait dans le purisme, comme on le prétend quelquefois, un vain désir de paraître, de faire étalage do savoir, ni que l'emploi des formes anciennes repose en dernière analyse sur un sentiment de vanité ou d'orgueil. Quel mérite y aurait-il à montrer qu'on sait décliner et conjuguer suivant un paradigme, que tout le monde peut trouver dans sa grammaire? Ce n'est pas là une connaissance bien difficile à acquérir et, de mon temps du moins, tous nos élèves de quatrième étaient arrivés à ce degré do culture, Je crois que la raison de ce mépris est à la fois plus simple et plus profonde; c'est une pure question de vocabulaire.

Lorsque les éludes linguistiques ne sont pas encore très avancées, ce qui frappe avant tout dans une langue, ce sont les mots: on croit volontiers que ce que caracté­rise principalement une langue, ce qui la distingue d'une autre, c'est le vocabulaire, C'est pourquoi, et cette obser­vation a déjà été faite plusieurs fois, la linguistique com­mence partout avec l'étymologie. La meilleure illustra­tion de ce fait, ce sont les auteurs anciens, tant latins que grecs. Ils ne voyaient rien au delà de l'étymologie, je parle surtout des époques classiques; ils ne saisissaient pas la véritable nature du langage. Mais le vocabulaire est chose complètement secondaire et rentre aujourd'hui tout à fait au second plan. On ne s'occupe plus d'étymologie, que lorsque l'on a établi sur des bases solides la grammaire d'une langue. On a compris que ce qui carac­térise une langue, ce ne sont pas les mots, c'est le système grammatical tout entier, ce sont, entre autres, les désinences dans la conjugaison des verbes ou la déclinai­son des substantifs. Une langue peut être uniquement composée de mots étrangers, même de mots appartenant, à d'autres familles de langues, sans pour cela perdre son caractère distinctif. Il y a même plus: c'est par­fois aux mots étrangers que se reconnaît le plus sûre­ment la continuité d'un système grammatical en vigueur depuis des siècles: le grec modern en est un exem­ple bien remarquable. En effet, tout mot étranger qui entre aujourd'hui dans le français, y entre tel quel, sans subir aucune modification de désinence, parce que les Français ont perdu tout sentiment des flexions casuelles. En grec, au contraire, encore de nos jours, tout mot étranger doit forcément se modeler sur le patron des flexions existantes. Prenons le mot café; en grec on déclinera ο καφές, pluriel oι καφέ-δ-ες: une forme ο καφέ, οι καφέ serait absolument inouïe: elle ne peut pas se produire. Mémo règle pour les féminins: on dira η κουβέντα, της κουβέντας. Ce ς du génitif est tout à fait frappant. C'est le même ς que nous avons dans ο λόγο-ς οι πατέρε-ς, της μούση-ς. Ainsi les mots étrangers nous prouvent ici de la façon la plus évidente la persistance de la langue ancienne et de son système grammatical.

Un observateur superficiel ne reconnaît pas facilement ce principe. Il s'irrite de voir des racines étrangères: il ne sait pas qu'ici comme partout ailleurs l'esprit seul compte et que la lettre n'est rien. Seulement, quand il s'agit de séparer un radical de sa désinence et de consi­dérer ces deux éléments indépendamment l'un de l'autre, il y a déjà à faire un petit travail d'abstraction bien sim­ple, qui paraît difficile au premier abord. C'est pourquoi plusieurs personnes traitent le grec moderne de langue bâtarde, corrompue, souillée de xénismes. Elles disent: ce n'est pas une langue! Elles entendent par là que ce n'est pas une langue originale, parce qu'elle est remplie d'éléments étrangers. Il reste d'ailleurs bien entendu que la classification méthodique de ces éléments n'a jamais été tentée et qu'où en parle un peu au hasard. Us sont fort peu nombreux; mais fussent-ils à compter par mil­liers, la langue n'en serait pas pour cela devenue étran­gère: au contraire, elle aura prouvé sa vitalité de la façon la plus inattendue. Qu'on ne me reproche pas d'in­sister ici sur des vérités trop évidentes. J'ai vu plusieurs personnes s'arrêter surtout aux mots étrangers: c'est ce qui les choque le plus. Les mots les frappent, parce qu'en effet c'est, ce qu'il y a de plus facilement observable. C'est la surface de la langue. En soi-même, le vocabulaire est d’une importance qui, pour l'analyse scientifique, se réduit proprement à zéro.

En revanche, on croit très naïvement qu'écrire la lan­gue moderne revient à se servir uniquement du vocabulaire populaire. Cet axiome est soutenu avec sérieux par plusieurs bons esprits. Rien n'est plus faux. Ceux qui veulent introduire la langue moderne dans l'usage cou­rant, n'ont jamais soutenu autre chose que ce principe rudimentaire: respecter le système grammatical moderne et n'y pas faire passer tout crûment les déclinaisons ou les conjugaisons de l'ancienne langue; en effet, ce serait créer un mélange des plus disparates dans l'emploi des formes. Personne n'a raisonnablement prétendu ni môme songé à prétendre qu'il ne fallait pas recourir, dans tous les cas où un mot ancien n'avait pas d'équivalent mo­derne, aux richesses que met entre nos mains la lexico­logie de la vieille langue. Si un écrivain est amené à se servir, à coté de mots comme μάτι, σπίτι, άντρας, λό­γος, d'une expression telle que παλαίφατος, par exemple, il ne cessera pas d'écrire en langue moderne. Un critique a vivement reproché à Solomos d'avoir employé, dans une pièce célèbre, le mot κόμη, chevelure: και στην κόμη, στε­φάνι φορεί. Le même critique prend texte de ce vers pour déclarer que la langue moderne ne saurait guère devenir une langue littéraire, et pour nous apprendre que l'indi­gence du vocabulaire populaire ne peut suffire à l'expres­sion des mille nuances de la pensée. C'est là assurément une glorieuse découverte! Mais elle n'avait pas besoin d'être faite: personne ne l'ignorait. La seule chose à faire, dans l'espèce, eût été de rechercher si, en disant à l'accusatif, le poète s'était servi de la forme an­cienne κόμην ou de la forme moderne κόμη. Du moment qu'il s'est arrêté à cette dernière, tout débat est clos et la critique reste sans objet.

En ce qui concerne les emprunts mêmes qu'on peut faire au lexique ancien, nous pouvons reconnaître deux catégories de mots. Nous avons d'abord des termes comme άτομος, je suppose, qui ne contrarient en rien ni la phonétique ni la morphologie modernes. Ceux-là, on pourrait les employer par milliers, qu'on ne romprait pas le système grammatical de la langue vivante.[12] L'em­ploi des mots de ce genre dépend uniquement des exigen­ces du style. Mais il y a aussi les mots qui se trouvent en opposition directe avec les lois phonétiques ou morpholo­giques actuelles. Les mots qui sont dans ce cas, quand ils sont indispensables à l'expression d'une idée, n'en ont pas moins le droit de passer dans le vocabulaire courant, sous condition expresse de revêtir les flexions de la lan­gue vivante: η κλίσις, της κλίσεως ne peut guère se dé­cliner autrement que η κλίση, της κλίσης, du moment qu'on a l'intention de se servir de la langue moderne. S'il fallait relever en français tous les mots du voca­bulaire qui rentrent dans cette catégorie, c'est-à-dire qui ont pénétré dans la langue par voie savante et non par voie populaire, on en serait réduit à copier la moitié du dictionnaire de l'Académie. Le peuple ne connaît cer­tainement pas des termes tels que nominatif, phoné­tique, syntaxe, impératif catégorique, etc., etc. Ceux qui emploient ces mots, par écrit ou dans la conversation, parlent toujours français.

On doit môme aller beaucoup plus loin dans cette voie. Les mots savants contrarient souvent en français la pho­nétique, non pas seulement de l'époque de la formation du français, comme le mot livre (au lieu de loivre, qui eût été la forme régulière), mais encore la phonétique courante. Tel est, par exemple, le mot substantif. Il faut néanmoins remarquer que le français en cas pareil ne dira pas substantivum ou substantivus; il modèlera la dési­nence du mot latin sur la désinence populaire et depuis longtemps reçue if pour ivus, comme eût fait en grec la langue littéraire, si, au lieu de persister à écrire βασιλεύς, forme qui n'est ni ancienne [On prononce aujourd'hui βασιλέφς. La combinaison φς consti­tue un barbarisme appoint do vue ancien.] ni moderne, elle avait sim­plement consenti à dire βασιλιάς ou même βασιλέας. Mais tous les termes du vocabulaire ancien, dont nous avons besoin aujourd'hui, ne sauraient être, eu passant dans le grec moderne, d'une morphologie aussi facile ni aussi simple que βασιλέας ou βασιλιάς Le mot ουσία, qui est un mot bien nécessaire, comme tant d'autres termes abstraits, ne serait grammaticalement correct que sous la forme σιά, ou tout au moins ουσιά. Néanmoins, celte forme aurait un grand inconvénient: elle serait incom­préhensible. En pareil cas, on ne peut donc guère toucher à la phonétique; mais la morphologie subira néces­sairement toutes les modifications exigées par les règles de la grammaire moderne et se moulera sur les paradig­mes existants: on déclinera την ουσία, οι ουσίες parce que le peuple, s'il venait à se servir de ce mot, le décline­rait ainsi. D'autre part, la flexion et le terme seraient sous ce nouvel aspect compris de tout le monde. Ecrire une langue moderne, c'est se conformer à l'ensemble du sys­tème grammatical de la langue populaire, c'est-à-dire de la langue vivante.

La règle dominante, en pareille occurrence, est d'être clair. Le mot emprunté se plie autant que possible aux exigences actuelles de la langue. C'est pour lui le seul moyen de devenir populaire. Si le peuple vient à appren­dre un mot tel que άτομος, il n'y changera jamais rien: il le laissera subsister tel quel. Au contraire, il ne pourra jamais admettre une forme comme βασιλεύς, parce que celle-ci est devenue de nos jours une forme complètement anomale: il peut la répéter sur le moment même où il l'entend, mais il ne sera pas long à la rejeter. La langue savante ne tient pas compte de cet état de choses, parce qu'elle opère sans la connaissance et sans la prise en con­sidération des règles grammaticales modernes: malheu­reusement, quelque ardeur qu'on y mette, on ne pourra pas aller contre ces règles: elles sont historiques; elles ont donc leur raison d'être en dehors de notre vo­lonté. Nous sommes tout aussi impuissants à détruire ces règles et à nier la réalité de la grammaire populaire, que nous sommes impuissants à vivre en un autre siècle que celui où nous sommes nés.

Nous sommes donc bien obligés de compter avec ces règles et de les enfreindre dans la mesure seulement où elles peuvent être tournées. Nous n'avons ici qu'à suivre l'exemple de toutes les langues modernes, dont le vocabu­laire s'est toujours trouvé en défaut et s'est vu forcé de puiser dans un vocabulaire ancien. Les mots anciens ont toujours subi une transformation préparatoire qui les rhabillait en quelque sorte à la mode du temps. Mais la question de vocabulaire importe si peu en elle-même, que plusieurs mots d'origine uniquement savante ont pu passer dans le français le plus populaire, dès l'instant où ils ne violaient pas la grammaire vivante. Le mot idée en est l'exemple le plus frappant. Le gamin de Paris, quand il se frappe le front en disant: Idée! ne parle pas une langue ancienne ou étrangère. Idée est aujourd'hui un mot français.

Disons plus. Un écrivain peut avoir à se servir, dans ces conditions, d'un mot rare ou appartenant uniquement à la langue poétique ancienne, quant il s'agit d'un effet parti­culier à produire. C'est affaire de style. Des mots comme δίος[13] peuvent devenir nécessaires à un certain moment, suivant la couleur que l'on veut donner à sa pensée, et c'est de cette façon que Solomos n'a pas craint d'appeler xôpi une chevelure. Ces emprunts ne rompent en rien l'unité de la langue moderne. La seule mesure en pareil cas, c'est le talent de l'écrivain et les besoins de sa pensée.

Toute langue littéraire s'est vue forcée à un moment donné d'enrichir son vocabulaire. Le grec, à sa plus belle époque, n'a pas échappé à cette loi générale. A mesure que l'esprit humain se développe, que ses connaissances s'étendent et que les nuances de la pensée se multiplient, l'écrivain s'ingénie à trouver des termes qui serviront, soit à désigner un objet jusqu'alors inconnu, soit à rendre d'une façon plus précise les mille aspects du monde intellectuel et moral. On peut maintenant se demander comment s'y prenaient les langues anciennes elles-mêmes quand elles se trouvaient dans l'obligation d'employer des mots encore absents du vocabulaire et nécessaires à l'ex­pression d'idées nouvelles. Plusieurs personnes se font à ce sujet les représentations les plus fausses: elles croient très sérieusement que Platon on Thucydide créaient et mettaient en circulation des formes grammaticales de leur invention. Il n'y a pas d'opinion plus contraire à la vérité historique. Thucydide et Platon n'ont jamais rien inventé. Les mots nouveaux dans le grec ancien se formaient à l'aide de désinences, de propositions, comme dans les verbes composés, et surtout de suffixes déjà existants dans la langue parlée, c'est-à-dire dans la langue popu­laire et dont celle-ci fournissait seule le modèle. Thucy­dide, par exemple, emploie pour la première fois les substantifs τολμητής, κινδυνευτής, εικαστής, etc., etc. (voyez Thucydide, par A. Croiset, Paris, 1886, p. 111). Mais les éléments mêmes dont ces substantifs sont formés, se trouvaient déjà dans la langue bien avant Thucydide, puisqu'ils sont antérieurs même à l'époque où le grec s'est séparé des langues indo-européennes congénères et a vécu d'une vie indépendante. Le suffixe -τα-, servant à désigner les noms d'agents, est plus vieux qu'Homère et que tous les Hellènes. Quand Thucydide disait τολμητής, etc., il prenait tout simplement ce suffi ce -τα-, (en ionien et attique -τη-) dans les substantifs tels que ποι-η-τή-ς, νικ-η-τή-ς, etc., etc.

Plus tard, de ces formations et d'autres semblables comme δεσ-μώ-τη-ς, πολ-ί-τη-ς, etc., etc., se sont détachés de nouveaux suffixes -ητη-, -ώτη-, -ίτη-, que les anciens ont formés par erreur, parce que dans δεσμώτης et πολίτης ils ne reconnaissaient plus le vieux suffixe -τα-, -τη, et qu'ils croyaient avoir affaire à un suffixe -ώτι-, -ίτη-, qu'ils séparaient de πολ-ίτη-ς, δεσμ-ώτη-ς, au lieu d'y sentir la composition primitive πολ-ί-τη-ς, δεσμ-ώ-τη-ς, etc. C'est ainsi qu'ils ont pu dire, contre toute étymologie et contre toute règle, οδίτης, στρατιώτης, νησιώ­της, etc., etc., etc. Les écrivains grecs n'ont jamais inventé ni créé de toutes pièces aucune forme grammaticale nou­velle; ils ont toujours opéré sur les formes grammaticales existantes. Ce travail se faisait par le peuple et d'une façon inconsciente; c'étaient aussi quelquefois les écri­vains, comme nous venons de le voir pour Thucydide, qui puisaient dans le vieux fond de la langue. Mais les écri­vains eux-mêmes suivaient absolument les voies de l'analogie populaire. Peuple et écrivains agissaient exac­tement de la même manière que l'on agit aujourd'hui, soit en français, quand on dit os-eur, sur os-er, d'après le modèle fourni par la corrélation qui s'observe entre pen­seur et pen-ser; soit en grec moderne, quand on étend ce même suffixe -ώτη-, demeuré toujours vivant dans la langue, à des substantifs tels que Χιώτης, etc., etc. Les anciens, s'ils étaient à notre place, n'auraient jamais pu dire Xίος ni recourir à une formation de ce genre: le mot et la forme ont disparu de la langue vivante de nos jours, et les anciens n'ont jamais pris leurs modèles que dans la langue vivante, par la simple raison qu'ils n'avaient pas de grammaires pouvant les renseigner sur les formes tombées hors d'usage, de leur temps. Il ne faut jamais perdre de vue cette vérité, il ne faut jamais oublier, quand on raisonne sur la langue ancienne, que celle-ci est de formation purement populaire. C'est pour avoir méconnu ce principe élémentaire et devenu presque banal à l'heure qu'il est, qu'on s'est mépris si souvent sur le caractère et sur la valeur de la langue moderne.[14] J'ai essayé d'exposer tout au long quelques-unes des observations qui précèdent dans le dernier chapitre des Essais de grammaire historique. S'il m'est permis de parler même du morceau que j'offre aujourd'hui au Syllogue, j'ai fait mon possible pour conformer la langue de ce discours à des principes qui ne me sont pas parti­culiers, mais aux principes généraux suivis dans toutes les langues modernes. Je prierai donc toutes les personnes qui voudront bien me faire des critiques au sujet de cette étude, de se reporter à mes Essais de grammaire, car je crois bien y avoir dit tout ce que je pense en ma­tière de langue littéraire: je m'y suis également efforcé de répondre d'avance aux objections courantes. Je pren­drai la liberté de prévenir le public d'une autre difficulté qu'il rencontrera dans le cours de cette lecture. Ce n'est pas ici le lieu et je n'ai guère le temps de développer cette thèse.[15] Mais deux mots suffiront. On peut obser­ver, — et cette observation s'applique à tous les pays et à toutes les langues du monde, — que toutes les fois qu'une langue parlée n'est pas écrite, n'est pas fixée sur le papier de manière à frapper les yeux, il se produit deux phénomènes curieux: d'abord, on ne reconnaît plus les formes usuelles, qu'on emploie journellement soi-même, dès qu'on les voit imprimées. D'autre part, peu de gens se rendent compte de la façon dont ils parlent et il arrive à bien des personnes de nier l'existence de telle forme, qu'elles viennent de jeter dans la conversation cinq minutes auparavant. En général, on fait comme le bourgeois gentilhomme, de la phonétique sans le savoir.

Cela tient à ce que l'observation par les yeux est plus à portée de nos sens, tandis que l'observation par l'oreille est chose d'infinie délicatesse et demande un exercice constant, et, si je puis dire, un dressage spécial. J'ai eu souvent l'occasion d'en faire la remarque durant mon voyage. Un ami me soutenait un jour de la meilleure foi du monde que la forme σχωρνώ (συγχωρέω-ῶ) n'existait pas, tandis que non seulement elle existe, mais que, d'après ce que nous savons aujourd'hui des lois phoné­tiques de la langue moderne, cotte forme doit forcément exister et qu'elle existe par le fait. Il est facile de com­prendre cependant que le public, qui ne se rend pas compte de la légitimité de cette forme et qui ne s'est pas attaché à suivre les degrés intermédiaires par les­quels συγχωρώ doit fatalement aboutir à σχωρνώ, nie l'exis­tence de ce verbe. Il serait encore plus surpris, si on lui disait que σχωρνώ lui-même arrivera par la force des choses à σκωρνώ, à moins que cette forme ne se soit déjà produite dans quelque pays grec, ce qui est fort à pré­sumer.

Durant mon court séjour en Orient, je me suis livré à ce sujet à une série d'expériences qui m'ont souvent beau­coup amusé. Comme les voyages d'exploration scienti­fique ne me sont pas toujours loisibles, j'en suis réduit bien des fois à conjecturer l'existence de telle forme que souvent je n'ai pas encore eu l'occasion de recueillir de mes propres oreilles, me réservant de la vérifier sur place. Je m'étais dit, entre autres, que φκαριστώ (ευχαριστώ) devait se dire à coup sûr à Constantinople. Cepen­dant, toutes les fois que j'interrogeais directement une personne sur cette forme, elle me répondait négativement, par l'unique raison que cette forme lui semblait bizarre: elle lui semblait bizarre, parce qu'elle ne l'avait jamais vue écrite. J'ai eu un jour le bonheur d'entendre dire ce verbe φκαριστώ, devant l'ami même qui se refusait à en admettre la possibilité. Il était pourtant facile de pré­voir φκαριστώ, par le seul examen d'autres lois pho­nétiques, d'ailleurs fort simples, qui rendent cette forme nécessaire. Mais je no veux pas chercher très loin mes exemples. Nous étonnerons beaucoup de nos com­patriotes en leur apprenant que tout le monde pro­nonce καλόζ δούλος et non pas καλός δούλος. Rien n'est plus vrai cependant. Ce qui serait extraordinaire, ce serait d'entendre dire καλός δούλος. C'est pourtant ainsi que les mots sont imprimés sur le papier: ce ζ paraît une véritable monstruosité, tant est fort le respect superstitieux de l'écriture. Ajoutons (pie l'on considère en soi-même et indépendamment d'autres phénomè­nes phonétiques, la combinaison καλός δούλος; on ne sait pas que le ς se prononcera de la même façon devant γ, β, μ, ν, ρ, λ (ainsi que devant g, d, b), parce que tous ces phonèmes sont des sonores et que par conséquent ils attirent la sonore ζ, σ étant une sourde; qu'en re­vanche devant κ, π, τ, qui sont des sourdes, on n'enten­dra jamais autre chose qu'un ς (καλός κόπος) et que même — tant la phonétique populaire est délicate et consé­quente avec elle-même — devant χ, θ, φ, le σ final du mot précédent se fera à peine percevoir, par la simple raison que la combinaison de deux spirantes sourdes est antipathique à la physiologie de la langue moderne. Comme ces détails échappent nécessairement à la plu­part, le ζ au lieu du ς surprend; on n'en comprend pas la légitimité et on ne l'admet pas. Si on considérait ce groupe de consonnes en corrélation avec les phénomènes congénères, la combinaison ζδ paraîtrait toute naturelle: il deviendrait même évident que toute autre combinaison serait fautive et, par conséquent, impossible.

C'est que tout se tient dans le langage: un mot suffit souvent pour la déduction en linguistique, parce qu'un seul phénomène révèle à lui seul la présence d'autres phénomènes connexes. De la seule prononciation πάντα,, par exemple (panda, non panla; la sourde τ se change en sonore d, sous l'influence du ν qui est sonore), on peut conjecturer en toute sûreté l'existence d'une quantité d'autres prononciations, qui au premier abord ne parais­sent avoir aucun rapport avec le mot πάντα, telles que σβήνω (ζβήνω et non σβ.), βγαίνω (εκβαίνω), γδύνω, etc., toujours en vertu de cette loi de l'attraction des sonores, qui éclate dans panda; à l'aide de quelques indices seule­ment, on peut presque reconstruire tout le système d'une langue ou d'un dialecte. En revanche, un linguiste se per­suadera facilement qu'une langue, où l'on entend la pro­nonciation πάντα (panda), ne peut guère souffrir des combinaisons de consonnes telles que εκβαίνω, εκδίκησις, ενθυμούμαι, etc., etc., où la loi de l'attraction des sonores est violée. Du premier coup, le linguiste comprendra que ce sont là des prononciations factices.

Aussi, tant qu'une prononciation panda restera dans quelque coin de la Grèce que ce soit, il sera impossible de faire croire au monde que le grec ancien n'a pas changé, justement parce que ce panda à lui tout seul suppose des phénomènes analogues. Je me permets de signa­ler le fait aux personnes qui introduisent dans un style, du reste rempli de formes anciennes, ces particules vα, θα, δεν, με (μετά), εδώ. N'y eût-il dans la langue litté­raire que ces particules seules, dût-on expulser toutes les autres formes modernes, celles-là suffiront aux philolo­gues futurs pour reconstituer la langue populaire de nos jours. Les formes en apparence les plus éloignées se com­mandent: ces petits mots θα, δεν, να, montrent abondam­ment à des yeux exercés que la langue a subi une trans­formation radicale. Du moment, qu'on donne accueil à ces formes-là, rien ne sert de rejeter dans l'ombre et de dissi­muler des phénomènes tels que ξέρω, ακόμη, καταλα­βαίνω, έτσι, etc., etc. Ceux-ci ne supposent pas des trans­formations moins foncières que celles qui ont amené θα pour θέλω ίνα. D'ailleurs, même si on parvenait à refou­ler ces formes, la prononciation moderne resterait tou­jours, comme dans panda. Or, la prononciation à elle seule serait un guide des plus sûrs dans celte voie de reconstruction de la langue populaire, si tant est que celle-ci puisse jamais disparaître.

Mais, en réalité, il n'est guère possible qu'elle dispa­raisse. On ne sait pas très bien à quoi l'on s'attaque, quand on parle de ramener la langue ancienne et, de faire oublier graduellement la langue moderne. Les difficultés apparaîtraient innombrables, si, au lieu de faire ce rêve d'une façon vague et trop générale, on voulait entrer dans le détail. Prenons deux exemples, pour fixer les idées. Le δ est devenu aujourd'hui une spirante (ημίφωνο) et n'est plus une explosive (άφωνο). Cette transformation en amène une autre: ν ne peut plus subsister devant δ spi­rante, de même qu'en grec ancien il ne subsiste pas de­vant σ spirante: il tombe ou s'assimile, ce qui, pour le principe, revient au même. C'est pourquoi on dit aujour­d'hui το δούλο, non τον δουλον, δε δίνω, non δεν δί­νω, etc., etc.: dans l'intérieur du mot, en revanche, l'an­cienne explosive s'est maintenue, parce qu'elle était pro­tégée par le v, qui en était inséparable: aussi pronon­çons nous άντρας, έντεκα, etc., etc. Cette prononciation vient directement de l'antiquité, transmise de bouche en bouche par voie populaire. Or, au lieu de άντρας, το δούλο, on cherche à introduire les prononciations savan­tes ένδεκα, τον δούλον. Cela est impossible. Le peuple, s'il apprend à dire ένδεκα pour έντεκα, ne pourra jamais en faire autre chose que έδεκα, en laissant régulièrement tomber le v, comme dans το δούλο. Ainsi, au lieu de ramener l'ancien grec, on détruira au contraire la forme ancienne heu­reusement conservée dans έντεκα. Pour réussir dans une pareille entreprise, il faudrait rendre au δ sa valeur d'explo­sive, c'est-à-dire aller contre les faits accomplis. La ten­tative échouera donc forcément, puisqu'il est impossible de changer les conditions physiologiques où la langue se développe aujourd'hui et de promulguer un décret, sui­vant lequel tout δ devra cesser d'être spirante dans tout pays parlant grec.

Le second exemple est d'ordre morphologique: il nous est fourni par les nominatifs modernes ράχη, πόλη, βρύση, qui doivent leur existence à la coïncidence phoné­tique des désinences -ιv et-ην; celles-ci, à une certaine époque, se sont prononcées -in l'une et l'autre: voilà pourquoi, sur le modèle de μνήμην, μνήμη, et de nom­breux substantifs de cette catégorie, on a décliné πόλην, πόλη (phonétiquement: mninin = pôlin, d'où poli. — nmimi). Le peuple refera perpétuellement le même travail, parce que le changement de déclinaison est commandé par la nature même des choses. Πόλις ne pourrait reprendre place dans la langue vivante, je veux dire être communément employé dans tout pays parlant grec, que si la distinction entre πόλιν et μνήμην était toujours maintenue à l'accusatif. Mais ce serait encore aller contre l'histoire et contre la nature que chercher à réta­blir cette distinction. On est toujours impuissant contre le fait accompli. Ici ce sont; les conditions psychologiques nouvelles qui sont impossibles à modifier: on n'a pas plus de prise sur l'analogie que sur l'âme humaine.

Ce à quoi il faut surtout, veiller, c'est à ne pas gâter la langue du peuple par des efforts mal dirigés; ces efforts ne peuvent aboutir qu'à la formation de types hybrides tels que έδεκα et bien d'autres. La liste en serait longue et j'ai essayé d'en donner quelques exemples dans le dis­cours qu'on va lire. Personne en Grèce ou dans l'Orient grec, n'a certainement le désir d'entraver le développe­ment d'une langue nationale ni de provoquer la création d'une langue informe, sans unité et sans règles. C'est pourtant à quoi l'on marche, sans s'en apercevoir. Les intentions peuvent être excellentes; la voie qu'on suit n'est pas la bonne. Les théories ont beau être séduisantes et tenter beaucoup d'esprits: il importe de descendre de ces hauteurs pour envisager de sang froid la réalité des choses. Il y a, dans ces tentatives constantes de retour vers la langue ancienne, un danger sérieux, qu'il ne con­vient plus de dissimuler; le devoir de chacun est de l'écarter, car de trop graves intérêts sont enjeu. Il s'agit, ou bien d'arriver à la formation d'une langue littéraire vraiment nationale, ou de s'en passer à tout jamais.

Une dernière observation. Les personnes qui voudront, bien me faire l'honneur de me lire m'objecteront, je les en préviens d'avance, que j'emploie des formes qui 'n'exis­tent pas. Si elles veulent bien pousser la complaisance jusqu'à se faire lire, au lieu de lire elles-mêmes, telle page qui leur semblera suspecte, le résultat de cette petite expérience ne sera guère douteux. Une l'orme, qui cho­que à la lecture, passera inaperçue à l'audition. Je ne citerai que la forme άθρωπος pour άνθρωπος, dont le ν serait aujourd'hui phonétiquement incorrect. Le peuple et les personnes instruites elles-mêmes, quand elles ne se surveillent pas, prononcent άθρωπος. Mais, sur le papier, cette orthographe arrête l'œil. C'est cependant la seule prononciation régulière et usuelle de la langue moderne.

Il ne me reste plus qu'à dire un mot du système ortho­graphique que j'ai suivi dans ces pages. J'ai maintenu l'orthographe conventionnelle, qui est l'orlhographe ancienne. C'est ce que tout le monde l'ait et il serait dangereux d'y rien changer. De plus, j'écris η πόλη, της πόλης, et non η πόλι της πόλις, qui ne répond à aucun paradigme de la vieille grammaire: πόλη, décliné sur μνήμη. doit s'écrire de même, puisque nous gardons le η de la première déclinaison. Pour l'orthographe des formes de la déclinaison de l'article et des substantifs, on voudra bien se reporter à ce que j'en ai dit dans les Es­sais de grammaire historique néo-grecque. Il n'y a pas dans le dialecte attique et, par suite, dans la xoivr, an­cienne, qui sont en pareil cas les seuls modèles à sui­vre, un accusatif pluriel τιμαίς. Il y a des nominatifs pluriels λαμπάδες, μητέρες, etc. Or, comme cette dési­nence -ες est le seul point de départ des formes τες λαμπάδες, τες ώρες, οι ώρες, c'est encore se conformer aux principes de la vieille orthographe que d'écrire par un ε et non par un αι. J'en dirai autant de oι fém. plur. et de τις acc. fém. plur. Η et της constituent des barbarismes et, comme tels, doivent être écartés. Je ne me suis permis d'innover que sur un seul point; j'ai partout écrit αφ, αβ, εφ, εβ, pour αυ, ευ. Il est impossible d'écrire υρίσκω pour βρίσκω. Mais du moment qu'on admet ici le β pour υ, il est plus logique d'analyser partout la diphtongue ancienne de la même façon: cette orthographe aura de plus le privilège de nous donner la vraie prononciation moderne, sans rien de conventionnel.

Je sais bien qu'avec le maintien de l'orthographe an­cienne pour des formes modernes, on tombe dans un océan de contradictions, mais il est difficile, pour ne pas dire impraticable, d'innover sur ce point. Il est, d'ail­leurs, bien entendu que partout où l'orthographe mo­derne est consacrée, il ne nous reste qu'à l'adopter, sur­tout quand il s'agit d'indiquer par là des différences ca­ractéristiques. Nous ne pouvons écrire autrement que φτάνει, άντρας, πεθερός, Κωστής, κόμπος, σεντούκι, πουλώ, βγάζω, μπαίνω, etc. C'est ce que l'ait tout le monde, et c'est aussi ce que je me suis par là cru autorisé à faire.

Dans l'essai qu'on va lire, j'ai simplement voulu traiter quelques questions historiques. Le Syllogue a pris une excellente initiative avec ses publications de documents populaires. Il n'y a qu'à persévérer dans cette bonne voie, Je me suis proposé de mon côté de signaler l'importance que les études linguistiques pourraient acquérir dans le modeste domaine du néo-grec et la difficulté que présente l'examen d'un dialecte sur place. La confection d'une grammaire et d'un dictionnaire modernes sont la grande œuvre à poursuivre. Toute l'attention devrait être tournée de ce côté: ce serait faire acte de patriotisme et bien mé­riter de la science contemporaine, que de mener à bonne fin une pareille entreprise.

Je veux, en terminant cette préface assez longue, trans­mettre au Syllogue philologique hellénique l'expression de la haute sympathie que M. le ministre m'avait parti­culièrement chargé de témoigner de sa part à cette asso­ciation si laborieuse, si sincère et vouée à un travail scien­tifique qui lui fait tant d'honneur. Elle peut être certaine que la France est toujours avec elle.

Parts, septembre 1886.




ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Επεξεργασία

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ. ΛΕΞΙΚΟ


ΑΞΙΟΤΙΜΟΙ ΚΥΡΙΟΙ,

Δεν είναι συνήθεια, το ξέρω, στα φιλολογικά συνέδρια, να κάμνει κανείς τη βιογραφία του και να μιλεί για τον εμαφτό του. Μόλον τούτο πρέπει να σας ανοίξω την καρ­διά μου. Δεν μπορώ να ξεχάσω που είμαι παιδί σας, που είμαι του τόπου παιδί και που μικρός άφησα την Πόλη. Τι άλλο θέλετε να σας πω πρώτα πρώτα παρά τη χαρά μου, τώρα που βρίσκουμαι μεταξύ σας, τώρα που ξαναβλέπω την πατρίδα; Της πατρίδας η αγάπη είναι ριζωμένη μέσα στη μέση της καρδιάς. Γεννιέται με την ψυχή μας, σ’ ολωνών τα στήθια φυτρώνει, και για να φυτρώσει, φτάνει να γεννηθούμε.

Δεν άσπρισαν ακόμη τα μαλλιά μου κι ωστόσο, τι να σας πω; Άμα ξαναείδα την Πόλη, με φάνηκε σα να ξαναχαίρουμουν της νιότης μου τα πρώτα χρόνια. Μπορεί να με γέλασαν τα μάτια μου, μα σαν μπήκα στο παλιό μας το σπίτι, θαρρούσα που με γλυκοκοίταζαν οι τοίχοι. Τα δέντρα του περιβολιού που πήγαινα συχνά με το βιβλίο στο χέρι - τι καλά που το θυμούμαι τώρα! — κουνιούνταν και ψιθύριζαν αγάλια στ’ αφτιά μου· «Καλώς ώρισες, παιδί μου!» Ναι! κι οι πέτρες στο δρόμο με χαιρετούσαν, και μ’ έρχουνταν όλο να τις πω· «Πετρίτσες μου αγαπημένες, κακοστρωμένα μου σοκάκια, με τι καρδιοχτύπι σας ξαναπατώ!»

Βλέπετε που είχα κάμποσους λόγους να μην αρχίσουμε με μιας τα γλωσσολογικά. Όταν ο σοφός μας κι αξιότιμος Πρόεδρος με συλλογίστηκε και μ’ έστειλε την πρόσκλησή σας, δεν ήτανε μόνο μια τιμή ξεχωριστή να πέσει τέτοιο κάλεσμα σε μένα· ήταν και μια μεγάλη χαρά που σας χρωστούσα στη ζωή μου· έπρεπε να σας το δείξω. Κατα­λάβετε ποιος ήταν ο κρυφός πόθος της καρδιάς μου. Ας το πούμε φανερά· ένα συνέδριο στην Πόλη είναι μια γιορτή για τα μάτια και για το νου. Δεν μπορεί να μοιάξει με κα­νένα άλλο συνέδριο στον κόσμο. Εδώ δεν έχει κανείς μόνο ν’ ακούσει και να μάθει, έχει να διει και ν’ απορήσει. Να το ’χετε για βέβαιο· όλοι μας εδώ μαζί σας συμπαθούμε, και για την ιδέα που είχετε να μας δείξετε την πρόοδο της ελληνικής επιστήμης, και γιατί βλέπουμε σε τι τόπο προδέβει. Καλά κάμετε να μας καλέσετε. Όσο έλειπα από την Πόλη, θυμούμαι που διάβαζα συχνά στα δημοτικά μας παραμύθια για βασιλοπούλες που φορούσαν τον ουρανό με τ’ άστρα, τη θάλασσα με τα ψάρια και τη γης με τα λουλούδια. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αφτές οι τρεις φορεσιές. Σαν είδα τις γαλανές πεδιάδες τ’ ουρανού μας, τη μαβειά θάλασσα που αφρίζει και μοιάζει κάμπος ασπρολούλουδα γεμάτος, σαν πάτησα τούτη την περίφημη γης και βρέθηκα μέσα σε τέτοια φύση, κατάλαβα το παραμύθι. Θαρρούσα τώρα και γω που φορούσα τον ουρανό με τ’ άστρα, τη θάλασσα με τους αφρούς της, τη χαρούμενη γης με τα χορτάρια.

Όταν ακούτε και σας μιλώ με τέτοιο τρόπο, μήτε σας κολακέβω, μήτε φαίνουμαι αχάριστος για τη Γαλλία που μ’ έκαμε παιδί της. Έγινε πατρίδα μου και μητέρα. Εκεινής είναι η ζωή μου. Εκείνη με σπούδαξε, εκείνη με μόρφωσε νου και ψυχή. Την ώρα που σας το λέω, θυμούμαι που κάτω κάτω στα δυτικά της παράλια, άφησα τα παιδιά μου και της γυναίκας μου τον πατέρα. Βλέπετε που πρέπει διπλά να σας αγαπώ, και σα Γραικός, και σα Γάλλος. Η Γαλλία στάθηκε πάντοτες ο πιο πιστός φίλος του Γραικού, συχνά μάλιστα φανερώθηκε ο μόνος μας φίλος. Ξέρετε που στην αρχή αφτουνού μας του αιώνα, με τον d’ Ansse de Villoison και με τον Hase, η Γαλλία θέλησε πρώτη να διδάξει τη γλώσσα που μιλούμε. Και σήμερα πάλε μας έδωσε αφορμή, σε δημόσια μαθήματα, να μελετήσουμε της γλώσσας μας την ιστορία. Μην κοιτάζετε που με διάλεξε για τόσο μεγάλο έργο· με πήρε μόνο και μόνο για να δείξει στους άλλους Γραικούς την αιώνια της αγάπη για την Ελλάδα και για τα ελληνικά γράμματα. Για τον ίδιο λόγο με στέλνει σε σας ο κ. Υπουργός της γενικής Παιδείας. Εμένα τίμησε· εσάς θέλησε να δοξάσει. Ήρθα να σας φέρω τους φιλικούς του χαιρετισμούς. Έτσι βρέθηκα και γω μέσα σ’ αφτό το Συνέδριο. Τη σημερνή μου τη χαρά τη χρωστώ και κείνηνα στη Γαλλία. Δεν έχω δίκιο να σας λέω που την αγαπώ σα μητέρα; Τώρα όμως μπορώ να πω που αγαπώ την Πόλη σαν πολυλατρεμένη μου γιαγιά.

Μην έχετε φόβο κανένα! Ο σκοπός μου σήμερα δεν είναι να σας μιλήσω για το «ζήτημα της γλώσσης»! «Ζήτημα της γλώσσης» λέμε μεις, όταν πιάνει κανείς και ξετάζει τι γλώσσα πρέπει να γράφουμε. Τι γλώσσα πρέπει να γράφει, κανείς, δεν μπορεί να είναι ζήτημα. Όλοι οι λαοί του κόσμου κι οι Αρχαίοι μέσα σ’ αφτούς, έγραψαν τη γλώσσα του καιρού τους, τη δημοτική γλώσσα. Όταν έλεγε ο Πλάτωνας ειμί και πατήρ ο πρόστυχος ο Αθηναίος δεν το ’λεγε διαφορετικά· δε γνώριζε τύπους πατέρας ή είμαι. Το ειμί και το πατήρ ήταν οι δημοτικές, οι χυδαίες λέξες εκείνης της εποχής. Αφτό το ξέρετε και σεις πολύ καλύτερα από μένα, και δεν είναι ανάγκη να σας λέω πράματα, που θα τα μάθει κάθε παιδί, άμα πατήσει, στο σκολειό. Το ζήτημα είναι, τι γλώσσα γράφει κανείς, με τι τρόπο τη γράφει, κι αν η γλώσσα που γράφει είναι ή δεν είναι σωστή. Μα μείντε ήσυχοι. Μήτε γι’ αφτό το ζήτημα δε θέλω να σας πω τίποτις. Προσπαθώ να σας μιλήσω γραικικά, γιατί θωρώ χρέος του καθενός, όσο μπορεί και με τα μικρά του μέσα, να σπουδάξει, να καλλιεργήσει, αν είναι δυνατό μάλιστα, και να γράψει, την εθνική του γλώσσα, τη γλώσσα που του έμαθε η μάνα του. Πολύ σέβουμαι το λαό. Λαός είμαι και γω. Να τον ξεπέσω, με φαίνεται που κι ο ίδιος ξεπέφτω. Ξέρω που πάντα θα βρεθεί κανένας άλλος - κανένας φίλος πιστός - να με κατηγορήσει. Ας αφήσουμε τους φίλους μας να λένε για μας όσα θέλουν. Τι σας φαίνεται; Όταν έχει κανείς πολλές αμαρτίες - ο λόγος μου είναι για μένα - σαν πιο φρόνιμο μ’ έρχεται να μην τις φωνάζει πολύ δυνατά. Με τέτοιο τρόπο κάποτες στέκουνται κι οι άλλοι και δε λεν τίποτις. Να πω βάρβαρο το έθνος, θα με πουν και μένα βάρβαρο. Δεν καταδέχουμαι τέτοιο πράμα. Πολύ πιο σωστό είναι να μην αρνηθώ τη γενιά μου· τότες με σέβεται κι ο κόσμος.

Εμένα με φτάνει που με δείχνετε τόση καλοσύνη, με φτάνει που καταδέχεστε και μ’ ακούτε. Δεν είναι δουλειά μου να βγάλω σήμερα στη μέση τέτοια ζητήματα. Ήθελα μόνο και μόνο να σας μιλήσω για κάτι ζητήματα της γλωσσικής μας ιστορίας. Ήθελα να διούμε μαζί τι μπορεί να μας μάθουν τα μεσαιωνικά κείμενα, τι αξία έχουν αφτά τα κείμενα, και να συλλογιστούμε αν είναι τρόπος να γίνει, πρώτα καμιά Γραμματική, ύστερα κανένα Λεξικό της νεοελληνικής.

Αν είχε κανείς να γράψει, την ιστορία της γλώσσας μας, έπρεπε να καθήσει να τη γράψει, στην Πόλη. Καλύτερος τόπος δεν υπάρχει για τέτοιο έργο. Να μιλήσει κανένας εδώ για την ιστορία της γλώσσας, είναι σα να σας μιλούσε για την ίδια σας την ιστορία. Μέσα σε τόσες άλλες δόξες, δυο δόξες μεγάλες κατόρθωσε να ’χει, η Πόλη. Εσάς χρωστά ο κόσμος την αρχαιότητα. Εσείς σώσετε τα παλιά τα χερόγραφα και τ’ αριστουργήματα των Ελλήνων. Από σας η Εβρώπη τα πήρε και τα ’μαθε. Χάρη σε σας, για δέφτερη φορά ξαναγεννήθηκε ο αθρώπινος νους και φωτίστηκε η επιστήμη. Μα δε σας έφταξε μόνο αφτό· την αρχαία τη γλώσσα δεν τη φυλάξετε μόνο στο χαρτί· έμεινε στα χείλια σας απάνω. Εκεί, ακόμη και σήμερα, βασιλέβει. Όταν κανείς συλλογιέται τέτοιο πράμα, μόλις του φαίνεται δυνατό, κι όταν το λέει, μόλις μπορεί ο ίδιος να πιστέψει τα λόγια του. Φανταστείτε τι είναι, μια γλώσσα να ζει τόσους αιώνες και να μιλιέται τρεις χιλιάδες χρόνια και παραπάνω! Ίσως είναι μεγαλύτερη δόξα, παρά να την έχει, κανείς μόνο γραμμένη στα βιβλία.

Κι ωστόσο είναι αλήθεια. Δεν κόπηκε η σειρά. Ο λαός πάντα σώζει και βαστά την παράδοση την αρχαία. Τη γλώσσα που σήμερα λαλεί, την έχει από τα χρόνια τα παλιά, από τους αρχαίους την άκουσε, την πήρε, μπορώ να πω, μέσα από των αρχαίων το στόμα. Κι από πού το βλέπουμε; Από τους τύπους που συνηθίζει η γλώσσα μας ακόμη και σήμερα. Ο καθένας διάβασε στη γραμματική, μερικοί μάλιστα έμαθαν απ’ όξω τα συνηρημένα ρήματα και κλίνουν το φιλέ-ω, φιλώ, φιλέ-εις, φιλείς, φιλέ-ει, φιλεί. Ξέρετε όλοι σας που το φιλέω είναι της ιωνικής και το φιλώ της αττικής. Πώς από το φιλέω μπόρεσε να βγει το φιλώ, πώς χάθηκε ο τόνος στο ε, πως πήρε περισπωμένη το ω, είναι πολύ δύσκολο ζήτημα κι ο σκοπός μου δεν είναι να το ξετάσουμε τώρα. Το βέβαιο όμως είναι που ο πρώτος άθρωπος που είπε φιλώ αντίς φιλέω, ή μουσών αντίς μουσάων, έπρεπε πρώτα να είχε ακουσμένο τον τύπο φιλέω ή μουσάων. Αν ο ίδιος δεν είχε μάθει τον ασυναίρετο τύπο, δε θα συναιρούσε ποτές μήτε το μουσάων μήτε το φιλέω. Τους συνηρημένους τύπους δεν τους ήβρε στη γραμματική, γιατί πρι γίνει γραμματική, πρέπει να γίνει γλώσσα. Άκουσε μοναχός του τα φιλέω και τότες το ’καμε φιλώ. Για τούτο σήμερα λέμε που η αττική άλλο δεν είναι παρά μεταπλασμός της ιωνικής. Το συνηρημένο το φιλώ έχει μέσα του και βαστά τ’ αρχαιότερο το φιλέω. Με το ίδιο σύστημα, μέσα στο νεότερο το μουσών κάθεται η παλιά γενική μουσάων. Η αττική έσωσε την ιωνική όταν πια δε μιλούσε κανείς ιωνικά. Την πήρε, την έκρυψε και τη φύλαξε μέσα της.

Ακούστε τώρα και το δικό μας το λαό. Ο λαός δε θα σας πει ποτές τας ώρας. Ο τύπος της κοινής είναι τις ώρες· σε μερικά χωριά λεν όμως ακόμη και σήμερα τες ώρες, μάλιστα και τας ώρες. Αφτό το τες από πού έρχεται; Πώς έγινε; Δε θέλω τώρα να σας διαβάσω όσα έγραψα αλλού για το τες. Ένα μόνο ήθελα να σας θυμίσω. Ο πρώ­τος Γραικός που είπε τες αντίς τας, δε θα ’λεγε στη ζωή του το τες, αν πρώτα δεν ήξερε το τας. Και το τας από πού το πήρε; Το είχε ακούσει από τους αρχαίους κι από τότες το γνώριζε. Σαν που σώζεται το φιλέω μέσα στο φιλώ, έτσι σώζεται και το τας μέσα στο τες. Η καινούρια μας αφτή αιτιατική είναι παιδί της παλιάς αιτιατικής τας· από μέσα της βγήκε. Αναμεταξύ στο τας και το τες δεν είναι κανένας άλλος τύπος, κι άμεσα πήρε η μια αιτιατική τον τόπο της αλληνής. Έτσι και το τις μπήκε λίγο λίγο στη θέση του τες. Παρατηρήστε, σας παρακαλώ, που ο λαός δεν μπορεί να πει τας ώρας. Αν το ’λεγε, δεν θα βαστούσε την παράδοση την αρχαία. Μια φορά που το τας έγινε τες κι έπειτα τις, είναι αδύνατο πια ο λαός να ξέρει το τας. Δεν το ’χει καμιά ανάγκη· Μπορεί να το μάθει μόνο στα βιβλία, σαν που το μάθαμε όλοι μας· μ’ άλλα λόγια, αν τύχει και το πει σήμερα ο λαός, δεν το λέει γιατί τ’ άκουσε κατεφτείας από τους αρχαίους· το διάβασε τυπωμένο και το λέει. Μα στα βιβλία ό,τι θέλει κανείς κι όποιος θέλει μπορεί να διαβάσει. Κι ένας ξένος είναι άξιος να βρει μέσα στη γραμματική τον τύπο τας· την αιτιατική τες ή τις μόνο ένας Γραικός μπορεί να τη γνωρίζει, χωρίς να τη διει γραμμένη στα βιβλία. Στην Εβρώπη, όλος ο κόσμος μαθαίνει τα ελληνικά στο σκολειό· κανένας Εβρωπαίος όμως δε θα πει πού βάσταξε τ’ αρχαίο το τας, σαν που το βαστά σήμερα ο λαός, λέγοντας τες ή τις. Την παράδοση μόνος εκείνος την έχει· η αρχαία γλώσσα, για να πέσει στου λαού το στόμα, κατέβηκε ίσια το δρόμο της, ή για να το πούμε πιο σωστά, τύπους άλλαξε, δεν άλλαξε στόμα· Το στόμα πάντα ελληνικά λαλούσε.

Βλέπετε λοιπό με τι τρόπο πρέπει να κρίνουμε τα πρά­ματα και να καταλάβουμε τα ιστορικά φαινόμενα. Ίσια ίσια γιατί μεταμορφώνει τη γλώσσα του ο λαός, τη φυλάει, κι ίσια ίσια γιατί άλλαξε η γλώσσα, έμεινε πάντοτες η ίδια. Αλλάζοντας τη γλώσσα τη βαστούσετε και σεις. Σώσετε μάλιστα πολλούς νόμους που, αν κανείς δεν προσέξει, καλά, φαίνουνται κατάλληλοι μόνο για την αρχαία γλωσσική κατάσταση της ελληνικής. Ξέρετε που σήμερα κάθε Πολί­της θα πει άκουσα αντίς ήκουσα κι έτοιμη αντίς ετοίμη. Αν έλεγε ήκουσα ή ετοίμη, θα παράβαινε κι ίδιας της αρχαίας τον κανόνα. Ο τόνος στην αρχαία κατεβαίνει μόνο όταν η υστερνή συλλαβή της λέξης είναι διπλόχρονη. Τ’ αρσενικό έτοιμος μπορεί λοιπό στην αττική να μείνει προπαροξύτονο· η γενική ετοίμου, η δοτική ετοίμω, η θηλυκή ονομαστική ετοίμη δεν μπορούν όμως να βαστάξουν τον τόνο στην προπαραλήγουσα, γιατί το η, το ω και το ου ήταν τότες διπλόχρονα. Τώρα που είναι απλόχρονα, είναι ανάγκη να λέμε έτοιμη, για τον ίδιο λόγο που έλεγαν οι αρχαίοι έτοιμος. Όσο απλόχρονο είναι το οι, τόσο απλόχρονο είναι σήμερα και το η· πολύ σωστά προφέρνετε όλοι σας έτοιμῐ κι όχι έτοιμῑ, ακόμη κι αν τύχει να πείτε ετοίμῐ. Ετοίμῑ δεν το κάμνετε ποτές. Μιλώντας έτσι, προσέχει ο λαός τον ίδιο νόμο, γιατί αν τόνιζε ετοίμη, θα ήτανε σα να ’βαζε τους αρχαίους να τονίσουν ανθρώπος αντίς άνθρωπος. Ποτές όμως ο λαός δε θα βγάλει προπροπαραξύτονα, αφού τέτοια δε γνώριζε μήτε η αρχαία[16]. Εκεί που δε χάθηκαν οι συλλα­βές, δεν μπορούσε να χαθεί ο κανόνας. Εκεί που χάθηκαν τα διπλόχρονα, ο κανόνας έμεινε.

Τα ίδια και με το η του παρατατικού ήκουσα. Το η είχε το λόγο του, όταν ήταν το η διπλόχρονο. Αφού δεν είναι, η άφξηση δεν έχει πια κανένα νόημα. Για να καταλάβουμε τι θα πει, πρέπει να πιάσουμε βιβλίο και να διούμε πού γράφει η κι όχι ι, γιατί στην προφορά δε διακρίνεται. Η ζωντανή προφορά είναι ωστόσο η μόνη αλήθεια. Με τη γραμματική δε γίνουνται οι γλώσσες και νια να τις μιλήσει κανείς, δεν έχει ανάγκη να τις διαβάζει. Ο παρατατικός ήκουσα για τους αρχαίους ήταν ο φυσι­κός τύπος· δεν τους έρχουνταν ποτές να το πουν αλλιώς. Προτού να μάθουν τι θα πει γράψιμο, ήξεραν κι έλεγαν ήκουσα. Στον καιρό του Περικλή δεν είχαν οι Αθηναίοι δασκάλους να τους διδάξουν τα ρήματα. Μόλις γνώριζαν τι θα πει γραμματική. Γραμματικές δε σώθηκαν από κείνα τα χρόνια και πολύ πιο ύστερα αρχίσανε στην Ελλάδα να γράφουνται γραμματικές. Η μόνη γραμματική ήταν η δημοτική γλώσσα.

Μια γλώσσα, αν μπορώ να το πω έτσι, είναι μια γέννα παντοτεινή. Ο ένας τύπος γεννά τον άλλονα, ο καινούριος ο τύπος μας παριστάνει τον τύπο τον αρχαίο, σαν τα παιδιά που χωρίς να μοιάζουν ποτές απαράλλαχτα τον πατέρα τους, μόλον τούτο έχουν το ίδιο αίμα και μας δείχτουνε μια εικόνα καινούρια κάθε γιος του πατρός του. Οι γλώσσες είναι σαν τους αθρώπους· Ο άθρωπος στέκεται πάντοτες ο ίδιος, τ’ άτομα αλλάζουν και παν. Ένα παιδί δεν ξεπέφτει, γιατί δε μοιάζει όλους διόλου τον πατέρα του στο πρόσωπο και στην ψυχή. Φτάνει με το πρόσωπό του και με την ψυχή του, με την καινούρια του τη μορφή, να φανεί άξιος, καλός, αν είναι δυνατό, και περίφημος άντρας. Η αλλαγή είναι ο μεγάλος φυσικός νόμος, ο μόνος ίσως που βλέπουμε καθαρά και που σε κάθε πράμα, στ’ άστρο που φέγγει, στο λουλούδι που φυτρώνει και στη λέξη που γεννιέται, μας φανερώνει την ύπαρξή του. Έχω πολύ σέβας για τους προγόνους μας και μεγάλη ιδέα για τον Αδάμ, αφού του χρωστούμε όλοι μας τη ζωή. Αλλά φανταστείτε, αξιότιμοι Κύριοι, αν από τον καιρό του Αδάμ δεν άλλαζε ο κόσμος κι αν έμοιαζε κάθε γιος απαράλλαχτα τον πατέρα του, τι θα είμαστε σήμερα! Ας το πούμε σιγά σιγά, να μη μας ακούσουν ο ίδιος ο Αδάμ θα βαριούνταν τη ζωή, κι όλοι μας εμείς που βρεθήκαμε τώρα στην Πόλη, δε θα γιορτάζαμε ίσως αφτό το Συνέδριο, μήτε θα είχαμε Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο! Και θα ήταν τόντις κρίμα.

Αφτή της γλώσσας μας η αλλαγή δεν έγινε μόνο στην Πόλη, και μπορεί να με πείτε πού, αν έμεινε η γλώσσα, δεν είναι, σαν που σας το ’λεγα, η δόξα μόνο δική σας. Έχετε δίκιο. Παντού στην Ελλάδα μεταμορφώνουνταν η αρχαία. Πρέπει όμως να συλλογιστούμε που για τη μόρφωση μιας κοινής γλώσσας, πολύ μεγάλη σημασία έχουν τα λεγάμενα κέντρα, μ’ άλλα λόγια οι πρωτέβουσες. Εκεί γίνουνται οι εθνικές γλώσσες, που όλος ο κόσμος τις μιλεί, που καταντούν κοινή συνήθεια και που μέσα τους μαζέβουν και συγκεντρώνουν όλους τους άλλους ιδιωτισμούς. Στις πρωτέβουσες μέσα έχουν την αρχή τους· οι πρωτέβουσες είναι ρίζα τους και φύτρα. Τόσο είναι αλήθεια αφτό που λέμε, που μόλον ότι σ’ όλη την Ελλάδα μιλούσαν τα γραικικά, μόνο στην Πόλη πρωτογράφηκε η γλώσσα κι άρχισε να φαίνεται μια καινούρια φιλολογία. Εσείς μας δώσετε το πρώτο μας φιλολογικό μνημείο. Ο Σπανέας και του Πρόδρομου οι στίχοι από δω βγήκαν. Η κοινή γλώσσα άρεζε μάλιστα και στο παλάτι. Ο Πρόδρομος έγραφε για τους Κομνηνούς και τον άκουγαν Κομνηνοί. Είχε τον αφτοκράτορα προστάτη. Τέτοιο πράμα μόνο σε πρωτέβουσα θα το διείτε· σαν το Φραγκίσκο τον Α’ στη Γαλλία, πάντα ένας φρόνιμος βασιλέας, με κεφάλι πολιτικό και με νου, θα διαφεντέψει, και θα προστατέψει την κοινή, την εθνική τη γλώσσα του λαού, γιατί απάνω στο λαό στηρίζεται κι ο ίδιος.

Ο Σπανέας (λέω την παραλλαγή που δημοσίευε ο Legrand [Legrand, Bibliothèque grecque vulgaire, Paris, 1880, Tome I, p. 1-10], γιατί οι άλλες [Melagnes Renier, Paris, 1886, 252-283. Le poème a Spaneas.] δεν έχουν την ίδια αξία), ο Σπανέας και κείνος γράφηκε για κανένα βασιλόπουλο ή τουλάχιστο για κανένα πρόσωπο σημαντικό[17]. Τ’ όνομα του Σπανέα ήθελα προ πάντα να σας θυμίσω, γιατί αφτό και μόνο θα μας δείξει πόσα κάμετε για τη γλώσσα. Ο Σπα­νέας στο ποίημά του μετάφραζε τον Ισοκράτη. Είπα με­τάφραζε, γιατί δε γύρεβε να κλέψει μια ή δυο λέξες αρχαίες, χωρίς να τις καταλάβει καλά. Έβαζε τον Ισοκράτη στην κοινή γλώσσα εκείνης της εποχής, για να μπορέσει ο καθέ­νας να τον ακούσει. Κι αφτό τι θα πει; Θα πει που στα χίλια εκατό και τόσα - γιατί τότες συμπεραίνω να στιχουργήθηκε αφτό το ποίημα - δεν τους έφτανε μόνο ν’ αντιγράφουν τον Ισοκράτη· ήταν και μερικοί που διάβαζαν τα ελληνικά, για να τα μεταφράσουν. Ο Σπανέας με τον παραι­νετικό του λόγο βαστά τη σειρά του κι έχει την ιστορική του σημασία. Μας δείχτει πλάγι πλάγι το μεσαιώνα με τα παλιά τα χρόνια. Ό,τι παίρνει, από τους αρχαίους το κάνει καινούριο· η γλώσσα του, με τέτοιο τρόπο, βρίσκε­ται ίσια ίσια στη μέση, στην αρχαία μεταξύ και στη νέα, σαν ένα γεφύρι που περνά τους αθρώπους από τη μια μεριά του ποταμού στην άλλη μεριά. Έτσι δεν πεθνήσκει το έθνος· δε χάνει την αιώνια παράδοση ο λαός. Τέτοια είναι κι η δική σας η δόξα. Δε φυλάξετε μόνο το χάρτινο θησαβρό, των αρχαίων τα γράμματα· μέσα μέσα στη γλώσσα τη σημερνή βαστάξετε την αρχαία την ίδια, το ζωντανό θησαβρό. Εσείς είστε η αλυσίδα που μας ενώνει με την αρχαιότητα, με την αθάνατη μας μητέρα.

Φανταστείτε τι χαρά θα περεχούσε σήμερα την καρδιά της Εβρώπης, αν άξαφνα βρίσκουνταν κανένας στίχος προομηρικός! Δε θα ήταν ανάγκη να είναι ο στίχος ωραίος. Όσο λιγότερη ποιητική ή φιλολογική αξία έχει ένα κεί­μενο αρχαίο, τόσο πιότερο βάρος έχει για τον ιστοριο­γράφο, γιατί τότες μας δείχτει καλύτερα την απλή φύση, χωρίς στολίδι κανένα, μας ξεσκεπάζει αθώα και παστρικά την ιστορία και την αλήθεια. Ο στίχος ο ωγύγιος θα ήταν ατίμητος στίχος, γιατί θα μας έδειχτε την αρχαία κατάσ­ταση, το παλιότερο γραμματολογικό σύστημα της ελλη­νικής. Θα βλέπαμε μια γλώσσα ακόμη πιο αρχαία από τη γλώσσα που έγραψαν Όμηρος και Πλάτωνας. Όμηρος και Πλάτωνας δε θα ξαναγίνουν ποτές· τα ίδιο κεφάλι δε φαίνεται στον κόσμο δυο φορές, γιατί και να φαίνουνταν, άμα αλλάξουν τα περιστατικά, θ’ αλλάξει και κείνο[18]. Μπορεί να ’ρθουν άλλοι που να τους αξίζουν και να κάμουν πάλε στον καιρό τους ό,τι κάμανε στο δικό τους εκείνοι, σαν που είδαμε στην Εβρώπη να βγουν τόσα φώτα. Δάντε, Σαικσπείρο, Γκέτε, Βολταίρο, που δε φοβούνται σύγκριση με κανέναν. Ας μη χάσουμε την ελπίδα που θα ’χουμε και μεις καμιά μέρα άντρες μεγάλους. Ένα έθνος πρέπει πάντα να βάζει την ιδέα του αψηλά. Στο μεσαιώνα αρχινούσε η φιλολογία μας να λουλουδιάζει· αν της αρ­χαίας η μίμηση δεν την είχε πλακώσει κατόπι, - θέλω να πω στα δικά μας τα χρόνια-, από του Πρόδρομου και του Σπανέα τους στίχους θα ’βγαινε μια ποίηση νέα, σαν που βγήκαν από την άμορφη γλώσσα της μεσαιωνικής Γαλλίας τόσα έργα που απορεί σήμερα ο νους μας. Η Cantilène de Sainte Eulalie, τα Serments de Strasbourg έχουνε χίλιες φορές πιότερη αξία, όταν τα συγκρίνουμε με τη γλώσσα του Ρασίνα. Κοντά στο μικρό παιδί βλέπουμε και τον άντρα.

Τώρα παρατηρείτε τι σημασία μπορεί να ’χει μια μέρα ένας στίχος του Πρόδρομου ή του Σπανέα. Πολλή ποίηση δεν έχουν, πρέπει να το πούμε παστρικά, μήτε ο ένας μήτε ο άλλος. Μα κι ο προομηρικός στίχος που λέγαμε, είμαι βέβαιος που πολλή ποίηση δε θα είχε. Ας ελπίζουμε που κι ο Πρόδρομος κατόπι, - σαν το στίχο τούτο ή ας είναι και σαν τα Serments de Strasbourg, - θα γεννήσει καμιά ποίηση μεγαλύτερη. Όταν τρέχει ο ποταμός, ο κα­θένας μπορεί να διει τα νερά του· το δύσκολο είναι να βρει την πηγή του. Άμα μορφωθεί, η καινούρια μας φιλολογία, θα σας δοξάσουν τότες και σας, όχι μόνο γιατί σώσετε τον Πλάτωνα τον αρχαίο, αλλά και γιατί δώσετε πρώτοι σας ζωή στον πατέρα του Πλάτωνα που θα μας έρθει.

Η περιέργεια του αθρώπου είναι διπλή. Είναι σαν τα βιβλία που σπουδάζει. Των αρχαίων τα έργα που σήμερα μελετούμε έχουνε για μας δυο λογιώ σημασία· ή στην ιστορική τους, στην επιστημονική τους αξία θα προσέξουμε, ή στη φιλολογική[19]. Ή θα κοιτάξουμε να διούμε τι μπορεί να μάθουμε απ’ αφτά τα έργα για τα έθιμα, για τους νόμους, για τη θρησκεία, για τη γλώσσα, ας είναι και για την τοπογραφία της Αθήνας ή της Ρώμης, ή μας φτάνει να πιάσουμε το βιβλίο στο χέρι, να διαβάσουμε τον Όμηρο και το Σοφοκλή, μόνο και μόνο γιατί μας αρέσει τέτοια συντροφιά, γιατί γυρέβουμε να βρούμε στους αρχαίους ή κα­νένα όμορφο στίχο, ή καμιά σκέψη μεγάλη, ή καμιά ιδέα που μας υψώνει το νου. Ήσυχα και γλυκά περνούν οι ώρες, όσο φαιδραίνεται η ψυχή μας και ξεκουράζεται ο νους μας με τα λόγια που μας λεν τόσοι και τέτοιοι άντρες. Απο­ρούμε με την τέχνη τους, με τη χάρη της γλώσσας, με το ύφος και τη γνώση τους. Κάποτες μάλιστα τυχαίνει ν’ απορήσουμε με την ίδια μας τη γνώση, που ξέρουμε και βρίσ­κουμε στα συγράμματά τους τόσες ωραιότητες.

Η επιστήμη άλλα γυρέβει. Πριν απορήσει με την τέχνη του Σοφοκλή, θα πάει πρώτα να διει πως γράφουν τα διάφορα χερόγραφα το στίχο που μας αρέσει· έπειτα θα πάρει να ξετάσει κάθε λέξη, για να βγάλει το νόημα πασ­τρικά. Τότες θα μελετήσει την τραγωδία αλάκαιρη του ποιητή· θα κάμει ανάλυση και χυμία. Θέλει να μάθει· δεν της φτάνει να θαμάζει, και να χαίρεται. Ο Σο­φοκλής καταντά να είναι ιστορικό, όχι μόνο φιλολογικό μνημείο. Η επιστήμη θα μας πει, μελετώντας το Σοφο­κλή, σε τι κατάσταση, σε τι περίοδο βρίσκουνταν τότες η θρησκεία, η φιλοσοφία, η γλώσσα του αθρώπου. Δεν της μέλει για τη χαρά που μπορεί να της προμηθέψει ένας όμορφος στίχος. Ο φιλολόγος έχει πιότερη τύχη. Είναι σαν τον πλούσιο που κάθεται στο τραπέζι και ξέρει να ξετιμήσει κάθε νόστιμο φαγητό που θα του φέρουν. Η επιστήμη όλο δουλέβει· σπάνια κάθεται η ίδια στο τραπέζι· το στρώνει μόνο και φέβγει, γιατί θέλει να προδέψει και να βρει κάθε μέρα τίποτις καινούριο, κάθε μέρα καινούρια θροφή.

Για τούτο βλέπετε που σήμερα δε χορταίνουμε με τ’ αριστουργήματα μοναχά· μας χρειάζεται κι άλλη μελέτη. Δο­θήκαμε στην επιγραφική τέχνη, και σηκώνουμε κάθε γραμμή που μπορεί κάτι να μας μάθει, για την ιστορία την αρχαία. Όλες οι επιγραφές, αν τις βάλετε μαζί τη μια με την άλλη, ίσως δεν αξίζουν ένα στίχο της Ιλιάδας ή μια φράση του Δημοστένη. Αδιάφορο είναι! Ο σκοπός είναι να διούμε τι γίνεται, με τα χρόνια που περνούν και με τους αιώνες που σπρώχτουν ο ένας τον άλλο, η αθρώπινη ψυχή κι ο αθρώπινος νους. Την ιστορία του πολεμούμε να κατα­λάβουμε· το μεγαλύτερο μυστήριο είναι ο άθρωπος ο ίδιος. Μπροστά στον άθρωπο, τολμώ να το πω, κι ο Σοφοκλής φαίνεται μικρός. Τ’ άτομα δε λογαριάζουν, όταν είναι τέτοιο αντικείμενο στη μέση. Και δεν έχει να κάμει αν η εποχή που μελετούμε είναι μεγάλη και ξακουστή, ή παρακατιανή κι άγνωστη. Σ’ όλη τη σειρά της μακρινής του ζωής, ο άθρω­πος μνήσκει άθρωπος. Το λουλούδι, άμα ξανοίξει, δείχτει στον καθέναν την ομορφιά του, κι ο κόσμος δεν έχει παρά να το κοιτάξει για να χαρεί. Όταν είναι κρυμμένο κάτω στη γης, όταν ακόμη δε βγήκε και κάθεται όλο μαζί στο σπόρο του μαζωμένο, τότες είναι που αξίζει να διούμε με τι τρόπο γεννιέται και πώς μεγαλώνει.

Ό,τι από μέσα της βγάζει του αθρώπου η ψυχή, ό,τι μας φανερώνει την αθρώπινη ύπαρξη κι ενέργεια, μοιάζει με το λουλούδι. Η επιστήμη θα προσπαθήσει να μά­θει, από πού πήραν τα φύλλα τ’ ωραίο τους χρώμα, πώς αναπνέουν τα ρόδα και πώς αγαπούν· της ζωής των το μυστικά πολεμά να καταλάβει, και να μας πει. Μέσα σ’ αφτά τα λουλούδια, ίσως το πιο περίεργο είναι το λου­λούδι που φυτρώνει μέσα στην ψυχή και που ξανοίγει στο στόμα κάθε αθρώπου - η γλώσσα. Ας βάλουμε με το νου μας πόσες μυριάδες χρόνια είναι τώρα που ακούστηκε στον κόσμο η πρώτη μας λαλιά. Δεν έφεξε μέρα, δεν πέρασε ώρα μήτε στιγμή από τότες, πού να μη βγάλουμε καινούριους τύπους, καινούριες γλώσσες. Αφτό είναι σ’ όλους γνωστό. Ο λόγος όμως είναι να μάθουμε όχι πού έγινε έτσι το πράμα μα γιατί έγινε και γιατί είναι έτσι. Πώς κι από πού μπορούμε αδιάκοπα κι αιώνια να δημιουργούμε με τέτοιο τρόπο; Πού βρίσκουμε τη δύναμη να φτιάνουμε κάθε μέρα πλάσματα νέα; Γιατί αλλάζουμε μερικούς τύπους, και γιατί άλλοι πάλε χρόνια περνούν και δεν αλλάζουν; Πώς ξαπλώνεται λίγο λίγο, πώς από μέσα από τα χωριά βγαίνει μια γλώσσα και καταντά γλώσσα κοινή; Πώς χάνεται μια γλώσσα και πώς αρχίζει μια άλλη να διαδίδεται και να μι­λιέται: Πώς κάθε κούνημα των οργάνων, πώς κάθε λογισμός του μυαλού μπορεί να φέρει μια καινούρια αλλαγή; Μελέτη κι ιστορία μιας γλώσσας άλλο δεν είναι παρά σπουδή κι ιστο­ρία της αθρώπινης ψυχής.

Οι γλωσσολόγοι δεν έχουν πολλή πέραση στον κόσμο, θα διείτε να τους κατηγορήσουν ή τουλάχιστο να μην τους πολυσυνοριστούν. Τους έχουν πού και πού για κοντομάτηδες και μικρόλογους αθρώπους. Μην πιστέψετε τέτοιο πράμα. Η γλωσσολογία σήμερα, μπορούμε να το πούμε, τέλειωσε με την περίοδο της σκολαστικής, σαν που το ’καμαν κι άλλες επισ­τήμες· μπήκε τώρα στη φιλοσοφική της σειρά. Και κείνη θέλει σ’ όλα να μάθει την αρχή, την πρώτη αιτία. Ήταν ένας και­ρός που ο μόνος της σκοπός στάθηκε να μαζέβει ύλη. Έλεγε, παραδείματος χάρη, που η γαλλική λέξη vie, ζωή, βγήκε από τη λατινική vita. Έπεσε το τ, το α έγινε ε· τέλος έπεσε κι αφτό το ε, γιατί σήμερα κανείς πια δεν το προφέρνει. Όλα αφτά είναι σωστά. Μα θέλουμε άλλα. Γιατί να πέσει, σαν που λεν, το τ κι όχι το β (ν): Γιατί το α να γίνει ε και πώς συνέβηκε τέτοιο πράμα; Το διπλόχρονο λατινικό ι γιατί άξαφνα να καταντήσει απλό ι; Μικρολογία δεν είναι να κάμνουμε τέτοιο ρώτημα. Το κάτω κάτω τι μας μέλει να ξέρουμε πού το vita έφερε τον τύπο vie; Πιότερο μας συφέρνει να διούμε αν το φαινόμενο αφτό μπορεί να μας δώσει μια ιδέα πιο σωστή για την ψυχική κατάσταση που βρίσκουνταν ο άθρωπος, όταν από το vita έβγαλε λίγο λίγο το vie. Έτσι βλέπουμε τον τρόπο που μπορεί και γίνεται ένα πράμα, εκεί που πρώτα δεν ήταν. Η ψυχή μας φανερώνει την ενέργεια που μέσα της έχει, και προσπαθούμε να διούμε πώς φανερώνεται αφτή η ενέργεια.

Μια λέξη μοναχή δε θα μας το μάθει. Η γλωσσολογία μόλις άρχισε σήμερα να σπουδάζει τέτοια ζητήματα. Να λύσει κανείς ένα πρόβλημα, τόσο σπουδαίο πράμα δεν είναι· κάτι κατόρθωσε, μόνο όταν κατάλαβε πού το πρόβλημα υπάρχει. Άμα προκόψει η επιστήμη, άμα τελειοποιηθεί, θα μπορέσει, βέβαια να μας ξεσκεπάσει, καμιά μέρα τον κρυφό μηχανισμό της γλωσσικής ενέργειας του αθρώπου. Η ενέρ­γεια αφτή είναι διπλή, είναι ψυχική και φυσιολογική, γιατί σήμερα μάθαμε και κοιτάζουμε το φυσιολογικό λόγο κάθε αλλαγής. Τότες η επιστήμη θα μας κάμει, να βλέπουμε, σα σ’ έναν καθρέφτη, το μέσα της γλωσσικής μας ζωής, την εσωτερική ενέργεια του αθρώπου, τα όργανά του και το νου του.

Για την ώρα φτάνει να προτοιμάζουμε την πρόοδο της επιστήμης, να της στρώσουμε, να της σιάξουμε το δρόμο. Για τέτοια δουλειά χρειάζουνται μελέτες πολλές. Ένα ένα πρέπει να πάρουμε τα γλωσσικά φαινόμενα και να διούμε το νόημά τους, πρέπει να μελετούμε τα κείμενα. Είναι βέβαιο που μήτε στου Πουλολόγου τους στίχους, μήτε στην ψεφτο­λειτουργία του Σπανού μπορεί ν’ απαντήσουμε του Αριστο­φάνη τη χάρη ή του Πλάτωνα τη σοφία. Αλλά μήτε γυρέ­βει κανείς τέτοια πράματα. Όσο πιο κακογραμμένα είναι, όσο λιγότερη τέχνη μάς φανερώνουν τα ιστορικά μνημεία, τόσο θέλουν πιότερη προσοχή από μέρος μας και πιότερο σέ­βας. Σε κάθε γλώσσα τα κείμενα είναι τα πρώτα θεμέλια της επιστήμης. Εκεί βλέπουμε πώς μορφώνουνται, πώς χάνουνται και πώς γίνουνται γλώσσες. Καταλαβαίνουμε τον τρόπο που ζούσαν, που συλλογιούνταν και που μιλούσαν οι πεθαμένοι. Μελετούμε τους γενικούς νόμους της ιστορίας. Τέτοια σημασία πρέπει να ’χουν και για μας τα μεσαιωνικά στιχουργήματα. Ο Ντάντες είναι μεγάλος ποιητής. Τα Serments de Strasbourg ποίηση καμιά δεν έχουν. Ωστόσο για το γλωσσολόγο ή τον ιστοριογράφο αξίζουν την Divina Comedia και μάλιστα ίσως την ξεπερνούν.

Πολλοί δικοί μας κατάλαβαν πόσο σπουδαία είναι τα κείμενα για τέτοια μελέτη. Είναι τιμή για την Ελλάδα που βγήκαν τόσοι σοφοί να βρουν και να τυπώσουν τα μεσαιωνικά μας μνημεία. Ταιριάζει ν’ αναφέρουμε τ’ όνομα του μεγάλου μου και περίφημου φίλου και δασκάλου Κ. Σάθα. Ο κ. Σ. Λάμπρος, με πολλή ακρίβεια και κριτική μέθοδο, μας έδωσε κάμποσα βυζαντινά ποιήματα σε μια συλλογή [Collection de romans grecs en langue vulgaire et en vers. Paris, 1880, par S. Lambros] που είναι δόξα και για τον εγδότη τον ίδιο και για τη γραικική επιστήμη. Έπρεπε να σας πω κι άλλα μερικά ονόματα· μα ίσως μας έρθουν περισσότερα στο νου, αν κοιτάξουμε στην Έβρώπη[20]. Ο Σύλλογος κατάλαβε πολύ καλά πόσο πολύτιμη μπορεί να είναι τέτοια εργασία. Με χαρά μας είδαμε τον κατάλογο που δημοσιέβει ο κ. Παπαδόπουλος Κεραμέας με τόσο κόπο και τόση τέχνη. Και πριν ήταν τ’ όνομά του γνωστό στην Εβρώπη και τώρα θα γίνει, ακόμη πιο γνωστό. Πολύ σας τιμούν τέτοιες μελέτες. Για να τυπώσει κανείς τα χερόγραφα, πρέπει πρώτα να ξέρει σε τι βιβλιοθήκη βρίσκουνται και τι γράφουν. Αφτό ίσια ίσια θέλει να μας μάθει ο κ. Παπαδόπουλος. Ένας μεθοδικός κατάλογος είναι σήμερα η πιο δύσκολη εργασία που μπορεί να γίνει κι η πιο χρήσιμη.

Όλοι σας εσείς που πιάσετε τέτοια δουλειά, πήρετε το δρόμο που σας έδειξε ένας περίφημος Γραικός, ο μεγάλος ο Κοραής[21]. Ξέρετε που σήμερα οι ιδέες του Κοραή δεν μπο­ρούν πολύ να μας χρησιμέψουν. Όσα είπε για τη γλώσσα μήτε σωστά μας φαίνουνται, μήτε έχουν καμιά σοβαρή ιστορική βάση. Ο Κοραής αγαπούσε να βάζει, το ένα με τ’ άλλο συστήματα αντίθετα· αφτή ήταν η χαρά του και πολύ του άρεζε να μην έχει σύστημα. Ποιητής δεν ήταν, και για τούτο, όσο έζησε, δεν άφησε την εθνική μας, τη δημοτική μας φιλολογία να μεγαλώσει· ίσως το νόμισε χρέος του να την πνίξει στα σπάργανά της. Είχε πάντα προαί­ρεση καλή. Από τότες χάλασε η αρχαία μας η γλώσσα κι η νέα μας η δημοτική. Ο Κοραής δε θέλησε ποτές - ή δεν μπόρεσε! - να ξεχωρίσει τη μια από την άλλη και να διει που η καθεμιά έχει την ιστορία και τη γραμματική της. Τόσο μακριά δεν του έμελε να πάει ο νους του. Ήταν πα­τριώτης μεγαλόκαρδος, γενναίος, κι ίσως κανένας από μας δεν έχει τόσο αθώα, τόσο ωραία ψυχή· αγωνίζουνταν πάντα για το καλό με πόθο κι άπειρο κόπο, και βέβαια πιότερο με πόθο παρά με σκέψη. Και για τον καιρό που ζούσε, - ήταν ο καιρός του Humbolt, του I. Grimm και του Bopp! - καλός γλωσσολόγος δεν ήταν[22]. Αν όμως και δεν ήξερε μέθοδο κι επιστήμη, αν κι οι ετυμολογίες του μας κάμνουν πού και πού να χαμογελούμε, ο νους του συχνά, έβλεπε την αλήθεια, και χωρίς ίσως ο ίδιος να το διει καλά καλά, έβρισκε το σωστό. Κατάλαβε λαμπρά τι αξίζουν τα εθνικά μας αφτά τ’ αρχεία, κι όταν κατόπι γίνει λόγος για τον Κοραή, όταν ξεχαστεί, σαν που ταιριάζει, η γλωσσολογία του και διούμε που οι ιδέες του δεν είχαν και δεν έχουν αξία αληθινή - ο μεγαλύτερός του έπαινος θα είναι που διάβασε και σπούδαξε δυο τρία μεσαιωνικά ποιήματα, τον Πρόδρομο και το Γεωργιλλά.

Η ιδέα του Κοραή ήταν πολύ φρόνιμη. Είδε τι θέλει η Εβρώπη από μας. Δεν προσμένει να της δώσουμε μήτε Όμηρο μήτε Πλάτωνα. Τους Λατίνους και τους αρχαίους Έλληνες τους σπούδαξαν πολλοί σοφοί άντρες της Δύσης με περισσότερη τύχη ή με περισσότερη γνώση παρά που μπορούμε να ’χουμε ποτές. Ο σκοπός είναι η επιστήμη να προδέψει. Ό,τι έγινε μια φορά δεν είναι ανάγκη να ξαναγίνει. Δεν πειράζει να μην έχει ένας τόπος μια καλή έγδοση του Βεργίλιου, αν την έχει ένας άλλος. Τίποτις καινούριο δεν μπορεί πια σήμερα να βγει, από τη μελέτη ή του Σοφο­κλή ή του Θουκυδίδη. Όσα είπαν οι άλλοι, πρέπει να πιάσει να συνάξει κανείς και να ξαναπεί. Η κλασσική φιλο­λογία είναι σήμερα γνωστή. Ένας νέος εγδότης μόλις θα μπορέσει ή να διαβάσει, μια λέξη καλύτερα παρά που τη διάβασαν ίσια με τώρα, ή να ξεδιαλίσει με πιότερη ακρί­βεια το νόημα ενός στίχου που είχε ξεφύγει στους άλλους. Αφτή τη δουλειά κάμνουν ίσια ίσια στην Εβρώπη με μάθηση πολλή και τέχνη μεγάλη. Βρίσκουνται κάπου κάπου και μερικοί πιο προκομμένοι, πιο ξυπνοί, που φωτίζουν τη σπουδή της αρχαιότητας με καινούριες ιδέες. Μα δεν είναι καλό να χάνεται ο κόπος που έγινε μια φορά. Δεν έχουμε παρά να μιμηθούμε τους σοφούς που κόπιασαν ίσια με τώρα για την αρχαιότητα. Όταν πρέπει να κάμουμε καμιά έγδο­ση για τα σκολειά, μας είναι έφκολο το πράμα. Ας πάρουμε κι ας μεταφράσουμε τόσα καλά βιβλία που γράφηκαν ή στη Γερμανία ή στη Γαλλία ή στην Αγγλία. Δε λέω που ο μεταφραστής ή ο εγδότης δεν μπορεί να βάλει πού και πού τίποτις δικό του, να διορθώσει, ένα κόμμα ή να δώσει ερμηνεία πιο σωστή για μια λέξη, κι έτσι να μας βγάλει στη μέση, για το κοινό, καμιά καινούρια νοστιμάδα. Όσο θερισμένος κι αν είναι ένας κάμπος πάντα κατορθώνει κα­νείς να μαζέψει, δυο τρία στάχυα που έπεσαν καταγής. Απομεινάρια βρίσκουνται παντού. Μα δεν έχουμε ελπίδα ή να σπείρουμε πολλά ή να πλουτίσουμε, γιατί μεγάλοι θερισ­τάδες πέρασαν και περνούν ακόμη κάθε μέρα μέσα στον κάμπο[23].

Η πρώτη μας δουλειά είναι το λοιπό να δημοσιέβουμε μνημεία μεσαιωνικά. Γι’ αφτά τα μνημεία είναι που τόντις αξίζει να γίνει μια ξεχωριστή Βιβλιοθήκη και να μας τα σκολιάσουν οι λόγιοι με την ίδια κριτική μέθοδο που μελε­τούν και σημειώνουν τους αρχαίους. Τέτοια εργασία δεν έγινε και πρέπει να γίνει. Μάλιστα για τις γλωσσολογικές μελέτες, ή, να το πούμε καλύτερα, για τη γλωσσολογική φιλοσοφία, τα μεσαιωνικά κείμενα, σε κάθε γλώσσα - ας είναι γαλλικά, γερμανικά, γραικικά, - έχουν πολύ πιότερη, αξία για την επιστήμη παρά τα κείμενα τ’ αρχαία. Μοναχό του φαίνεται το πράμα. Μόνο στις μεταγενέστερες γλώσσες μπορεί να μας δείξει ένας τύπος καινούριος την ιστορική σειρά που έπρεπε να βαστάξει για ν’ αφήσει την παλιά του μορφή και να πάρει άλλη. Εδώ είναι που βλέπουμε την αρχή και το τέλος, και για να σπουδάξει κανείς ένα φαινόμενο ιστορικό, θέλει ίσια ίσια να ξέρει πού και πώς αρχίζει, ύστερα πώς και πού τελειώνει. Οι αρχαίες οι γλώσσες είναι αδύνατο να μας δείξουν ένα τέτοιο πράμα. Μάθαμε που η γενική μουσών έχει πρωτότυπο μουσάων και το μουσάων πρωτότυπο μουσασων. Όμως εκεί πρέπει να σταθούμε. Παρέκει δε φτάνουμε. Βάλτε μάλιστα που ο τύ­πος μουσασων πουθενά δεν υπάρχει [Για να το πούμε πιο σωστά, σώθηκε στο λατινικό murarum] κι αναγκάζεται η επι­στήμη να συμπεραίνει πού ύπαρξε. Σ’ άλλα πολλά μήτε τόσο μακριά δεν μπορεί να προχωρήσει. Την πρώτη αρχή της προσωπικής κατάληξης της -μι συζυγίας, δίδωμι, τίθημι, ίστημι είναι πολύ πιθανό που θα πεθάνουμε δίχως να τη διούμε. Η ονομαστική βασιλεύς (με το θέμα -ευ-=-ηυ-) θα μείνει μυστήριο για τους γλωσσολόγους. Δεν ξέρουμε ποιο είναι το πρωτότυπο. Αν όμως θέλουμε να διούμε πώς η ονομαστική βασιλεύς κατάντησε στον τύπο βασιλιάς ή βασιλές, μας είναι πολύ έφκολο· ίσια ίσια γιατί έχουμε το πρωτότυπο.

Έχουμε και κάτι παραπάνω. Ξέρουμε από πόσα διάφορα στάδια πέρασε μια λέξη για ν’ αλλάξει μορφή. Σήμερα δεν πιστέβει κανείς που το λατινικό vita έγινε με μιας vie, μήτε που το μουσάων έγινε μουσών από το πρωί στο βράδυ. Μόνο στα βιβλία βλέπουμε τέτοια θαματουργήματα· οι γραμματικές δεν το ’χουν τίποτις να βάλουν κοντά κοντά το μουσάων και το μουσών· τραβούνε μια γραμμή μεταξύ στους δυο τύπους, έπειτα νομίζει ο καθένας που τα πράματα συνέβηκαν ξαφνικά, σαν που τα είδε γραμμένα, και σ’ αφτή την ιδέα κοιμάται ήσυχος. Για να βγει όμως τόντις ένας τύπος μουσών ή vie, χρειάστηκε ενέργεια αδιάκοπη, χρειάστηκε, για να το πούμε πιο σωστά, μάσημα καθη­μερνό. Έπρεπε το t του vita ν’ ακουστεί πρώτα σαν dh, ίσως σα δικό μας δ, έπειτα σα h ή δασεία, κι έτσι λίγο λίγο ν’ αφανιστεί. Το a, για να καταντήσει να λέγεται e, θέλει διάφορους μεσιανούς τύπους. Το άω πρέπει να πάρει, λίγο λίγο, τουλάχιστο δυο τρεις προφορές, για να το πουν ώ. Όποιος μιλεί για συναίρεση δε μας έμαθε τίποτις· μας λέει πού έγινε το πράμα, δε μας λέει πώς γίνεται. Ο λόγος είναι να μας δείξει πόσες φορές ήταν ανάγκη, η γλώσσα να κουνήσει, και ν’ αλλάξει η αναπνοή τον ίσιο της δρόμο, για να χαθεί το α, για να περάσει ο τόνος στο ω και με τέτοιο τρόπο να πάρει περισπωμένη τ’ άτονο το ω, μ’ άλλα λόγια να χωνέψει την οξεία του α, γιατί η οξεία ακούγουνταν ακόμη και με την περισπωμένη που είχε το ω[24]. Ό,τι λέμε για την αρχαία, μπορούμε να το πούμε πολύ καλύτερα για τις μεταγενέστερες γλώσσες. Παντού ζητούμε τη σειρά αλάκαιρη. Πρώτα, όταν απαντούσαν έναν τύπο ψη αντίς ψυχή, έλεγαν αμέσως πού χάθηκε το χ, κι έτσι έγινε η ψυχή, ψη. Δε μιλώ για όσους νομίζουν και μας διδάσκουν που η ψυχή έγινε ψη, «κατά παραφθοράν», γιατί μ’ αφτό το λόγο δεν ξηγούν τίποτις κι έπρεπε τουλάχιστο να μας πουν πώς και με τι τρόπο έγινε αφτή η παραφθορά. Τόσο έφκολα τα πράματα δεν είναι. Για να χαθεί το χ, έπρεπε πρώτα να προφέρουν το χ σα δασεία, έπειτα κι η δασεία ξεψύχησε· τότες βρέθηκαν τα δυο ι κοντά το ένα στ’ άλλο, και τα ’λεγαν και τα δυο μαζί· το πρώτο λιγόστεβε με τον καιρό, ώσπου να μην ακουστεί, κι έμεινε το δέφτερο μοναχό του. Χρειάστηκαν κάμποσα χρόνια για να φανεί τέτοιος τύπος, και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πού τα διάφορα στάδια, οι διάφοροι αφτοί χρωματισμοί ψυ’ή, ψυή, ψχη, ψυη, ψη [Essais de gram. hist. t. II, Εισαγωγή, σελ. LVI κι ακόλουθες] σώζουνται ακόμη και σήμερα, ξεχωριστά ο κάθε χρωματισμός σε διάφορα χωριά.

Natura saltus non facit, λέει ένα ρητό. Lingua saltus non facit, μπορούμε να πούμε και μεις. Για να περάσουν από τον ένα στον άλλο βαθμό κι έτσι να προχωρήσουν, τα φυσικά φαινόμενα δεν κάμνουν πήδημα. Η γλωσσολογία μας δείχτει που ο γενικός αφτός ο νόμος είναι αλήθεια και για τη μέσα ενέργεια του αθρώπου. Μπορούμε να συγ­κρίνουμε κάθε μεταβολή που γίνεται στη γλώσσα με μια γραμμή· στη μιαν άκρη βλέπουμε το πρωτότυπο, ας πούμε την ονομαστική βασιλεύς· στην άλλη άκρη βρίσκουμε το σημερνό μας βασιλιάς. Πρέπει τώρα να κατορθώσουμε να βάλουμε κοντά τον ένα στον άλλο όλους τους βαθμούς της γραμμής, όσο μικροί, όσο άφαντοι κι αν είναι. Τέτοια δουλειά δεν μπορεί να γίνει, για το μουσάων και μουσών· μας λείπουν τα κείμενα για να μας δείξουν τη σειρά. Αλλάζει το ζήτημα, άμα θέλουμε να διούμε με τι τρόπο απόθεσαν κι είπαν την ονομαστική βασιλιάς αντίς βασιλεύς. Εδώ έχουμε τη γραμμή αλάκαιρη. Δε θέλω ν’ αραδιάσω όλους τους βαθμούς, γιατί θα μας χρειάζουνταν κάμποσος καιρός και δεν κάμνουμε μάθημα. Φτάνει να σας θυμίσω έναν απ’ αφτούς τους βαθμούς. Για να γίνει, βασιλιά η αι­τιατική βασιλέα, έπρεπε πρώτα να φανεί ένας τύπος βασι­λεά, που κι αφτός λίγο λίγο βγαίνει από τον τύπο βασιλέα. Η αιτιατική βασιλεά βρίσκεται στα κείμενα (διες το Σπανέα Α’, στ 12), πριν ακόμη βγει κανένας τύπος βασιλιά.

Τον βασιλεάν αγάπα τον και τίμα και φοβού τον.

Έναν τύπο μουσαών, ας είναι και μουσαῶν, πουθενά δε βλέπουμε στην αρχαία. Ξεναντίας, γιατί ξέρουμε τον τύπο βασιλεά, συμπεραίνουμε που ύπαρξε και για το μουσάων κάποιος τέτοιος μεσιανός τύπος στην αρχαία.

Ακούω τι θα με πείτε. Για να πιάσει ένας λαός να μελετήσει τη γλώσσα του, δεν είναι ανάγκη αφτή η γλώσσα να ’χει, γενική επιστημονική αξία. Του φτάνει που είναι γλώσσα του. Μάλιστα όταν αφτή η γλώσσα είναι η γραικική, ο καθένας, κι ας μην είναι Γραικός, θα θελήσει, να τη μάθει. Ποιος δε θ’ ανοίξει τα μάτια του για να διει τι απόγινε μια γλώσσα που τη μιλούσαν ο Περικλής κι ο Σω­κράτης στη μικρούτσικη τη χώρα που γέμισε τον κόσμο; Τόντις αξίζει τον κόπο να πέσει κανείς κατακέφαλα σε τέ­τοια σπουδή. Τόσο το καλύτερο αν μπορεί να βγει από κει μέσα κανένα όφελος για τα ιστορικά, εθνολογικά, ή φιλοσοφικά ζητήματα, που σήμερα κυριέβουν ολωνών την προσοχή στην Εβρώπη. Η επιστήμη δεν έχει καμιά έννοια να μάθει αν κατορθώσουμε ποτές ή όχι να φέρουμε πίσω τους αρχαίους τους τύπους· μ’ αφτό δε θα προκόψει. Άμα θελήσει να τους μελετήσει, πάει ίσια στους αρχαίους και τους βρίσκει. Ο σκοπός της είναι να καταλάβει ποιοι τύποι καινούριοι βγήκαν από τους αρχαίους μέσα.

Είναι αλήθεια - και μπορεί να με κάμετε την παρα­τήρηση - που η γλώσσα μας σήμερα βρίσκεται σε μια περίοδο ξεχωριστή. Δεν έχει για το γλωσσολόγο την αξία της γαλλικής. Τόσο προχωρημένη δεν είναι η γραικική· δεν είναι, για να μιλήσουμε σαν που μιλούν κάποτες, τόσο χαλασμένη. Βέβαια θα προτιμούσαν οι γλωσσολόγοι να τη διουν και κείνηνα στον ίδιο βαθμό που βλέπουν τις νεολατι­νικές γλώσσες. Όσο πιότερο διαφέρει ένας τύπος καινούριος από έναν αρχαίο, τόσο μεγαλύτερη σπουδαιότητα έχει η με­λέτη του για την επιστήμη. Είναι πολύ πιο περίεργο να δείξει κανείς πως από ένα diurnum, αντίς dies, βγήκε το γαλλικό jour, παρά να διει πως έγινε μέρα ο τύπος ημέρα, μόλον ότι κι αφτό έχει τη δυσκολία του.

Η γλώσσα μας δεν άλλαξε αρκετά. Κοιτάξτε την κλίση· έχουμε ακόμη ονομαστική, γενική, αιτιατική, μάλιστα και κλητική! Η ονομαστική, η γενική, στη δέφτερη κλίση, κι η αιτιατική, σώζουν την κατάληξη τους. Η κοινή λέει πάντα ο κόπος, του κόπου, τον κόπο, σαν την αρχαία, πάντα κλίνει η γλώσσα, της γλώσσα-ς[25]. Αν πάρετε κι άλλες πολλές λέξες, θα διείτε μόλις διαφορά. Ας συγκρίνουμε το σημερνό μας κόπος με τ’ αρχαίο. Μπορεί να πει κανείς που λίγο άλλαξε. Ξέρω που η οξεία χάθηκε και που μια τέτοια διαφορά κάτι σημαίνει· μα είναι γενική διαφορά κι έγινε σ’ όλη μας τη γλώσσα· κανείς πια δε μιλεί μ’ οξείες· μ’ άλλα λόγια κανείς δεν υψώνει τη φωνή βάζοντας τον τόνο[26]. Το ο και κείνο, μάλιστα στο τέλος της λέξης, θα το προφέρει ο καθένας σήμερα μ’ ανοιχτό στόμα (ο ouvert), μόλον ότι το ’λεγε η αρχαία κλειστά[27], πάει να πει με το στόμα πάντα στρογγυλωμένο, μα λιγότερο ανοιχτό. Θα συφωνήσετε όμως μαζί μου που τέτοιες διαφορές μόλις φαίνουνται, και που πρέπει κανείς, για να τις διει, να προσέξει στην προφορά, γιατί στο χαρτί δεν τις βλέπει, και πολύ πιο έφκολα θα διει τι διαφορά υπάρχει με­ταξύ του cantare και του chanter. Αμέσως την παίρνει το μάτι. Όσο πιότερο σπουδάζει κανείς σήμερα την κοινή γλώσσα του λαού, τόσο πιο σωστό του έρχεται να τη συγκρίνει με τη δημοτική της λατινικής (latin vulgaire) που μιλιούνταν απάνω κάτω στο δέφτερο ή στον τέταρτο αιώνα του Χριστού, στον καιρό που δεν ήταν ακόμη και πρι γίνουν οι νεολατινικές γλώσσες ό,τι έγιναν τώρα. Μ’ άλλα λόγια, για να προφτάξει η γλώσσα μας τη γαλ­λική, για να χαλάσει καλά και να μας δείξει με την αρχαία, την ίδια διαφορά που έχουν τα γαλλικά σήμερα με τα λατινικά, μας χρειάζουνται χίλια, χίλια πεντακόσια χρόνια, αν ξακολουθήσει και πάρει η γλώσσα μας τον ήσυχο δρόμο που πήρε ίσια με τώρα.

Βλέπετε που οι σημερνοί μας γλωσσολόγοι δε θα διουν τέτοια πρόοδο. Δε θα πει όμως που πρέπει να καταφρονή­σουν τη γλώσσα του λαού, γιατί δεν είναι αρκετά προχωρημένη. Αν είχαμε σήμερα κανένα κείμενο που να μας σώζει τη δημοτική της λατινικής, τι δε θα δίναμε για τέτοιο θησαβρό! Ίσια ίσια γιατί βρίσκεται πιο κοντά στην αρχαία, μας φύλαξε καλύτερα η γραικική την ιστορική σειρά κάθε αλλαγής, και μπορούμε να διούμε, για να πει τινάς, πόσα σκαλιά έπρεπε να κατεβεί ένας τύπος αρχαίος για να φτάξει ίσια με τα χρόνια μας. Τους βαθμούς αφτούς δεν τους έχουμε πάντα μήτε στις νεολατινικές γλώσσες. Είδαμε για ποιο λόγο· γιατί λείπουν τα μνημεία της λατινικής δημοτικής. Η μεσιανή περίοδο που βρίσκεται τώρα η γραικική, είναι που της δίνει τόση αξία. Τ’ αποτελέσματα, θέλω να πω τα τελειωμένα, τα κατορθωμένα πράματα, δεν έχουν αξία για τους φιλοσόφους· του φιλό­σοφου ο σκοπός είναι να διει πώς αρχίζουν, πώς προκόφτουν, πώς ξετυλιούνται λίγο λίγο τα ιστορικά φαινόμενα. Στοχαστείτε τώρα τι δε θα δώσουν - αν και σε χίλια χρόνια διαβάζουν ακόμη οι αθρώποι (μόλις φαίνεται πιθανό, γιατί θα σωθεί ως τότε το χαρτί και προτού μάλιστα να σωθεί, θα βαρεθούν καμιά μέρα τα βιβλία) - τι δε θα δώσουν, όταν η γλώσσα μας προχωρήσει σαν τις νεολατινικές, για κανένα κείμενο που θα μπορέσει να δείξει τη σημερνή κατά­σταση της κοινής, τη φωνολογία της, το τυπικό της! Τι δε θα δώσουν, ας πούμε, για τα δημοτικά τραγούδια!

Μα και τόσο καιρό δεν είναι ανάγκη να προσμένουν τα παιδιά σας, για να διουν τη γλώσσα τους ν’ αλλάξει. Πολλοί παρατήρησαν, - και κατάντησε σήμερα να είναι γενική αλήθεια - που όσο δε γράφηκε μια ζωντανή γλώσσα, τόσο πιο έφκολα προχωρεί, δηλαδής αλλάζει και χαλνά. Ο λόγος είναι απλός κι αμέσως φαίνεται. Κάθε γλώσσα μεταμορφώνεται, μόνο που μιλιέται. Για να σταθεί, πρέπει κανείς να τη σταματήσει όχι για πάντα, μα τουλάχιστο για μερικά χρόνια. Τους τύπους που κάθε μέρα περνούν από το στόμα και τρέχουν, πρέπει να βρεθεί ένας να τους κα­θίσει στα χαρτί κι έτσι, με κάποιο τρόπο, να τους κόψει το δρόμο. Όταν το κατορθώσει, τότες στέκουνται για μια ώρα. Τέτοιο πράμα, μόνο τα βιβλία το καταφέρνουν. Ένας ποιητής ή ένας πεζογράφος παίρνει τους ζωντανούς, τους δημοτικούς τύπους της γλώσσας που μιλιέται στον καιρό του· τους δίνει με τα έργα του βάση και χώμα, κι έτσι τους ριζώνει μέσα στη μνήμη των αθρώπων. Καταντούν τύποι κλασσικοί.

Ας φέρουμε παράδειμα τη γαλλική φιλολογία. Όταν άρχισε να γράφεται η γαλλική γλώσσα, παραδέχτηκαν οι πεζογράφοι κι οι ποιητάδες, για να γράψουν τα βιβλία τους, τη σύνταξη, τη φωνολογία, το τυπικό του λαού. Σε κείνο τον καιρό, α λαός έκλινε, ας πούμε, j’aime, tu aimes, il aime. Μα κοιτάξτε τι έγινε. Όποιος πιάσει σήμερα να γράψει, θα πει φυσικά και δίχως να το συλλογιστεί μια στιγμή tu aimes· έτσι - είναι τώρα τρεις αιώνες και παρα­πάνω - κατάντησε συνήθεια να γράφουμε και να λέμε. Ίσως όμως νομίζετε που ο τύπος από τότες δεν άλλαξε; Άλλαξε. Ο λαός έκαμε καινούριο τύπο κι αντίς tu aimes, έβγαλε δέφτερο πρόσωπο taimes, γιατί το u, που βρίσκεται ανάμεσα στην προσωπική αντωνυμία και στο ρήμα, δεν έχει πια το λόγο του, αφού το πρώτο και τρίτο πρόσωπο δεν έχουν κανένα φωνήεντο σ’ αφτή τη θέση, και φαίνουνται σα να είναι με το ρήμα μια και μόνη λέξη. Αφτό το u χαλνούσε το νόημα του aimer, και λέγοντας tu aimes, νόμισε ο λαός πως έλεγε κανένα άγνωστο ρήμα uaimer. Πολύ φρόνιμα λοιπόν ωμάλωσε κι έσιαξε τα τρία πρόσωπα και τα ’καμε να μοιάζουν το ένα με τ’ άλλο. Όσο σωστός όμως κι αν είναι ο τύπος temais, του είναι αδύνατο να προκόψει. Γιατί; Γιατί η γραμμένη και γραφούμενη γλώσσα μας συνήθισε να κλίνουμε tu aimes, έτσι έσωσε τον τύπο tu aimes. Ο λαός δεν κατόρθωσε να μας μάθει το δικό του τον τύπο, μήτε μάλιστα κατόρθωσε ο ίδιος να τον παραδεχτεί όλους διόλου. Πιο συχνά θ’ ακούσετε στο Παρίσι να λέει ο λαός tu aimes παρά taimes. Το δέφτερο πρόσωπο tu aimes, ο αρχαίος αφτός ο τύπος, ακόμη ζει, και ζει γιατί γράφηκε στην ώρα του.

Στην Ελλάδα, καθώς ξέρετε, ακουλούθησαν τα πράματα έναν άλλο δρόμο. Σήμερα που όλος ο κόσμος λέει ο πατέρας και που χάθηκε η περιττοσύλλαβη ονομαστική, όσοι γράφουνε γράφουν πατήρ. Αντίς να πάρουν τον τύπο το ζων­τανό παίρνουν έναν τύπο αρχαίο. Είναι σα να είχαν κλίνει και γράψει στη Γαλλία amas, στον καιρό που έλεγαν όλοι tu aimes. Η γλώσσα που γράφεται χωρίστηκε από τη γλώσσα που μιλιέται. Είναι σα να ήταν αναμεταξύ τους κανένας γκρεμνός· η μια στέκεται από τη μια μεριά, η άλλη από την άλλη. Μ’ αφτό τον τρόπο, η κοινή γλώσσα, η δημοτική, έμεινε ανεξάρτητη. Δεν έχει βιβλίο, σκολειό, παράδοση, που να τη βαστάξει, και μπορεί να τραβήξει ίσια το δρόμο της, χωρίς κανένας να της πει στάσου. Αφτό το χρωστούμε στην καθαρέβουσα, κι είναι μια τύχη για τους γλωσσολόγους που δε γράφηκε η γλώσσα του λαού· έτσι θα προκόψει και θα χαλάσει, που λένε, πολύ πιο έφκολα. Δε θα περάσει πολύς καιρός και θα διούμε κάμποσα περίεργα φαινόμενα. Η γλώσσα μας θα καταντήσει πολύ πιο αξιοσπούδαστη παρά που μας φαίνεται σήμερα. Είναι πιθανό να βγουν τύποι άθρους ή άρρους ή άρους αντίς άθρωπος· θα ξεχάσουν το ς και μάλιστα μπορεί να πουν ο άρου για όλο τον ενικό αριθμό. Τα ουδέτερα και τ’ αρσενικά θα ’χουν την ίδια κλίση. Τα ουσιαστικά θα χάσουν την κατάληξή τους και το τελικό ς μόλις θα μείνει στην ονομαστική. Ξέρετε που οι γλώσσες, όσο προχωρούν, τόσο γίνουνται και πιο απλές. Στην αρχή μας δείχτουν άπειρο πλούτο· έπειτα το κλιτικό και συζυγικό τους σύστημα συμμαζώνεται, ή, αν το θέλετε κι έτσι, ομαλώνεται και μας παρουσιάζει πιότερη ενότητα κι αρμονία. Η αρχαία και κείνη με τον καιρό πολύ έσιαξε το τυπικό της και τη φωνολογία της. Η δική μας θα πάθει το ίδιο, τώρα μάλιστα που κανείς δε θέλει να τη γράψει. Ίσως στερηθούν και τα ρήματα την προσωπική τους κατάληξη, σαν τα γαλλικά ρήματα στον ενεστώτα της οριστικής κτλ.[28] Μα δεν είναι ανάγκη να κοιτάξουμε μόνο τι θα συνέβη κατόπι. Κάμποσα τέτοια συνέβηκαν ίσια με σήμερα, μόνο και μόνο για το λόγο που δε γράφηκε η γλώσσα μας απαρχής, σαν που μιλιούνταν. Ήταν ένας καιρός που έκλιναν το πράμα, του πραμάτου, το γόνυ, του γονάτου. Δε βρέθηκε κανένας συγραφέας για να σώσει αφτούς τους τύπους. Γρήγορα λοιπόν ήρθε η ώρα που έκλιναν το πράμα, του πραμάτου, μα το γόνα (μεσαιωνικός τύπος, που διαβάζεται στο Σοφιανό και στον Ημπέριο Γ’, 600), του γονάτου. Κι αφτό το γόνα, δε βγήκε κανένας να το καθιερώσει κι έτσι να το συνηθίσουμε. Προχώρησε τότες η γλώσσα και φάνηκε μια ονομαστική γόνατο, γιατί η γλώσσα μας έχει τάση να ισοσυλλαβίζει τα περιττοσύλλαβα, κι αν προσέξει κανείς σ’ αφτό το νόμο, έφκολα θα καταλάβει που γρήγορα θ’ αρχίσει ο λαός να λέει το πράματο, σαν που λέει το κέρατο, τ’ αλόγατο, το γόνατο. Πρέπει μά­λιστα να προσμένουμε τέτοιο τύπο· η ονομαστική πράματο ίσως ακούγεται και σήμερα πουθενά στην Ελλάδα· τουλάχιστο θ’ ακουστεί, αφού δεν παραδεχτήκαμε στα πεζά την κλίση πράμα, πραμάτου, γόνατο, γονάτου.

Είναι μερικοί - όχι βέβαια πολλοί, γιατί τέτοιες ιδέες δεν μπορεί να τις έχει ο καθένας - που νομίζουν το εναντίο, και θαρρούν πως με τα γράμματα, με τα βιβλία, με τη γραμματική, με τα σκολειά, θα σιάξουν τη γλώσσα και θα ξαναφέρουν πίσω την αρχαία. Αν έχουν τέτοια γνώμη, εμείς πάλε γιατί να τους τη σηκώσουμε; Τι μας πειράζει; Η ιστορία δεν αλλάζει για το χατίρι κανενός· όσο κι αν πει κανείς που θα γίνει ένα πράμα, αν οι ιστορικοί νόμοι δεν το συχωρνούν, ποτές δε θα γίνει σαν που το θέλει η ιδέα μας. Πρέπει κανείς να το συλλογιστεί καλά, για να βγάλει προφητεία, και με φαίνεται που βγαίνει προφήτης, λέγοντας που η αρχαία θα γυρίσει πίσω. Δεν έχουμε κανένα ιστορικό διδόμενο, που να βασιστεί τέτοιο συμπέρασμα. Σας παρα­καλώ όμως να μη με κάμετε και μένα προφήτη. Σας λέω πράματα που τα ξέρει όλος ο κόσμος· οι αξιότιμοι γλωσ­σολόγοι που βρίσκουνται στο Συνέδριο, βέβαια δε θ’ αναιρέσουν τα λόγια μας. Να πει κανείς που η γλώσσα θ’ αλλάξει, γιατί δε γράφεται, λέει μιαν αλήθεια γνωστή· το παρατήρησαν κι αλλού. Είναι νόμος γενικός· προφητεία δεν είναι. Άμα πούμε όμως που γρήγορα ή «βαθμηδόν» θ’ αναστήσουμε την αρχαία, κάμνουμε προφητείες, γιατί ως τώρα καμιά γλώσσα δε φάνηκε Λάζαρος.

Ανάγκη μεγάλη δεν είναι, πολλά λόγια και πολλές σοφίες δε χρειάζουνται για ν’ αποδείξει κανείς πού το πράμα είναι αδύνατο. Ένα μόνο φτάνει να πούμε. Ας φανταστούμε που ο κόπος μας δεν πήγε του κάκου, που τόντις κοντέβει η μέρα που όλοι μας μαζί θα μιλούμε την αρχαία, θα λέμε τους αρχαίους τύπους, θα κλίνουμε ο πατήρ τοις πατράσι, θα ’χουμε απαρέφατο· θα ξέρουμε μόνο κάθημαι κι όχι κάθουμαι, ετοίμη κι όχι έτοιμη, ήκουσα κι όχι άκουσα. Ας υποθέσουμε μάλιστα που αφτή η μεγάλη μέρα έφεξε πια σήμερα. Να μας όλους που ελληνίζουμε και πάμε. Πόσο καιρό νομίζετε να βαστάξει τέτοια χρυσή εποχή; Η αρχαία, με τους αθρώπους που είχε να τη γράφουν, άλλαξε. Θέλετε η δική μας η αρχαία να μην αλλάξει και κείνη; Είστε βέβαιοι που όλος αφτός ο κόπος δε θα καταστραφεί καμιά μέρα; Την αλλαγή την έφερε γενικός γλωσσο­λογικός νόμος κι ιστορικά περιστατικά. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το δρόμο που μπορεί να πάρει η ιστορία. Δεν μπορούμε απαρχής να φτιάξουμε την ιστορία με το θέ­λημά μας. Δεν μπορούμε να κάμουμε να μη μιλούν τις γλώσσες αθρώποι - κι όσο τις μιλήσουν αθρώποι, πάντοτες θα πάθουν οι γλώσσες τα ίδια παθήματα. Πιστέβω κανείς στη ζωή του να μη νόμισε πως είναι δυνατό, ένα έθνος αλάκαιρο να ξέρει τη γραμματική σαν που την ξέρει ο δάσκαλος στο σκολειό, - κι όχι μόνο να την ξέρει, μα ποτές του να μην την ξεχάσει, μήτε όταν κλάψει μήτε όταν τύχει και χαρεί, να βασανίζεται, να τυραννιέται μέρα νύχτα μήπως του ξεφύγει κι αλλάξει τους μαθημένους τύ­πους, μήπως η παλιά συνήθεια τον ξανακάμει σκλάβο. Θα προσέξει να μην πει, ποτές, ποτές του και με κανέναν τρόπο τη μάνα του μάνα, το παιδί του παιδί, και την κόρη του κόρη· να λέει πάντοτες μήτερ, να μη φωνάξει ποτές του παιδιού του· «Παιδάκι μου, σώπα· έλα! μην κλαις», παρά να σου λέει· «Σίγησον, ω παι»· να μη μιλήσει ποτές μέσα του την κοινή γλώσσα· να μάθει να συλλογέται αρχαία, ακόμη κι όταν είναι μοναχός του· να μη φανεί άθρωπος, να γίνει, θαματουργός. Και δε φτάνει, μόνο οι προκομμένοι να συνηθίσουν και να μάθουν καμιά ώρα μια γραμματική που μας είναι σήμερα ξένη, και που κανείς δεν την ξέρει φυσικά του, πρέπει κι οι πιο πρόστυχοι, οι πιο χωριάτες, σ’ όλη την Ελλάδα, σε κάθε χωριό, σε κάθε τρύπα, να ξεχάσουν τη μητρική τους γλώσσα. Αν τη θυμηθούν, ας είναι και μια μόνη στιγμή στη ζωή τους, αν τους ξεφύγει ένας μόνος χυδαίος τύπος, τέλειωσε πάει! Άλλαξε η γλώσσα. Ένας χαλασμένος τύπος χάλασε τη γλώσσα όλη. Ο χαλασμένος ο τύπος πρώτα θα μας δείξει, που κι άλλες πολλές λέξες πήραν την ίδια σειρά· μα είναι κι άλλο. Παρατήρησαν οι γλωσσολόγοι - και λογαριάζουν αφτή την παρατήρηση μέσα στους πιο σταθερούς νόμους που τους στάθηκε δυνατό να ξεδιαλίσουν ίσια με σήμερα, - που ένας τύπος καινούριος σώνει για ν’ αλλάξει, ένα σύστημα αλάκαιρο ή της κλίσης ή της συζυγίας. Αφτό είναι που λέγεται αναλογία, συνεκδρομή σαν που το ’λεγαν πριν οι αρχαίοι γραμματολόγοι. Φανταστείτε τώρα αν είναι τόντις δυνατό μια γλώσσα να πάει πίσω. Έτσι δεν ξολοθρέβουνται οι γλώσσες. Κάποτες θαρρούμε που ο λαός λίγο λίγο θα φωτιστεί από τα βιβλία μας και που με τα χρόνια θα συνηθίσει και τη γλώσσα μας. Με φαίνεται όμως που για να τη συνηθίσει, θα ’πρεπε τουλάχιστο να την καταλάβαινε - και δεν την καταλαβαίνει. Το πολύ πολύ αρπάζει μια λέξη από δω κι από κει. Μα δεν έχει να κάμει που ένας χωρικός, ένας δούλος, ένας εργάτης μαθαίνει πού και πού κανέναν τύπο αρχαίο και σας τον ξαναλέει. Ακούμε τα τέτοια κι ανάφτει η φαντασία μας· αμέσως νομίζουμε πως έφκολα θα μάθει και τους άλλους τύπους ο χωρικός. Μα για να γίνει τέτοιο πράμα, έπρεπε πρώτα πρώτα κι αφτοί οι προκομμένοι, όχι μόνο να μη λεν ποτέ τους, αλλά και να μην καταλαβαίνουν πια κανέναν τύπο καινούριο.

Για την ώρα βλέπουμε πολύ φανερά με τι τρόπο μεταμορφώνει ο λαός τους αρχαίους τύπους που μαθαίνει στο σκολειό. Μια τέτοια μεταμόρφωση έχει μάλιστα δικούς της ιδιαίτερους νόμους, και θα ήταν περίεργο γλωσσολογικό ζήτημα, να μπορούσε κανείς να βάλει αφτούς τους νόμους με τη σειρά τους. Όποιος το κάμει θα μάθει κάμποσα. Πρώτα θ’ απαντήσει τύπους στη γλώσσα μας που δεν τους έχει καμιά άλλη γλώσσα, θ’ ακούσει το λαό κάπου να λέει ζωμί και κάπου ζουμός. Γιατί; Γιατί θελήσαμε να του μάθουμε τη λέξη ζωμός αντίς το ζουμί που έλεγε. Άμα το ω έγινε ο, ο τύπος ζωμός δεν μπορεί να είναι πια σήμερα τύπος σωστός, κι ο λόγιος ο ίδιος που λέει ζωμός, ορθά δεν το λέει, αφού και κείνος δε βάζει πια ω μέγα, μόνο προφέρνει όμικρο. Τούτο τ’ όμικρο όμως ήταν ανάγκη να γίνει, ου, σαν που το δείξαμε πιο απάνω (σελ. 109, 3)· με τέτοιο τρόπο είπε ο λαός ζουμί. Είναι λοιπό δυο κανονικοί τύποι, ο τύπος ζωμός με ω και μ’ οξεία για την αρχαία, ο τύπος ζουμί, με ου και χωρίς οξεία για τη νεοελληνική. Ανακάτωσαν όμως τους δυο τύπους, και μπέρδεψαν τις δυο γλώσσες τη μια με την άλλη, την αρχαία και τη νέα· τότες φάνηκε ένας τύπος που είναι λάθος και στην αρχαία και στη νέα, ο τύπος ζωμί. Το λάθος μας το ’φερε το σκολειό· το χρωστούμε στο σκολειό. Ο λαός που έλεγε ήσυχα τον κανονικό του τύπο ζουμί, άκουσε να το λεν άλλοι ζωμός· είπε αμέσως και κείνος ένα ο, ζομός[29], ή άφησε το ου και πήρε την κατά­ληξη –ος, ζουμός. Δε μας είναι φυσικό, πάει να πει δεν είναι κανονικό να λέμε σήμερα ζωμός· για τούτο φτιάνουμε τέτοιους τύπους. Ό,τι δεν είναι φυσικό, ό,τι δεν είναι κα­νονικό, είναι αδύνατο να το μάθει κανείς σωστά, αφού σωστό δεν είναι. Μπορούσα να σας αναφέρω πολλά τέτοια τέρατα και σύναξα κάμποσους ανώμαλους τύπους σαν το ζουμός και μάλιστα πολύ πιο περίεργους, ητοίμασε αντίς ετοίμασον, την αμάξη και χίλια άλλα. Όλοι αφτοί οι τύποι έχουν την ίδια αρχή· έρχουνται από την καθαρέβουσα. Αν αφήναμε το λαό να μιλήσει τη γλώσσα του, δε θα τους ακούγαμε ποτές. Με το σύστημα τούτο δε φέρνουμε πίσω την αρχαία· χαλνούμε την αρχαία και τη νέα. Κι έτσι θα είναι πάντα.

Για το γλωσσολόγο όμως, αφτό το σύστημα έχει τα καλά του. Του δίνει αφορμή να μελετήσει κάμποσα σπάνια γλωσσικά φαινόμενα, θα διει κι άλλα πολλά, που θα του δείξουν πως λίγο λίγο μορφώθηκε η γλώσσα μας. Η γλώσ­σα του λαού δε χαλνά πάντα τους αρχαίους τύπους που της μαθαίνει το σκολειό· συχνά κανονίζει την καθαρέβουσα, την ξανασιάζει, την αλλάζει με το ίδιο σύστημα που ακολούθησε, είναι τώρα χρόνια και καιρός, για ν’ αλλάξει την αρχαία. Ξαναρχίζει κάθε μέρα τον ίδιο κόπο, γιατί όσες αλλαγές έτυχε να γίνουν, είχαν τον ιστορικό τους λόγο κι αφτός ο λόγος δε χάθηκε ακόμη· πάντα υπάρχει. Με τους ίδιους φωνολογικούς νόμους ξαναφτιάνει ο λαός τους ίδιους δημοτικούς τύπους.

Παραδείματος χάρη, είναι σ’ όλους γνωστό που δυο ο, το ένα κοντά στ’ άλλο, είναι σαν ένα μόνο ο στην προφορά. Μα πώς έγινε τέτοιο πράμα; Με μιας έγινε; Τ’ άτονα και τα τονισμένα ο μήπως πήραν όλα τον ίδιο δρόμο στην ίδια εποχή; Όχι βέβαια! Πρώτα συναιρέθηκαν τ’ άτονα ο· τότες μόνο άρχισαν και πρόφεραν ένα ο τονισμένο κι ένα άτονο ο κατόπι από το τονισμένο, σα σκέτο ο. Κι από πού βλέπουμε που αλήθεια έτσι έγινε το πράμα; Μας το δείχτει η καθαρέβουσα. Η λέξη πρόοδος κι η λέξη προοδεύω δημοτικές δεν είναι, ωστόσο σήμερα κατάντησαν, μπορεί να πούμε, κοινή συνήθεια· και τις δυο τις ξέρει ή τουλάχιστο θα τις καταλάβει όλος ο κόσμος. Παρατηρήστε τώρα με τι τρόπο και σεις οι ίδιοι θα προφέρετε τη μια και την άλλη λέξη. Άμα δεν προσέξετε, θα πείτε όλοι σας προδεύω, μα λέτε ακόμη και σήμερα πρόοδο, με δυο ο. Έχουμε λοιπό δυο τύπους, το ρήμα προδεύω, εις, ει κτλ. και το κοινό όνομα η πρόοδο, της πρόοδος κτλ. Πήραμε τον ίδιο δρόμο που πήρε πρώτα κι η γλώσσα. Το παράδειμα τούτο είναι σπουδαίο· εκεί που δεν έχουμε κείμενα να καταλά­βουμε πώς έγινε μια αλλαγή, με τι τρόπο και με τι σειρά μετατράπηκαν τα γλωσσικά φαινόμενα, φτάνει να μελετήσουμε τη ζωντανή τη γλώσσα και να διούμε πώς αλλάζει τους μαθημένους τύπους· αμέσως βλέπουμε πως άλλαξε όλη η γλώσσα κι έτσι φωτίζεται η μεσαιωνική μας γραμματική. Τότες μας έρχεται πιο έφκολο να καταλάβουμε γιατί ο τύπος ζώο[30] είναι κοινός και γιατί δε λεν όλοι το ζω, του ζου, τα ζα, με την ίδια συνήθεια κι εφκολία που λεν πατέρας, του πατέρα, τους πατέρες. Το ρήμα σπρώχτω (= εισπροωθώ) είναι κοινό, γιατί τα δυο άτονα ο μπόρεσαν αμέσως κι έγιναν ο απλό. Μα ο τύπος το ζω δε βρίσκεται παρά στα χωριά· δεν κατάντησε γενικός. Η κοινή γλώσσα άργησε κι ακόμη αργεί να τον παραδεχτεί, ίσια ίσια γιατί ο τύπος ζώο είχε τόνο στο πρώτο το ο (ω)· για τούτο φάνηκε ο συνηρημένος τύπος ύστερις από τους άλλους, που είχανε δυο άτονα ο, με τη σειρά, ή που έβαζαν τόνο μόνο στο δέφτερο ο ή στο δέφτερο φωνήεντο, γιατί ο νόμος είναι ο ίδιος για όλα τα φωνήεντα (πρβλ. διγούμαι και διήγημα κτλ. Πιο έφκολα θα πούνε δηγούμαι παρά δήγημα, που ωστόσο κι αφτό αρχίζουνε και το λένε). Ίσως μερικοί νομί­ζουν, ίσως μάλιστα και σας είπαν που δεν αγαπώ την καθαρέβουσα. Πόσο μ’ αδικούν! πόσο με κατηγορούν! Είδετε τώρα πόσο αψηλά ξεναντίας ανεβάζω την καθαρέ­βουσα, αφού προσπαθώ να σας δείξω τι πολύτιμη μπορεί να είναι η σπουδή της και για τα ιστορικά προβλήματα που αγαπά σήμερα η επιστήμη.

Σας αρέσουν αφτά τα προβλήματα και σας, αξιότιμοι Κύριοι. Ποιος έδωσε πιότερη προσοχή από σας στα μνημεία, στη μελέτη της νεοελληνικής; Έχετε μέσα στο Σύλλογο σας τόσα γερά και φρόνιμα κεφάλια, τόσους σοφούς, που δεν ξέρει κανείς ποιόνα να πρωτοπεί. Ιστορία, γλωσσολογία, ποίηση, τέχνη, αρχαιολογία, φυσική, χυμία, αστρονομία, ξένες γλώσσες, περσικά, ρουσσικά, αραβικά, λα­τινικά, ηθική και παιδαγωγία, δεν είναι ζήτημα που να μην ξετάζετε και που να μη βρέθηκε ένας από σας να φανεί πρώτος. Αφτό θα πουν όσοι διάβασαν τους τόσους τόμους που δημοσιέψετε ίσια με σήμερα. Τις σοφές σας μελέτες τις παρατήρησε πολύ κι απόρησε με την ποικιλία τους και με το σοβαρό τους χαραχτήρα η δική μας η Association pour l’ encouragement des etudes grecques en France. Με πα­ράγγειλε να σας πω πόση συμπάθεια έχει για το Σύλλογο. Για να σας το δείξει, σας έδωσε βραβείο. Ένα μάλιστα παρατήρησε η επιτροπή μας, θέλω να πω τον πόθο και τη φροντίδα σας να μαζώνετε κείμενα δημοτικά. Αφτή είναι η μεγάλη και σοβαρή δουλειά· τέτοιο έργο θέλησε και κείνη να το παινέσει. Και τούτος ο λόγος μου ίσια ίσια με κάμνει τώρα να σας μιλήσω για τ’ άλλα δυο ζητήματα που ήθελα να μελετήσουμε σήμερα μαζί, - ένα λεξικό και μια γραμματική.

Φαντάζουμαι, τώρα που μιλώ στο Σύλλογο μπροστά, που μιλώ μπροστά σε καμιά Ακαδημία. Και δεν έχω δίκιο; Δεν είστε μια ελληνική Ακαδημία; Τέτοιος τίτλος είναι τιμή σας. Είναι όμως και βάρος. Ό,τι κάμνουν αλλού Ακαδημίες, πρέπει εσείς εδώ να το κάμετε μοναχοί σας. Το πρώτο έργο μιας Ακαδημίας είναι να βγάλει Γραμματική και Λεξικό, ή τουλάχιστο να διορίσει να γί­νουν τέτοια βιβλία κι ίδια να τα προτοιμάσει. Δεν έχω ανάγκη να σας πω με τι τρόπο πρέπει να γίνουν. Το ξέ­ρετε χωρίς να σας το μάθει κανείς, κι αν είχα να σας μι­λήσω για τέτοια εργασία, δε θα μ’ έφτανε η λίγη ώρα που μπορώ να καθήσω μαζί σας. Μια σύντομη γραμματική της κοινής μας γλώσσας είναι το πιο χρήσιμο και το πιο ανα­γκαίο βιβλίο που μπορεί να γραφεί σήμερα. Στην Εβρώπη τέτοια βιβλία διδάσκουνται στα σκολειά. Κάθε λαός μα­θαίνει να διαβάζει και να γράφει τη γλώσσα που μιλεί· μαθαίνει και την ιστορία της. Αν έπρεπε ή στην Ιταλία, ή στη Γερμανία, ή στη Γαλλία, να σπουδάζουν τα παιδιά μόνο τις αρχαίες γλώσσες, σε λίγο καιρό δε θα ήξερε πια κανείς τη ζωντανή τη γλώσσα· δε θα ήξερε όμως και τις αρχαίες, γιατί το κάθε πράμα γίνεται στον κόσμο με την ώρα του. Για να ξέρει, κανείς καλά μια γλώσσα που δε μιλιέται, χρειάζουνται ανύπαρχτα περιστατικά· πρέπει να γεννηθεί στον καιρό που μιλιούνταν ακόμη αφτή η γλώσσα. Αλλιώς, εκεί που πάει να μιλήσει αρχαία, ο νους του, που πια αρχαίος δεν είναι, παίρνει άλλη σειρά, έχει άλλες ιδέες, και πώς θέλετε να ταιριάξουν παλιές φορεσιές με πρόσωπα καινούρια; Οι χιτώνες κι οι χλαμύδες είναι πολύ ωραία ρούχα· στοχαστείτε όμως να μας έβλεπε σήμερα κανείς στο Συνέδριο όλους ασπροντυμένους και ξυπόλυτους. Θα του έρχουνταν κάπως παράξενο. Η γλώσσα και κείνη είναι σαν το χιτώνα και τη χλαμύδα· δεν το βλέπει κανείς αμέσως, γιατί δε φαίνεται η χλαμύδα η δική μας, και τη φορούμε στο κεφάλι μέσα· μα λιγότερο παράξενη φορεσιά δεν είναι. Ο άθρωπος δεν μπορεί να γίνει διαφορετικός απ’ ό,τι είναι. Είναι όπως τον έκαμαν τα χρόνια που γεννήθηκε. Η ψυ­χική του ενέργεια αλλάζει αδιάκοπα· τα γλωσσικά του όργανα παίρνουν άλλες συνήθειες. Παλιό τυπικό μαζί με καινούριες ιδέες να παν πλάγι πλάγι, είναι μόνο και μόνο μπερδεμός για το τυπικό, χαμός για τις ιδέες.

Έργο πολύ πιο σπουδαίο θα ήταν, αν μπορούσε να γίνει όχι μόνο μια Γραμματική σύντομη, αλλά και καμιά Γενική ιστορική Γραμματική της γραικικής. Για τέτοιο έργο δεν έχουμε όμως ακόμη το υλικό που μας χρειάζεται. Έπρεπε πρώτα να ξέρουμε καλά τη μεσαιωνική ιστορία της γλώσσας, έπειτα να μαζωχτούν από κάθε χωριό ή του­λάχιστο από κάθε χώρα, μονογραφίες και σύντομες γραμμα­τικές που να μας μάθουν τη φωνολογία, το τυπικό, τη σύνταξη κάθε χωριού και κάθε χώρας. Ο μόνος που έκαμε ίσια με σήμερα τέτοια γραμματική μονογραφία είναι ο κ. Μορόζης. [Έκαμαν κι άλλοι, μα δεν είναι να τους λογαριάσουμε.]Κάθε έπαινο αξίζει το βιβλίο του. Ήταν κατόρθωμα πολύ δύσκολο. Για να πιάσει κανείς τέτοια δου­λειά, πρέπει φυσικά όχι μόνο να γνωρίζει τέλεια την αρχαία γλώσσα - εννοώ να τη γνωρίζει όχι σαν που τη μαθαίνει κάθε άθρωπος στο σκολειό, μα να τη σπουδάξει δυο τριά χρόνια στα πανεπιστήμια της Εβρώπης· - πρέπει να σπούδαξε και γλωσσολογία. Πρέπει να κάμει αφτή τη σπουδή έργο ζωής και να ξέρει όσα λεν, όσα γράφουν οι γλωσσολόγοι κι οι νεογλωσσολόγοι στην Εβρώπη. Δεν είναι μεγαλύτερος κόπος και πιο δύσκολη τέχνη, παρά να μπορέσει κανείς να μελετήσει μια γλώσσα ζωντανή, ας πούμε γλώσσα ενός χωριού ή ό,τι χωρικά κι αν είναι. Να βγει κανείς στο ταξίδι με το χαρτί στο χέρι, δεν κατόρθωσε τίποτις, κι όσοι έπια­σαν τη δουλειά με τέτοιο σύστημα, χωρίς να σπουδάξουν πρώτα καμιά δεκαριά χρόνια το λίγο λίγο, έχασαν την ώρα τους. Χρειάζεται προτοιμασία και γύμναση ιδιαίτερη. Μια μέρα οι χωρικές γλώσσες θα γίνουν η βάση της γλωσσολογίας. Τι σημασία έχει τέτοια σπουδή, το ξέρετε. Στα χωριά άρχισαν όλες οι γλώσσες να μιλιούνται κι από κει βγήκαν οι πιο περίφημες. Από τα διάφορα χωριά, όταν τα συγκρίνουμε το ένα με τ’ άλλο, είναι που θα διούμε πώς μορφώνουνται, πώς γεννιούνται, πώς λίγο λίγο ξαπλώνουνται, πώς καταντούν οι γλώσσες να είναι γενικές κι από πόσα στάδια πέρασε ένας τύπος, προτού να φτάξει στο βαθμό που βλέπουμε να βρίσκεται τώρα. Δεν έχω ανάγκη να σας πω που η αττική, σαν που την ξέρουμε σήμερα και σαν που την έγραψαν, ήταν κοινή γλώσσα. Γεννήθηκε όμως στα χωριά και τα διάφορα χωρικά (patois), που μιλιούνταν τότες στην Αττική, συγκεντρώθηκαν, ενώθηκαν κι έγιναν ύστερα γλώσσα του Ξενοφώντα. Για τούτο η αττική έχει τόσες ανωμαλίες· οι κοινές γλώσσες είναι πάντα ανώμαλες, γιατί παίρνουν από το ένα χωριό κι από τ’ άλλο, κι έτσι μορφώνουνται. Σε κάθε χωριό μιλούν παστρικά τη γλώσσα που μιλούν, κι ένας φωνολογικός ή μορφολογικός νόμος δεν έχει ποτές εξαίρεση καμιά. Πάντα τον προσέχουν· οι κοινές γλώσσες είναι γεμάτες εξαιρέσεις, γιατί ανακάτωσαν τη γλώσσα του ενός και του αλλού χωριού. Συχνά όμως δυο χωριά που ανακατώνουνται με τέτοιο τρόπο, έχουν όλους διόλου αντίθετους φωνολογικούς νόμους και γραμματολογικό σύστημα που διαφέρει από τη μια άκρη στην άλλη. Αν ήταν η επιστήμη πιο προχωρημένη σε κείνα τα χρόνια, οι Αθηναίοι θα σπούδαζαν τα ιδιωτικά κάθε χωριού, θα πρόσεχαν τα χωρικά που ήταν τότες στην Αττική και θα μας έσωζαν τη γραμματική τους. Τέτοιο βιβλίο θα ’ξιζε Ξενοφώντα.

Δεν καταλάβαιναν τότες ακόμη τι σημαίνει τέτοια με­λέτη. Και σήμερα μόλις το μάθαμε. Δε φτάνει να ’χει κανείς ψηφιά όσα χρειάζουνται και ξεχωριστά σημεία με πολύ­πλοκο αρφάβητο, για να σημειώσει τον κάθε φτόγγο που θ’ ακούσει· πρέπει τ’ αφτί του να προσέχει και ν’ ακούει καλά. Πολύ λίγοι ξέρουν τόντις με τι τρόπο μιλούν και μόλις παρατηρούν οι ίδιοι τους τύπους που συνηθίζουν και λεν. Πόσους άκουσα να με πούνε για καμιά λέξη που τους έλεγα· «Ουδέποτε λέγεται ούτως!» Περνούσε μια στιγμή, και κει που δεν πρόσεχαν, οι ίδιοι έλεγαν τη λέξη σαν που τους την είχα μάθει. Πόσες φορές έτυχε να με πει κανένας φίλος· «Ουδείς συνηθίζει να προφέρει όλους διόλου· όλοι το λέγουσι με ω». Ωστόσο κι ο φίλος μου πρόφερνε όλους διόλου, χωρίς ο ίδιος να το ξέρει. Αφτό το περίεργο φαι­νόμενο το βλέπουμε κι αλλού. Όσο δε γράφηκε μια γλώσσα ίσια σαν που λαλιέται, όσο δεν είδε κανείς τις λέξες τυπωμένες στο χαρτί, δεν μπορεί να τις θυμηθεί. Δεν του φαίνουνται ορθές και για τούτο μήτε πιστέβει πως υπάρ­χουν. Μπορούσα πολλά να σας πω για τις δυσκολίες που θ’ απαντήσει κανείς σε μια τέτοια μελέτη· είναι τόσο πολλές, που έπρεπε να γραφεί ένας τόμος αλάκαιρος για να δείξει με τι τρόπο καταντά δυνατό να συνάξουμε τους διάφορους τύπους, να σημειώσουμε τα «πτερόεντα έπεα» του λαού. Φτάνει ένας νέος ν’ αρχίσει να μάθει επιστήμη και το βλέπει αμέσως. Να συνάζει κανείς τραγούδια και παραμύθια πολύ πιο έφκολο δεν είναι. Νομίζει ο καθένας που μπορεί να το κάμει. Είναι λάθος. Πρέπει πρώτα να μελετήσει πολλά άλλα πράματα και πρώτα απ’ όλα τη γλώσσα μας. Ως τώρα δεν έγινε καμιά τέτοια συλλογή που να ’χει καμιά φωνολο­γική αξία. Ο Σύλλογος, που ξέρει τι θα πει σοβαρή μελέτη, θα θελήσει μάλιστα να μορφώσει μερικούς νέους, για να καταλάβουν τι είναι μια τέτοια δουλειά. Θα μας στείλει δυο τρεις νέους στην Εβρώπη. Πολύ έφκολα μπορούμε στο Παρίσι - θα είναι βέβαια το ίδιο και στη Γερμανία - να δίνουμε σημείωση στο Σύλλογο για τον τρόπο που θα σπουδάζουν οι νέοι, για τον πόθο τους και την προκοπή τους. Παρατήρησαν - το παρατήρησα και γω στην παρά­δοσή μου - που ποτές κανένας Γραικός δεν πάει ν’ ακούσει μαθήματα, άμα γίνεται λόγος σ’ ένα μάθημα για τη μεσαιωνική και τη σημερνή ιστορία και γραμματική της γλώσσας μας. Θαρρεί που τέτοιο μάθημα δεν το ’χει ανάγκη. Ο Γραικός αγαπά να πιστέβει πως τα ξέρει όλα, και μά­λιστα που ξέρει τα γραικικά. Μήτε στοχάζεται που μπορεί να μην τα ξέρει. Στα μαθήματά μας έρχουνται Γάλλοι, Γερμανοί, Ελβετοί· Γραικούς δεν είδα. Είναι κακό πράμα· δεν είναι πολύ και για τιμή μας. Είμαι βέβαιος που ο Σύλλογος θα το διορθώσει.

Ο σκοπός είναι να μάθουμε τη γλώσσα μας. Έρχουνται πολλοί νέοι στο Παρίσι και σπουδάζουν ο ένας νομικά, ο άλλος γιατρική· μηχανικοί και μάλιστα δικηγόροι θέλουνε να γίνουν όλοι. Δε φτάνει. Ας σπουδάξουν πού και πού λίγη γλωσσολογία· Αφτή είναι η βάσιμη σπουδή· με τη γλωσσολογία φωτίζεται και κάθε άλλη επιστήμη, αφού ένα έθνος πρέπει πρώτα πρώτα να ’χει μια γλώσσα δική του, για να καλλιεργήσει, κάθε τέχνη. Να σας πω όλη την αλή­θεια, πολύ λυπούμαι - ίσως μάλιστα και ντρέπουμαι - που δε βλέπω ποτές στο μάθημα μου κανένα γραικόπαιδο. Αφιέρωσα τη ζωή μου στη μελέτη της εθνικής μας γλώσσας. Είναι καλό οι νέοι μας να το ξέρουν. Αντίς να λεν κάθε ώρα· «Η γλώσσα μας δε γράφεται· είναι ακανόνιστη και πρόσ­τυχη· δεν έχουμε γλώσσα», θα ήταν πολύ πιο φρόνιμο και θα ταίριαζε παραπάνω ν’ ακούσουν πρώτα τι λένε γι’ αφτό το ζήτημα όσοι το ’καμαν έργο ζωής, κι ίσως κάτι νοιώθουν και κείνοι.

Ένας γλωσσολογικός χάρτης της γραικικής θα γίνει με το σύστημα που είπαμε, όταν πιάσει κανείς και συνάξει, όλα τα χωρικά. Τη βορεινή και μεσηβρινή Γαλλία την ξεχωρίζει ένας ποταμός, κι έτσι βλέπουμε απάνω κάτω τα φυσικά σύνορα της βορεινής και της μεσηβρινής γαλλικής. Ο λόγος είναι να βρούμε τέτοια γλωσσολογικά σύνορα και για την Ελλάδα, να βάλουμε χωριστά κάθε γλωσσικό σύστημα. Όση διαφορά έχουν οι νεολατινικές γλώσσες αναμεταξύ τους, τόση διαφορά κι ακόμη μεγαλύτερη θ’ απαντήσουμε στην Ελλάδα. Ίσως ο τονισμός θα μας δώσει το σωστό γνώρισμα και θα διακρίνει τη μια γλωσσική χώρα από την άλλη. Συμπεραίνω ο τονισμός της οξείας που λέγαμε, να μη χάθηκε παντού στην ίδια εποχή. Μπορεί και σήμερα να σώζεται πουθενά. - Εκεί που έμεινε πιότερο καιρό, θ’ ακούγεται και σήμερα διαφορετική προφορά και θα βρίσ­κουνται τύποι που αλλού δεν μπορεί να βρεθούνε.

Με τη γενική γραμματική θα καταλάβουμε καλά και την κοινή γλώσσα. Είπαμε που κάθε κοινή γλώσσα είναι ανώμαλη. Η αττική είχε τους τύπους πονέσω, καλέσω κοντά στους τύπους φιλήσω, πολεμήσω κι άλλους τέτοιους, γιατί η αρχαία είχε ανακατώσει το ένα με τ’ άλλο τα διά­φορα συστήματα της — έω-ῶ συζυγίας. Με τον ίδιο τρόπο κι η σημερνή μας η κοινή γλώσσα συνηθίζει τύπους αντί­θετους. Όλος ο κόσμος θα πει εγώ· ωστόσο παντού παραδέχουνται τους τύπους λέμε, λέτε, λεν. Κατάντησαν τύποι γενικοί κι από κάθε άθρωπο μπορεί να τους ακούσετε. Δεν είναι όμως σωστό να βρίσκουνται τέτοιοι τύποι στο ίδιο στόμα· όποιος ξέρει το λέμε, έπρεπε να ξέρει, και το εώ αντίς εγώ· όποιος πάλε θα πει εγώ, έπρεπε να ’χει, πρώτο, δέφτερο και τρίτο πληθυντικό πρόσωπο λέγουμε, λέγετε, λέγουν. Οι τύποι λέμε, λεν άρχισαν από το δέφτερο πρό­σωπο του πληθυντικού λέγετε· με τους φωνολογικούς νό­μους, δεν μπορεί κανείς να συλλογιστεί μήτε μια στιγμή που το λέγομε και λέγουν έγιναν κατεφτείας λεν και λέμε. Πρώτα το λέγετε γίνεται λέετε και τότες μόνο μπορεί να γίνει λέτε. Άμα όμως έχουμε τον τύπο λέτε, καταλαβαί­νουμε τους άλλους· το λέτε κλίνεται φυσικά λέ-ω, λε-ς, λέ-ει (τύπος της κοινής·· ο τύπος λε είναι συνηρημένος), λέ-με, λε-ν· η ρίζα του λέμε γίνεται τότες λέ-· με την κατάληξη -ω, -ς, -ει, -με, -τε, -ν, ο ενεστώτας δεν μπορεί να καταντήσει παρά στο λέμε κτλ. Μα ένας τύπος λέτε μπορεί μόνο να φανεί σε μια χώρα που δε θέλει γ μέσα σε δυο φωνήεντα, σ’ ένα χωριό που ο καθένας θα πει εώ, λόος, λαός (λαγός), αώρι, άουρος, αελάδα, και μάλιστα ακούω, κλαίω, καίω κτλ. κτλ. Εκεί που λεν εγώ, θα πουν αγελάδα, άγουρος, αγώρι, λαγός, λόγος, και μάλιστα λαγός (λαός), ναγός (ναός), Θεγός (Θεός), ακούγω, κλαίγω, καίγω, γιατί πάντα μέσα σε δυο φωνήεντα θ’ ακουστεί και το γ. Βλέπετε όμως που είναι δυο φωνολογικά συστήματα όλους διόλου διαφορετικά· ένα σύστημα, η αντωνυμία εγώ, άλλο σύστημα το ρήμα λέμε κτλ. Η κοινή γλώσσα πήρε τύπους κι από τα δυο συστήματα· τα ’χει ανακατωμένα και τα δυο· αν πάτε στα χωριά, θα διείτε το κάθε σύστημα στον τόπο του. Απαραίτητα κι ακάματα, εκεί που λεν εώ, θα πουν άουρος· εκεί που λεν εγώ, άλλο δε θ’ ακούσετε παρά άγου­ρος[31]. Οι μόνες ορθές, θέλω να πω οι μόνες κανονικές γλώσ­σες είναι οι χωρικές, είναι τα χωρικά (patois). Στα χωριά μήτε οι φωνολογικοί μήτε οι αναλογικοί νόμοι γνωρίζουν από εξαίρεση. Στις αρχαίες γλώσσες, μας φαίνεται κάποτες που αφτοί οι φωνολογικοί νόμοι δεν έχουν πολλή σταθε­ρότητα, και μερικοί γλωσσολόγοι στην Εβρώπη θα σας πουν που δυο τύποι αντίθετοι βρίσκουνται στην ίδια γλώσ­σα. Ξεχνούν όμως που ξέρουμε μόνο την κοινή την αρχαία· αν ξέραμε τα χωρικά κείνης της εποχής, θα βλέπαμε που ένας νόμος φωνολογικός και στις αρχαίες τις γλώσσες δε σαλέβει. Είναι αλήθεια που πρέπει κανείς να ’χει πολλή μέ­θοδο για τέτοια μελέτη· άξαφνα σ’ ένα χωριό θ’ ακούσει έναν άθρωπο να πει εώ, κι έναν άλλο να πει άγουρος. Μά­λιστα μπορεί ο ίδιος χωρικός κάπου να πει εγώ, κάπου εώ. Για τούτο πολλοί χωρικοί, όταν τους ρωτήξετε για καμιά λέξη, σας απαντούν· «Κι έτσι τη λεν κι έτσι». Είναι λάθος. Οι νέοι που συνάζουν τύπους με τέ­τοια ιδέα και νομίζουν τόντις που η γλώσσα του χωριού έχει δυο τύπους διαφορετικούς για να πει το ίδιο πράμα, θα κάμουν πολύ πιο φρόνιμα να παρατήσουν τη δουλειά, γιατί η δουλειά τους δε θ’ αξίζει. Όταν καταλάβει κανείς το γραμματικό σύστημα ενός χωριού, θα διει αμέσως που τέτοια διγλωσσία δεν υπάρχει και που είναι πάντα μόνο ένας κανονικός τύπος. Ο σκοπός είναι ίσια ίσια να διακρίνει ποιος από τους δυο είναι ο ντόπιος τύπος και ποιος είναι ο ξένος. Άμα κάμει αφτή τη σημαντική διάκριση, θα καταλάβει που ένας από τους δυο τύπους είναι ο σωσ­τός και που ο άλλος είναι μαθημένος απ’ αλλού[32]. Άμα είναι έτσι, κι η γλώσσα του χωρικού δεν είναι πια χω­ρική γλώσσα· καταντά και κείνη γλώσσα κοινή.

Ώσπου να γίνει για τα διάφορα χωρικά που μιλιούνται σήμερα ένας γενικός κατάλογος, ώσπου να φανεί τέτοιο βιβλίο - τέτοιο μνημείο! - χρειάζουνται χρόνια και χρόνια. Πρέπει κανείς να πάρει κάθε τύπο της αρχαίας, να διει τι έγινε στο μεσαιώνα, έπειτα να μάθει πώς μεταμορφώνεται ο ίδιος τύπος σ’ όλη την Ελλάδα· θα μας ξηγήσει και τον αρχαίο τον τύπο κι όλους τους καινούριους με τη σειρά τους. Έτσι θα βλέπουμε όλη την ιστορική σειρά της ελλη­νικής από τα παλιά τα χρόνια ίσια με την ώρα που μιλούμε. Τέτοιο έργο μπορεί ν’ ανάψει νέων καρδιές και κεφά­λια. Είναι μια χαρά να φανεί κανείς πρώτος στην επι­στήμη και να κάμει πράμα που δεν το ’καμε κανένας πριν. Πρέπει να ξεπεράσει όσους έγραψαν, όσους μελέτησαν τη γλώσσα. Ο πατριωτισμός θα του δώσει δύναμη, πόθο και φωτιά. Δε θα ’χει πρόληψη καμιά. Δε θα γυρέβει στη γλώσσα μας διορισμούς ή ωγύγιους τύπους. Θα θέλει να ξέρει μόνο την αλήθεια, γιατί η αλήθεια, βγαίνει πάντοτες ωραιότερη από κάθε φαντασία, όσο νόστιμη κι αν είναι η φαντασία. Χάρη στην αλήθεια, βλέπουμε και στην ψυχή μας μέσα και στων αλλωνών την ψυχή.

Σε καμιά εκατοστή χρόνια - μπορεί και παραπάνω! - ίσως βρεθεί και για τη γλώσσα μας κανένας Diez, κανένας Bopp ή κανένας Grimm, ας είναι και κανένας Vuk Stefanowitch. Για την ώρα, ας κάμουνε τη μικρή σύντομη γραμματική που σας έλεγα. Πόσους θ’ αρέσει ένα τέτοιο βι­βλιαράκι! Όσοι καταφρονούν τη γλώσσα μας - αν είναι και τέτοιοι - θα χαρούν και κείνοι, γιατί τουλάχιστο θα μά­θουν τι είναι αφτή η γλώσσα που καταφρονούν και δε θα την κατηγορούν πια χωρίς να την ξέρουν. Ο λόγος είναι να πάρει κανείς τους κοινούς τύπους και να τους βάλει όλους με τη σειρά τους. Τον πατέρα, τον έχει κάθε τόπος όνομα ξεχωριστό· ο ένας θα πει πατέρας, ο άλλος κύρης, τσύρης, φέντης, αφέντης, αφές, μπαμπάς[33]. Ο κοινός τύπος που κάθε Γραικός θα καταλάβει και θα μπορέσει να πει είναι ο τύπος πατέρας, ίσια ίσια γιατί είναι τύπος της κοινής συνή­θειας. Το ίδιο και με την κλίση· τα ουσιαστικά μέρα, μέ­ρας, γλώσσα, γλώσσας, λόγος, λόγου, λόγοι, λόγους, δώρο, δώρου, πράμα, παιδί, πατέρας, ράχη, ράχης, τ’ άρθρο, οι αντωνυμίες, τα ρήματα, τα επίθετα, κλίνουνται παντού με τον ίδιο τρόπο κι έχουν τύπους κοινούς που τους ξέρει ο καθένας[34]. Ήταν πρώτα συνήθεια να γράφουνται τέτοια βι­βλία. Στα χίλια πεντακόσια τριάντα ο Σοφιανός έκαμε μια πολύ καλή γραμματική της γλώσσας μας· στα χίλια εξα­κόσια τριάντα οχτώ έβγαζε ο Πόρτιος τη δική του Γραμμα­τική της ρωμαϊκής γλώσσας και την αφιέρωνε στον Καρδινάλε Δούκα του Ριχελίου. Δεν πρέπει να κοπεί μια τέτοια σειρά. Ας κάμουν άλλοι άλλες. Δεν μπορούμε πια ν’ αφιερώσουμε βιβλία στο Δούκα του Ριχελίου· τ’ αφιερώνουμε στο έθνος που τα ’χει πιότερη ανάγκη. Του Πόρτιου η Γραμματική, αν τη διορθώσουμε πού και πού, μπορεί και σήμερα να φανεί χρήσιμη και να την έχει ο καθένας για πρόχερο οδηγό. Πόσο ήθε­λα και τι καλό θα ήτανε να γράφουνταν καμιά τέτοια γραμ­ματική και σ’ αφτή μας τη γλώσσα! Τον περασμένο χειμώνα ο κ. Wilhelm Meyer, καθηγητής στη Γένα, που για μεγάλη μου τιμή στάθηκε μαθητής μου και που είναι ένας από τους πιο γνωστούς γλωσσολόγους της Γερμανίας και τόντις μάστορης στα νεολατινικά, ξανατυπώνει του Πόρ­τιου τη Γραμματική με σκόλια και σημειώματα. Τα σημειώματα θα είναι σα μια άλλη Γραμματική. Τον είχα βάλει να κάμει και την έγδοση και τα σκόλια. Μα ξέρετε που ο Πόρτιος έγραψε τη γραμματική του στη λατινική γλώσσα· θα ήταν καλό να τη μετάφραζε κανένας γραικικά, για να ξέρουμε και μεις τι γράφουνται για τη γλώσσα μας. Του Πόρτιου το πρωτότυπο βιβλίο είναι δυσέβρετο. Ο Δουκάγγης πήρε τη Γραμματική του Πόρτιου και την τύπωσε στην Εισαγωγή του Λεξικού του· μ’ αφτό δεν έγινε όμως λιγότερο σπάνια, γιατί ο Δουκάγγης ο ίδιος είναι σπάνιος, κοστίζει ακριβά και δε βρίσκεται στα χέρια του καθενός.

Τ’ όνομα του Δουκάγγη είναι καημός μου και χαρά μου. Είναι χαρά μου, γιατί πολύ με χρησιμέβει το Λεξικό του. Είναι όμως και καημός μου. Όσο το βλέπω, λυπούμαι που δε βγαίνει σήμερα κανείς να μας ξαναδώσει έναν άλλο Δουκάγγη - ή να φανεί και καλύτερος από το Δουκάγγη. Την ύλη την έχει. Έχει πρώτα πρώτα τον ίδιο το Δουκάγγη. Έγιναν από τότες, κι ακόμη πριν, πολλά γλωσσάρια. Του Σοφοκλή το Λεξικό είναι βέβαια το πιο σπουδαίο απ’ όλα και τιμά τη γραικική επιστήμη. Είναι και του Πόρτιου, του Μέρσιου, του Σομαβέρα· είναι τα διάφορα ιδιωτικά γλωσ­σάρια που βρίσκουνται σκορπισμένα ή σε γλωσσολογικές μελέτες ή σε συλλογές. Ο λόγος είναι να τα μαζώξει κα­νείς και να τα βάλει όλα σ’ ένα σώμα. Πρέπει πολλοί σοφοί μαζί ν’ αρχίσουν τη δουλειά, για να καταφέρουν τέτοιο έργο. Ένας δε φτάνει. Χρειάζεται ν’ ακολουθήσει κανείς κι ένα σύστημα μεθοδικό. Για κάθε λέξη πρέπει να γίνει μελέτη ξεχωριστή. Θ’ αρχίσουμε από την αρχαία. Θα διούμε τι ση­μασία είχε μια λέξη στην ομηρική ή στην κλασσική εποχή, πόσες διάφορες σημασίες πήρε κατόπι, ποια μέσα σ’ όλες έμεινε και ποια σημασία χάθηκε, πως λίγο λίγο έλαβε μια λέξη καινούριο χρωματισμό, τα στάδια από πού πέρασε και την ψυχολογική της σειρά ώσπου να καταντήσει στη σημερνή της σημασία. Τότες βλέπουμε πόσες σημασίες έχει μια λέξη στις διάφορες γραικικές χώρες και ποια είναι η κοινή, η συνηθισμένη σημασία. Ο λεξικογράφος μας θ’ αναφέρει τα κείμενα, τα μεσαιωνικά χερόγραφα, θα πει τον αριθμό του κώδικα, το φύλλο και την αράδα, θα κάμει ό,τι δεν έκαμε ο ίδιος ο Δουκάγγης. Έτσι, σα με τη Γενική Γραμματική, θα ’χουμε έναν ιστορικό καθρέφτη όλης της ελληνικής, από την αρχαία ίσια με τώρα.

Συγκριτική σημασιολογία ή σημαντική μπορεί να γίνει μό­νο με τα λεξικά· και μας χρειάζουνται λεξικά για να κατα­λάβουμε τα μεσαιωνικά κείμενα. Συχνά μας έρχεται δύσκολο ν’ αποφασίσουμε αν η τάδε λέξη στα χίλια ή χίλια διακόσια έχει πάντα την αρχαία της σημασία ή αν πρέπει να της δώ­σουμε το νόημα που έχει σήμερα (πρβλ. το ρήμα πρόσεχε του Σπανέα Α’, 2). Άμα διούμε ποια είναι η συνηθισμένη της και κοινή σημασία στα κείμενα της ίδιας εποχής, τότες βγαί­νει αμέσως το νόημα. Θέλουμε όμως λεξικά, για να το μάθουμε γρήγορα και με μια ματιά. Τα μεσαιωνικά κείμενα θα μας δείξουν και σε ποια εποχή άρχισαν πολλές λέξες να γίνουνται ελληνικές από ξένες που ήταν[35]. Κάθε γλώσσα πλου­τίζει μ’ άλλες γλώσσες και πληθαίνει το λεχτικό της. Για την αρχαία, δε θα μπορέσει να μάθει κανείς από που της ήρθαν κάτι ξένες λέξες, σαν άνθρωπος, Αθήναι κτλ. Το μόνο που μπόρεσε να πει με βεβαιότητα η σημερνή μας επιστήμη, είναι που οι λέξες άνθρωπος, Αθήνα και κάτι άλλα γεωγρα­φικά ονόματα, δε φαίνουνται ελληνικές λέξες. Ξένες λέξες και ρίζες είχαν οι αρχαίοι· είναι μάλιστα πολύ πιθανό να τις είχαν από τα πιο παλιά τα χρόνια, γιατί κι οι Έλληνες γνώριζαν ξένους λαούς, ξένα έθνη, είχαν εμπόριο με πολλούς ξένους, και πριν έρθουν ακόμη στην Εβρώπη, μπορεί στο δρόμο τους κάμποσα να μάζωξαν από δω κι από κει, μπορεί και στην Ελλάδα, που κάθησαν, κάμποσα να πήραν από τους πρώτους κάτοικους που νίκησαν οι προγονοί μας. Δεν ξέρουμε όμως αρκετά τη γλώσσα τους για να προσδιορίσουμε, κάθε φορά που απαντούμε μέσα της κάτι παράξενες λέξες, τι ήταν και τι δεν ήταν ξένης παραγωγής. Θα μας είναι πολύ πιο έφκολο για τα γραικικά να βρούμε την αλήθεια και να ετυμολογήσουμε κάθε λέξη. Μπορεί κανείς για τα γραικικά να διακρίνει τρεις διάφορες εποχές, που πήρε λέξες η γλώσσα μας από άλλες γλώσσες και μάλιστα από λατινικές γλώσσες· α’) τη ρωμαϊκή εποχή. Οι Ρωμαίοι μας έδωσαν τα ονόματα Γενάρης, Φλεβάρης, Μάρτης, Απρίλης, Μάης, Γιούνης, Γιούλης κτλ., Κωσταντίνος, ακουμπώ, πόρτα[36]· β’)· τη φράγκικη εποχή. Οι σταβροφορίες είσαξαν κάμποσα στη γλώσσα μας, και πρέπει να κάμουμε τμήμα ξεχωριστά γι’ αφτή την περίοδο της ιστορίας μας· γ’) τη μεταγενέστερη ή σημερνή εποχή. Για την γ’ και τη β’ εποχή χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Όταν πει κανείς για μια λέξη που είναι φράγκικη, είναι σα να μην έλεγε τίποτις. Η επιστήμη άλλο γυρέβει· θέ­λει να προσδιορίσουμε αν είναι η λέξη ιταλική, γαλλική ή ισπανική· έτσι μόνο θα μάθουμε περίεργα ιστορικά, θρησκεφτικά, νομολογικά, πολιτικά διδόμενα, και θα καταλάβουμε τι φωνολογικούς νόμους έχουν και τα γρακικά κι οι λατινικές γλώσσες, γιατί και κείνες θα φεληθούν κάμποσο απ’ αυτή μας τη σπουδή. Τέτοια δουλειά δεν είδαμε να γίνει ακόμη[37]. Όπως φανεί του καθενός, θα μας πει, τη λέξη ιταλική ή γαλλική· κάποτες θα μας τη βγάλει ισπα­νική, κάποτες πορτογαλλική. Μ’ αφτό το σύστημα όμως μήτε η γλωσσολογία προκόφτει, μήτε η ιστορία· είναι επι­στημονικά ζητήματα και δεν μπορεί, μήτε μάλιστα ταιριάζει να παίρνουμε τη συνήθεια να τα μελετούμε όπως τύχει. Τέ­λος, χρειάζεται να κάμουμε κι άλλα τέσσερα τμήματα. Δεν είναι μόνο η λατινική κι οι λατινικές γλώσσες που πλούτι­σαν τη δική μας. Είναι α’) τα γερμανικά και τ’ αγγλικά· β’) τα σλαβικά, κοπέλα άλλα τέτοια· γ’) τ’ αραβικά (μαζί μ’ αφτά ας λογαριάσουμε και τα τούρκικα), τουφέκι κτλ. Άλλες λέξες πάλε, αφού τις πήραν από μας άλλοι λαοί, γύρισαν πίσω και τις έχουμε για ξένες, μόλον ότι είναι γραικικές· εφέντης, οθωμανικός τίτλος από το αφέντης =αυθέντης, πρβλ. Αθήν. Ι’, 9· τ’ όνομα αφές (=πατέρας, σε μερικά χωριά) δεν έχει την παραμικρή συγγένεια με την τούρκικη λέξη· σεντούκι (=σανδύκιον). Έτσι και το γαλλικό tonnelle (κληματαριά) πέρασε στην αγγλική κι έγινε tunnel, άλλαζε όμως σημασία. Και πολλοί νομίζουνε σήμερα στη Γαλλία που το tunnel είναι αγγλικό· δ’) η καθαρεύουσα. Η λέξη εγωισμός, ας πούμε, δεν είναι αρχαία. Την έφτιαξαν οι Γάλλοι κι από τους Γάλλους την άκουσαν ο Κοραής κι οι φίλοι του· κάμποσοι πιστέβουν πως είναι ελληνική λέξη. Στο ίδιο κεφάλαιο μπορούμε να βάλουμε και κάτι λέ­ξες που είναι αρχαίες αν κοιτάξουμε τον τύπο, μα που πή­ραν ξένη σημασία. Τέτοιες έχουμε άπειρες. Κύριος γραικικά θα πει ο Θεός, και κύρης ο πατέρας· εμείς το κάμαμε σή­μερα να σημαίνει Monsieur· είναι σημασία άγνωστη στο λαό, που λέει πιο σωστά αφέντης, αφεντικό. Έχουμε και κάτι άλλα που βέβαια ελληνικά δεν είναι· άνθρωπος του κό­σμου, homme du monde (στο μεσαιώνα θα ’λεγαν τουλάχιστο κοσμικός), εν δεδομένη τινί στιγμή, dans un moment donne, η λύσις εγγίζει, la solution approche, περίστασις, circonstance, η βασιλίς των ποτών, la reine des liquers! κτλ. κτλ. κτλ. Θα καταντούσε τόμος, αν ήθελε κανείς ν’ αραδιάσει όλους αφτούς τους ξενισμούς[38].

Δεν είπαμε τίποτις ακόμη για την επιστημονική ουσία της ετυμολογίας. Η ετυμολογία δεν είναι ξεχωριστός κλά­δος της επιστήμης· δε θέλει μελέτη ιδιαίτερη. Όποιος ετυμολογεί, εφαρμόζει μόνο και μόνο τους φωνολογικούς νό­μους που έμαθε, σπουδάζοντας όλη τη γλώσσα και το γενικό σύστημα της γραμματικής της. Ξέρετε που όπου πρόκο­ψαν οι γλωσσολογικές μελέτες, κάμνουν ετυμολογίες μόνο όταν κατάλαβαν αφτούς τους νόμους. Αν ετυμολογούσανε, χωρίς να γνωρίζουν πρώτα τη γλώσσα, η ετυμολογία άλλο δε θα ήταν παρά παιχνίδι. Η ετυμολογία είναι το τέλος της σοφίας· με την ετυμολογία δεν μπορεί ν’ αρχίσει η επιστήμη. Πρέπει όμως να περάσουν κάμποσα χρόνια για να το διει κανείς. Στη Γαλλία, στα δέκατο έβδομο αιώνα, όταν ακόμη δεν είχαν καμιά ιδέα για γλωσσολογία και μήτε συμπέραιναν που τα γαλλικά και τα λατινικά είναι η ίδια γλώσσα, ετυμολογούσαν, όπως τύχαινε, κι έλεγαν που το car προέρχεται από το γαρ και που το diner είναι τ’ αρχαίο δειπνείν. Πριν πιάσει κανείς να μελετήσει γλωσσολογία όπως τη μελετούμε σήμερα, προσέχει μόνο στις λέξες, και νομίζει που το βάσιμο και διακριτικό σημείο σε μια γλώσσα είναι το λεχτικό της. Έπειτα βλέπει που οι λέξες, πάει να πει οι ρίζες, δεν έχουν καμιά μεγάλη σημασία, και που τ’ αληθινό γνώρισμα και το μόνο σημαντικό για τους γλωσσο­λόγους είναι η γραμματική, το τυπικό κι η φωνολογία. Πολλούς θ’ ακούσετε να σας πουν που η γλώσσα μας είναι γεμάτη ξένες λέξες και μάλιστα που κατάντησε ξένη, που γλώσσα δεν έχουμε κτλ. Θα σας φέρουν απόδειξη κάτι λέξες σαν κρεβάτι, καφές, σπίτι, αρματώνω, κουβέντα και μερικά τέτοια· λέω μερικά, γιατί πολλά δεν είναι· όσοι μι­λούνε για ξενισμούς, δεν τους μέτρησαν ποτές και δεν έκα­μαν κατάλογο μεθοδικό, να βάλουνε μέσα όλους τους ξενισμούς, μόλον ότι θα ήταν, πιστέβω, ένα τέτοιο έργο πιο χρήσιμο πράμα παρά να κάθεται κανείς να λέει πάντα τα ίδια και να κατηγορεί τη δυστυχισμένη μας τη γλώσσα που δε φταίει. Άμα γίνει το λεξικό, θα διούμε που οι ξένες λέ­ξες είναι πολύ σπάνιες. Μόλον τούτο, άκουσα πως θέλουν πολλοί να τις βγάλουν από τη γλώσσα μας. Δεν μπόρεσα να το πιστέψω. Στις λέξες ξένης παραγωγής είναι που βλέπει κανείς ίσια ίσια πόσο ζωντανή, ακόμη και σήμερα, είναι η αρχαία γραμματική. Η μέρα να κλίνεται μέρας, κι ο λό­γος, του λόγου, δεν είναι παράξενο. Το περίεργο είναι που η παλιά κατάληξη σώζεται και στις ξένες λέξες· αφτό είναι το σπουδαίο. Δεν κλίνουν πουθενά στην Ελλάδα ο καφέ, οι καφέ, τους καφέ, η κουβέντα, της κουβέντα, οι κουβέντα, τις κουβέντα, κι είναι αδύνατο ο γραικικός λαός να κλίνει για την ώρα με τέτοιο τρόπο. Αφτό σημαίνει που το ς της αρσενικής ονομαστικής ή της θηλυκής γενικής βάσταξε και πάντα βαστά όλη του τη δύναμη και χρήση. Η γλώσσα θα ήταν ξένη, αν οι ξένες λέξες δεν κλίνουνταν. Άμα κλίνουνται, θα πει πως έγιναν πια γραικικές· με λέξες ξένης παραγωγής η γλώσσα δε χάνει το χαραχτήρα της και μνήσκει πάντοτες η ίδια. Έτσι είναι ακόμη και σήμερα. Το γαλλικό το fauxcol το ξέρετε. Στην Ελλάδα πήραν τη λέξη. Πώς την είπαν; Το φοκόλ, του φοκόλ; όχι! Το ’κλιναν αμέσως, σα να ήταν κανένα γραικικό, αρχαίο όνομα, και το είπαν το φοκόλο, του φοκόλου, όπως λεν τ’ άλογο, του αλόγου, το δώρο, του δώρου. Από κει βλέπουμε που ο λαός πάντα θυ­μάται και ξέρει το κλιτικό σύστημα της αρχαίας για τα ουδέτερα. Τίποτις με το φοκόλο δεν αλλάζει· η γλώσσα μήτε κούνησε[39]. Το ίδιο και με τη γενική του καφέ. Για να είναι τ’ όνομα γραικικό, πρέπει να ’χουμε φωνήεντο στη γε­νική κι αφτό το φωνήεντο να είναι το ίδιο φωνήεντο που ακούγεται στην ενική ονομαστική. Ο γενικός αφτός ο νό­μος είναι πολύ παλιός. Έχει την αρχή του στην ελληνική. Οι Έλληνες έκλιναν η ημέρα, της ημέρας, η σοφία, της σοφίας· έπειτα είπαν η γλώσσα, της γλώσσας, ο νεανίας, του νεανία, ο πατέρας, του πατέρα. Έτσι κλίνεται κι ο καφές στη γενική, με φωνήεντο, καθώς κι η γενική πατέρα, νεανία.

Οι γραικικές ετυμολογίες μεγάλη δυσκολία δεν έχουν. Ένας μαθητής μου μια μέρα ήρθε να με βρει και τον έβλεπα σα ζεματισμένο. «Δεν αξίζει τον κόπο, με λέει, να κάμει κανείς ετυμολογικό Γλωσσάριο της νεοελληνικής, γιατί αμέ­σως φαίνεται η παραγωγή κάθε λέξης και πολλή δουλειά δε θέλει να την ετυμολογήσουμε. Πού είναι οι λατινικές γλώσσες! Εκεί τουλάχιστο χαίρεται κανείς να βρει πράματα που δε βρίσκουν άλλοι και με τη μελέτη, με τη δυσ­κολία, ανάφτει και ξανοίγει ο νους του γλωσσολόγου κι ο κόσμος καμαρώνει». Είναι αλήθεια. Μεγάλη σοφία δε χρειάζεται για να διει κανένας από πού έρχουνται και το καμαρώνω του φίλου μου (καμάρα, κάμνω σαν την καμάρα, περηφανέβουμαι), κι άλλα μερικά, σαν το σιμώνω (σιμός, σιμόω, σιμώσας τον αυχένα, ένας που σκύφτει το λαιμό, που έρχεται πιο κοντά σ’ ένα μέρος παρά που ήταν πριν, που κοντέβει· η εθνική μας εορτή ογλήγορα σιμώνει —πλησιάζει, έλεγε ένας ποιητής), στρίφτω, στρίφτω το μουστάκι μου (εις τρίβω), γερός (υγιηρός), άσπρος (asperum, πρβλ. Gloss. Laod. 72, 1, 19, Essais de gram. hist. II. σελ. 79· «δηνάριον τραχύ... λευκόν, asprum[40]». Άλλα πάλε πολλά είναι ανεξήγητα, εδώ, όχι, έτσι, μαζί. Θα μας φανούν έφκολα κι αφτά, άμα μάθουμε τους διάφο­ρους τύπους που έχει η ίδια λέξη στις διάφορες χώρες. Πρώτα πρώτα πρέπει κανείς να μελετήσει καλά τους φωνο­λογικούς νόμους, μ’ άλλα λόγια να καταλάβει και ν’ ακούσει, πώς προφέρνουν τις πιο συνηθισμένες λέξες σε κάθε τόπο, το εγώ, το δια, το πατέρας, πώς κλίνουν κάθε όνομα και κάθε ρήμα κι από κει να βγάλει γενικούς κανόνες. Για να ετυμο­λογήσουμε μια λέξη, ας πούμε τ’ όνομα Φλάτσα, πρέπει να μάθουμε α’) αν τ’ άτονο ι μέσα σε δυο φωνήεντα χάνεται ή όχι στη χώρα που έχουν τον τύπο Φλάτσα, δηλαδής αν προφέρνουν τέτοιο ι· β’) αν η πλοκή κι, κε, καταντά τσι, τσε σ’ αφτή τη χώρα· γ’) αν το σ δε θέλει κατόπι του ι κι αν η συνήθεια είναι να λεν άξος, σώπα, αντίς άξιος, σιώπα. Άμα είναι τέτοια συνήθεια, φαίνεται αμέσως η ετυμολο­γία κι έχουμε κάθε δικαίωμα να πούμε που το Φλάτσα, άλλο δεν είναι παρά Φυλάκια, φυλάκιον, φυλακή[41], γιατί τό­τες κι οι φωνολογικοί νόμοι είναι σύφωνοι και το Φυλάκια γίνεται Φλάτσια, Φλάτσα ταχτικά. Αν όμως στη χώρα που θ’ ακούσετε να λένε Φλάτσα, δεν είναι συνήθεια να χά­νεται τ’ άτονο ι μέσα σε δυο φωνήεντα και με λ κατόπι, αν το κι δε γίνεται τσι, αν το σ θέλει ι, τότες η ετυμολογία μας δεν αξίζει. Πρέπει να γυρέψουμε άλληνα. Η ετυμο­λογία δεν είναι για διασκέδαση· θέλει μάθηση και σκέψη.

Κάθε λέξη είναι όμως ιστορικό, είναι και ψυχολογικό μνημείο. Δε φτάνει να την ετυμολογούμε, μόνο και μόνο για να μάθουμε την παραγωγή της· από τη σπουδή της μπορεί να φεληθεί κι η ιστορία. Θα είχε κανείς πολλά να πει για τέτοιο αντικείμενο. Ο γλωσσολόγος θα κοιτάζει την ψυχολογική αξία αφτής της μελέτης. Το περίεργο θα ήταν ίσια ίσια να μπορούσε κανείς να βρει το δρόμο, την ψυχο­λογική σειρά που πήρε κάθε λέξη για ν’ αλλάξει νόημα. Πρέπει κανείς, για τέτοια δουλειά, να διαβάσει το βιβλίο που θα τυπώσει σε λίγο ο σοφός μου φίλος και δάσκαλος Α. Darmesteter. [Τ’ αξιόλογο αφτό το βιβλίο είναι τώρα τυπωμένο· De la vie des mots, Paris, 1887.]

Εκεί θα βρει τον καλύτερο οδηγό και δεν είναι ανάγκη να σας πω όσα θα σας πουν άλλοι με πολύ πιότερη γνώση. Από τη γλώσσα κι από τις λέξες βλέπει κανείς αν ένας λαός έχει φαντασία και ποίηση ή όχι. Ο λαός δεν αγαπά να λέει ξερά τα πράματα κι η γλώσσα του είναι γεμάτη εικόνες. Αφτές οι εικόνες είναι σαν τα χρώματα σε μια ζουγραφιά· στολίζουν κι ομορφαίνουν τη γλώσσα. Την κάμνουν και φαντάζει. Με τη φαντασία του λαού όλη η φύση ζωντανέβει και στ’ άψυχα πράματα δίνει ψυχή. Όσα βλέπει, είναι φαντασία· φαντά­ζεσαι κάθε πράμα και θα πει το καθετίς σαν που το φαν­τάζεται και το βλέπει. Testa σημαίνει tesson· ο λαός το ’καμε tête, και σημαίνει σήμερα κεφάλι. Για να πει που περπατεί γρήγορα, θα το φέρει, έκοψα δρόμο, τον έκαμα κομμάτια κι έτσι λιγόστεψε, πρβλ. το carpere prata fuga, του Βεργίλιου. Ή μπορεί ακόμη να σε πει· πήρε δρόμο, τον έκαμε κι έγινε δικός του, πρβλ. gagner pays. Έπειτα ξεχνά την αρχική σημασία και τότες του χρειάζεται και­νούρια εικόνα. Δεν καταλαβαίνει πια κανείς σήμερα στη Γαλλία που tête σημαίνει tesson. Για τούτο θ’ ακούσετε να σας το πει ο λαός· ta boule = la tête, le caisson = το κεφάλι (se faire sauter la caisson), και το λέει έτσι, ίσια ίσια με τον ίδιο τρόπο που είπε πρώτα la tête. Για τον ετυμολόγο, η λέξη tête δεν έχει πιότερη εβγένεια παρά το caisson ή ta boule· το ίδιο νόημα έχουν κι οι δυο. Όποιος θελήσει να μιλήσει χωρίς να βάλει στη γλώσσα του καμιά μεταφορική εικόνα και προσπαθήσει να δώσει σε κάθε λέξη την ετυμολογική της και ξερή αξία, θα διει, αν το συλλογιστεί καλά, που θ’ αναγκαστεί να μείνει βουβός όλη του τη ζωή.

Η μεταφορά φαίνεται σ’ όλα τα λόγια που θα πούμε, και στα πιο συνηθισμένα. Στη γλώσσα μας έχουμε λέξη διαβάζω, που σημαίνει περνώ. Στο μεσαιώνα έλεγαν ακόμη·


Ολόκληρον εδιάβασα μήναν εις τον ξενώνα.

(Πρόδρ. Ε’, στ. 88)


Ύστερα το διαβάζω[42] πήρε τη σημασία του αναγινώσκω, που και κείνο άλλο δε θα πει παρά αναγνωρίζω. Το διαβάζω έχασε όλους διόλου σήμερα στην κοινή συνήθεια, το νόημα που είχε στο στίχο του Πρόδρομου. Για τούτο θ’ ακούσετε πολλούς να σας πουν· Πέρασα το τάδε βιβλίο μια φορά ή δυο φορές. Την ίδια εικόνα μεταχερίζεται πάλε, γιατί η πρώτη πάλιωσε και του χρειάζεται άλλη που να μοιάζει με την πρώτη. Πολλοί νεολογισμοί έχουν τέτοιο λόγο· η φαντασία του λαού είναι ζωηρή κι όλο θέλει καινούριες μεταφορικές εικόνες[43]. Δεν ξέρω τι σημασία είχε η λέξη ρις, ρινός στους αρχαίους μήτε ποια είναι η ρίζα της· βέβαια μήτε με το ρέω (γιατί ε, κι όχι ι;) [Curtius, p. 352. Με δίκιο δε βάζει το ρις μαζί με το ρέω.] μήτε με το ρέγχω έχει καμιά συγγένεια. Πολύ γρήγορα χάθηκε η λέξη, γιατί δεν είχε πια καμιά νοστιμάδα για το λαό και δεν έβλεπε κα­νείς τι μπορούσε να πει ρις. Πιο έφκολα μας έρχεται να καταλάβουμε τι σημαίνει μύτη. Μύτις, μύτιδος, θα πει μούτσουνο. Κανείς όμως σήμερα, λέγοντας μύτη, δεν πάει πια να συλλογιστεί το μούτσουνο· μπορεί μάλιστα, πουθενά στην Ελλάδα, να λεν τη μύτη μούτσουνο (έχει μεγάλο μούτσουνο[44] = μύτη), γιατί η λέξη μύτη άλλο δε θυμίζει σ’ όλο τον κόσμο παρά την αθρώπινη μύτη, ό,τι θύμιζε στους αρχαίους κι η λέξη ρις, ρινός, που θα είχε πρώτα ποιος ξέρει τι σημασία. Για να πούμε όλη την αλήθεια, - και χρωστούμε να την πούμε,- ο λαός μας μεγάλη φαντασία δεν έδειξε σε τέτοιες ονομασίες· άφησε τις αρχαίες λέξες απάνω κάτω παντού όπως ήταν τις βάσταξε με το ίδιο νόημα, χωρίς να τις αλλάξει, χωρίς να βρει καινούριες εικόνες, χωρίς ο νους του να πλουτίσει τη μεταφορική λεξικολογία. Όταν ο λαός λέει κεφάλι, μέτωπο, χείλια, στόμα, δόντια, γλώσσα, αφτιά, ποδάρια, δάχτυλο, νύχι, φρύδια, στήθος, χέρια, δε βλέπουμε να πήρε δρόμο η φαντασία του και καμιά ζωηράδα δε μας φανερώνει ο νους του. Μιλεί σαν τους αρχαίους, και τόσο πνέμα δε χρειάζεται για να λέει κανείς τα πράματα ίσια σαν που τα ’λεγαν τρεις χιλιάδες χρόνια πριν. Η φωνολογία μόνη άλλαξε, γιατί έπρεπε ν’ αλλάξει με τους ιστορικούς νόμους της γλώσσας μας· το νόημα έμεινε. Μόλις σε κάτι λέξες σαν κορμί (σώμα), μαλλί (θρίξ), μάτι (οφθαλμός), ματόφυλλα (βλέφαρα), έδειξε ο λαός κάποια φαντασία, κάποια ποίηση.

Ο σκοπός του λεξικολόγου είναι να μας δείξει με τη μελέτη που θα κάμει τι γίνεται μέσα στην ψυχή του αθρώ­που, πώς αλλάζει νόημα μια λέξη και τι μπορεί να μας μάθουν τέτοιες αλλαγές για την ιστορία, για τα ήθη, για τα έθιμα, για το νου και για το χαραχτήρα ενός λαού. Το επίθετο νόστιμος θα πει κάτι ή κάποιος που γυρίζει σπίτι, που ξανάρχεται στην πατρίδα. Νόστιμον ήμαρ λέει ο Όμηρος· είναι η μέρα που ξαναβλέπει κανείς τους δικούς του. Είναι μια χαρισάμενη μέρα. Ο ξένος που όλο ταξιδέβει, δεν έχει τέτοια τύχη· για τούτο ξένος σημαίνει και δύστυχος. Αχ! ο ξένος! πέθανε και πάει, σας λέει ο λαός. Από κει φαίνεται όλος ο Γραικός· ξέρετε που είναι ένα σωρό δημοτικά τραγούδια για την ξενιτιά. Ένας ποιητής στο μεσαιώνα λέει μάλιστα·

Η ξενιτιά κι ο θάνατος αδέλφια λογούνται[45].

Η μεγαλύτερη δυστυχία για το Γραικό είναι η ξενιτιά, το πιο νόστιμο απ’ όλα, η πατρίδα.

Κανένας όμως δε βαστά σπαθί στο χέρι, κανένας δε μας βιάζει και καλά, θέλουμε δε θέλουμε, να δώσουμε ετυμολογίες, να βρούμε την ψυχολογική σειρά που ζητούμε.

Όταν κανείς δεν μπόρεσε ακόμη να λύσει ένα πρόβλημα που μελετά, δεν έχει καμιά ανάγκη να μιλήσει. Η αρχή της επιστήμης είναι, πολύ απλή και πολύ δύσκολη· φτάνει να μάθει κανείς, εκεί που πρέπει, να λέει τις δυο λέξες· δεν ξέρω. Είναι πολλά πράματα που δεν μπορούμε να τα κα­ταλάβουμε· ωστόσο έχουν όλα το λόγο τους. Ο ουρανός είναι αιώνιο μυστήριο για τον άθρωπο. Ας είναι όμως ο κόσμος πρόβλημα ανεξήγητο· ποιος θα πει τη φύση βάρβαρη; Η γλωσσική ενέργεια του αθρώπου είναι μυσ­τήριο και κείνη, μυστήριο σπουδαίο, γιατί μας ανοίγει την ψυχή και μας φανερώνει την ιστορία ενός λαού. Ένας βυζαντινός ποιητής είπε κάπου·

Άνθρωπος, όταν περπατεί, κόσμος μικρός υπάρχει[46]

Θα ’λεγε μεγαλύτερη αλήθεια, αν έγραφε με τη γλώσσα του·

Άνθρωπος, όταν ομιλεί, κόσμος μικρός υπάρχει.

Ο κόσμος αφτός είναι μάλιστα κόσμος μεγάλος. Η επισ­τήμη έχει δυο αντικείμενα κι αφτά τα δυο όλο μελετά· τη φύση και τον άθρωπο. Όσο σπουδάζουμε τη φύση, πρέπει να σπουδάζουμε και τον άθρωπο. Έχουν την ίδια σημασία, την ίδια αξία. Η χυμική αστρονομία μας έδειξε μάλιστα, δεν είναι τώρα πολύς καιρός, την υλική ενότητα του κόσμου[47] και μας έμαθε που ό,τι βλέπουμε να γίνεται στον άθρωπο μέσα, γίνεται και στους ουρανούς. Τ’ άστρα και κείνα αιώνια δεν είναι· σαν τον άθρωπο γεννιούνται, μεγαλώνουν και σβήνουν. Εν το παν. Τ’ αρχαίο το ρητό σήμερα μόνο φαίνεται αλήθεια. Δεν πρέπει λοιπό ν’ αμελούμε καμιά μελέτη, όσο μικρή κι αν είναι. Όποια σπουδή είναι ικανή να μας ανοίξει τα νου, να μας μάθει τίποτις για τον υλικό βίο και τη φύση του κόσμου, ή για τον κρυφό οργανισμό του αθρώπου και της ψυχής του, είναι μεγάλη, είναι σοβαρή κι άγια σπουδή, γιατί μόνη της θα μας φανερώσει τα δυο μεγάλα, σοβαρά κι άγια μυστήρια, την αθρωπότητα και τον κόσμο.

Είναι μια χαρά για μένα να συναναστρέφουμαι μαζί σας και καλοσύνη δική σας να μ’ ακούτε· ας το πω τώρα και γω, είναι σήμερα για μένα μια πολύ νόστιμη μέρα. Μόνοι σας εσείς είστε άξιοι να λύσετε τα ιστορικά προβλήματα που μας προτείνει η γλώσσα μας και να φωτίσετε όσους δεν ξέρουν. Από σας θα φωτιστώ και γω ο ίδιος, για τούτο μ’ αρέσει να συζητούμε μαζί τέτοια σοβαρά αντικείμενα. Δεν είναι του καθενός δουλειά να κρίνει και να μιλεί για τη γλώσσα, να την κατηγορεί ή να την υψώνει. Ένας φρόνιμος άθρωπος δε θα θελήσει να δώσει γνώμη παρά για τα πράματα που σπούδαξε και που ξέρει. Σας βεβαιώνω που άμα κανένας με μιλήσει για μηχανικά, γιατρική ή τριγω­νομετρία, αμέσως σωπαίνω. Δεν το ’χω μάλιστα διόλου ντροπή να του πω· «Σε παρακαλώ να με συχωρέσεις· μα δε νοιώθω από τριγωνομετρία». Μπορεί ένας να προκόψει πολύ στη φυσική ή στη χυμία, μπορεί να γίνει περίφημος μαθηματικός· μπορεί μάλιστα να ξέρει και δυο γράμματα· δε θα πει που είναι γλωσσολόγος, μήτε που η γνώμη του έχει την παραμικρή αξία, όταν έρθει να μας μιλήσει για τη γλώσσα. Για να τον ακούσουμε πρέπει να κάμει τα γλωσ­σικά ζητήματα έργο κι όχι πάρεργο, να σας μιμηθεί, να τα μελετήσει σαν και σας, να σπουδάξει την αρχαία και τη νέα γλώσσα. Όποιος πήγε στο σκολειό, όποιος διάβασε Ξενοφώντα και παίρνει το κοντύλι να γράψει, δεν έγινε μ’ αφτό αρειοπαγίτης. Χρειάζεται κάτι παραπάνω. Να ξέρω που το ίστημι κλίνεται ίστης, ίσταμεν, η ράχη ράχις, ράχεως - και να δείξω στους άλλους που το ξέρω - μεγάλα πράματα δεν κατόρθωσα. Το ξέρουν και τα παιδιά. Για ν’ αποφασίσει κανείς τι είναι χυδαίο[48] και τι δεν είναι, να πει που η γλώσσα είναι πρόστυχη, που θέλει διόρθωση, που πρέπει να την καθαρίσουμε, δε φτάνει να γνωρίζει την αρχαία γραμματική, είναι ανάγκη να κοπιάσει να μάθει και τη νέα. Μάλιστα μπορούμε να πούμε χωρίς να κάμου­με λάθος, που όποιος μιλεί για διόρθωση δε μελέτησε αρ­κετά, όχι μόνο τα γραικικά, αλλά και την αρχαία γλώσσα. Πιο φρόνιμο είναι ν’ ακούμε όσους ξέρουν - και πιότερη τιμή θα μας κάμει.

Όποιος σήμερα μιλεί για γλώσσα, πρέπει πάντα να θυμάται την πρώτη αρχή της γλωσσολογικής επιστήμης. Η γλωσσολογία μας έμαθε που ο λαός και μόνος ο λαός έκαμε και πάντα κάμνει όλες τις γλώσσες του κόσμου. Είναι πολύ σπουδαίος όρος· η επιστήμη δεν ήβρε στα χρόνια μας καμιά αλήθεια που να ’χει πιότερη φιλοσοφία. Όσο κανείς δεν προσέξει αφτή την αλήθεια, δε θα μπορέσει να καταλάβει κανένα γλωσσικό φαινόμενο· όλα θα του έρχουν­ται σα χάος· άμα τη μάθει, αμέσως φωτίζεται όλη η ιστορία. Η αρχαία μας η γλώσσα μορφώθηκε με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια ψυχική ενέργεια, με τα ίδια λάθη που μορφώθηκε κι η σημερνή μας η δημοτική. Αφτά είναι γνωστά σ’ όλους τους γλωσσολόγους· είναι καιρός να τα ξέρουμε και μεις. Αλλιώς, ό,τι αν πούμε για τη γλώσσα δε θα μπορέσει ποτές να είναι σωστό, αφού για να κρίνουμε σωστά, θα μας λείπει πάντα η κυριότερη αρχή, - δε θα ’χουμε την ιστορική βάση.

Προτού να ’ρθουν οι Έλληνες στην Ελλάδα, πιοτού να χωριστεί η γλώσσα τους από την κοινή μητέρα την αρυο-εβρωπαϊκή, κι όταν κατόπι χωρίστηκε, όσοι μιλούσαν, όσοι, μ’ άλλα λόγια, έκαμαν τη γλώσσα, ήταν απλοί, αγράμματοι αθρώποι· κανένας δεν ταχτοποίησε, δε διόρθωσε τη γλώσσα τους. Όσα λάθη ακούσετε και κάμει σήμερα ο πιο πρόστυχος άθρωπος, τα ’καμναν και κείνοι στον καιρό τους. Θέλω να σας αναφέρω ένα παράδειμα. Η παραμάνα του μωρού μου συνηθίζει και λέει viande crute (crue)· μια μέρα τη ρώτηξα να με πει γιατί τα λέει έτσι. Μ’ αποκρίθηκε πολύ φυσικά· «Και βέβαια, αφεντικό, έτσι είναι το σωστό, αφού λέμε viande cuite: puisqu’on dit viande cuite». Στην εποχή που μορφώνουνται οι γλώσσες, τέτοια λάθη κάμνουν όλοι. Η γλώσσα που έγραψαν ο Πλάτωνας κι ο Θουκυδίδης ήτανε φορτωμένη με λάθη ακόμη πιο χοντρά. Ο άθρωπος είναι πάντα άθρωπος· η φύση του δεν αλλάζει· ό,τι λαό κι αν πάρετε, ό,τι εποχή κι αν πιάσετε να μελε­τήσετε, - ας είναι κι ωγύγια εποχή -, πάντα θα βρείτε στον άθρωπο μέσα την ίδια απροσεξιά, τους ίδιους ανόητους μεταπλασμούς. Είναι σήμερα η δόξα της γλωσσολογίας που τα κατάλαβε, και κατάλαβε πράμα πολύ σημαντικό, αφού μας δείχτει την αθρώπινη φύση όπως είναι, όχι όπως τη φαντάζουνται όσοι δεν τη μελέτησαν. Η γλωσσολογία πήγε μάλιστα πολύ πιο μακριά· μπόρεσε ν’ αναστήσει όλο τα γραμματικό σύστημα της αρυο-εβρωπαϊκής, χωρίς να ’χει μήτε ένα μνημείο κείνης της εποχής. Ξέρει με τι τρόπο μιλούσαν, είναι τώρα χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια, είδε μάλιστα που μιλούσαν πάντα με τα ίδια λάθη.

Έπρεπε αφτά να διδάσκουνται χωρίς άλλο στο σχολειό ή τουλάχιστο στο πανεπιστήμιο. Είναι αλήθεια που για ν’ αραδιάσει κανείς όλα τα λάθη της αρχαίας, θα του χρειάζουνταν καμιά δεκαριά τόμοι, χίλιες σελίδες ο κάθε τόμος. Μα φτάνει να πάρει τις πιο συνηθισμένες λέξες κι αμέσως φαίνεται το πράμα. Η αιτιατική εμέ στην αρχή δεν είχε ε· έβαλαν ένα ε οι αρχαίοι μόνο και μόνο γιατί άκου­γαν ένα ε στην ονομαστική εγώ. Έτσι και μεις σήμερα λέμε εσύ, με ε, γιατί βλέπαμε ε στην αιτιατική εμέ (εμένα) και στην ονομαστική εγώ· ακλουθήσαμε το δρόμο που μας έδειξε η αρχαία η ίδια. Το δέφτερο πρόσωπο του παθητικού πα­ρακείμενου δέδοσαι και του παθητικού ενεστώτα δίδοσαι δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να ’χει σ, αφού ξέρουμε που το σ ανάμεσα σε δυο φωνήεντα χάνεται πάντα στην αρχαία· π.χ. λύη, όχι λύεσαι, ελύου, όχι ελύεσο, μουσάων, όχι μουσάσων, γένεος, όχι γένεσος κτλ. κτλ. Άκουγαν όμως κάθε ώρα τους παρακείμενους κι υπερσεντελικούς λέλεκ-σαι, ελέλεκ-σο νόμισαν τότες που ο παρακείμενος έχει πάντα το σ, ακόμη κι όταν είναι φωνήεντο μπροστά στην κατά­ληξη, κι όχι σύφωνο καθώς στο λέλεκ-σαι· από κει βγήκε ο παρακείμενος δέδοσαι· ο παρακείμενος έφερε και τον ενεστώτα δίδοσαι, γιατί τους φάνηκε που την ίδια κατάληξη έπρεπε να ’χουν κι οι δυο αφτοί χρόνοι. Σώζουνταν όμως πάντα το δέφτερο πρόσωπο λύη· εμείς το σιάξαμε κι αφτό και βάλαμε, παντού στον παθητικό την κατάληξη -σαι. Η αντωνυμία ημείς δεν είχε πρώτα δασεία· την πήρε από το δέφτερο πρόσωπο υμείς. Βλέπετε που οι αρχαίοι έκαμαν απάνω κάτω τον ίδιο λογαριασμό που έκαμνε κι η παραμάνα. - «Ημείς βέβαια! Έτσι είναι το σωστό, αφού λέμε υμείς». Δε φτάνει μάλιστα τούτο· το η της αντωνυμίας ημείς ήταν πρώτα ασμείς. Οι Έλληνες χάλασαν το λοιπό τον τύπο ασμείς και τον έκαμαν ημείς· βάσταξαν όμως παράλογα την πλοκή σμ στο πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού εσμέν, γιατί θαρρούσαν πως θέλει σ σαν το δέφτερο πρό­σωπο εστέ. Με την ίδια αναλογία, φτιάξαμε και μεις την αντωνυμία εσείς, γιατί είχαμε το πρώτο πρόσωπο εμείς, που και κείνο πήρε το ε από την αιτιατική εμέ· το ουσιαστικό μας ρήμα είμαι, είσαι, είναι, αν το συγκρίνετε με την κλίση της αρχαίας της κοινής ειμί, ει, εστί, θα σας φανεί πολύ πιο ορθό, αφού αρχίζει και τελειώνει με τα ίδια φω­νήεντα ίμε, ίσε, ίνε. Το είναι ήταν πρώτα ένι· ύστερα έγινε έναι κι έπειτα είναι· έμοιαζε με το πρώτο πρόσωπο και με το δέφτερο, όπως έμοιαξε το εσμέν με το εστέ, εστί κτλ.

Βλέπω που πολλοί προσπαθούν όλο και λεν κάθημαι αντίς κάθουμαι. Βέβαια θα νομίζουν που ο τύπος κάθημαι είναι πολύ πιο κανονικός. Δεν είναι όμως διόλου. Το κάθημαι είναι παραφθορά· έπρεπε οι αρχαίοι να το πουν κάθησμαι, με το ίδιο σ που έχει το δέφτερο και τρίτο πρόσωπο ήσαι, ήσται. Το τρίτο πρόσωπο κάθηται είναι μάλιστα λάθος διπλό. Δεν είχε μ και μόλον τούτο έλειψε το σ, μόλον ότι έλεγαν ήσται· έγιναν το λοιπό δυο τύποι αντίθετοι, ήσται με σ, και κάθηται χωρίς σ. Ο μόνος σωστός τύπος θα ήταν κάθησται. Το είπαν όμως χωρίς σ, γιατί δεν άκουγαν το σ στο πρώτο πρόσωπο κάθημαι· νόμιζαν που η ρίζα ήταν κάθη- και τους έφτανε να βάζουν την κατάληξη μόνο, -μαι, -σαι, -ται. Για να ομαλώσουν όλο τον ενικό, έκλιναν τα λοιπόν κάθηται χωρίς σ. Έτσι και μεις ομαλώσαμε όλα τα ρήματα κι έχουμε παντού στην παθητική φωνή ου μπρο­στά στην κατάληξη -μαι. Για τούτο λέμε πολύ σωστά κάθουμαι, όχι κάθημαι. Άμα πάρει κανείς έναν τύπο της αρχαίας, θα διει που είναι τύπος χαλασμένος. Η γενική πληθυντική μουσών και κείνη, δεν είναι μήτε γνήσιος μήτε ορθός τύπος· η γενική μουσάων είναι πολύ καλύτερη, αφού είναι πιο αρχαία. Μάλιστα, όποιος τα θελήσει όλα ακόμη πιο ορθά, θα πρέπει να πει μουσάσων· ύστερα και το μουσάσων πρέπει να τ’ αφήσει και να το κάμει μονσjασων και στο τέλος να λέει μόνο μον-τ-j-ασων, γιατί αφτός ο τύπος είναι ο πιο αρχαίος· όλοι οι άλλοι είναι τύποι χα­λασμένοι, είναι λάθη. Αν κανείς σας ρωτήξει με τι δικαί­ωμα βγαίνει άξαφνα ένας και κλίνει σαν το λαό της γλώσ­σας αντίς γλώσσης, αμέσως τονέ ρωτάτε γιατί κλίνει ο ίδιος μουσών, εκεί που είναι πολύ λιγότερο λάθος να πει μουσάων κτλ. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση· όποιος ανοίξει το στόμα για να πει δυο λόγια - ας μιλήσει ό,τι γλώσσα θέλει - πάντα θα κάμει άπειρα λάθη. Γλώσσα ιδανική κι απόλυτος τύπος δεν υπάρχουν πουθενά. Κανείς όμως δε βρέθηκε ως τώρα να κατηγορήσει τους αρχαίους, που χά­λασαν τη γλώσσα τους. Και για ποιο λόγο δεν τους κατη­γορούμε; Γιατί η επιστήμη σέβεται την ιστορία και τα έργα του λαού.

Έτσι θα καταλάβουμε όλη την αξία της δημοτικής και θα διούμε που είναι τόντις συνέχεια της αρχαίας. Μια γλώσσα αλλάζει μοναχή της· δεν έχει ανάγκη, για ν’ αλλάξει, να τη μιλήσουν ξένοι, ή να ζήσει με ξένους ένας λαός. Τέτοιες ιδέες δεν τις έχει πια σήμερα κανείς. Πιο αρχαία μιλεί ο λαός από μας, γιατί τους τύπους που συνηθίζει, τους πήρε από την αρχαία και δεν πέρασε μια στιγμή από τα χρόνια του Περικλή που να μη βρεθούν αφτοί οι τύποι στο στόμα του· τους δικούς μας τους τύπους τους έχουμε παρμένους από τα βιβλία. Δεν είναι πατρο­παράδοτοι.

Ποιος θα ’ρθει το λοιπό να πει τώρα ενός λαού· - «Τη γλώσσα που μιλείς, δεν τη θέλω, γιατί δεν είναι κανονική· να πάρεις τη δική μου που έχει γραμματική!» Τέτοιος λόγος με φαίνεται - και θα σας φαίνεται και σας - τουλάχιστο κάτι παράξενος, για να μην πούμε άλλο. Είναι σα να ’λεγε που κρίνει πιο σωστά και που έχει πιότερη γνώση παρά ένα έθνος αλάκαιρο. Μπορούν όμως μια εκατοστή αθρώποι, εκεί που είναι χιλιάδες και χιλιάδες άλλοι, να πιστέψουν και να πουν που τη φρόνηση μόνοι τους εκείνοι την έχουν; Ξεχνούν το ρητό· Vox populi, Vox Dei. Ξεχνούν που ο Χριστός ύψωνε τους φτωχούς, και που μιλούσε τη γλώσσα τους. Είμαι βέβαιος που όταν ακούτε τέτοια λόγια, παίρνετε το σύστημα που πήρα και γω μ’ όσους έρχουνται και με λεν που η γλώσσα μας θέλει διόρθωση ή που είναι πρόστυχη και βάρβαρη. Χαμογελώ μ’ όση γλύκα μ’ έδωσε ο Θεός, κάμνω το χαρούμενο, κουνώ χίλιες φορές το κεφάλι, το βάζω ίσια με κάτω κι όλο λέω· «Ναι! Ναι! Έχετε δίκιο! όλο Ναι!» Με τα σωστά του να φιλονικήσει κανείς για τέτοια πράματα, να μιλήσει σοβαρά, είναι αδύνατο· χάνει άδικα την ώρα του. Θυμούμαι το λόγο του Σπανέα· πρέπει, λέει, ένας φρόνιμος άθρωπος μόνο με τους φρόνιμους να πολεμά, με τους φρόνιμους ο πόλεμος βαστά ένα μερόνυχτο,


Του δε ζαβού και πελελού χρόνον—και πάλιν άρχει[49].


Δε θα καταπείσουμε ποτές έναν άθρωπο που έχει τέτοιες ιδέες - και του κάκου πολεμούμε.

Σπουδασμένοι, σοφοί και σοβαροί άντρες, σαν και σας μπορεί μόνοι τους να δώσουν και μια γνώμη σε τέτοια ζητήματα. Όποιας ιδέας κι αν είστε, η ιδέα σας θα ’χει πάντα πέραση στον κόσμο. Καταλάβετε μάλιστα πολύ σωστά και πολύ φρόνιμα που δεν μπορεί κανείς να γράφει δυο γλώσσες, να ’χει δυο τυπικά, δυο φωνολογίες, δυο γραμματικές, μια αρχαία και μια νέα, πλάγι πλάγι τη μια με την άλλη, — να κάμνει συμβιβασμούς, να βάζει κοντά κοντά, σαν που το είπαν, τον Περικλή και το βαρκάρη. Είδετε που τέτοιο σύστημα δεν έχει τον τόπο του. Ν’ ανακατώσει κανείς αρχαία και νέα μαζί, να βάζει στο ίδιο κατεβατό δυο γλώσ­σες, δυο ιστορίες, δυο αντίθετες εποχές, τα χρόνια του Σοφοκλή και τα δικά μας, δεν προσέχει την ουσία της τέχνης, που θέλει ενότητα κι αρμονία. Σας το μολογώ φανερά, ένα θα, ένα με, ένα μικρούτσικο να με χαλνά την όρεξη, με φαρμακώνει τη χαρά μου, όταν πάρω να διαβάσω καμιά σελίδα γραμμένη στην αρχαία γλώσσα. Σ’ αφτό μόνο δε συφωνώ με την καθαρέβουσα· ή πρέπει να γράφουμε όλους διόλου την αρχαία, χωρίς να κάμουμε ποτές λάθος, ή τα πατρικά μας τα γραικικά. Όποιος λέει πως η γλώσσα προχώρησε, όποιος θέλει να προχωρήσει, πρέπει δίχως άλλο να φέρει πίσω και τη σύνταξη της αρχαίας. Δε φτάνει να κλίνει πατήρ και πατράσι, να συνηθίζει λίθους αντίς πέτρες· είναι απαραίτητο να φανεί αττικός σε κάθε φράση που θα γράψει. Αλλιώς θ’ ακούσει να του πουν ό,τι μ’ έλεγε μια μέρα ένας σοφός και μεγάλος ελληνιστής· C’est une grande faute de goût de ne pas sentir que la langue ancienne, telle qu’il serait humainement possible d l’écrire aujourd’hui, sera toujours moins correcte et moins élégante que la langue vulgaire». Έτσι είναι. Η αρχαία η γλώσσα δεν μπορεί σήμερα να είναι παρά μισή γλώσσα· η δημοτική είναι γλώσσα σωστή. Κάλλια το λοιπό να μην τα θέλουμε όλα μισά. Αν είναι μάλιστα ο σκοπός μας να δείξουμε που δεν άλλαξε ή που δε χάλασε η γλώσσα, είναι ανάγκη να φύγουν τα να και τα θα· ένα θα κι ένα να, ας είναι κι ένα με (μετά) φτάνει μοναχό του για να δείξει σ’ όσους ξέρουν από γραμματική, που η γλώσσα έπαθε πολύ πιο σπουδαίες μεταβολές παρά όταν πει κανείς πατέρας, κόρη, ίσκιος, τραπέζι, πουλώ κι όλα τ’ άλλα. Την ίδια παρατήρηση πρέπει να κάμουμε και για την υποταχτική με το να ή με το ίνα. Όποιος γράφει θέλω ίνα ποιήσω, με μιας καταστρέφει την αρχαία· αμέσως βλέπουμε που άλ­λαξε όχι μόνο η γλώσσα, μα που άλλαξε κι ο νους· από συθετική που ήταν, έγινε η γλώσσα αναλυτική. Έτσι φαίνεται όλη η διαφορά, και μάλιστα στο θέλω ίνα ποιήσω, φαίνεται πολύ πιότερο παρά στους τύπους δόντια, μάτια, στόμα, ράχη, ποδάρια κτλ., γιατί σ’ αφτές τις λέξες άλλαξαν οι τύποι, οι ιδέες δεν άλλαξαν. Αν πάλε, σαν που με το λεν πολλοί, δε γράφουν ίνα ποιήσω τάχατις για να δείξουν πως δεν άλλαξε η γλώσσα και που τέτοιος δεν είναι ο σκοπός τους, τότες με φαίνεται πιο απλό και πιο έφκολο να γράψει κανείς θέλω να κάμω, αφού είναι το ίδιο. Αν άλλαξε, άλλαξε και με τη μια φράση και με την άλλη. Το θέλω να κάμω το καταλαβαίνει τουλάχιστο και το λέει όλος ο κόσμος. Κάτι θα πει κι αφτό. Αν έγραφα την καθαρέ­βουσα, θα ’γραφα αμέσως θέλω ποιήσαι. Θ’ ακολουθούσα το δικό σας το σύστημα, που με φαίνεται το μόνο σωστό, γιατί ξέρετε και δεν ανακατώνετε τις δυο γλώσσες. Άκουσα πολλές φορές να πουν πως είστε la citadelle de purisme· είναι έπαινός σας. Παρατήρησαν παντού μάλιστα στην Εβρώπη, όταν ήρθε η πρόσκλησή σας, που αντίς υποτα­χτική με το να, βάλετε πολύ πιο φρόνιμα απαρέφατα.

Να σας πω το κάτω κάτω, δε με μέλει για τη γλώσσα που γράφει κανείς· φτάνει να βγει τίποτις από τα λόγια που θα με πει, φτάνει ο λόγος του ν’ αξίζει και να ’χει μέσα και δυο ιδέες, να με μάθει πράματα που δεν ξέρω. Κοιτάζω την ψυχή κι όχι μόνο τη φορεσιά, το νου κι όχι μόνο το τυπικό. Ο λαός κάθε μέρα στο Πα­ρίσι συνηθίζει και λέει τις λέξες ciel (le ciel de mon lit, un ciel de boue, όταν είναι βροχή), n’ est pas (il n’est pas bête!), plus (plus souvent!), pur (c’est pure blague), que (pas si bête que ça), le fond (le fond du sac), mon coeur (gentil comme un coeur). Με τους ίδιους τύπους, με τις ίδιες λέξες σας βγάζει ο Ρασίνας τον περίφημο στίχο που έχει τόση νοστιμάδα και γλυκύτητα·

Le ciel n’est pas plus pur que le fond de mon coeur.

H γλώσσα είναι ό,τι την κάμει ο νους. Η εβγένεια είναι μέσα στην ψυχή, όχι στα λόγια. Τα λόγια δεν έχουν άλλη ζωή παρά τη ζωή που τους δίνει ο άθρωπος, άλλη ποίηση παρά την ποίηση που έχει μέσα του και κείνος. Είναι παιδιά του. Σκλάβοι τους δεν είμαστε; Ο νους είναι που ζωντανέβει τη γραμματική. Φτάνει να ’χουμε μια ιδέα, να τρέμει η καρδιά μας και βλέπετε αμέσως και τη γλώσσα να χύνει όλα της τα λουλούδια· βλέπετε την κάθε λέξη να λάμπει σαν ολόφωτο φεγγάρι.

Ξέρω τι θα με πείτε· δεν έγραψαν πάντα μήτε σ’ όλους τους τόπους τη γλώσσα που μιλούσαν[50]. Είναι βέβαιο. Μάλιστα στ’ ανατολικά μέρη φαίνεται μια κάποια διγλωσσία να είναι νόμος ιστορικός. Στην Καλκούτα και στο Μπέναρες, ακόμη και σήμερα, τυπώνουνται φημερίδες σασκριτικές· κανείς όμως δε μιλεί σασκριτικά. Στην Κίνα η γλώσσα του λαού δε γράφηκε ποτές. Οι Άραβες άλλη γλώσσα μιλούν κι άλλη γράφουν. Έτσι και μεις. Άλλους πάλε τους αρέ­σει να ’χουν έναν κύκλο φίλους και τους φτάνει να τους δια­βάζουν οι φίλοι τους μόνοι. Οι Αλεξαντρινοί τέτοιο σύστη­μα είχανε. Δεν τους έμελε για τον όχλο. Συχνά μάλιστα κανείς είναι αναγκασμένος να μιλεί για λίγους, γιατί και λίγοι τον ακούν. Τότες το κάμνει έφκολα σύστημα. Τέτοια τυχαίνουν, όταν είναι μια φιλολογία στην παρακμή της. Όταν είναι καλοκαίρι, ο ήλιος φέγγει για όλο τον κόσμο, τα δέντρα για όλους πρασινίζουν ένας λαός, στις καλοκαι­ρινές του τις ώρες, δεν ξέρει τέτοιες νοστιμάδες και δεν έμαθε ακόμη να πουλεί σοφίες. Τα συστήματα που λέμε φαίνουνται μόνο και βγαίνουνε στη μέση, ή όταν ακόμη δε μορφώ­θηκε καινούρια γλώσσα, σα στον καιρό του Ντάντε που γύρεβε ο καθένας να γράφει, λατινικά, ή στα χρόνια που χά­θηκαν οι δόξες οι παλιές και που η ποίηση βαστιέται με τη μίμηση μόνο. Παν τα φώτα, παν οι μεγάλες ιδέες, κι ο κόσμος αποχαιρετά όλους τους ήλιους που βασιλέβουν. Κανείς πια δεν κοιτάζει ποίηση και φιλολογία. Ένας ποιητής, για να ελκύσει τους λίγους που απομνήσκουν, προσπαθεί να τους μαγέψει με κάτι μικρούτσικες, πολυδουλεμένες, πολύτεχνες νοστιμάδες.

Ένας όμως που φτάνει νέος σε μια νέα εποχή, που νοιώθει το κεφάλι του γεμάτο ιδέες, φαντασίες, εικόνες και­νούριες, δεν έχει καιρό να συλλογιστεί τόσες τεχνολογίες και να βάλει τέτοιες σοφίες με το νου του. Ένα μόνο γυρέβει, πως να πει γρήγορα και παστρικά ό,τι έχει να πει. Πρώτα βλέπει αν έχει τόντις να πει τίποτις· ύστερα γράφει. Δε θέλει να στολίσει μήτε την ιδέα του μήτε τη φράση του. Το στολίδι του είναι η αλήθεια· φτάνει να την ακούσει ο κόσμος, και τα λόγια του είναι καλά. Διέστε το Δημοστένη! Τι κεραβνός και τι λιοντάρι·. Ορμά ίσια στην αλήθεια· την αλήθεια θέλει· πρέπει να την καταλάβει ο κα­θένας και προσπαθεί όχι να τη συγυρίσει, όχι να χτενίσει την ιδέα του, μα να την πει με τρόπο που· να καταπείσει το λαό. Ένας μεγάλος συγραφέας είναι σαν καθρέφτης· στα λόγια του μέσα ο καθένας βλέπει την ίδια του την εικόνα. Στα βιβλία του ζει, αναπνέει, χαίρεται και λυπάται, κλαίει και γελά ένας αλάκαιρος αιώνας κι η αθρωπότητα όλη. Είναι κεντρικός σαν τον ήλιο και τον κόσμο φωτίζει· εκεί που ο ίδιος δεν ξέρω τι μου γίνεται μέσα μου και δε βρίσκω λόγια να το πω, εκείνος με το λέει και με κάμνει να καταλάβω την ψυχή μου. Μιλεί για το λαό και σαν το λαό. Τη γλώσσα του λαού θέλει. Ο λαός δε θα ξεχάσει τ’ όνομά του· όσα είπε θα μείνουνε στη μνήμη του λαού. Για να φανούν αριστουργήματα, χρειάζουνται δυο πράματα μόνο· νους με­γάλος και λόγος απλός. Ένα γερό κεφάλι δε γυρέβει πώς να φαντάξει, πώς να ξεσκονίσει μέσα από τα βιβλία καμιά σπάνια λέξη, για ν’ απορήσουμε με την τέχνη του. Δε γρά­φει για να φαντάξει. Δεν του μέλει για έπαινο και για δόξα· μήτε ξέρει τι είναι έπαινος και δόξα. Μπορεί τ’ όνομά του να δοξαστεί, εκείνος μήτε το βλέπει. Τι θα την κάμει τη δόξα; Του φτάνει να σας πει την ιδέα του και σας τη λέει με πόθο και ζέση - κι όποιος διαβάσει τα βιβλία του, νομί­ζει πως τον ακούει και μιλεί.

Οι ελπίδες μου είναι μεγάλες. Θα μας βγει βέβαια, μια μέρα κανένας τέτοιος ποιητής ή πεζογράφος. Δε γίνεται να κοπή η σειρά· ένα έθνος, που είχε μια φιλολογία σαν την αρχαία τη δική μας, θα βγάλει πάλε καμιά φιλολογία μεγάλη· θα ξανακάμει αριστουργήματα καινούρια. Για ν’ αξίζει όμως τους αρχαίους, για να μοιάζει με κεί­νους, δεν πρέπει να τους μιμηθεί, αφού στα χρόνια τους δε μιμήθηκαν κανένα. Ο ποιητής που προσμένουμε θα μιμηθεί την αθρώπινη ψυχή και τη φύση που θα βλέπει μπροστά του· έτσι έκαμαν όσοι έγραψαν ύστερα από τους αρχαίους στην Εβρώπη και βγήκαν ίσιοι με κείνους. Ώσπου να ’χουμε κανέναν Ντάντε ή κανένα Σαικσπείρο (είναι καλό να ’χει ένα έθνος το μάτι του στα πιο αψηλά βουνά), μπορούμε να πιάσουμε αλλιώς τη δουλειά και να μη γυρέβουμε απαρχής μεγαλεία. Για να γράψει κανείς την εθνική του γλώσσα, δε χρειάζεται διόλου να είναι έξοχος νους, ή να βγει αμέσως φωστήρας· φτάνει να ξέρει λίγη γραμματική. Που είναι ντροπή να γράφει κανείς την εθνική του γλώσσα, που η γλώσσα μας είναι βάρβαρη, ποιος Γραικός θα τολμήσει πια σήμερα να το πει και ποιος Γραικός να τ’ ακούσει; Με φαίνεται που πάλιωσαν αφτές οι ιδέες. Είναι ένας χωρατάς που κάμνουν κάποτες και να σας πω την αλήθεια άκουσα να με τον κάμουν και μένα. «Τι τάχατις; Τη γλώσσα του μάγερά μας θέλεις να γράφουμε;» Και βέβαια! Τού μάγερά μας τη γλώσσα θέλω. Πρώτα πρώτα σαν πιο φρόνιμο μ’ έρχεται να μιλούμε την ίδια γλώσσα, γιατί αν του μιλήσουμε άλληνα, άξαφνα μπορεί να μη μας καταλάβει και να μη βρούμε φαγί να φάμε· αν ο λαός δε μας καταλάβει, έτσι κι αφτή μας η φιλολογία θα πεθάνει από την πείνα. Μάθαμε μάλιστα, - και δεν ήταν ανάγκη να προκόψει πολύ η φιλολογία για vα μας το δείξει - που ο Σαικσπείρος, ο Βολταίρος κι ο Γκέτες έγραφαν και μιλού­σαν ίσια ίσια του μάγερά τους τη γλώσσα. Όταν ο Βολ­ταίρος έλεγε je suis, tu es, il est, ο Γκέτες ich bin, du bist, er ist, ο Σαικσπείρος I am, he is, έτσι απαράλλαχτα το ’λεγε κι ο μάγεράς τους σε κείνα τα χρόνια και το λέει ακό­μη και σήμερα. Δεν είχε ο ένας τύπους ειμί, ει, εστί, πατήρ, πατράσι κι ο άλλος τύπους είμαι, είσαι, είναι, πατέρας, τους πατέρας στους πατέρας. Να μιλεί κανείς σαν το μάγερά του ή vα μιλεί τη γλώσσα του μάγερά του, είναι πράματα όλους διόλου διαφορετικά. Είδετε πουθενά καμιά γλώσσα που να μην τη μιλούν κι οι μάγειροι; Είδετε που­θενά κανέναν ποιητή που vα μη συλλογιέται τίποτις άλλο παρά κρέατα, βόδια, αρνιά, όρνιθες, ψάρια, αλάτι και πι­πέρι, ξύδι και λάδι; Όχι! Ωστόσο κι οι δυο τους την ίδια γλώσσα μιλούν, κι ο ένας μπορεί να καταλάβει τον άλλο. Δε μοιάζουν πάντα οι ιδέες· η γραμματική όμως δεν αλλάζει. Έπειτα, τι να σας πω; Αν ήμουν ποιητής, θα με κολάκεβε με το παραπάνω, αν μπορούσε κι ο μάγεράς μου να ξέρει τους στίχους μου απ’ όξω.

Δεν πρέπει ένας φρόνιμος άθρωπος vα δίνει προσοχή σε τέτοιους χωρατάδες, μάλιστα μέσα σ' ένα σοφό Συνέδριο σαν το δικό σας. Όλα με τον καιρό μεταμορφώνουνται κι η γλώσσα του μάγερα καταντά γλώσσα του Πλά­τωνα ή του Σοφοκλή. Να μη νομίζουμε το λοιπόν που ο μάγερας μιλεί γλώσσα χαλασμένη, αφού βλέπουμε που την έγραψαν τέτοιοι αθρώποι. Ίσως μάλιστα με τον καιρό σας φανεί πιο άνορθη η καθαρέβουσα. Η καθαρέβουσα έχει την ίδια σύνταξη που έχει κι ο μάγε­ρας· το παιδί μου είναι άρρωστο, σας λέει ο μάγερας· τo τέκνον μου ασθενεί, και μάλιστα είναι ασθενές γράφει η καθαρέβουσα. Τι κάμνει όμως; Βάζει άλλες λέξες, μα τα ίδια λέει. Οι τύποι είναι αρχαίοι· η γλώσσα αρχαία δεν είναι. Ο μάγερας τουλά­χιστο μιλεί μόνο τ’ απλά του τα γραικικά· η γραμματική του είναι πάντοτες η ίδια, έχει τυπικό, φωνολογία και σύν­ταξη που δεν αλλάζουν. Η καθαρέβουσα είναι πολύ πιο ανώμαλη, γιατί σας έχει πλάγι πλάγι πράματα αντίθετα, παλιό τυπικό, σύνταξη καινούρια. Ποιος όμως στοχάζεται Πλάτωνα, ας είναι και Πλούταρχο ή Λουκιανό, να μιλεί και να γράφει με τέτοιο τρόπο; Μήτε ο Χρυσόστομος έτσι δεν έγραφε.

Τον ίδιο δρόμο που πήρε ο αθρώπινος νους παίρνει κι η γλώσσα του αθρώπου. Αλλάζει και μόλον τούτο μνήσκει πάντοτες η ίδια. Μια γλώσσα είναι σαν ένας φαρδής ποτα­μός. Κανείς δεν μπορεί να πει πού αρχίζει ο ποταμός. Άγνωστη η πηγή του! Το ρέμα του είναι σιγανό και στενά τα παράλια που λούζει. Λίγο λίγο μεγαλώνει. Η γης πο­τίζεται με τα νερά του κι οι κάμποι γεμίζουν πρασινάδα· δροσίζουνται οι ρίζες και τα δέντρα χύνουν όλα τους τα φύλλα. Αν πάτε με τον ποταμό, γρήγορα θα διείτε στο δρόμο σας σπίτια, χωράφια και ζωή. Σωρέβουνται σε μια μικρή χώρα άντρες, γυναίκες και παιδιά. Γίνεται δήμος· έχει τα έθιμά του και τη γλώσσα του. Ο ποταμός όλο τρέχει κι όσο πάει φουσκώνει η ορμή του. Λες που για να περάσει, σκάφτει τα χώματα και τρυπά τις πεδιάδες. Πλη­θαίνουν τα λαμπρά νερά, πληθαίνουν κι οι αθρώποι. Παν­τού βλέπεις χωράφια και πάλε χωράφια. Δεν είναι τόπος χωρίς κάτοικο, αγρός χωρίς εργάτη. Φαίνουνται προάστεια πηχτά, τοίχοι αψηλοί, σπίτια χιλιάδες· προχωρεί ο ποταμός - και τέλος να τος που μπαίνει σε πόλη μεγάλη και ξακουστή.

Κολόνες μαρμαρένιες στηλώνουν τα παλάτια. Υψώνουνται ναοί. Περίφημες Ακαδημίες μας ξεσκεπάζουν το σοβαρό τους μέτωπο και μας δείχτουν το πρόσωπό τους. Απάνω στους λόφους βλέπεις σπίτια καμαρωμένα, και ξαπλώνουνται ίσια με κάτω στις κοιλάδες μυρωδιές και περιβόλια. Η ενέργεια του αθρώπου φανερώνεται με χίλιους τρόπους. Τι δεν έκαμαν και τι δε θα κάμουν; Αφτή η χώρα δε μοιάζει πια με τα πρώτα χωριά που είδαμε στο δρόμο μας. Εδώ είναι δήμοι πολλοί. Δεν έχουν έθιμα μό­νο· έχουν και νόμους. Καλλιέργησαν κάθε τέχνη, έβγαλαν ποίηση κι επιστήμη. Στα θέατρά τους, στα δράματα που παίζουνε, φαίνεται ο μοναδικός νους του λαού. Σ’ όλα χάραξε την ιδέα του και την έκαμε κτήμα ες αεί, για να μά­θουν κι οι άλλοι κατόπι να κυβερνιούνται και να ζουν. Εί­ναι πολιτεία κι όχι μόνο πόλη. Ο πολιτισμός εδώ γυρέβει την αρχή του. Είναι ξύπνος ο λαός, γεμάτος ζωή. Τρέχει, κοπιάζει, χτίζει και δημιουργεί. Σα μέλισσες παν κι έρχουν­ται οι πολίτες. Βράζει το πλήθος μέσα στους δρόμους. Ο καθένας στη δουλειά του. Ο χωρικός ιδρώνει όξω στον κάμπο. Τα παιδιά τραγουδούν ηρωικά τραγούδια. Ο στρατιώτης γυμνάζεται· ο ρήτορας βγάζει λόγους κι ο φιλό­σοφος χαμογελώντας κατεβαίνει στο γιαλό, κι όσο πλύνει τα ποδάρια του στο κύμα που τρέχει, έργα αθάνατα μελετά.

Ήσυχος, κι ακάματος βαδίζει ο ποταμός και καμαρώ­νει. Περηφανέβεται που βλέπει τόση δόξα. Τα νερά του χαδέβουν τους τοίχους και τα γεφύρια· αντανακλούν τα πα­λάτια και τους λόφους, τον τρεχάμενο λαό και το φιλόσοφο. Αργοπορεί το κύμα σα να θέλει να σταθεί, για να χαρεί ακόμη μια στιγμή την πόλη και την ομορφιά της. Τη νύχτα με το φεγγάρι, την ημέρα με τον ήλιο, ζουγραφίζει μέσα του ο ποταμός το κάθε πράμα και βγάζει την ωραία εικόνα που βλέπει. Η μια πόλη κοιτάζει την άλληνα μέσα στο νερό. Κι ωστόσο θα περάσει το ποτάμι! Θα περάσει και κα­τόπι ποιος ξέρει τι θ’ απαντήσει. Μπορεί ακόμη να βρει στην πόλη κοντά, μπαξέδες συγυρισμένους και χωριά καλλιερ­γημένα. Κατεβαίνοντας όμως δε θ’ ανταμώσει παρά θλίψη και μοναξιά. Η γης ξαναβάζει τα μάβρα της ρούχα. Μόλις φαίνεται, πού και πού, μια καλαμιά στον κάμπο, ένα ρημοκκλήσι σ’ ορφανεμένη χώρα.

Μα τι πειράζει; Σαν τον ποταμό, είναι κι ο άθρωπος. Η ενέργεια της ψυχής του δεν πεθνήσκει. Ο ποταμός θα λούσει πάλε χωριά, προάστεια, ίσως γρήγορα και πόλη. Τότες τα νερά του θα μας βγάλουν καινούριες εικόνες. Θα ξαναρχίσει άλλους γύρους το ποτάμι· θα μπει σ’ άλλα χώματα, θα σκάψει άλλες πεδιάδες. Μπορεί μάλιστα τα κύματά του να πάρουν άλλη θωριά, να διει ουρανό που δε γνώριζε πρώ­τα, και σαν τον ουρανό με τα σύννεφα, να γίνει και κείνος άσπρος και γαλάζιος. Ίσως άλλαξε κι ο ποταμός. Ποιος θα μας πει πόσα ρυάκια μάζωξε στο δρόμο; Ποιος θα μας πει, ύστερα από τόσες χώρες που ξέπλυνε, που τα νερά του είναι πάντοτες τα ίδια, που η φύση τους δεν άλλαξε λιγάκι; Πέρασε από τόσα χώματα μέσα, που θα πήραν τα νερά του καινούρια στοιχεία, καινούρια σώματα που δεν είχε πρώτα. Κανένας βέβαια δε θα πιστέψει που βάσταξε ο ποταμός την ίδια χυμική σύγκραση, που είναι το ίδιο κι απαράλλαχτο νερό. Κανείς όμως πάλε δε θα πει που δεν είναι ο ίδιος πο­ταμός, που δε βγαίνει από την ίδια αθάνατη πηγή.

Έτσι και με τις γλώσσες. Πάντα μας δειχτούν καινού­ριες εικόνες, ιδέες καινούριες. Μέσα σε κάθε γλώσσα φαί­νεται κι ο άθρωπος που την έκαμε· η γλώσσα αντανακλά την ψυχή του, σαν τον ποταμό. Αλλάζουν οι τύποι, κάποτες κι οι λέξες, μα οι γλώσσες μνήσκουν πάντοτες οι ίδιες. Ο ποταμός ο δικός μας απάντησε στο δρόμο που πήρε μια πόλη μεγάλη, μια αιώνια φιλολογία. Πρέπει τώρα, να του χτίσουμε γρήγορα καμιά πόλη καινούρια, περίφημη σαν την πρώτη που είδε, ξαναμορφωμένη σαν τον ποταμό, για να καμαρώσει το ποτάμι και τα δικά μας τα μεγαλεία. Την πρώτη πόλη ο ποταμός πια δε θα την ξαναδιεί· για τούτο πρέπει σήμερα να κάμουμε πόλη δική μας, γιατί σ’ αφτό τον κόσμο που γίνουνται όλα τα πράματα, ένα μόνο δεν μπορεί να γίνει - να παν πίσω τα ποτάμια.

Μήνας Άβγουστος, 1886.



Je place ici quelques remarques qui ne méritent guère de figurer ailleurs que dans une courte note. Elles font suite à la Préface qui se trouve en tête de ce discours et ont trait à quelques questions d'orthographe[51].

J'ai écrit en un seul mot les locutions telles que τόντις (= τω οντι, par réduction des deux ο a un seul ο et par adjonction du ς adverbial), δηλαδής, μόλον τούτο, αφού, κατεφτείας (de κατ' ευθείαν; le ν final disparaît régulièrement et le ς adverbial s'ajoute alors a la désinence), όλους διόλου etc. On ne sent plus guerre aujourd'hui dans ces locutions que des adverbes simples. Egalement, j'écris γύρω, γύρω, avec ω pour ω), suivant l'analogie des autres adverbes en ω_, απάνω, κάτω, etc. Dans γύρω et peut-être dans τόντις, nous avons les deux seuls exemples d’un datif ancien conserve par voie populaire dans des locutions toutes faites. Un autre datif nous est fourni par une formule de salutation dialectale, usitée à Chio. kahsimiera καλή σοι μέρα. Τόντις parait être plutôt un mot d'origine savante devenu aujourd'hui populaire.

Je ne puis entrer dans l’ examen de toutes les orthographes particulières que je me suis vu force d'adopter, du moment que je me conformais aux principes de l’ ancienne orthographe. Les questions spéciales traitées dans ce dis­cours s'adressent a un public instruit: il saura donc reconnaître de lui-même les règles qui m'ont guide. II est évident, par exemple, que nous ne pouvons accentuer aujourd’hui autrement que Περικλής, χρυσή. Περικλής se décline de nos jours, sur ποιητής et χρυσή sur καλή; le circonflexe n'a donψ plus aucun sens, puisque les anciens eux-mêmes, en pareil cas, mettent l’aigu. Ce qui serait allé contre les habitudes orthographiques anciennes, ce serait précisément d'écrire Περικλής, alors qu'on décline του Περικλή.

Il sera tout aussi superflu de donner quelques autres ex­plications: il n'est pas besoin de dire pourquoi nous écrivons την Πόλη, mais τη γραμματική, sans ν final et pourquoi le ν final disparaît devant toute autre combinaison que κ, π, τ et les voyelles: on suppose les lecteurs familiers avec les règles élémentaires du grec moderne.

Toutes les formes employées dans ce discours trouveront ainsi leur justification dans les règles de la grammaire populaire. Certaines personnes prétendent, il est vrai, que la langue populaire n'a pas de grammaire; mais leur idée ainsi énoncée, manque de clarté. La grammaire de la langue populaire ne se trouve pas à l'état de livre imprime. Cela est exact; mais, il ne faut pas en conclure quelle n'existe pas. Jusqu'ici on n'a pas encore conçu la possibilité d’une langue vivante et parle — écrite, ou non écrite, peu importe! — qui ne reposerait pas sur un système phonétique, morphologique et syntaxique propre, en d'autres termes, qui n'aurait pas sa grammaire.

Il a paru inutile de marquer par un signe particulier la prononciation de i (υ, η, ι, οι, ει, υι) devant une voyelle suivante: il suffit d'écrire ποιος au lieu de -πιος: on prononcera naturellement comme s'il y avaιt ποιος ou –πγοιος. Ces prononciations sont tellement familières à tout le monde, qu’il est a peine besoin de les rappeler par l'écriture. Le γ n'a été admis que dans les mots où il était consacre par l'usage, comme dans γιος, γιατρός, etc. -

Du reste,— qu'on nous permette de le dire, —toutes les orthographes suivies dans ce discours sont des orthographes voulues. C'est a dessein que nous écrivons συγραφέας, φαρδής, etc. (voyez plus haut a Περικλής), de même προ­εστός, προεστού, τον ίδρο, etc.; τον ίδρο serait assurément plus correct. Mais on trouve ι bref dans Euripide, Ion. 1175, en tout cas chez Quintus de Smyrne. Or, toutes les fois que nous avons un prétexte quelconque pour simplifier l’orthographe, il est bon d'en profiter. C'est pourquoi on peut risquer καλοσύνη, et, inversement, διαδώθηκα, parce que tous les aor. passifs des verbes en -ώνω (ancien -όω)[52] s'écrivent de même. Voici donc une dernière confession. Je ne me suis fait naturellement aucun scrupule d'emprunter a la langue ancienne tous les mots nécessaires soit a la pensée, soit an sujet traite. Je me suis permis pourtant une innovation. Les termes de brève et de longue. μακρόν et βραχύ, qui appartiennent a la vieille terminologie grammatical, ne sont pas très exacts en eux-mêmes: de plus — ce qui est grave — ces deux adjectifs μακρόν et βραχύ contrarient trop ouvertement, a leurs diverses flexions, la morphologie en même temps que la phonétique modernes: on pourrait, il est vrai, dire régulièrement το βραχέο, d'après το φωνήεντο (voyez Revue des Études grecques. t. 1, N° 2.): mais j'ai cru devoir préférer les deux expres­sions διπλόχρονο [longue). απλόχρονο [breve), expressions qui m'ont paru plus précises même au point de vue linguistique. Certaines personnes nous diront que le peuple n'emploie pas et ne comprend pas les mots tels que: ενέργεια, φιλολογία, χυμία, κατάληξη, δήμος, etc., etc. Elles prétendent qu'écrire de cette facon, ce n'est plus écrire une langue populaire. Le reproche porte a faux. Le peuple, selon toute vraisemblance, ne se nourrit pas des ouvrages de Kant et il est a présumer que les habitants de Fribourg en Brisgau ne lisent pas couramment les traites de M. Hermann Paul. Cela ne veut pas dire qu'il faut supprimer la pliilosophie ou la linguistique, sous prétexte que le peuple ne comprend pas la philoso­phie ou la linguistique. Cela ne veut pas dire davantage qu'il faut supprimer la langue du peuple. On n'étudie plus de nos jours la philosophie ou la linguistique, comme on l’étudiait il y a deux mille ans. Ili est tout aussi logique, quand on écrit, de ne plus se servir d'une langue qu'on parlait il y a deux mille ans. II nous faut une langue aussi moderne que notre pensée même.




Η ΚΑΘΑΡΕΒΟΥΣΑ ΚΙ Η ΣΚΛΑΒΙΑ

Επεξεργασία

Ο μεγάλος μου ο πεθερός μου έλεγε κι έλεγε συχνά πως δεν πρέπει κανείς ποτέ ν’ απαντάει, σα γράφουνε για μας άτοπα ή μπό­σικα λόγια όσοι δεν έχουν άλλη δουλειά. Έλεγε όμως πως κι αφτοί θέλουν απάντηση, όταν άξαφνα σε κατηγορήσουνε για τον πατριωτισμό σου. Δεν πρέπει να τους αφήνουμε να λένε· πρέπει κάτι να πούμε και μεις.

Σα βγήκε το Ταξίδι, τα σερτάρια μου ξέρουνε τι άκουσα και τι δεν άκουσα, γιατί φύλαξα τις φημερίδες εκείνης της εποχής μ’ όλες τις νοστιμάδες που τυπώνανε κάθε μέρα. Ήτανε λύσσα· ένας μάλι­στα ήθελε και καλά να μου κόψουνε τ’ αφτιά μου. Δεν αποκρίθηκα λέξη. Τα διάβαζα, διασκέδαζα, γελούσα, όταν άξαφνα είδα κάπου ένα άρθρο, που βέβαια δε γύρεβε να πει τίποτις δυσάρεστο ή να πειράξει στην αγάπη μου για την Ελλάδα, μα που ήθελε ν’ αποδείξει πως η δημοτική μας είναι γλώσσα της σκλαβιάς και πως πατριωτικό δεν είναι να τη γράφουμε. Αποκρίθηκα τότες, και πολύ πρόθυμα δημοσίεψαν το γράμμα μου στην «Εφημερίδα».

Όπως το ’μαθα υστερότερα, δηλαδή σα βγήκε το γράμμα μου - γιατί έβαλε και μια σημείωση, στην αρχή, μαζί με το γράμμα μου, η «Εφημερίδα» - ο κ. Α. Γ. Η., που λέει τ’ άρθρο μου, είναι ο κ. Αγησίλαος Γιαννόπουλος Ηπειρώτης. Καμιά ιδέα, κανένα σκοπό να τον πειράξω δεν είχα. Όσα έλεγε τότες, πόσοι δεν τα ξαναείπαν κατόπι, και με τι ύφος και με τι χοντροβρισιές! Ο κ. Γιαννόπουλος έγραφε με τρόπο εβγενικό, σοβαρά, σαν άθρωπος που ήσυχα σου λέει τη γνώμη του και θαρρεί πως είναι η σωστή γνώμη. Τη γνώμη του αφτή πολλοί ακόμα την έχουνε στην Ελλάδα. Τους τα ξηγήσαμε, τους τα ξεδιαλίσαμε όλα με το νι και με τι σίγμα· τίποτα, μα τίποτα να μας αποκριθούνε δεν έχουνε, κι ωστόσο τη γνώμη τους δεν την αλλάζουνε, μόνο και μόνο γιατί είναι γνώμη τους, κι ας μην έχει και βάση καμιά.

Με τον κ. Γιαννόπουλο τουλάχιστο συζητούσα, φιλονικούσαμε, του έλεγα τους λόγους μου, μιλούσαμε για τα ιστορικά της δημο­τικής, όπως ταιριάζει κάθε φορά που κατηγορούνε τη γλώσσα, γιατί παρατήρησα πως το μάθημα το μεγάλο και το μεγάλο το γιατρικό είναι να πιάνουμε να μελετούμε κατάβαθα την ιστορική μας γραμματική, άμα νοιώθουμε και μας κολνάει στο μυαλό η φοβερή μας εκείνη αρρώστια, να λέμε τη γλώσσα μας πρόστυχη κι ανίκανη, αψηφώντας κι αδυναμώνοντας έτσι την ψυχή μας την ίδια. Μου είναι άγνωστο αν ο κ. Γιαννόπουλος άλλαξε γνώμη[54]. Θα συλλογίστηκε ωστόσο αλλιώς για μερικά πράματα, που του φαίνουνταν τότες αληθινά. Μας το δείχνουνε, μας τ’ αποδείχνουνε τα ιστορικά μας, πως κάθε γλώσσα μορφώνεται μοναχή της, και μας τ’ αποδείχνουνε με τρόπο που και να θέλει κανείς, δεν μπορεί να πει το εναντίο κι αναγκάζεται να το πιστέψει. Ας αφήσουμε παράμερα πια κάθε πρόληψη, κάθε ψέφτικη γνώμη, κι ας το κα­ταλάβουμε τι καλό, τι ωραίο, τι θεόλαμπρο πράμα που είναι να καθήσει κανείς με την ησυχία του, ήμερα, χωρίς πάθος, να ξεφυλλίσει τα παλιά μας τα βιβλία, να σπουδάξει τη γλώσσα μας και της γλώσσας μας την ιστορία. Θα μάθει πολλά. Κι αφτό έχουμε ανάγκη, να μαθαίνουμε. Ας το πούμε παστρικά· όσο την είχε και τη βασάνιζε ο Τούρκος ο καταραμένος τη δύστυχη την Ελλάδα, βέβαια πως κι η επιστήμη δεν μπορούσε να προκόψει. Βέβαια πως και τ’ αρχαία τα ελληνικά δεν μπορούσανε να σπουδαχτούν όπως έπρεπε. Αν τα σπούδαζαν από τότες, αδύνατο σήμερις να πίστεβε κανένας πως η καθαρέβουσα μοιάζει με τη γλώσσα εκείνη την ωραία. Δε θυμούμαι ποιος ελληνιστής στην Εβρώπη είπε μια μέρα πως οι Έλληνες οι σημερνοί γυρέβουνε να δείξουνε με την καθαρέβουσα πως είναι απόγονοι των αρχαίων και πως δείχνουν ίσα ίσα το εναντίο, μόνο με το να νομίζουνε πως η καθαρέβουσα είναι γλώσσα ελληνική. Και. κοντά στο νου πως δε θα το νομίζανε, αν είχανε δε λέω διαβασμένα όπως πρέπει τ’ αριστουργήματα της χρυσής μας εποχής, μα τουλάχιστο καταλάβει τη γραμματική την ίδια, καθώς την καταλαβαίνουνε στην Εβρώπη, καθώς την καταλάβαινε κι ο ελληνιστής που σας είπα. Τότες θα βλέπανε πως η δημοτική μονάχα βαστάει από την αρχαία, ενώ η καθαρέβουσα δεν είναι γλώσσα καθαφτό, δεν μπορεί το λοιπόν και να βαστάει από την αρχαία τη γλώσσα. Ποιος φταίει όμως που δεν το βλέπουνε; Φταίνε τα χρόνια της σκλαβιάς, και σαν τα ξετάζει κανείς τα πράματα δίχως πάθος, καταλαβαίνει πως της σκλαβιάς η γλώσσα είναι η καθαρέβουσα, πως πατροπαράδοτη από στόμα σε στόμα κι από γενεά σε γενεά, δεν υπάρχει άλλη από τη δημοτική. Και να μη θαρρείτε τάχα πως με πάθος σας τα λέω αφτά. Τι θα με πείραζε, σας παρακαλώ, η καθαρέβουσα, τι θα μπορούσα να ’χω κιόλας να πω εναντίο της, αν ήτανε αρχαία γλώσσα; Όσα λέμε δω, είναι, σας βεβαιώνω, πολύ απλά· πολλές σοφίες δε θέλουνε, για να τα νοιώσουμε. Ας τα νοιώσουμε λοιπόν και μια ώρα προτήτερα, να δείτε πως τα σιάζουμε όλα.

28 του Τρυγητή, 1901.


Αξιότιμε Κύριε,

Τώρα μόλις έλαβα τον αριθμό 211 της «Εφημερίδος» σας. Είχα λάβει πριν τους αριθμούς 201, 202 και σας έγραψα ιδιαίτερο γράμμα, για να σας πω αμέσως πόσο με συγκί­νησαν αφτά τα δύο άρθρα (αρ. 201, 202). Το σημερνό μου το γράμμα, θα σας παρακαλέσω να με κάμετε τη χάρη να το δημοσιέψετε. Δεν έχω συνήθεια ν’ απαντώ σε προσωπικά άρθρα· όταν είναι λόγος για γλωσσικά ή γραμματικά ζητή­ματα, προτιμώ ν’ απαντήσω με βιβλία· όταν κατηγορούν του λαού τη γλώσσα και τη δική μου, πάλε δε λέω τίποτις, γιατί με φαίνεται πως τα είπα όλα. Όταν όμως καταλάβω που κατηγορώντας εμένα κατηγορεί κανείς όλο το έθνος, νομίζω χρέος μου ν’ αποκριθώ τουλάχιστο με δυο λόγια. Κα­ταντά γενικό ζήτημα.

Ο κ. Α. Γ. Η. (δεν ξέρω ποιος είναι, δεν ακούστηκε ως τώρα τ’ όνομά του στην επιστήμη) γράφει τ’ ακόλουθα για τη δημοτική γλώσσα στον αριθμό 211 της «Εφημερίδος», σελ. 1, στήλη β’· «Η δημώδης ημών γλώσσα, οποία σώζεται εις τα δημοτικά προ του ’21 άσματα και οποία διετυπώθη και εν αυτώ τω βιβλίω του κ. Ψυχάρη φέρει την σφραγίδα της μελαγχολίας, του καμάτου, της παρακμής, της δουλείας». Λυπήθηκα πολύ, όταν είδα αφτή τη λέξη. Ας αφήσουμε τη γλώσσα του κ. Ψυχάρη· δεν πιστέβω να ’χει κανένας το δικαίωμα να πει που του Ψυχάρη η γλώσσα «φέρει την σφραγίδα της δουλείας», κι όποιος το λέει βέβαια δε θα διάβασε το βιβλίο του. Μα δε λυπούμαι που δε με διάβασε ο κ. Α. Ε. Η. Με κακοφαίνεται μόνο που μπόρεσε ένας Γραικός να γράψει τέτοιο λόγο. Δεν ταιριάζει και μάλιστα, για να πω φανερά την ιδέα μου, είναι άτοπο να μιλεί κανείς έτσι για τη γλώσσα του. Είναι επιστημονικό λάθος· είναι και λάθος εθνικό. Τα βλέπουμε στην Εβρώπη κι απορούμε· έπειτα λέει ο κόσμος πως οι Έλληνες δεν έχουν κρίση, ίσως και που μας λείπει αξιοπρέπεια. Δε γίνεται να κατηγορεί κανείς και τη γλώσσα του και το έθνος που τη μιλεί· πρέπει να σέβεται και τη γλώσσα και το έθνος του. Κατάλαβα όμως τι τρέχει· ο κ. Α. Γ. Η. γράφει παρακάτω· «η γλώσσα αυτή, ην διεμόρφωσαν μακροί δου­λείας και παθημάτων αιώνες». Για τούτο νομίζει, υποθέτω, πως «φέρει την σφραγίδα... της δουλείας». Παρακαλώ τον κ. Α. Γ. Η. να με δώσει την άδεια να του μάθω που η επιστήμη σήμερα δεν παραδέχεται τέτοια αρχή· κανένας στην Εβρώπη δεν πιστέβει πια που μπορεί μια γλώσσα - όποια γλώσσα κι αν είναι - να διαμορφωθή εν δουλεία κτλ. Η επιστήμη που δεν το πιστέβει μορφώθηκε η ίδια σ’ ανεξάρτητα κράτη· μας διδάσκει που κάθε γλώσσα αλλάζει μοναχή της και δίχως να υπάρχει καμιά ξεχωριστή, εξωτερική αιτία της αλλαγής. Η δουλεία δεν μπόρεσε ως τώρα μήτε να φτιάξει μήτε να χαλάσει γραμματική. Κάτι ξέρει κι η επιστήμη που το λέει. Είναι πολύ πιο σωστό και πια φρόνιμο να την ακούμε παρά να βγάζουμε γλωσσολογικούς νόμους του κεφαλιού μας.

Δε σπουδάζουμε την ιστορία και δε γυρέβουμε να μά­θουμε σε ποια εποχή άρχισαν πρώτη φορά να φαίνουνται μερικοί τύποι δημοτικοί. Έπειτα μιλούμε για δουλείαν. Ο κ. Α. Γ. Η. βέβαια θα ξέχασε που η ονομαστική μεγά­λος (Gloss. Load., 193, 1, 23, 197, 1, 23), που τα ισοσύλλαβα γυναίκα (Gloss. Load., 197, 2, 20,) εβδομάδα (Gloss. Load., 207, 1, 15 - 16,) διάλυση (αντίς διάλυσις Gloss. Load., 170, 1, 21) βρίσκουνται στον ένατο αιώνα. Στον έβδομο θ’ απαντήσει ο κ. Α. Γ. Η. την πληθυντική ονομαστική οι Αινειάδες (Μαλαλάς, 170, 3, έκδοση της Μπόννας), Πέρσες (331, 18), Σκύθες (26, 5). Στον τέταρτο αιώνα δεν έλεγαν πια το ν μπροστά στα ημίφωνα χγθδσζφβ (Πάπυροι του αρχιδούκα Rainer, Βιέννα, 1887, II, σελ. 83. γρ. 1α.) Έδειξα μάλιστα στο Ταξίδι μου (σελ. 178 που μόνο οι λόγιοι μπόρεσαν και μας έβγαλαν την προφορά καταλαμβάνω, σε μια εποχή που κανείς πια δεν ήξερε τους φωνολογικούς νόμους της αρχαίας· η προφορά άντρας, έντεκα, κόμπος, θαμπώνω, κτλ., κτλ., σώζεται όμως από τα πιο παλιά τα χρόνια· κι ο Περικλής τέτοια προφορά είχε. Στον πρώτο ή στο δέφτερο αιώνα προ Χριστού γνώριζαν την πληθυντική ονομαστική του θηλυκού οι γυναίκες (Pap. Lup. 61, 250; Pap. Leid. I, 11, 3). Η δουλεία μέσα σ’ αφτά τι γίνεται και πού θα τη βάλουμε: Αν ο κ. Α. Γ. Η. είχε μελετήσει τη δημοτική, θα ’βλεπε που όση διαφορά έχουν αναμεταξύ τους η γλώσσα του Ξενοφώντα και της Ιλιάδας η γλώσσα, τόση διαφορά έχει κι η δική μας με τη γλώσσα του Ξενοφώντα. Από του Όμηρου στου Ξενοφώντα τα χρόνια καμιά δουλεία δεν μπόρεσε να φέρει τη διαφορά. Μια γλώσσα αλλάζει, γιατί είναι γλώσσα και της φτάνει που είναι γλώσσα για ν’ αλλάξει. Όταν ανακατώνεται κανείς σε τέτοια ζητήματα, είναι ανάγκη να ξέρει τουλάχιστο τα στοιχεία της επιστήμης. Περισσότερο μοιάζει η δημοτική μας με την αττική, παρά που μοιάζουν τα σημερνά τα γαλλικά με τα γαλλικά που μιλιούνταν ακόμη στο δέκατο αιώνα. Η δουλεία όμως μήτε μόρφωσε μήτε διαμόρφωσε τα γαλλικά. Μπορούμε να κά­μουμε κι άλλη μια παρατήρηση, γιατί βλέπω που ο κ. Α. Γ. Η. δεν την έκαμε· ο κ. Α. Γ. Η. μιλεί για δουλείαν. Τα νόστιμο είναι που η δημοτική δε γνωρίζει αφτή τη λέξη· η καθαρέβουσα την έβγαλε στη μέση.

Είναι νόμος ιστορικός· όσο προδέβει, όσο προχωρεί και φωτίζεται ένα έθνος, τόσο περισσότερο καλλιεργεί, πλουτίζει και σέβεται τη δημοτική του γλώσσα, τόσο περισσότερη διαφορά έχει αφτή η γλώσσα με την αρχαία που τη γέν­νησε· το παιδί χωρίζεται από τη μάνα, του, γιατί μπορεί να περπατήσει μοναχό του. Ο νους μεγαλώνει· υψώνουνται οι ιδέες· η γλώσσα γίνεται ανεξάρτητη και κείνη. Μόνο όταν ένα έθνος δεν είναι ανεξάρτητο, όταν έχει αφέντη ξένο, πάει να πει όταν έθνος δεν υπάρχει και δεν υπάρχει λαός, τότε μορφώνεται γλώσσα αριστοκρατική, γλώσσα που μήτε την καταλαβαίνει, που μήτε έχει ανάγκη να την καταλάβει ο λαός.

Μάλιστα, αν το συλλογιστούμε καλά, θα διούμε που όσα λέει ο κ. Α. Γ. Η. για τη δημοτική, ταιριάζουν πολύ καλύτερα για την καθαρέβουσα. Φαίνεται πως ήταν η μοίρα μου να λέω όλο στους δικούς μας πράματα σκληρά, κάποτες και δυσάρεστα· ξέρουν όμως οι δικοί μας με τι νου, με τι σκοπό, με τι αγάπη τους τα λέω· κάθε φορά που με αναγκάζουν οι δασκάλοι, τους μιλώ και γω όπως πρέπει να τους μιλήσει κάθε Γραικός· φταίν εκείνοι, αφού έχουν τη συνήθεια να μας λεν πράματα ακόμη πιο δυσάρεστα. Ας μας ακούσει κι ο κ. Α. Γ. Η., γιατί μπορούμε να του αποδείξουμε ήσυχα κι απλά που η μόνη γλώσσα που «φέρει την σφραγίδα... της δουλείας», είναι η δική του. Ο καθένας αμέσως θα το καταλάβει. Πρώτα πρώτα πολλοί θα παρα­τήρησαν αφτό τα περίεργο το ιστορικό, που σήμερα στην Ελλάδα, στ’ ανεξάρτητο το βασίλειο, η δημοτική λογαριάζει κάμποσους φίλους και μερικούς οπαδούς· όλος ο κόσμος τη μιλεί· τη γράφουν οι φημερίδες, τουλάχιστο δυο τρεις· οι περισσότερες την αγαπούν και τη διαφεντέβουν, αν και δεν τη γράφουν· ο τύπος δεν μπορεί μοναχός του να κάμει επανάσταση κι είναι αναγκασμένος ν’ ακολουθεί το παλιό το σύστημα· προσπαθεί όμως ν’ αποφύγει όσο δυνατό τα κορακίστικα και τις ελληνικούρες· τα σοβαρά τα φύλλα σέβουνται τη δημοτική· μόνος ο κ. Α. Γ. Η. λέει πως «φέρει τη σφραγίδα... της δουλείας»· πολλοί μελετούν την ιστορία της με περιέργεια· όλοι καταγίνουνται στο γλωσσικό ζήτημα. Στην Ανατολή μήτε υπάρχει ζήτημα· η καθαρέβουσα βασιλέβει. Η καθαρέβουσα στην Ελλάδα μοιάζει μόνο σα να είναι το υστερνό σημείο που μας άφησαν ακόμη και τώρα οι «μακροί δουλείας και παθημάτων αιώνες», που μόρφωσαν αφτή τη γλώσσα, και δεν είναι παράξενο που τη μόρφωσαν· είναι πολύ ψυχολογικό. Όταν ένας άθρωπος έχει φιλότιμο - φιλότιμο πότε μας έλειψε; - θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να δείξει στους άλλους την αξία του· ίσως κάποτες και την παρακάμει. Όσο περισσότερο τον καταφρο­νήσουν οι άλλοι, τόσο περισσότερο θα θελήσει να τους πει· «Κάτι είμαι και γω και θα το διείτε». Θα στολιστεί, θα συγυριστεί για να τον καμαρώσει ο κόσμος. Εμείς, όταν ο Τούρκος μας πατούσε το κεφάλι, όταν Ελλάδα δεν ήταν ακόμη πουθενά, όταν ελληνικό βασίλειο δεν ύπαρχε, τι προτέρημα, τι δόξα μπορούσαμε να δείξουμε στους άλλους λαούς; Πώς να τους πούμε· «Έχουμε προγόνους περίφη­μους που δεν τους έχει κανένας είμαστε οι ίδιοι Έλληνες που ζούσαν και στα παλιά τα χρόνια και που ο κόσμος όλος σήμερα σπουδάζει τα έργα τους κι απορεί;» Στοχαστήκαμε τότες τη γλώσσα· είπαμε στους Εβρωπαίους· «Μας καταφρονείτε; δε μας ψηφάτε; Για σταθείτε λιγάκι· να μας ακούσετε πώς μιλούμε και να μας διαβάσετε πώς γρά­φουμε!» Ήταν η μόνη μας δόξα· αρχίσαμε να μιμούμαστε τους αρχαίους. Η μόδα αφτή βγήκε σ’ έναν καιρό που δεν μπορούσε ακόμη ο Σολωμός να τραγουδήσει δημοτικά την αναγέννηση της πατρίδας. Η ιδέα μας όμως και σε κείνα τα χρόνια σωστή δεν ήταν· πιάσαμε το ζήτημα ανάποδα και το βλέπουμε τώρα.

Αν το είχαμε συλλογιστεί μια στιγμή, θα καταλαβαίναμε που για να δείξουμε στον κόσμο πως είμαστε τόντις παιδιά των αρχαίων, ανάγκη καμιά δεν είχαμε να πάρουμε τη γλώσσα τους· από τη δημοτική θα φαίνουνταν ακόμη καλύτερα πως είναι πρόγονοί μας. Έπρεπε να πούμε· «Αφτή η ονομαστική πατέρας, αφτοί οι τύποι άντρας, νύφη κι όλη μας η γλώσσα μαζί, όπως τη μιλεί σήμερα ο λαός μας, σας δείχτουν που η αρχαία σώθηκε ίδια κι απαράλλαχτη μέσα στη δική μας, που ο λαός ο γραικικός την πήρε από των αρχαίων το στόμα και που από τα παλιά τα χρόνια, δεν πέρασε μισή στιγμή που να μη μιλήσει ο ίδιος ο λαός την ίδια τη γλώσσα. Για να κάμει ονομαστική πατέρας, έπρεπε ν’ ακούσει μια αιτιατική πατέραν και για ν’ ακούσει αφτή την αιτιατική, έπρεπε πρώτα να ξέρει την αιτιατική πατέρα· την αιτιατική πατέρα δεν μπορούσε όμως να τη μάθει παρά από τους αρχαίους. Η ονομαστική πατέρας είναι ο θησαβρός μας, η δόξα μας και δεν πρέπει να τολμήσει κανείς να την αγγίξει[55]». Με τη γραμματική και τη γλωσσολογία ήταν έφκολο ν’ αποδείξει κανείς πως έτσι ήταν το σωστό και να τ’ αποδείξει όπως ο μαθηματικός διδάσκει τη γεωμετρία, θέλω να πω με τόσο φως και τόση δύναμη που δε θα βρίσκουνταν άθρωπος να πει όχι· μάλιστα θα καταλάβαινε αμέσως ο κα­θένας που η ονομαστική πατήρ της καθαρέβουσας κι όσοι τύποι της μοιάζουν, καμιά σημασία δεν έχουν και δε μας μαθαίνουν τίποτες, γιατί κι ένας ξένος μπορεί να πάρει την ονομαστική πατήρ κι ό,τι περιττοσύλλαβα θέλει μέσα από τα βιβλία, μα που μόνο ένας Γραικός, γεννημένος Γραικός, ξέρει να κλίνει φυσικά και δίχως να το σπούδαξε στη ζωή του, ο πατέρας, του πατέρα κτλ. Ο πρώτος όρος της επιστήμης είναι, που όσο πιο δημοτικός, όσο πιο χαλασμένος είναι ένας τύπος, τόσο περισσότερη αξία έχει για το γλωσ­σολόγο και τον ιστοριογράφο, τόσο και πιο καθάρια μας δείχτει πως είναι γνήσιος και σωστός.

Μα σε κείνα τα χρόνια, πού να συλλογιστεί κανείς γραμμα­τική και γλωσσολογία; Δεν είχαμε καιρό να φιλοσοφήσουμε. Ο τύπος πατήρ φάνταζε καλά στο χαρτί· αμέσως τον έπαιρνε το μάτι. Δεν είχε κανείς ανάγκη να τον ξηγήσει· φαίνουνταν αρχαίος. Τον έβλεπαν οι Εβρωπαίοι κι απορούσαν. Ύστερα κατάλαβαν που δεν αξίζει· πολλά γράμματα τότες ο κόσμος δεν ήξερε. Έτσι έμεινε η συνήθεια, και νόμισαν οι δασκάλοι που φτάνει ν’ αρχαΐζουν και θα μοιάζουν τους αρχαίους. Μάλιστα προσπαθούσαν κάθε μέρα ν’ αρχαΐζουν περισσότερο. Ξεσκόνισαν τις δοτικές, λίγο λίγο και τα μέσα ρήματα. Έχει κι αφτό το λόγο του· είναι ψυχολογικό. Ο νους του αθρώπου είναι γεμάτος περιέργεια· άμα μπει σ’ ένα δρόμο, θα θελήσει να διει ως πού πάει αφτός ο δρόμος, να βρει την άκρη του δρόμου. Ελλήνιζαν και κείνοι και προχωρούσαν. Έμαθαν κιόλας που στην Εβρώπη γνωρίζουν πολύ καλά τα ελληνικά· πειράχτηκε το φιλότιμό τους· πήγανε μερικοί στην Εβρώπη, γύρισαν και μας είπαν που πρέπει να διορθώσουμε, να καθαρίσουμε και την καθαρέβουσα. Ξέχασαν όμως να παρατηρήσουν που οι Εβρωπαίοι δε μελε­τούσαν την αρχαία για να τη γράφουν και να την κάμουνε γλώσσα τους, μα μόνο και μόνο για να φωτίσουν την επιστήμη. Οι δασκάλοι μας θαρρούσαν που η σπουδή της αρχαίας έχει σκοπούς πραχτικούς. Για τούτο δυσκολέβουνται ακόμη και σήμερα· δεν ξέρουν πώς να σιάξουν τη γλώσσα τους και βασανίζουνται. Βλέπω που πολλοί Αθηναίοι θυ­μώνουν, όταν τύχει κι ακούσουν ή διαβάσουν κανέναν αόριστο εκομισάμην ή εδεξάμην. Κάμποσοι φίλοι μου με τα λεν και στεναχωριούνται· πρέπει ξεναντίας ν’ απορούν πώς δεν κατόρθωσαν οι δασκάλοι, ύστερα από τόσους κόπους, να γρά­φουν καλύτερα τα ελληνικά· τα ελληνικά τους μας έρχουνται σαν κάπως μικρούτσικα, αδύναμα και νερουλά. Πολεμούν οι ίδιοι να τα συγυρίσουν και δεν το κατάφεραν ως τώρα.

Δύσκολα θα το καταφέρουν, ή να το πούμε πιο σωστά, δε θα το καταφέρουν ποτέ τους. Και γιατί αφτό; Γιατί δεν κυβερνούν πια τον κόσμο μοναχοί τους· τους κάμνουν αντιπολίτευση. Το καινούριο, το τολμηρό μας κόμμα μεγαλώνει και δυναμώνει κάθε μέρα. Πρέπει να μεγαλώσει· ο ίδιος ιστορικός νόμος που μας έφερε την καθαρέβουσα, μας έφερε και την αγάπη της δημοτικής και το θάρρος να την αγαπούμε. Άμα έγινε Ελλάδα, άμα κάμαμε βασίλειο ανεξάρτητο, άλλαξαν κι οι ιδέες. Δεν είχαν πια ανάγκη οι δι­κοί μας να στολίζουνται με τεχνητή, με ψέφτικη δόξα· η δόξα τους η νέα ήταν αληθινή δόξα. Για να καταλάβει ο κόσμος πως είναι παιδιά των Ελλήνων και που μπορούν και κείνοι να βγούνε με τους αρχαίους, τους έφτανε να δείξουν την Ακρόπολη και να πουν «Είναι δική μας· χύσαμε το αίμα μας για να γίνει ακόμη πιο περίφημη». Στην Α­νατολή όμως έμεινε η καθαρέβουσα. Στην Ανατολή, δη­λαδή στη σκλαβωμένη την Ελλάδα, με την καθαρέβουσα παρηγοριούνται· με την καθαρέβουσα ησυχάζουν· περηφανέβουνται τουλάχιστο με τη γλώσσα. Τι θα την κάμουν, τη δημοτική; Χρήσιμη δεν τους είναι. Ο λαός δεν ανακατώνεται στα πολιτικά ζητήματα, αφού ζητήματα δεν υπάρχουν κι αφού μας έπνιξαν το λαό μας. Άμα φανεί ο λαός, θα φανεί κι η γλώσσα του. Για τούτο στην Ελλάδα δεν πρέπει ν’ ανησυχούμε, μήτε να νομίζουμε πως είναι πάρα πολύ αργά, που χαλάσαμε τη γλώσσα και που δεν είναι πια δυνατό να τη διορθώσουμε. Μοναχό του θα γίνει το πράμα. Ένα μόνο πρέπει να ρωτούμε, αν το βα­σίλειο θα ζήσει ή όχι, αν όλοι οι Γραικοί μαζί θα κατα­στραφούν ή αν αρχίζουν τώρα μόνο ν’ ακούγουνται στον κό­σμο. Δεν πιστέβω να καταστραφεί ποτές ο Γραικός· έχω μάλιστα την πεποίθηση, όχι μόνο που το βασίλειο θα μεγαλώσει, μα που θα γίνει ξακουστό στην ιστορία και που η Ανατολή θα μείνει δική του. Αν είναι έτσι, η γλώσσα του λαού θα νικήσει και πρέπει να το ’χουμε για βέβαιο. Θ’ αναγ­καστούν όλοι μια μέρα να μιλούν ίδια κι απαράλλαχτα σαν το λαό. Θα πιάσει τότες ο καθένας να σπουδάζει τη δημο­τική με τα σωστά του, γιατί θα καταλάβει που τίποτις δε βγαίνει μήτε από την αττική μήτε από την καθαρέβουσα, και που μόνο η δημοτική θα μπορέσει να μας γλυτώσει από το χάος - από το θάνατο. Θα την καλλιεργήσουν· επιστη­μονικά και φιλολογικά βιβλία θα γράφουνται σ’ αφτή τη γλώσσα· θα γράφουνται και νομικά, όπως γράφουνταν και στο μεσαιώνα, όχι μόνο βιβλία της νομικής, σαν τις Ασσίζες της Κύπρος, μα και της γιατρικής εκείνου του καιρού, γιατί προσπαθούσαν τότες να γράφουν τη ζωντανή γλώσσα του λαού κι όσο ανήμπορη, ακατάστατη κι αν ήταν η προ­σπάθεια, γίνουνταν τουλάχιστο μια αρχή. Αν οι Τούρκοι δεν έπαιρναν την Πόλη. η δημοτική θα ήταν πια σήμερα κλασ­σική γλώσσα. Η κρητική φιλολογία, που αρχινούσε τότες να λουλουδιάζει, έπεσε άμα έπεσε κι η Κρήτη στου Τούρκου τα χέρια. Ο λαός μας όμως, ο αθάνατος μας ο λαός, δεν ξεχνούσε τη γλώσσα του· την είχε και τη φύλαγε, τη βα­στούσε στα σωθικά του μέσα. Ποιος μπορούσε να μας την πάρει; Δεν της έλειπε μήτε δύναμη μήτε ζωή. Κάθε μέρα μάλιστα γίνουνταν πιο δυνατή, πιο ωραία, πιο κανονική· στρώννουνταν η γραμματική της, ξεφορτώνουνταν κάτι περιττοσύλλαβα που της έμνησκαν ακόμη, και της έβλεπες πάντα περισσότερη ενότητα κι αρμονία. Καλυτέρεβε και πήγαινε. Πώς να μην προδέψει, αφού πρόδεβε ο λαός κι ήξερε που μ’ αφτή του τη γλώσσα θα νικήσει; Τη μιλούσε και θυμούνταν πως είναι Γραικός. Τα κορμιά μας μοναχά ήταν αλυσοδεμένα· η λεφτεριά ζούσε στην ψυχή μας, στη γλώσσα μας μέσα· μορφώνουνταν η γλώσσα μας ανεξάρ­τητα και χωρίς να μπορέσει να τη σταματήσει κανένας. Μα δε μας άφηναν οι δασκάλοι να κάμουμε φιλολογία δική μας· ίσια ίσια στον καιρό που άρχιζε να ξανοίγει κι η γλώσσα μας κι η καρδιά μας, σοφίστηκαν εκείνοι πως πρέπει να μάθουμε την αρχαία· μας έλεγαν πως η αρχαία θα μας δοξάσει και που με την καθαρέβουσα θα φανούμε άντρες, παιδιά των Ελλήνων κτλ. κτλ. Είχαν άδικο να το λεν. Εμείς θα το σιάξουμε τώρα κι αφτό. Η Κρήτη θα σπάσει καμιά μέρα το χέρι που την κρατεί· γραικικά χέρια θα τη χαδέβουν και θ’ ανασάνει· θ’ ανασάνει κι η πατρίδα.

Τότες όλα διορθώνουνται. Fata viam invenient. Οι ιστο­ρικοί νόμοι είναι σαν τα ποτάμια· ποτές δε στέκεται η ορμή τους· και χιλιάδες δασκάλοι μέσα να βρεθούν, το ποτάμι θα τους χύσει όλους στη θάλασσα τη μεγάλη, που είναι ο λαός.

Το γλωσσικό το ζήτημα είναι ζήτημα εθνικό. Δεν πρέ­πει το λοιπό να μιλούμε για γλώσσα δημοτική· το μόνο όνομα που της ταιριάζει είναι εθνική γλώσσα. Η γλώσσα που δεν είναι εθνική, είναι μια άλλη γλώσσα· φτάνει κανείς για να το καταλάβει, να μελετήσει τους ακόλουθους στί­χους. Ελπίζω να τους μελετήσει κι ο κ. Α Γ. Η. Είδαμε που η δουλεία δε μόρφωσε μήτε τη γραμματική, μήτε τις ιδέες, μήτε το ύφος της εθνικής. Ας διει τώρα και κείνος ποια γλώσσα «φέρει την σφραγίδα της μελαγχολίας, του καμάτου, της παρακμής, της δουλείας», ποια είναι η γλώσσα της σκλαβιάς. Τον περασμένο χρόνο διάβασα σε μια φημερίδα - όχι όμως αθηναίικη φημερίδα, όχι στην Ελ­λάδα – τ’ ωραίο ποίημα και τον ωραίο τίτλο που σας αντιγράφω·


Σαπφική ωδή

τη Α. Α. Μ. τω κραταιώ ημών άνακτι Σουλτάν

Απτούλ Χαμίτ Χαν τω Β'

επί τη ενδεκαετεί επετηρίδι της εις τον θρόνον αναρρήσεως αυτού.


Έθνεους κυδρού, πολυάρατ’ ώναξ,

Οθμανών δορυθρασέωνγε χαίρε·

Χαίρε και σφι δην ευκλεώς άνασσε

ολβιοδαίμων.

Χαίρε εις αιώνα φίλαν, αταρβές

Πολλάων σκαπτούχε φυλάν, μέγ’ εύχος

Κάρτα πιστών τεών θεράπων οτρηρών

αγλαόθωκον...[56]


Δεν τους αντιγράφω όλους· είναι ακόμη τριάντα έξι στίχοι με το ίδιο ύφος. Η γλώσσα η δική μας τέτοια ποίηση δεν ξέρει και δε θα τη μάθει στη ζωή της. Όχι μόνο δε θα μπορούσε, μα μήτε θα το τολμούσε αφτός ο ποιητής να μιλήσει έτσι στην εθνική τη γλώσσα. Δε θα τον άφηναν τα κλέφτικα τα τραγούδια, θα θύμωναν τα λέφτερα τα βουνά.

Και τι βγαίνει τώρα απ’ όσα είπαμε; Βγαίνει που χρωστούμε σέβας στη γλώσσα του λαού, όπως σέβουνται τη δική τους όλα τ’ ανεξάρτητα τα κράτη, και που πρέπει να φύγουν οι ξένοι, για να τελειώσει η δουλεία, και για ν’ αρχίσουμε πια με τα σωστά μας τη δουλειά.

Ελπίζω, αξιότιμε Κύριε, να μη σας κούρασα· το γράμμα μου έγινε μελέτη. Δεν το βουλώνω ακόμη. Θέλω πρώτα να σας πω που με κολάκεψε με το παραπάνω η συμπάθεια κι η φιλοφροσύνη που με δείξατε τόσες φορές που μιλήσετε για το βιβλιαράκι μου στην «Εφημερίδα» σας.

Άβγουστο μήνα, 19, 1888. Perros-Cuirec, Cotes-du-Nord.





Ποιος έγραψε τη Ζούλια; Ο θυμός.

Είχα διαβάσει στην Εστία κάτι νοστιμάδες, κάτι λεφτολεφτούτσικες φιλοσοφίες και σοφίες, για να μας μάθουνε τι πράμα είναι η «ζηλοτυπία». Είπα τότες με το νου μου· Αφού τη λένε «ζηλοτυπία», δεν μπορεί να νοιώθουνε τι θα πει ζούλια. Κι έγραψα το δήγημά μου.

Δεν ξέρω γιατί άρεσε περισσότερο στην Αθήνα το πρώτο μέ­ρος από το δέφτερο. Θυμούμαι τότες που φιλονικούσανε αλάκαιρο μήνα στο Παρίσι, ποιο είναι το καλύτερο, το πρώτο η το δέφτερο. Έβρισκαν το πρώτο πως είχε πιο πολύ πάθος, το δέφτερο πως ήτανε ίσως πιο βαθιά ψυχολογημένο. Έχω ένα πολύτιμο γράμμα του Taine απάνω στη Ζούλια μου, που το φυλάγω για καμάρι και παρηγοριά μου, γιατί το διαβάζω κάποτες και λέω· «Αί! δε θα είμαι και τόσο μπόσικος όπως το θαρρούνε στην Αθήνα.» Χρέος μου ν’ αναφέρω κι ένα λαμπρό άρθρο του μεγά­λου μου φίλου του Anatole France, που το συλλογιούμαι και ντρέπουμαι τι δεν είπε για τη «Ζούλια».

Ύστερις απ’ αφτούς, έλαβα τότες κι ένα γράμμα του καλού μου φίλου Κ. Μάνου και μου έκαμε μάλιστα μια πολύ σωστή πα­ρατήρηση. Μου έλεγε πως έκαμα λάθος, εκεί που γράφω, στο τέ­λος του δέφτερου πλίκου, πως βγήκε ο Πάλμος «να πάρει λουτρό».

Το ρωμαίικο είναι «να κάμει λουτρό» και τόντις θέλησα να το διορθώσω. Μα τ’ άφησα έπειτα, γιατί άκουσα και στην Αθήνα έτσι να το λένε, παίρνω λουτρό, καθώς λένε και για το τραίνο πως το παίρνουνε. Μπορεί να είναι ξενισμός, μου φαίνεται όμως πως τέ­τοιους ξενισμούς έχει σήμερις κάθε γλώσσα, έχει κι η δημοτική μας. Ας με συμπαθήσουνε λοιπόν οι φίλοι, κι ας δούμε τώρα και τη Ζούλια την ίδια.

28 του Τρυγητή, 1901.


Φίλτατε Δροσίνη,

Μου έκαμες τη χάρη να μου στείλεις έναν τόμο της Εστίας (Γεννάρη - Γιούλη 1890). Αμέσως την άνοιξα κι αμέσως πήγε το μάτι μου σ’ ένα μέρος που ήτανε λόγος για ζηλοτυπία. Πολύ μου άρεσαν όσα διάβασα για τη ζη­λοτυπία· είχαν κάμποση νοστιμάδα, ήταν και γεμάτα ξυπνητάδες. Να σου πω την αλήθεια, δε νοιώθω γρυ από ψυχολογία· μην προσμένεις να σου αραδιάσω φιλοσοφίες και σοφίες. Θυμήθηκα όμως, εκείνη την ώρα, δυο μου φίλους, δυστυχισμένους και τους δυο. Βρέθηκε να τους ανταμώσω πέρσι στα Παρίσι, πού και πώς μη ρωτάς. Είχα να τους διω από τα παιδιακήσια μου χρόνια στην Πόλη. Είναι σή­μερα σωστοί πέντε μήνες, την ίδια μέρα και με το ίδιο ταχυδρομείο, στις εντεκάμισυ τα πρωί, στην εξοχή, έλαβα δυο πλίκους και μέσα στον κάθε πλίκο λίγες κόλλες χαρτί. Ήταν του καθενός η ιστορία γραμμένη από το χέρι του. Σου στέλνω τη μια και την άλλη. Ίσως τις διαβάσεις.


ΠΡΩΤΟΣ ΠΛΙΚΟΣ

«...............

Πού είμαι, πού βρίσκουμαι, δεν μπόρεσα ακόμη να το καταλάβω. Τι παράξενο σπίτι που τοίχους δεν έχει! Δεν είναι ξύλο, δεν είναι πέτρα, δεν είναι σίδερο τα ντουβάρια· είναι καμωμένα από καταχνιά και μοιάζουν πιο γερά παρά ξύλο, πέτρα και σίδερο. Πολεμώ να κάμω τρύπα και δεν το κατορθώνω. Με το χέρι, με το ποδάρι, με το κεφάλι, χτύπα. Του κάκου. Δεν γκρεμνά. Τίποτις δε βλέπω.

Ώρες, μήνες, χρόνια περνούσαν και τίποτις δεν έβλεπα.

Ποιος το λέει πως δεν μπορεί μάτι αθρώπου να κοιτάξει τον ήλιο; Στον ήλιο μέσα να ζούσα, δε θα μου έφτανε το φως του. Να φύγει, να ξεσκορπιστεί το χάος αφτό που με σκοτώνει.

Έπρεπε να γίνει, αφού την αγαπούσα!

Είναι βράχος μια τέτοια νύχτα. Να μη φέγγει και ποτές! Οι κακούργοι! Με γέλασαν κι όλο με γελούν. Κόκκινο με­λάνι, κόκκινο ζήτησα να μου φέρουν, κι αφτό είναι μάβρο σαν το αίμα.

Τι να σπάσω, να ξεθυμάνω; Τρίζουν τα δόντια μου, φωνάζω, και δεν έρχεται κανείς και κανείς δε μιλεί. Λέξη δεν ακούω.

……………………………….

Αγριέβουμαι. Δε σφαλνώ μάτι. Κι ο τοίχος πάντα μπροστά. Τι θέλουν άραγες; Πάλε τα ρούχα μου να ξεσκίσω; Όχι! όχι! Είμαι φίνος και δε με πιάνουν. Το ντουβάρι μόνο να πέσει! Και δε θέλει. Να το πάλε μαλακό σαν το μπαμπάκι, και κλοτσιά να του δώσεις, δε σαλέβει.

Τους αρέσει να θυμώνω, για να μου λεν ύστερα παρα­μύθια. Σφίξε, Καρλή, δάγκασε, Καρλή, τους γρόθους σου στο στόμα σου μέσα· να σε δέσουμε κατόπι. Μη σας μέλει! Δεν το κάμνω πια και θα διείτε. Ο κολλάρος μου με πνίγει. Να μπορούσα να τον πετάξω! Δε θα τον πετάξω, να μη χαίρουνται. Είδες άθρωπο πιο ήσυχο από μένα; - Ας πε­θάνω και μια ώρα προτήτερα, να τελειώσει.

Είναι απέραντη η μοναξιά.

Ας μου πουν καμιά ψεφτιά, μα τουλάχιστο ας μιλήσουν. Ας ακούσω μια φωνή! Να μη μου ξαναμασούν όμως όλο τα ίδια. Ποιος; Εγώ δεν ξέρω τι λέω; Να τους το δείξω. Τα θυμούμαι σα να ήταν και σήμερις. Ήμουν τότες αλλού. Στο παλιό μας το σπίτι. Στην Πόλη. Ήμουν και γω σαν τους άλλους. Θα καταλάβουν πως είχα δίκιο. Όλα θα τα καταστρώσω με τη σειρά τους στο χαρτί. Πρέπει πια και κείνοι να κρίνουν ίσια τα πράματα, ίσια και σωστά σαν και μένα. Και τότες θα μ’ αφήσουν, και θα πέσει το ντουβάρι και θα με βγάλουν όξω, όξω στα ηλιοπερέχυτα τα περι­βόλια.

Μα πού μπορούν αφτοί να με καταλάβουν; Κανένας τους δεν αγάπησε σαν και μένα.

Τα χαρούμενα, τα χρυσά, τ’ αθώα της, τα καλά της τα μαλλιά, πως έλαμπαν εκεί κάτω, στο περιβόλι, όταν την είδα πρώτη φορά με την αδερφή μου μαζί, που περπατούσε πλάγι πλάγι η Λέλα με την Ελένη! Τα μαλλιά σου, να τα φιλήσω, γιατί λιώνει η καρδιά μου, μόνο που τα θυμούμαι. Ήταν πίσω το περιβόλι, κι έρχουνταν η Λέλα σαν τον ήλιο κι ανέβαινε τα σκαλοπάτια του σπιτιού. Ποιος, ποιος να μην τη λατρέψει: Άμα φάνηκε, της έδωσα τη ζωή μου. Να της το πω, να την πάρω, να την αρπάξω, να φύγω, να την έχω γυναίκα μου, δική μου, να είναι δική μου όλη μέρα.

Την κοίταζα και της φώναζε μέσα μου η ψυχή μου· Εσύ είσαι η μόνη που θ’ αγαπήσω.

Η μόνη! η μόνη! ακούς!

Γιατί τάχατις να είναι τόσο ανήξερες οι γυναίκες; Εμείς αμέσως, με μιας αγαπούμε, σαν την αστραπή που σε καίει πριν ακόμη να σ’ αγγίξει. Εκείνες, καιρός τις χρειάζεται, καιρός! Είναι σαν τα λουλούδια η αρχοντιά τους· αγάλια αγάλια· θέλουν ώρα να ξανοίξουνε.

Νανουρίσματα και τραγούδια, χάδια μέλι γεμάτα, λόγια γλυκά λόγια, τι ήθελε; να της το δώσω! Να την προσέχω σαν παιδί μου· ό,τι ζητήσει, να της το φέρω. Λέλα τι προστάζεις; Λέλα, θες να φύγω; Θες να μείνω, Λέλα, Λέλα, θες να πέσω κατά γης και γονατισμένος μέρες αλάκαιρες να σε προσκυνώ σαν εικόνα; Είναι σαν τρεμουλιαστό πουλάκι η γυναίκα. Μην πας και την ξαφνιάσεις. Πρέπει μάνα της να γίνεις, να της μιλείς σιγά κρυφά, να της μάθεις εσύ τα μυστήρια του κόσμου και της ψυχής.

Αχ! δε λέω να μ’ αγαπήσει· ας διει μόνο πόσο την αγαπώ!

Και πώς δεν το ’βλεπε, πώς δεν το καταλάβαινε που μια φλόγα ήταν αναμμένη στα στήθια μου μέσα; Δεν το ’νοιωθε; Όχι! Δεν το ’νοιωσε μήτε κείνη μήτε κανένας άλλος. Κάθησε τώρα μέσα στα μυαλό μου και δε βγαίνει πια και βήμα δεν κάμνει που να μην τη διω. Ήσυχη και γλυκιά σαν το καλοκαίρι, με το μαλακό της το χαμογέλιο, με τα μικρά της τα ποδαράκια, πήγαινε κι έρχουνταν η Λέλα μέσα στο σπίτι. Έτρεχε απάνω στο Σταβροδρόμι με την Ελένη, έκαμνε βίζιτες με την Ελένη, τη συντρόφεβε παντού, έπαιζε πιάνο μαζί της, μελετούσε μαζί της, μιλούσε, χωράτεβε, σα να μην ήξερε τίποτις. Καμώνουνταν και τότες ή όχι; Κάπου κάπου συλλογισμένη την έβρισκες και κάθουνταν.

Όλα τα ’χω παρατηρημένα.

Τι συλλογιούνταν; Από το πρόσωπό της έφεγγε μια χαρά, μια χαρά σιγανή, μια ήμερη, ξέγνοιαστη χαρά· εμένα βέβαια δε συλλογιούνταν. Πώς μπορούσε να με συλλογιέται και να κάθεται ατάραχη, με τόση καλοσύνη στα μάτια; Απάθεια, απάθεια κι απονιά, εκεί που βασανίζουμουν και πονούσα. Με τα είκοσι της τα χρόνια, έμοιαζε ακόμη παιδί, τρυφερό είκοσι χρονώ παιδάκι, και σα μεγαλύτερή της φαίνουνταν η Ελένη. Η Λέλα βάσανα δεν είχε, η Λέλα δεν πονούσε, δεν της έμελε για τίποτις εκεινής, και στο τραπέζι, κάθε μέρα, η Ελένη αντίκρυ στον πατέρα, εγώ αντίκρυ της Λέλας, την κοίταζα κι η καρδιά μου πετούσε να μπει μέσα στην καρδιά της. Πώς την αγαπούσα! Κορμί και ψυχή. Δική μου και κανενός άλλου. Θα το μάθει. Δεν αγάπησε, όποιος για πάντα δεν αγαπά.

Εσένα μόνη, τ’ άκουσες, Λέλα; τ’ ακούς!

Γίνεται τουλάχιστο να μη με λυπηθεί; Να με λυπηθεί; Όχι. Να μ’ αγαπήσει. Σα φωτιά τριγύρω της ανέβαινε η αγάπη η δική μου. Έπρεπε να την κάψει. Είχε καρδιά ή δεν είχε, ήταν πεπρωμένο η φλόγα αφτή να την αγγίξει, γιατί αγάπη τέτοια δε στάθηκε στον κόσμο ποτές και ποιος μπορεί να ξεφύγει, όταν αγαπάς με τόση ζάλη, με τόση ορμή;

Ήταν αδύνατο η Λέλα να μείνει αδιάφορη και κρύα, να περπατεί με το μαλακό της το χαμογέλιο, κι όταν την αντάμωνα, ήσυχα να διαβαίνει και μόλις να με βλέπει. Και τον πάγο και τους βράχους αφτούς εδώ θα τους διεις να κορώσουν, άμα τους βάλεις σπίθα παρμένη από μέσα από την καρδιά σου.

Όλα τα ’χω παρατηρημένα.

Έτσι μόνο, για τούτο μοναχά το λόγο, με μιας κατά­λαβε η Λέλα.

Πες το, φως μου, σαν που το είπες εκείνη τη νύχτα, πες το, Λέλα, να το ξανακούσω. Όχι! μάρμαρο δεν ήταν την ψυχή της, άκουσα την ψυχή της που μου μιλούσε. Κατέβαινα τη σκάλα στα σκοτεινά· κρέμουνταν το λυχναράκι μισοσβησμένο στο ταβάνι. - Και να πάλε που τίποτις δε βλέπω. Σκότος, πάντα το σκότος που με τυφλώνει. - Η Λέλα! Βλέπω άξαφνα τη Λέλα που πηγαίνει απάνω στην κάμερή της. Βρέθηκα πλάγι της, κοντά κοντά, και σα μισοπεθαμένος ψιθύρισα, που μόλις μπορούσε να το πάρει τ’ αφτί της·

— Λέλα, είσαι συ;

— Ναι! γυρνά και μου λέει. Τη φωνή της δε θα την ξεχάσω στη ζωή μου. Η φωνή της! Άκουσες άγγελο να λαλεί και με μια λέξη ν’ απαντήσει· «Ναι! ναι! το είδα, το ξέρω· μη γυρέβεις άλλο να σου πω.»

Πάει να φύγει και σκουντάφτει το μικρό της το ποδα­ράκι· κοντέβει να πέσει, τη βαστώ. Με καίει ακόμη το πετσί της.

— Λέλα, δεν έπαθες τίποτις; Λέλα μου, πες το.

— Όχι! όχι! Είναι αργά.

— Καλή νύχτα! καλή νύχτα! Λέλα, ύπνο καλό. Κοιμήσου καλά.

— Καλή νύχτα! - Και γίνεται άφαντο το παιδί μου. Είδες νύχτα καλή; Βαριές οι ώρες και κύματα οι λογισμοί.

Θα θελήσει; δε θα θελήσει; Πώς να της το πω; Και μπορώ να της πω τίποτις; Έχω δικαίωμα; Ίσως τρόμαξε κι έτρεμε η φωνή της. Το φαντάστηκα πως γυναίκα μου θα γίνει. Όχι, δε θα θελήσει.

Μ’ έπιασε φόβος. Από την ξενιτιά που μας ήρθε, κάτω στην πατρίδα της, εκεί κάτω στη Δύση, ίσως έταξε τίποτις κανενός, σα γυρίσει πάλε πίσω. Κάτι θα με κρύφτει· είναι αδύνατο με την ομορφιά της, να μην την αγάπησε όποιος την είδε. Για τούτο κάμνει πρώτα την αδιάφορη και παί­ζει και γελά· για τούτο μόλις μια λέξη ξέρει να μου πει, εκεί που η αγάπη με τρελαίνει. Για τούτο κάθεται ώρες και συλλογιέται.

Όλα τα ’χω παρατηρημένα.

Αν είναι αλήθεια, να μου το πει παστρικά. Δεν έχω δίκιο; Να μου το πει ορθά κοφτά, κι όρκο της βάζω πως τραβιούμαι και φέβγω. Δε με βλέπει πια. Κάλλια τη δική μου τη ζωή παρά τη ζωή τη δική της να χαλάσω. Θα φύγω. θα φύγω. Και μπορώ

Καλή νύχτα! καλή νύχτα!

Δε γίνεται έτσι να τυραννιούμαι. Μ’ έπνιξε αφτή η κα­ταχνιά. Φτάνει, φτάνει!

Γλύτωσα· ο τοίχος τρυπά, φαίνεται ο ουρανός. Στο περιβόλι μας εκεί κάτω! Στο περιβόλι μας είναι πίσω συκιές και πλάτανοι. Μα έχει μια πόρτα δεξιά ο μπαξές, μια πόρτα που βγαίνει πλάγι στο δρόμο, στο δρόμο δεξιά μεριά, μια πόρτα μικρή, καταραμένη. Άνοιξα και μπήκα τότες εγώ. Είναι ίσκιος και δροσιά στο περιβόλι μας πίσω. Τι αγαθό που είναι το περιβόλι! Τι καλοσύνη που την έχει η αβγή! Γλυκοχαράζει για να χαίρεται ο κόσμος. Το πρωί είναι άπειρο το φως, το πρωί γεμίζει ο ουρανός χαμογέλια, βάζει ρούχα καινούρια και γιορτάζουν τα περι­βόλια. Λέλα, κάθου, μη σηκωθείς. Μείνε, μείνε ακουμπισμένη στη συκιά που σε σκεπάζει, ολόχρουσό μου κεφα­λάκι. Τα φύλλα κουνιούνται αγάλια αγάλια και σου λεν καλημέρα. Τι ωραία που είσαι! Τρέμει η καρδιά μου που θα ραγίσει. Ακούς τι σου λέω ψιθυριστά, χαμηλά, ντρο­παλά, αγάλια αγάλια σαν τα δέντρα που σου μιλούνε; Σε χαδέβει η φύση όλη κι η φωνή μου σε χαδέβει.

— Λέλα, μη σου φανεί ξένο το ρώτημά μου. Λέλα, πες το, σε παρακαλώ. Τι σε πειράζει να μου το πεις; Ίσως άφησες εκεί κάτω στην πατρίδα κανένα φίλο - ίσως κανέναν που αγαπάς;

— Όχι, μου κάμνει σιγά, πουθενά δεν έχω φίλο.

Και της έπιασα το χέρι και μου φάνηκε πως ο κόσμος ήτανε δικός μου.

…………………………………….

Κομματάκια! κομματάκια! κομματάκια!

Όχι! όχι! Δε θέλω ακόμη· έπρεπε πάντα να συλλογιούμαι το περιβόλι με τη χαρά του. Μου έρχεται ησυχία όταν το θυμούμαι. Αλήθεια που έφεγγε τότες πολύ! Ο ήλιος με τάιζε φως. Διψούσα και το ’πινε η ψυχή μου. Τι παράδοξα, τι διαμαντόλαμπα μάτια που τα είχε η Λέλα! Στα μάτια της μέσα ήταν αχτίδα κρυμμένη· άνοιγε τα βλέφαρά της κι η νύχτα σπιθοβολούσε. Τι καλά που ήξερε να με μαγέψει! Πού τα ’βρισκε τα γλυκά, τα χαριτωμένα, τα ουρανόφωτα λόγια που μου έλεγε; Τι απλά, τι άκακα που μιλούσε! Δε θα ξαναζήσω άλλη τέτοια χρονιά.

— Μη σε μέλει, μην τυραννιέσαι, Καρλή. Είναι πιο φρό­νιμο, πιο σωστό να μην το πούμε κανενός. Μη βιάζεσαι, Καρλή μου. Ξέρω πως δεν είμαι για σένα. Δε γίνεται, το ξέρω. Μην πεις όχι, Καρλή. Η κακόμοιρη εγώ! τι αξίζω, να με πάρεις γυναίκα; Ο πατέρας σου δε θα θελήσει ποτές και ντρέπουμαι μόνο που το βάζει ο νους μου, πώς μπορεί να μάθει τέτοιο πράμα. Ξέχασες πως είμαι φτωχοκόριτσο και ξένο, πως μ’ έφεραν εδώ για να συντροφέβω την Ελένη, να κάθουμαι μαζί της; Έχουμε καιρό. Βλέπουμε κατόπι. Αν το πεις, θα μας χωρίσουν και μου αρέσει τόσο να μιλείς και να σε κοιτάζω! Ίσως πάλε φταίω γω που σ’ άκουσα εκείνο το βράδυ, που αποκρίθηκα ναι. Τι να κάμω: Αχ! δεν ξέρεις· μου φαίνουνταν τόσο παρά­ξενο! Δε φαντάζουμουν πως θα μ’ αγαπήσει κανένας. Δεν μπορούσα να το πιστέψω πως θα μ’ αγαπήσεις εσύ. Εσύ! Κάθουμουν ώρες και συλλογιούμουν. Έπειτα, τι να σου πω; Χωρίς να το θέλω, χαίρουμουν και γελούσα που το συλλογιούμουν. Η ζωή μου σα ν’ άλλαξε με μιας. Όχι, Καρλή, να μην το πούμε ακόμη κανενός. Τι καλό πράμα που είναι να ’χει κανείς ένα κρυφό και μέσα του να το φυλάει! Να είσαι ήσυχος, φίλε μου καλέ. Εγώ δε λυπούμαι. Δεν το μετανοιώνω. Ό,τι έκαμα, το ήξερα και το ’καμα. Να βασανίζεσαι εσύ και να σ’ αφήσω παραπο­νεμένο; Δε μου ήτανε δυνατό. Το ήθελα και το ’καμα. Δεν μπορεί κανείς να μου πει τίποτις. Είναι δική μου δουλειά. Ό,τι έχω, πάρ’ το, στο δίνω. Όχι, δε λυπούμαι. Ίσως παίζεις εσύ μαζί μου. Μ’ έχεις τώρα σαν παιχνιδάκι σου, Καρλή. Είναι δικό σου το παιχνιδάκι. Δικιά σου είμαι όλη.

………………………………..

Κουράστηκα και πια δεν μπορώ. θα πέσω κατά γης. θα σφαλήξω τα μάτια, να βλέπω μόνο τη Λέλα και να την ακούω.

…………………………………….

«Δεν έχω φίλο πουθενά.» Ναι! Αφτό μπορεί κανείς να το πιστέψει. Θα πει πως δεν αγαπούσε ή πως δεν αγάπησε κανέναν εκεί κάτω στον τόπο της. Μα θα πει άραγες πως δεν την αγαπούσε ή πως δεν την αγάπησε ποτέ κανένας; Τι τάχα: Δε γύρεψε κανένας να την πάρει; Δεν της είπε κανένας τουλάχιστο δυο γλυκά λόγια; Δεν άρεσε κανενός; Πώς γίνεται; Αναθράφηκε σε μια τέτοια πόλη και δε βρέθηκε κανείς να της κάμει ένα κοπλιμέντο ή λίγο κόρτε, ή να την κοιτάξει καλά στα μάτια, ή να της δώσει να καταλάβει τίποτις, ή να μην ξιπαστεί από την ομορφιά της; Δε γίνεται. Μπορεί εκείνη να μην αγάπησε· πάει καλά· μα να μην αγαπήθηκε; άλλος λόγος. Γιατί τότες δε μου το λέει; Αφού μου κρυφτεί μικρά, τιποτένια πρά­ματα, μπορεί να μου κρύψει μια μέρα και μεγαλύτερα. Το είπε η ίδια· της αρέσουν τα κρυφά· είναι καλό πράμα να ’χει κανείς ένα κρυφό - και να τα φυλάει! Μήπως είναι κρυψιάρα;

Κάτι θα τρέχει. Το ξέρω. Και τώρα κάτι θα τρέχει. Το βλέπω. Όλα τα ’χω παρατηρημένα. Ένα είναι βέβαιο, πως την αγαπώ. Την αγαπώ. Αφτό είναι βέβαιο. Είναι το μόνο βέβαιο. Να πάρεις μια ώρα από τη ζωή μου, ό,τι ώρα θέλεις, να την κόψεις, να την κάμεις κομμάτια, κομμα­τάκια, ακόμη πιο μικρά κομματάκια, δε θα βρεις ένα ψίχουλο καιρό που να μην είναι και κείνη μέσα· πάντα και πάντα εκείνη να συλλογιούμαι. Γιατί και στον ύπνο μου μπήκε. Περεχύθηκε στη ζωή μου και σαν το νερό παντού μεριά τη γεμίζει. Όταν είναι μακριά, άμα δεν την έχω κατάστηθα μπροστά μου, άμα βγει, άμα καθήσει με την Ελένη, άμα πάει στον περίπατο, άμα δεν τη βλέπω, το μάτι μου στο κυνήγι και πίσω της η ψυχή μου. Απελπισιά και λαχτάρα ώσπου να την ξαναδιώ, ώσπου να γυρίσει, ώσπου ν’ ανεβώ στην κάμερή της, να σφαλοιχτούμε! Τι κάμνει, όσο λείπει; Τι κάμνει; με θυμάται; Και δεν παίρνω την αναπνοή μου. Κι από το πρωί ως το βράδυ όλο τα ίδιο. Μήπως εγώ γελώ και χαίρουμαι και σεργιανίζω και χωρατέβω; Μπορώ να πιάσω δουλειά; Μπορώ τίποτις ν’ αρχίσω; Μια τρύπα στον τοίχο κι όλο να τη βλέπω!

Εγώ την αγαπώ. Αφτό είναι βέβαιο. Είναι το μόνο βέβαιο. Είναι βέβαιο - ακόμη πιο βέβαιο - όχι πως δε μ’ αγαπά σαν που την αγαπώ, μα πως μήτε ξέρει, μήτε κατάλαβε την αγάπη μου όλη. Δεν την ακούς πώς μιλεί; Δεν τα ξεχνώ. «Μη σε μέλει» και «Να είσαι ήσυχος» και «Μη βιάζεσαι» και «Μην τυραννιέσαι.» Μπορώ να μην τυραννιούμαι; Ήσυχη τη θέλεις την αγάπη κι αγάπη τη λες; Ναι! είσαι ήσυχη, είσαι φρόνιμη εσύ. Ώρες σε προσμένω, καρτερώ στα σπίτι μονάχος, γυρίζεις κι όταν μπορέσω μια στιγμή να σε διω, μια στιγμή στη σκάλα να σ’ αρπάξω, μήτε βλέπεις τα βάσανά μου. Ξέρω τώρα γιατί μ’ αγάπησες· για να μη βασανίζουμαι για να μη μ’ αφήσεις παραπονεμένο. Με λυπήθηκες· δε μ’ αγάπησες. Εγώ, δε θέλω μονάχα την ομορφιά σου· εγώ την ψυχή σου θέλω.

Έρχεσαι χαρούμενη σπίτι, χαμογελάς και δε μου λες· «Καρλή, καλέ μου Καρλή, μην πονείς και πονώ σαν και σένα.» Δε νοιώθεις τι είναι αγάπη κι ύστερα μου λες πως ίσως παίζω μαζί σου!

Μην παίζουμε, παρακαλώ, με την κούκλα. Γιατί σπάνει.

Να μη βιάζουμαι; Να μη θέλω να το μάθει ο κόσμος όλος πως είσαι δική μου; Σα γυναίκα μου δική μου! Να κρύφτουμαι, να φοβούμαι από το φως, να μη γυρέβω τον ήλιο; Και ποιος μπορεί να μου πει τίποτις; Μπας δεν είμαι τριάντα τεσσάρω χρονώ άντρας; Να γίνεις εσύ γυναίκα μου, στον κόσμο μπροστά, να παντρεφτούμε, και να μη χαρεί η γης όλη; Ποιος άραγες μπορεί να μη χαρεί; θα πειραχτεί μήπως κανένας Γιατί να μην το πούμε κανενός; Είναι ζωή αφτή που τραβώ; Να χάνουμαι για σένα, κάθε ώρα να σε ζητώ, να θέλω πάντα μου τα μάτια σου και τη φωνή σου, από πάνω ως κάτω να σε λατρέβει η ψυχή μου, και κοντά μου να μην είσαι; Δεν πρέπει λοιπό να σ’ αγαπώ; Κάτι, κάτι λόγο θα ’χεις.

Δε θα ξανακούσω πάλε τη λαλιά της; Αγριέβουμαι μέσα στη μοναξιά. Να την πάλε που βγήκε, που πήγε απάνω στα Σταβροδρόμι, που μ’ αφήνει. Λέλα μου, Λέλα, είναι μια γλύκα τ’ όνομά σου. Πότε θα σ’ αρπάξω να φύγω, να πάμε μακριά οι δυο μας μαζί; Να ξαπλώσει από πάνω μας ο ουρανός τη γαλανή του τη φορεσιά. Δεν είναι, δεν υπάρχει κανένας τόπος πουθενά που να μην πονεί η καρδιά, που ν’ ανασάνει η ψυχή μας, κανένας ήσυχος, ολόφαιδρος τόπος, ηλιολουσμένος, που να μη μαρτυριούμαι; Δεν κάθε­ται πουθενά, δεν έχει σπίτι η Εφτυχία, να πάμε και μεις μια φορά να τη βρούμε; Λέλα μου, μη μ’ αφήνεις. Μια στιγμή να μη σε διω, χάθηκε ο κόσμος.

Και δεν το νοιώθω, και δεν το ξέρω τάχα πως δε μ’ αγαπά; Όταν έρχεται και της πιάνω το χέρι, μόλις μου σφίγγει το χέρι. Όταν την απαντώ στη σκάλα, μια ματιά μόλις και φέβγει. Ναι, βέβαια ξέρει και γέρνει στο στήθος μου απάνω το χρυσό της το κεφαλάκι, όταν είμαστε κι οι δυο μας ολομόναχοι τη νύχτα στην κάμερή της, όταν την έχω και τη βαστώ και τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, όταν είναι δική μου. Μα που τα φιλιά, τα λωλά φιλιά που της δίνω; Μήτε τα νοιώθει. Με κάθε φιλί μου φαίνεται πως μπαίνει η ψυχή μου μέσα στην ψυχή της. Μα η φλόγα η δική μου δεν την καίει, δεν την έκαψε ποτέ σαν που με καίει εμένα. Λέλα, Λέλα, τρελλαίνουμαι για σένα και σε διψώ. Τι τραβιέσαι; Σκιάζεσαι και φέβγεις; Τρόμαξες με την πάρα πολλή, με την ξεφρενιασμένη μου την αγάπη; Έλα πάλε στο πλεβρό μου, έλα κι απόψε, πουλί μου. Είναι νύχτα, εσύ που αγαπάς τα κρυφά, και κανένας δε μας βλέπει... Ποιόνα φοβάσαι; Φοβάσαι κανέναν; Και τη νύχτα θέλεις να κρυφτείς; Θυμούμαι τι μου είπες. Εγώ τώρα δεν το ξεχνώ. «Έχουμε καιρό. Να μην το πεις κανενός!» Γιατί, αν το ’λεγα, θα το μάθαινε Εκείνος!

……………………………

Σώπα, σώπα! Να μην ακούσω τη φωνή σου. Αν ακού­σω τη φωνή σου, μπορεί πάλε να σε πιστέψω, και δε θέλω. Και δεν πρέπει να σε πιστέψω.

……………………………..

«Τι αξίζω, να με πάρεις γυναίκα;» Ναι! Τι αξίζεις; Τώρα το ξέρω τι αξίζεις, γιατί το είδα. Ποιος είχε δίκιο; Ο Καρλής, πάντα ο Καρλής. Μαζί μου ή και με κανέναν άλλο, το ίδιο της είναι. Εκείνη ξέρει τι κάμνει. Εκεινής δεν της κοστίζει τίποτις η αγάπη. Και για τούτο είναι κρύα μαζί μου, κρύα, όταν την καίνε τα φιλιά μου. Μάρμαρο και χιόνια. Χιόνια βουνό που δε λιώνει. Κατάλαβα με μιας. Τ’ αγάπησα εκείνο το γράμμα, γιατί μ’ έφεξε σαν το κερί και την είδα, την αλήθεια! Ανεβαίνω στην κάμερή της και τα βλέπω. Κομματάκια, κομματάκια χαρτί. Σκόρπια κατά γης. Ξεσκισμένα λιανά λιανά. Και σκύφτω και τα μαζώνω ένα ένα. Κι απάνω στο ένα, τη διάβασα τη λέξη «αγάπη μου». Και το γράψιμο το γνωρίζω. Κομματάκια, κομματάκια. Το ένα το κομματάκι μόνο γραμμένο, κάτασπρα καμιά δεκαριά, γιατί τα μάβρα τα ’ριξε στη φωτιά, μην τύχει και τ’ αρπάξει το μάτι μου, και κατα­λάβω! Την προσμένω να ’ρθει, να διούμε τι θα μου πει. Όλεθρος και χαμός! Κομματάκια, κομματάκια. Ναι! κουρέλια την κάμαμε τη ζωή μας.

Να τη μάγισσα, να τη νεράιδα, την ψέφτρα, να τη σκύλα που μπαίνει. Και πριν ανοίξει το χείλι, την αρπάζω από το χέρι. Εδώ! Αμέσως εδώ! Πέσε χάμου και φίλησε πόδι. Παρακάλειε να μη σε σκοτώσω και φώναξε, φώναξε δυνατά, να σ’ ακούσω, πως με γέλασες, πως το σιχαμένο σου το στόμα ψεφτιές ξερνά και μόνο ψεφτιές. Από πού έρχεσαι; Πού κυλιούσουν; Πατσαβούρα! Και την τραβώ και της σφίγγω τα μπράτσα που τα ξεσκίζω με τα νύχια μου· την πετώ απάνω στο κρεβάτι, την πιάνω από το λαιμό. Να τη χτυπήσω, να την μπατσίσω, να τη στραγγουλίσω. Κάτι να της κάμω!

— Το γράμμα! το γράμμα! Ποιανού είναι το γράμμα; Και να πάλε που με μιλεί. Να που ακούω πάλε τη φωνή της·

— Καρλή μου, Καρλή, μια στιγμή μόνο. Ό,τι θέλεις, να με κάμεις. Μα πρώτα να σου πω. Δεν είναι για μένα το γράμμα. Μου το ’φεραν το πρωί, σήμερα το πρωί. Σε φοβούμαι. Όλα, όλα θα στα ξηγήσω.

Κι αρχινίζει και μου αραδιάζει ένα σωρό παραμύθια. Η φωνή της, η γλυκιά της η φωνή! Μου τα λέει και την πιστέβω. Πώς να μην την πιστέψεις, άμα σου μιλήσει, άμα τη διεις; Δεν είναι δική μου, τώρα που την έχω κοντά μου, τώρα που τη βλέπω; Δεν είναι τα λόγια, της ζάχαρη και μέλι; Γονατίζω μπροστά της. Χέρια και πόδια της φιλώ. Λέλα μου, σκότωσέ με να τελειώσω. Διες με που κλαίω σαν το παιδί. Δεν το ’νοιωσες ακόμη πόσο σ’ αγαπώ; Δεν το φταις εσύ που πονώ· το φταίει η αγάπη που σου έχω. Λέλα μου, να με λυπηθείς. Αρνί σου θα γίνω. Κοί­ταξέ με. Τα ματάκια σου, δώσε με τα ματάκια σου να τα ’χω πάντα μαζί μου, πάντα να μ’ ακλουθούν και να φέγγουν. Τότες πια δεν τυραννιούμαι.

— Έπρεπε να σε μισήσω, Καρλή, και δε σε μισώ. Δεν ξέρω κι η ίδια τι μου γίνεται. Είμαι ακόμη παιδί. Είμαι άπραχτο παιδί. Εσύ τόσα είδες, τόσα έμαθες! Εσύ είσαι άντρας. Ναι! Το κατάλαβα πως δεν παίζεις μαζί μου. Ίσως έχεις δίκιο που παραπονιέσαι. Δε θέλεις να γελώ; Δε γελώ. Δε θέλεις να χωρατέβω; Δε χωρατέβω. Μπορώ εγώ, Καρλή μου, να ξέρω την αγάπη σαν και σένα; Ακόμη τρέμω που το θυμούμαι. Πώς μ’ άρπαξες; Πώς με τίναξες! Μ’ έδειρες, κόντεψες να με δείρεις. Οι τρίχες σου ολόρθιες σηκωμένες και φρενιασμένη κάθε ματιά σου. Έπρεπε να σε μισήσω, Καρλή, και δεν μπορώ να σε μισήσω. Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Την αγάπη μου θέλεις. Όσο μ’ αγαπάς, σ’ αγαπώ και γω τώρα. Καρλή μου, Καρλή, πες μου το αλήθεια πως μ’ αγαπάς, να τ’ ακούσω!

— Εσένα, Λέλα, να μη σ’ αγαπώ - Και την παίρνω στο στήθος μου απάνω και στο στήθος το δικό της, εκείνη τη στιγμή, μου φαίνεται πως νοιώθω τη φλόγα, την ίδια φλόγα που εμένα με καίει. - Μου φαίνεται πως την ένοιωσα τότες!

…………………………………….

Ο κόσμος είναι μικρός. Τι μικρούτσικος που είναι! Μέσα στην καταχνιά θολοσκεπάζουνται, χάνουνται όλα και τίποτις πια δεν υπάρχει. Σα να μην είχε ουρανό και θάλασσα και καράβια. Λιγάκι ήλιο, παρακαλώ. Τώρα που δεν τη βλέπω, σταναχωριούμαι, και τη γυρέβω. Τεντωμένος ο νους μου, κουρδισμένος, τσιτωμένος, και τη συλλογιούμαι. Εγώ ξέρω. Ένα κομμάτι από δω, ένα κομμάτι από κει. Σκόρπια κατά γης. Έτσι είναι κι η αλήθεια. Τα μαζώνεις, τα βάζεις το ένα με τ’ άλλο, τα ταιριάζεις. Άξαφνα βγαίνει το νόημα. Βγαίνει κι η αλήθεια. Την ξεσκίζουμε, για να μην τη διούμε. Μα σκύφτεις εσύ και την πιάνεις.

Αν ήταν τίποτις, πολύ πιο φρόνιμα θα ’καμνε, πολύ πιο σωστά να μου το πει, για να το ξέρω. Σκέψου το, Λέλα. Δε θα θύμωνα· δε θα ’λεγα λόγο. Αχ! μόνο να την κλει­δώσω, να βάλω και μάνταλο, για να μην της γράφει κανένας πια. Παραμύθια! παραμύθια! Μου αράδιαζε παραμύθια. Αφού αγαπούσε την αδερφή μου εκείνος ο κατα­ραμένος, πως δε μου έγραφε εμένα; Η Λέλα είναι δική μου. Μην την αγγίξεις. Τάχα γιατί και κείνος, λέει, είναι ξένος στην Πόλη, γιατί δεν τολμά, γιατί βλέπει πως ακούμε τη Λέλα, γι’ αφτό θα πάει να της γράψει; Η Λέλα θα τον προστατέψει; Η Λέλα θα σηκωθεί να πει του πατέρα πως θέλει η αφεντιά του να πάρει την Ελένη; Ή εμένα τάχα η Λέλα να μου μιλήσει; Και πού το φαν­τάστηκε πως μπορεί η Λέλα να μου μιλήσει; Παραμύθια! παραμύθια! Πρώτα πρώτα, πώς έβαλε τέτοιο πράμα με το νου του; Τι; γιατί δίνει στην Ελένη μαθήματα μουσική, πρέπει να πάει να την αγαπήσει; Ποιος καφκιέται μπροστά μου για αγάπη; Εγώ τον έφερα στο σπίτι. Εγώ να του δώσω δρόμο. Αμέσως να πάρει άλλο δάσκαλο η Ελένη, να μην είναι, να μην είναι πάντα στο μάθημα η Λέλα.

Να φύγει αφτός, να ξεπαστρεφτεί, να μη φανεί πια. Να χαρούμε την αγάπη στα γεμάτα. Θέλω η ζωή της να μοιάζει με την ήσυχη την ακρογιαλιά που κοιμάται μέσα στα λιμάνια. Θα στρώσω γλυκά και τον άμμο· θα μαλα­κώσω και το χώμα. Αφού την αγαπώ, τι μας λείπει: Δεν μπορώ να ζω σε μια κόλαση τέτοια· είναι πίσσα και βράζει. Λέλα, πότε θα σε φιλήσω στο στόμα, δίχως να συλλογιούμαι πια τίποτις άλλο; Πότε θα ξεχάσω τους καημούς; Αγάπη μου εσύ, γιατί με σκοτώνεις; Τι σου έκαμα και με καταστρέφεις; Δε με λυπάσαι;

Και μπορώ να το ξεχάσω; Εγώ έχω μάτια και βλέπω. Κι αφτό σου το λένε ζούλια. Να βλέπεις, είναι ζούλια. Μά­ζωξε πουθενά δύο ιδέες, βάλ’ τις δίπλα τη μια στην άλλη, πάρε κλωστή να τις ράψεις, δείξε πως έχεις νου και κρίση, πως κάτι νοιώθεις από λογική, θα σε πουν αμέσως ζουλιάρη. Ζουλιάρης εγώ δεν είμαι. Εγώ προσέχω και προσμένω. Εγώ είμαι καλός. Μου το ’ταξε και προσμένω. Με πρόφαση ή δίχως πρόφαση, ό,τι αιτία κι αν είναι, δεν πρέπει να τον ξαναδιεί, δεν πρέπει να της γράψει, λόγο δεν πρέπει να της πει.

Λίγο λίγο ξεφανερώνουνται όλα και ξετρυπώνουν. Γκρέμησε πια το ντουβάρι. Κάθουμαι και προσμένω στο παλιό μας το σπίτι. Στην Πόλη εκεί κάτω. Εγώ έχω μάτια και βλέπω.

Μη φοβάσαι. Τώρα είμαι ήσυχος. Δε θυμώνω. Εδώ χρειάζεται κρύο αίμα και σκέψη. Κρυφά κρυφά όλα τα παρατηρώ ένα ένα - και παίρνω και σημείωση. Θέλει το πράμα συλλογή, πομονή και πονηριά. Μη φοβάσαι. Παρά­λογα κι αστόχαστα, δουλειά δεν καταφέρνεις. Λέλα, μη φοβάσαι, σου λέω. Φοβήθηκες εσύ ψέφτρα, και δε μου είπες την αλήθεια. Έτρεμες να μη σε σκοτώσω. - Άκουσες τι ταπεινά που μου μιλούσε; Ύστερα, για να το κρύψει, κάμνει πως μ’ αγαπά και ρίχτει φωτιές στην αγκαλιά μου. Άναψε, κόρωσε με μιας. Εγώ έχω μάτια και βλέπω. Δε λέω γρυ· προσμένω, καρτερώ. Έτσι καμιά μέρα θα τους πιάσω. Πρέπει να τους πιάσω, για να της δείξω πως με γελά. Έτσι να γλυτώσω κι απ’ αφτή την καταχνιά. Ναι! Κατάλαβα τώρα. Ησυχάζω. Ώρες καρτερώ, προσμένω να το μάθω.

Και δεν έχω πάλε δίκιο; Ποιος λέει πως δεν έχω δίκιο; Τον είδα, με τα μάτια μου τον είδα. Μόλις τρεις μέρες ύστερις από κείνα που της είπα! Εκείνος δεν προσμένει· τον έβγαλα, τον έδιωξα, μάθημα πια δεν έδινε στην Ελένη, όχι! πρέπει ο κύριος αμέσως να γυρίσει! Δεν ήταν όνειρο· τον είδα. Να τος πάλε που ξετρυπώνει. Η αλήθεια ξετρυ­πώνει μαζί του. Από το παράθυρο απάνω, που κάθουμαι και καρτερώ, τον είδα. Να τος που ξεπροβάλλει. Όξω στο δρόμο τρέχει, τρέχει βιαστικά, πλάγι στο σπίτι, έρχεται από κει πίσω που είναι η πόρτα του μπαξέ. Σα ν’ άκουσα την πόρτα να τρίζει. Εγώ ξέρω η πόρτα που είναι. Αχ! ας φαίνουνταν αφτή η πόρτα από το παραθύρι, και τους τσά­κωνα αμέσως. Γιατί, γιατί να στρίβει ο δρόμος, γιατί να μην τη βλέπω από κει που κάθουμαι και καρτερώ, την πόρτα την καταραμένη! Και τι πειράζει που δεν τη βλέπω; Η Λέλα πού είναι; Στο περιβόλι; Και βέβαια! Ορμώ στην κάμερή της. Δεν είναι. Κατεβαίνω. Να της ίσια που ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του σπιτιού. Λοιπόν κι η Λέλα ήτανε στο περιβόλι! Μαζί του! Της γνέφω δυνατά· στη στιγμή απάνω, να πάει στην κάμερή της.

— Σήμερα πια θα μου την πεις την αλήθεια. Σας είδα. Ήσουνα μαζί του στο περιβόλι. Δεν ντρέπεσαι; Πες το, φτύσ’ το, ή ξαναρχίζω.

— Καρλή, εκείνο που δεν είναι, δεν μπορώ να στο πω. Ήμουνα μόνη. Δεν είδα ψυχή. Πήγαινε, ο ίδιος να στο πει. Θυμήσου τι σου έλεγα την άλλη μέρα, Καρλή· την υστερνή, τη μόνη φορά που μου έγραψε, του είπα να μη μου γράψει πια, πως δεν ήτανε δουλειά μου και να μη μου μιλήσει για τέτοια πράματα.

Θύμωσα και δεν έπρεπε να θυμώσω. Έπρεπε γλυκά και με τρόπο να την παρακαλέσω ν’ ανεβεί στην κάμερή της. ­Φοβήθηκε πάλε και πάλε μου αράδιασε ψεφτιές. Αν το ’λεγε ίσως μπορούσα να την πνίξω. Όχι! δε λυσσιάζω, να μη χαίρουνται. Καλά! Καλά! Βλέπουμε κατόπι - και κατε­βαίνω.

Κατέβηκα, ναι! Η μόνη ώρα που χάρηκα με τα σωστά μου! Ξάνοιξε η καρδιά μου πρώτη φορά. Ο ήλιος μου πότιζε την ψυχή. Ύστερις ας σκοτεινιάσει! Αναγάλλιασα τουλάχιστο μια στιγμή, ησύχασα, γιατί τώρα ήμουν πια βέβαιος. Λέλα, Λέλα, με καταστρέφεις, μα ξέρω γιατί με καταστρέφεις. Λέλα, μ’ απάτησες, μα το ξέρω τώρα πως μ’ απατάς. Αχ! ναι, ξέρω, το ξέρω πως δε γελάστηκα. Το ξέρω πως είχα δίκιο. Κατεβαίνω και μου δίνουν το γράμμα. Δεν ακούτε τα γέλια που πετώ; Δε βλέπεις την αλήθεια; Δε σε θαμπώνει; Εμένα με στράβωσε το φως της. Τι κουτός που δεν το κατάλαβα ακόμη! Το διαβάζω το γράμμα. Το ’φεραν τώρα, μου λέει ο δούλος. Ήτανε γράμμα δικό του. Γράμμα του μορφονιού! Το βλέπω πάλε το γράψιμό του, που φτάνει να το διω κι ανατριχιάζω. Μου γράφει εμένα. Πως αγαπά τάχα! - την Ελένη. Πως είναι σα χαμένος, και γιατί δε θέλουμε να ’ρχεται πια σπίτι; Πως τρελαίνεται και δεν τολμά να μιλήσει, μα πως τώρα έκαμε πια απόφαση, τα ξέτασε, τα ζύγιασε, τα ’βαλε όλα σε τάξη. Πως έγραψε πρώτα της Λέλας, να την παρακαλέσει, γιατί ξέρει πως είμαι καλός και δεν μπορεί πια να ζήσει, αν είναι να μην ξανάρθει… Και δεν τέλειωνε το γράμμα. «Αν είναι να μην ξανάρθει.» Είδες εσύ τι λαμπρά που το στοχάστηκε; Θυμήσου τώρα το λόγο της· «Πήγαινε, ο ίδιος να στο πει.» Το ’νοιωσες; Στο περιβόλι μάνι μάνι του μίλησε- «Πρόσεχε, ο Καρλής έχει υποψία, γράψ’ του αόρατα θέματα, να τον ξεχνιάσεις.» - Κι η Λέλα το ήξερε πολύ καλά πως θα μου γράψει. Τι δε γράφει εκείνος για να ξανάρθει; Οι δυο τους μαζί τα ’χουν ταιριασμένα, συφωνημένα. Και για να μην το μυριστεί ο Καρλής, ας του κοπανίσουμε ιστορίες. Κομματάκια! κομματάκια ψεφτιές! Ο Καρλής έχει μάτια και βλέπει, έχει μάτια και μαζώνει. Να πάρει την Ελένη, για να είναι μέρα νύχτα στο σπίτι μαζί με τη Λέλα! Με τη Λέλα! Όχι. Δε θα γίνει τέτοιο πράμα.. Μήτε κείνος μήτε κανένας άλλος!

Καλά! καλά! Καρτερώ και προσμένω.

Βράδιασε. Νυχτώνει. Είναι νύχτα και σκοτάδι. Πάει ο κόσμος να πλαγιάσει. Κρέμεται το λυχναράκι μισοσβησμένο στο ταβάνι ψηλά και τρεμοφέγγει. Κατεβαίνω τη σκάλα. Όλα σκοτεινά. Αχ! δεν είναι για μας τα λου­λούδια· δεν είναι τα τραγούδια για μας. Πάει το καλοκαίρι· παν οι μάβρες οι συκιές και τα δέντρα και τα φύλλα που κρυφά κρυφά της μιλούνε. Ένας πόνος απέραντος με πνίγει, θα πεθάνω από τον καημό. Η καρδιά μου φουσκώνει, και τα κλάματα γίνουνται πλημμύρα μέσα στην ψυχή μου. Όχι! όχι! δεν πρέπει να κλαίω, να τη λυπούμαι. Κατε­βαίνω τη σκάλα. Λέλα μου, είσαι συ; Είναι η Λέλα με τη γλυκιά της τη φωνή· να της πάλε που ανεβαίνει σαν και πρώτα. Να η αγγελοκαμωμένη, η πιο θεόμορφη απ’ όλες. Ο κόσμος δεν είδε τέτοια κόρη. Να το στόμα της και τα μαλλιά της και το ουράνιο το κορμί, το κορμί της το ξαθό που με τρελαίνει η μυρωδιά του.

— Καλή νύχτα! καλή νύχτα! Λέλα, κοιμήσου καλά!

Και της αρπάζω ένα φιλί που ακόμη στα χείλια μου το ’χω.

— Λέλα μου, Λέλα, κανείς δε σ’ αγάπησε σαν και μένα.

Ακουμπά στην πλάτη μου μια στιγμή, σα λιγοθυμισμένη.

— Αχ! Εσύ ζωή μου, μου λέει.

— Ένα φιλί, να μου δώσεις ακόμη ένα φιλί, Λέλα, ένα φιλί σου.

— Γρήγορα, γρήγορα, να μη μας διει κανένας. Καρλή μου, σ’ αγαπώ.»

……………………………….

Φέβγει, φέβγει. Σκοτεινιάζει. Τι ερημιά που την έχει η κάμερή μου! Τραβιούμαι στην κάμερή μου. Πέφτω και πλαγιάζω. Με παίρνει ο ύπνος. Έφυγε βιαστικά. Γιατί να φύγει; Πού τρέχει; Ακόμη φοβάται;

………………………………

Μήπως ήταν όνειρο, Καρλή;

…………………………………

Όχι. Όνειρο τέτοιο δε γίνεται. Δεν πρέπει να ήταν όνειρο. Δε θέλω να ήταν όνειρο.

Πέφτω και πλαγιάζω. Κοιμούμαι, δεν κοιμούμαι, πού να το ξέρω; Μέρα και νύχτα, ύπνος και ξύπνος είναι το ίδιο.

Γέρνα από δω, γέρνα από κει. Πέφτω στο κρεβάτι και κυλιούμαι. Σφάλνα τα μάτια, σαν μπορείς. Μόνος! Ολομόναχος! Έρημος απόμεινα και μόνος. Έφυγε, έφυγε βιαστικά.

Για να μη μας διει κανένας;

Λέλα, Λέλα, που είσαι;

Όχι, όνειρο δεν ήταν, όνειρο δεν μπορεί να ήταν.

Άξαφνα τη βλέπω, σαν που τη βλέπω ακόμη και τώρα - σαν που τα βλέπω τ’ αναθεματισμένα αφτά τα ντουβάρια - βλέπω το κάτασπρο της, τ’ ολόχρυσό της το κορμί - και κείνος, Εκείνος, κοντά της, πλάγι της πλαγιασμένος εκεί απάνω, στην κάμερή της!

Ορμώ στην κάμερή της απάνω. Χυμώ. - Τη νύχτα είναι πιο έφκολο το πράμα, πολύ πιο έφκολο να γίνει, γιατί δεν ακούω τη φωνή της, γιατί δε φαίνεται το πρόσωπό της. - Ψεφτιές πια δε θα μου πει. - Τρέχα, τρέχα εκεί απάνω. - Ποτές να μη γίνει, τέτοιο πράμα. Όχι. Μήτε κείνος μήτε κανένας άλλος. Να γλυτώσω. - Γρήγορα, γρήγορα, να μην ξυπνήσει. Σφίγγε, Καρλή, δυνατά. Το χέρι μου στο λαιμό της. Σφίξε, να της στραγγουλίσεις το λαιμό. Σφίγγε, σφίγγε δυνατά. Σφίξε ακόμη μια και να της που πάει. Ξεψύχησε, πάει. Πάει η ζωή μου. Σκότωσα τη ζωή μου. Πάει και λέξη δεν είπε. Έλα δω να σου δώσω στο στόμα, απάνω στο στόμα, ένα αθάνατο φιλί, ένα φιλί που κανένας άλλος δεν μπορεί να σου το πάρει. Τώρα πια είσαι για πάντα δική μου.

Εγώ ξέρω τι λέω. Ξέρω γιατί παραποιούμαι, γιατί βασανιούμαι. Εγώ το θυμούμαι καλά· ίσια σε κείνη τη στιγμή περεχύθηκε γύρω τριγύρω μου η καταχνιά αφτή που πια δε μ’ αφήνει και που με πνίγει.

…………………………

Κομματάκια! Κομματάκια! Κομματάκια!

………………………

Λέλα, Λέλα, που είσαι; Η Λέλα τώρα που λες να είναι; Λες να είναι στον τάφο της μέσα; Εκεί κάτω στη μάβρη γης; Εκεί κάτω στο κιβούρι: Πού είναι τ’ ολόχρυσο, το ηλιόπλαστο το παιδί; Ή μήπως πήγε στον ουρανό που­θενά, κάπου στ’ αστέρια μακριά; Λες να είναι άλλος κόσμος: Δείξε μου πού είναι, γιατί εδώ μέσα τίποτις δε βλέπω. Να τρέξω, να προφτάξω, να τη ρωτήξω. «Λέλα μου, Λέλα, μοναδικιά μου αγάπη, Λέλα, τώρα που πεθάναμε κι οι δυο μας, Λέλα, τώρα που δε φοβάσαι, τώρα να μου το πεις αν ήταν αλήθεια - Εκείνο.»

……………………………..

Ο Καρλής είχε βάλει στη διαθήκη του να μου στείλουν όλα του τα χαρτιά. Ήθελε να τα διαβάσω, ίσως να δικιολογηθεί, ποιος το ξέρει; Τόσα έγραψε στο φρενοκομείο. Αφού είχε γίνει το κακό στην Πόλη, κατόρθωσαν οι φίλοι του να φύγει. Τον έφεραν πια τρελό στο Παρίσι. Έμεινε δυο χρόνια άρρωστος. Όταν πήγα στην εξοχή, εκεί τον άφησα. Μήτε γω μήτε κανένας άλλος δεν μπορούσε να τον πλησιάσει. Μια μέρα πήγαν και του είπαν, τάχατις για να τον ησυχάσουν, πως η αδερφή του παντρέφτηκε και πήρε το νέο το μουσικό που την αγαπούσε. Μήτε θέλησε να τ’ ακούσει. Θύμωσε και φώναξε· «- Πάλε ψεφτιές! Εγώ ξέρω την αλήθεια.» Δεν ήθελε ο δύστυχος να τ’ ακούσει και γύρεβε να μην το μάθει, για να μη διει, πως είχε σκοτώσει άδικα τη Λέλα. Ο Καρλής είναι στην Πόλη γνωστός. Παντού είναι γνωστός ο Καρλής.


ΔΕΦΤΕΡΟΣ ΠΛΙΚΟΣ


Καλέ μου Ψυχάρη,

Πήγες στην εξοχή κι απόμεινα στο Παρίσι δίχως φίλο. Τι δε μου γράφεις; Το παράκαμες πια. Περίεργη αρρώστια που την έχεις! Τη λες αγραφιά και γελάς. Κάλλια, αντίς να της βρεις όνομα, να της έβρισκες γιατρικό. Τόμους αλάκαιρους μας κατεβάζεις κι άμα είναι να γράψεις γράμμα, η πέννα σου ξερή και το καλαμάρι σου γεμάτο άμμο. Έννοια σου, καλέ μου. Μαζί σου θα θυμώσω; Και δε σε ξέρω; Πού προφταίνεις εσύ να μου γράψεις; Πού σ’ αφήνουν ησυχία; Εί­μαι βέβαιος που στην Πόλη και στην Αθήνα, μάλιστα στην Πόλη, όλα τα περιοδικά, όλες οι φημερίδες, όλα τα τυπογρα­φεία θα σου ζητούν κάτι να τους δώσεις. Μη βλέπεις που σε βρίζουν είναι αλήθεια που σε βρίζουν, αδερφέ μου, μα σε δια­βάζουν κιόλας. Τι φτιάνεις εκεί κάτω; Τα ’βαλες πάλε με κανένα δάσκαλο; Σου βγήκε πάλε στη μέση το Χατζηδουλάκι του Κόντου, ή ξετρύπωσε άξαφνα κανένα άγνωστο Νεροποντίκι από μέσα από τις λάσπες: Καμιά φορά μου στέλνουν και μένα οι βρεκεκεξιάρηδες κάτι φυλλάδες που σε χτυπούν. Εγώ τους το είπα· δε μου αρέσουν αφτά. Να κοπιάζεις μέρα νύχτα για μας και να σε λεν τέτοιες αηδίες, δεν ταιριάζει κι είναι ντροπή. Εσύ όμως, το ξέρω, μήτε τα προσέχεις, μήτε γυρίζεις να κοιτάξεις. Τραβάς ίσια το δρόμο σου, σα να μην ήταν οι δασκάλοι στον κόσμο. Θα μελε­τάς πάλε κανένα βιβλίο που θα μας αραδιάσεις με τη σειρά τους γενικά, απρόσωπα ζητήματα της επιστήμης. Έχεις άδικο, Ψυχάρη. Μη χολοσκάνεις τους δασκάλους, αποκρίσου τους και μια φορά. Παρ’ τους έναν έναν, πες πια και τ’ όνομά τους, δείξε στον Πέτρο πως μιλεί για όσα μήτε είδε στ’ όνειρό του, δείξε στον Πάβλο πως είναι σοφιστής και με πονηριά παιδιακήσια, καμώνεται πως είπες εκείνα που δε λες, μέτρησε τα λάθη του να χαμηλώσει τη μύτη, βάλε μέσα προσωπικότητες και βρισιές. Έτσι χαίρουνται τουλάχιστο οι δασκάλοι. Αφτά μόνο γυρέβουν. Ακόμη δεν το κατάλαβες; Τι αθώος που είσαι! Εσύ μήτε ξέρεις τ’ όνομά τους.

Μην κάθεσαι όλο και σπουδάζεις. Αχ! καημένε μου Ψυ­χάρη, άφησε πια και συ τις μεγάλες τις δουλειές, τη γλώσσα και τη γλωσσολογία. Θέλεις να σου πω την αλή­θεια; Δεν αξίζουν όλα αφτά· ένα πράμα μόνο αξίζει· η μι­κρούτσικη, η λίγη μας η ζωή. Πολύ καλύτερα από μένα στο ξήγησε, είναι τώρα χρόνια και χρόνια, ο γέρος μας ο Αριστοτέλης. Να νοιώθεις πως νοιώθεις και να συλλογιέσαι πως συλλογιέσαι, αφτό είναι ζωή. Πόνεσε, βασανίσου, δεν πειράζει· τουλάχιστο ζεις. Τι είναι ζωή; Μια ενέργεια. Φτάνει κάτι να κάμνεις, κάτι να νοιώθεις, κάτι να συλλο­γιέσαι, και να ξέρεις πως συλλογιέσαι και πως νοιώθεις· τότες έζησες, σώνει. Εκεί που πια δεν είναι ενέργεια καμιά, εκεί που σου κατάντησαν όλα αδιάφορα, που για τίποτις δε σε μέ­λει, εκεί μη γυρέβεις τον παράδεισο, αν και φαίνεται πα­ράδεισος να μην έχεις έννοιες, πίκρες και καημούς. Κάλλια την κόλαση παρά τέτοια παράδεισο. Δύσκολο, φίλε μου, να ζει μόνη, έρημη η ψυχή· πως θέλεις τότες να ενεργήσει, να μπει σε δουλειά, ν’ αγαπήσει ή να μισήσει; Δεν άκουσες τι λέει ο γέρος· «Μονώτη μεν ουν χαλεπός ο βίος· ου γαρ ράδιον καθ’ αυτόν ενεργείν συνεχώς, μεθ’ ετέρων δε και προς άλλους ράον.»

Ίσως εκείνη την ώρα που το είπε, ήταν και κείνος μόνος.

Ζήσε, καλέ μου, και συ· μη διαβάζεις πάντα βιβλία· προσπάθησε να διαβάσεις λιγάκι και μέσα στην καρδιά μας, τι γράφει. Μην κλειδώνεσαι στη βιβλιοθήκη σου ολημερίς. Έβγα όξω, να πάρεις την αναπνοή σου. Πες μας τα βά­σανα που πονούμε, κουβέντιασε με την ψυχή μας, μην πολεμάς όλο να καταπείσεις το νου μας. Ψυχή έχουμε· ο νους σα να μας λείπει ακόμη. Ας κάμουν το ίδιο κι οι δασκάλοι. Ας αφήσουν τον Κόντο κι ας κοιτάξουν τη ζωή. Δε με βλέπεις εμένα; Εσύ, φίλε μου, ξέρεις τι είδα και τι έπαθα. Κι ωστόσο τίποτις δε λυπούμαι. Οι ώρες εκείνες ήταν οι μόνες ώρες της ζωής μου.

Μήπως δεν ήμουν και γω μια φορά σαν και σένα; Με γνώρισες παιδί και με θυμάσαι. Ορμητικός, γενναίος – κι ένα φιλότιμο ρωμαίικο, τι θες παραπάνω; Να μη με ξεπεράσει κανένας, παντού να φανώ πρώτος στην τέχνη και στην επιστήμη, κάτι να είμαι, ν’ ακουστεί τ’ όνομά μου. Το κεφάλι μου καζάνι· έβραζαν ιδέες μέσα, ποια να πρωτοβγεί! Και δος του βιβλία, μελέτη, γραψίματα, φωτιά. Τόσα χρόνια μάζωνα, έγραφα, διάβαζα. Και τώρα!...

Διες εδωπέρα στο σπιτάκι που νοίκιασα κοντά κοντά στο Παρίσι, διες τι ήσυχος που είμαι. Το παραθύρι μου είναι ανοιχτό και κοιτάζω πού και πού το περιβόλι, γιατί έχω και περιβόλι. Τ’ αγέρι το χαδεφτικό που φυσά μέσα στα λου­λούδια και που παίζει μαζί με τα φύλλα, είναι η μόνη μου χαρά. Τι γλυκιά που είναι η μυρωδιά του! Εδώ που κά­θουμαι είναι ίσκιος και μια ολόδροση ζέστη γέμισε την κά­μερή μου. Το πράσινο χορτάρι, οι τριανταφυλλιές κι οι μηλιές, το πουλί που πηδά και κάμνει σκαλοπάτι το κλαδί, ο ήλιος και το καλοκαίρι, αφτά μου αρέσουν κι αφτά ξέρω τώρα. Αφτά μου έμαθαν τι είναι η ζωή· αφτά είναι η ζωή· η ζωή μου ήταν αφτά. Μου θυμίζουν τα παλιά τα χρόνια και για τούτο τ’ αγαπώ. Αφτά μου απόμειναν κι άλλο τίποτις δεν έχω. Σα ν’ άδειασε ο κόσμος με μιας. Ο τοίχος του περιβολιού μου είναι χαμηλός και βλέπω πέρα πέρα κάμπους και πρασινάδες. Ο ουρανός από πάνω μοιάζει σα γαλανή πεδιάδα που κοιμάται. Δε γυρέβω να μάθω αν είναι πουθενά κανένας πλανήτης στον ουρανό καλύτερος από το δικό μας. Δε γυρέβω να μάθω αν υπάρχει πουθενά καμιά αιώνια πρασινάδα. Έρημος ο κάμπος για μένα κι ο ουρανός ερημιά. Ξέρω πως η αγάπη πουθενά πια δε θα καρπώσει.

Όλα, φίλε μου, σαν όνειρο μου φαίνουνται, όλα σαν παραμύθι. Ή τώρα να χαλάσει ο ουρανός και να καταστρα­φούν οι κάμποι, ή χρόνια ακόμη να βαστάξουν, το ίδιο δεν είναι; Πάντα μια μέρα θα χαθούν. Και δεν αξίζει να κοπιάζεις. Το χέρι να κουνήσω, ένα βήμα να κάμω, να πά­ρω χαρτί και να γράψω, όλα μου έρχουνται σαν παραμύθι. Δεν είμαστε όλοι μας σαν παραμύθια, παραμύθια που περ­πατούνε - ή που κάθουνται; Γεννήθηκες, έζησες, πέθανες. Και τι βγαίνει;

Κάθουμαι στη φωλιά μου και συλλογιούμαι. Τόσο μου φτάνει. Εδώ κρότο δεν ακούς, παρά τα δέντρα που ψιθυ­ρίζουν. Και κοντά κοντά, μόλις μισή ώρα διάστημα, τρέ­χει, φωνάζει, βράζει το Παρίσι. Πηγαίνω και γω κάποτες να διω, τρέχω με τους άλλους, και μάνι μάνι γυρίζω πάλε σπίτι με το βαποράκι που κατεβαίνει τον ποταμό. Τέτοια κι η ζωή μου. Έρχουμαι από τα πανηγύρια κι από τις χα­ρές, και να που βρέθηκα με μιας ολομόναχος στην έρημη τη σπηλιά.

Κατοικούσα παλάτι λαμπρό· το είχα χτίσει ο ίδιος. Έβαλα μέσα πλούτο και θησαβρούς, έβαλα χρυσές ελπίδες και μάνταλο χρυσό. Έβαλα μέσα ό,τι είχα. Δεν ήτανε μάρμαρο το παλάτι, ούτε σίδερο, ούτε ξύλο. Οι κάμαρες, οι σκάλες, τα ντουβάρια, τα πατώματα και τα ταβάνια ήτανε ψυχή, μια ψυχή που τα ζωντάνεβε όλα. Είχα φτιάξει το βασιλικό μου το παλάτι με την ψυχή της. Άξαφνα γκρέμησε το παλάτι και τώρα είναι απέραντη η μοναξιά γύρω γύρω. Τι να παραπονεθώ; Δεν παραπονιούμαι. Τι φοβούμαι; Κανένα μεγαλύτερο κακό; Δεν μπορεί πια τίποτις να πάθω. Έπαθα τώρα το πιο φοβερό δυστύχημα της ζωής μου και ξέρω ποιο είναι. Δε βασανίζουμαι· δεν τυραννιούμαι. Είμαι ήσυχος κι απελπισμένος.

Έπρεπε να γίνει, αφού την αγαπούσα.

Μη μου λες όμως, τώρα που έγινε, τώρα που το θέλησα, που το ’καμα ο ίδιος, μη μου λες πως το μετάνοιωσα και πως για τούτο είμαι απελπισμένος. Εγώ φταίω που έγραψα τέτοια λέξη· άλλη δε βρίσκω και για να με καταλάβεις, έπρε­πε καμιάν άλλη να βρω. Απελπισμένη καρδιά είναι η καρ­διά εκεινού που το πάθος, κανένα τρομερό, άγριο πάθος του μανίζει στα σωθικά του. Λες πως έχει μέσα του φωτιά και θέλει να ξεσπάσει, σαν το πυρωμένο το βουνό, που το τρώει και το δαιμονίζει μια φλόγα, ώσπου η φλόγα να βγει όξω, να χυθεί, γιατί πρέπει να ξεθυμάνει, γιατί κι ο απελπισμένος άλλη ελπίδα δεν έχει να γλυτώσει, παρά να σπείρει όλε­θρο και χαμό, αφού στο βόθρο της ψυχής του θρέφει την κό­λαση που θα τον πνίξει. Είμαι και γω δίχως ελπίδα· μα κοίταξε το βουνό, όχι όταν αστραποβολά και μουγγρίζει, διες το σαν πέρασαν αιώνες κι ησύχασε πια. Έσβησε το καμίνι· λίγο λίγο στρώθηκε και πάγωσε το χώμα· η τρύπα η αναμμένη που βροντούσε, έκαμε πάτο βαθιά κάτω στη γης και δε σαλέβει. Σώπασαν όλα. Από τα σύννεφα απάνω πέφτουν πέφτουν οι βροχές κάθε μέρα. Ανεβαίνουν τα νερά και ξαπλώνουνται σιγά σιγά σα γαλήνη. Η λύπη η δική μου μοιάζει με τη λίμνη που κοιμάται μέσα στο βουνό, μακριά, στη μοναξιά, παραιτημένη, που ανέμοι κι ανεμοζάλες δεν την κοιλούνε. Μήτε χόρτο μήτε λουλούδι στην άκρη της δε φυτρώνει· γύρω γύροι, σα στεφάνι, ίσια με την κορφή του βουνού, βγήκαν τα κυπαρίσσια και σκεπάζουν τον ουρανό. Είναι η λίμνη ατάραχη και κρύα· είναι μάβρη η θωριά της. Τα κύματά της δεν αφρίζουν, και θλίψη παντοτεινή φωλιά­ζει μέσα στον ίσκιο που τη γεμίζει. Ποτές ο ήλιος δε θα την παρηγορήσει.

Παρηγοριά δεν έχει η ζωή μου, μα ο πόνος δε με τρελαίνει, δε χτυπώ τα στήθια μου, δε φωνάζω. Μια στιγμή, ένα δέφτερο της στιγμής, νόμισα και γω πως θα χάσω τα λογικά μου· δεν ήμουν όμως ποτέ σαν το καμίνι εκείνο· ήμουν πάντοτες σαν τη λίμνη. Μήτε απελπισμό ξέρω μήτε απελπισιά· πώς να σου το πω; Είναι πιο μεγάλο το κακό μου και γιατρεμό δεν έχει. Είναι η ανελπισιά.

Εσύ που πολεμάς με τους δασκάλους, εσένα που οι δασκάλοι σε πολεμούνε, το στομάχι σου είναι γερό κι από τέτοια δε νοιώθεις. Μήτε απελπισιά μήτε ανελπισιά δε σου ήρθε ποτές σου, και για τούτο καμιά φορά απορείς μ’ όσα σου γράφω, ή δίνεις στα λόγια μου ένα νόημα που δεν έχουν, που δεν μπορεί να ’χουν. Άλλος είναι ο καημός μου. Ναι! είναι αλήθεια· παντρέφτηκε, τον πήρε· ναι! είναι αλήθεια που συχνά μου φαίνεται σα να ’γινε ποτάμι η ψυχή μου, σα να βράχηκε από τα κλάματα τα πολλά. Ναι! μα μη λες πως είναι ζούλια. Η ζούλια, φίλε μου, είναι μια κατα­χνιά που κυλιέσαι μέσα της δίχως να βλέπεις πια τι σου γίνεται, που κάθε ώρα φοβάσαι, που τρέμεις να μάθεις κι όλο γυρέβεις να μάθεις, που δε θέλεις μάτι να Την κοιτάξει κι άνεμου φυσιματιά να Την αγγίξει, που σε πιάνει φρίκη μήπως σε ξεχάσει μια στιγμή, που ησυχία δε βρίσκεις, γιατί ξέρεις πως η ζωή είναι λίγη, γιατί είναι απέραντος ο πόθος της φυγής και δε χορταίνει, γιατί όλα μας αποχαιρετούν, όλα ένα ένα μας αφήνουν, εκεί που τα ζητούμε αιώ­νια όλα, γιατί άμα σου πει μια γυναίκα πως σ’ αγαπά και την αγαπήσεις εσύ με το χτύπημα της καρδιάς σου, άρχισε η μεγάλη ταραχή, ξεφυτρώνουν οι υποψίες, σκιάζεσαι με το παραμικρό, με το πιο ασήμαντο πράμα, δεν μπορείς να γλυτώσεις από τον καημό, όχι τάχατις πως την έχεις άπιστη εκείνη, όχι πως αλήθεια σε γελά, μα γυρέβεις μια αγάπη που ο κόσμος δε θα στη δώσει, μια ατέλειωτη αγά­πη, μια αγάπη ακέρια και παντοτεινή, που σύννεφο δεν την είδε, που τίποτις δεν τη λιγοστέβει, μια αγάπη που κάθε λογισμός της αγαπημένης να είναι δικός σου, που μήτε η ομορφιά τ’ ουρανού μήτε της άνοιξης τα χάδια να μην είναι άξια να μαγέψουν τη μονάκριβη κόρη, να της βάλουν, ας είναι και μια στιγμή, άλλη ιδέα στο νου της, άλλη χαρά, ξένη χαρά στην ψυχή της, μια αγάπη που, θέλει δε θέλει, να μην μπορέσει να σε γελάσει, ας είναι και με το φύλλο που παίζει, ας είναι και με το φως που λούζει το πρόσωπό της, μια αγάπη που πρέπει να είναι όλη της για σένα και μόνο, να τη βαστάς, να τη φυλάεις πλάγι σου κάθε ώρα, σαν το φιλάργερο που κρύφτει το μάλαμά του, για να μην το λερώσει κι ο ήλιος ο ίδιος.

Εγώ έχασα το θησαβρό μου και δε θα τον ξαναβρώ. Δεν μπορώ πια μήτε να τον κρύφτω μήτε να ζουλέβω. Ναι! θέλησα και γω αγάπη παντοτεινή, μοναδική και γεμάτη. Ξέρω όμως, έμαθα τώρα πως δεν ήτανε για μένα. Δε με γέλασε, δε μου είπε, εκείνη τη βραδιά, πως μ’ αγαπούσε. Τι να φοβηθώ; Για να φοβάσαι, πρέπει ή να σ’ αγαπά ή τουλάχιστο να στο λέει. Τέτοια τύχη δεν την είχα· δεν άκουσα ψεφτιά από το στόμα της να βγει! Κλαίω τώρα μοναχός μου. Ο πόνος μου είναι πικρός· είναι η ψυχή μου λαβωμένη. Μα δεν το συλλογίστηκα μήτε να γδικηθώ μήτε να σκοτώσω. Μη σε μέλει. Οθέλλος δεν είμαι και δε θα γίνω.

Οθέλλος! Γιατί μου μιλείς όλο για τον Οθέλλο; Σου φαίνεται τάχα και τόσο ζουλιάρης ο Οθέλλος; Να σου πω, δεν τον έχω για πολύ ζουλιάρη. Ο ζουλιάρης, κι από παιδί θα τον καταλάβεις πως είναι ζουλιάρης. Εκείνος απαρχής δε ζουλέβει, και στο τέλος πάει κι η ζούλια του· πέθανε η Δεσδεμόνα, δεν του απόμεινε υποψία καμιά. Ήταν περαστικό το κακό του. Για να κορώσει, έπρεπε να ’ρθει ένας τρίτος να του βάλει λόγια. Έπειτα, τι θέλεις; Είναι και παντρεμένος. Για την αγάπη του φοβάται ή για την τιμή του; Αν είναι φιλότιμο, τι μας πειράζει εμάς; Ο ίδιος σου λέει πως μίσος δεν έχει και πως φρόντισε μόνο να πεθάνει έντιμος. Μην κοιτάζεις που ξεστομίζει μια φορά μπροστά στη Δεσδεμόνα και κάτι βρώμικα λόγια - εμείς τουλάχιστο τα δασκαλέψαμε, γιατί εκεί που μιλεί εγγλέζικα ο ποιητής, βάλαμε λέξες αρχαίες· μην κοιτάζεις που είναι σαν το μπακίρι η θωριά του. Μάβρος δεν είναι. Είναι λόρδος και δεν το σηκώνει η αφεντιά του να δώσει η μιλέντη σε κανένα μορφονιό μαντίλι δικό του. Αχ! εκείνο το μαντίλι! Να μην ήταν το μαντίλι, δε θα ήταν κι η ζούλια. Τα φέρνει όλα ένα περιστατικό που μπορούσε και να μην υπάρξει· δεν τα φέρνει το πάθος μονάχο. Εμείς τα περιστατικά τα φτιάνουμε απατοί μας, με την ψυχή μας τα φτιάνουμε, τα φέρνουμε, δε μας φέρνουνε τίποτις αφτά· φτάνει ν’ ακούσουμε μια λέξη κι ανάβουμε. Εκείνος με μιας δε γίνεται θεριό· ο άγγλος, λέει, θέλει ώρα να θυμώσει· πρέπει πρώτα να το συλλογιστεί. Ρωμαίικο αίμα δεν έχει. Να μη σε πειράξει ο λόγος μου, εσύ που μας έβαλες ταίρι ταίρι στην Ακρόπολη απάνω, το Σαικσπείρο με τους Αρχαίους, μα το κάτω κάτω ο Σαικσπείρος είναι και ξένος. Τι θα τον κάμουμε εμείς; Μπορεί στη Λόντρα έτσι να είναι τα πράματα και να θέλει Γιάγο ο ζουλιάρης. Μα τι λες και συ; Ό,τι κι αν είναι η καρδιά μας, μικρή μεγάλη, καλή κακή, δεν το νομίζεις πιο σωστό για την ώρα, να μεταφράζουμε στη γλώσσα μας την καρδιά τη δική μας, παρά των αλλωνών την καρδιά; Εμείς ζουλέβουμε μονα­χοί μας· δεν έχουμε ανάγκη τους Γιάγους, κι αν έρχουνταν κανένας Γιάγος να μας πει τίποτις, πρώτα πρώτα θα παίρ­ναμε υποψία και θα ζουλέβαμε για το Γιάγο τον ίδιο, μήπως και κάτι τρέχει. Η αγάπη μας γίνεται μέσα μας Γιάγος.

Μήτε τρικυμιά μήτε θόρυβος κανένας με ταράζει, μήτε κανένα μίσος με θερίζει. Αξεδιάλυτη λύπη, που με περεχύνει την ψυχή, μου έρχεται όταν τη συλλογιούμαι. Πόσο την αγαπώ! Δεν τη θυμάσαι τη Μοιρίτα με τα μάβρα της τα μαλλιά, με τα ήσυχα τα μάτια, με το σοβαρό, τα γλυ­κό πρόσωπό της, με τ’ αθώα της τα χείλια, τη μελαχρινή, τη σιγανοπερπάτητη κόρη; Τι αμηχάνεφτη, τι απονήρεφτη που ήταν! Τι ουράνια καλοσύνη που την είχε! Και την ώρα εκείνη που όλα μου τα είπε, ήξερε ακόμη να μαλακώσει, να χαδέψει τον πόνο μου τρυφερά. Πάντα τα βλέπω εκείνο το νησί, το νησί μας εκεί κάτω, που μυρίζει με τις γαζίες και που λαμποκοπά με τον ήλιο. Δε θα με πάει, δε θα με φέρει πια στην Πρίγκιπο το βαπόρι; Δε θ’ ανεβώ πάλε στον Άη Γιώργη; Αχ! φίλε μου, πέντε χρόνια που δεν την είδα τη Μοιρίτα. Να μην την ξαναδιώ και ποτές μου! Ίσως κάλλια που ζω, ίσως κάλλια να μην πεθάνω, για να γίνει κι αφτό καμιά μέρα.

Κάθεται πλάγι μου η Μοιρίτα, όταν καθήσω, περπατεί μαζί μου, όταν περπατώ. Η Μοιρίτα, παντού η Μοιρίτα. Κάποτες μου φαίνεται σα να μην είμαι πια τίποτις εγώ, σαν ο ίδιος να μην υπάρχω, σα να ήταν όλο μέσα μου εκείνη, σα να ’γινε νους μου, αίμα μου, κόκαλό μου και ψυχή της ψυχής μου. Ένα λόγο να πω ακούω τη φωνή της, ένα κί­νημα να κάμω είναι κίνημά της, να γυρίσω να διω, με τα μάτια της βλέπω. Δε ζω, ζει εκείνη. Μια στιγμή να φύγει, να μην την έχω μέσα μου σαν που την έχω, μια στιγμή να την ξεχάσω, είναι σα να ξεχνιούμουν ο ίδιος. Καμιά φορά, όταν παν κι έρχουνται οι λογισμοί, όταν περνά η μέρα και δεν μπορώ άλλο να θυμηθώ παρά την ώρα εκείνη που την αποχαιρέτησα, όταν τη βλέπω που μ’ αποχαιρετά και δε μου βγαίνει ο χωρισμός από την καρδιά κι από το νου, τό­τες μου φαίνεται πως πάλε μ’ αφήνει και με μιας θολοσκεπάζεται ο κόσμος, πως κατεβαίνει κατεβαίνει η κατα­χνιά... Το νοιώθω πως την αγαπώ σαν και πρώτα και το νοιώθω πως είναι αδύνατο να κάμω χωρίς τη Μοιρίτα.

Άδικα με μαλώνεις· με λυπάσαι που πονώ και μου λες πως εγώ φταίω, πως δεν έπρεπε να φύγω, πως ήταν πιο φρόνιμο να την πάρω γυναίκα. Ξέρω γιατί μου μιλείς έτσι· στα χάλια που βρίσκουμαι, μέσα στην ασάλεφτη θλίψη που με πλακώνει, στοχάζεσαι και συ πως ότι κι αν ήταν, πια δυστυχισμένος, πιο κακορίζικος δε θα ήμουν παρά τώρα. Κατάλαβες, φίλε μου, αν και χωρατέβω μαζί σου και γε­λώ, αν και σου γράφω πως αγαπώ το καλοκαίρι, γιατί μου θυμίζει τα χρόνια τα παλιά, ή πως μου αρέσουν ακόμη τα λουλούδια, γιατί μου θυμίζουν τη μυρωδιά της, κατάλαβες πως τέτοια χαρά, χαρά δεν είναι και πως χάθηκε, πως πάει η ζωή μου. Σε βεβαιώνω πως δεν μπορούσα να μείνω, αν και το τραβούσε η καμένη μου η καρδιά. Δε γίνουνταν αλλιώς. Στη θέση μου θα ’καμνες το ίδιο και συ και κάθε άλλος.

Μη θυμώνεις μαζί της· εκείνη δε φταίει. Μην την κατηγορείς, μην τη λες άπιστη. Είσαι φίλος μου, γνωρίζεις το βάσανό μου και για τούτο την κατακρίνεις και δεν μπορείς να της το συχωρέσεις. Αν την άκουγες, αν την έβλεπες, θ’ άλλαζες γνώμη. Όχι! αδερφέ μου, πίστεψε με, δε θα ’μνησκες, δε θα την τυραννούσες - και δε θα τυραννιούσουν ο ίδιος! Μήτε θα θύμωνες, καλέ μου· δικαίωμα δεν είχες. Μια στιγμή, ταράχτηκα και γω, πήγα να ζουλέψω, γιατί θαρρούσα τότες πως μ αγαπούσε και μου έκρυφτε κάτι. Νόμισα πως με γελούσε, την ώρα εκείνη που δίχως να με προσμένει, την απάντησα εκεί απάνω στον Άη Γιώργη, μπροστά στο μοναστήρι, και την είδα να κάθεται συλλο­γισμένη, να διαβάζει ένα γράμμα και να κλαίει. Ποιανού ήταν το γράμμα; τι ήταν τα κλάματα; Αμέσως ένοιωσα πως ήταν κάτι, - κάτι που δεν το ήξερα. Δεν είχε τη συνηθισμένη της την όψη· ο τρόπος της μου φάνηκε παράξενος και πήγαινα - ο δύστυχος! - να τρέξω να της πάρω βια­στικά από τα χέρια το γράμμα. Πόσο χαίρουμαι τώρα που δεν το ’καμα! Γιατί να μου έρθει υποψία πως γύρεβε τάχατις κάτι να μου κρύψει; Η καημένη! Σκυμμένο ήταν το πρόσωπό της, λυπητερά κοίταζε κάτω στο χώμα και δε μ’ έβλεπε.· Άμα βρέθηκα κοντά της, σηκώθηκε.

— Αχ! Πάλμο μου, εσύ είσαι; Έλα, έλα να σου μιλήσω. Καλά που έρχεσαι! Έλα να σου δείξω ένα γράμμα που μου έφεραν το πρωί, σήμερα το πρωί. Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Έχω ζάλη. Δεν έπρεπε να το διαβάσω αφτό το γράμμα. Άσκημα έκαμα που το διάβασα και θέλω να με μαλώσεις. Αχ! Πάλμο, να λυπηθείς την κακόμοιρή σου τη Μοιρίτα!

Μου τα ’λεγε μ’ έναν τρόπο που μου ραγίζει την καρδιά, μόνο που το θυμούμαι. Άρχιζαν πάλε να βρέχουνται τα μάγουλά της. Πώς να την αφήσω να κλαίει; Ο μεγαλύτερός μου ο καημός ήταν ο καημός της. Ήθελα να μοιάζει η ζωή της με την ήσυχη την ακρογιαλιά που κοιμάται μέσα στα λιμάνια. Προσπαθούσα να στρώσω γλυκά και τον άμμο, να μαλακώσω και το χώμα. Μήπως μπορούσα να τη βλέπω πικραμένη, φαρμακωμένη, και να μην της γλυκάνω την ψυχή μ’ ένα λόγο; Πρέπει να της έπεσε κανένα δυσκολονίκητο κακό, για να κλαίει, εκείνη που ήταν ήμερη πάντα, χαρούμενη και συμαζωμένη. Τι είχε το παιδί μου, τι του έτυχε και δε μου έδειχτε πια σαν και πρώτα το σοβαρό του, το γλυκοσυλλογισμένο πρόσωπό του που χαμογελούσε; Φοβήθηκα και καρδιοχτυπούσα. Μου έδωσε το γράμμα και δε θέλησα να το διαβάσω, να μη θαρρεί πως δεν την πιστέβω· εκείνη να μου πει τι είχε μέ­σα. Με κοίταξε και με πήρε από το χέρι κι ανεβήκαμε λι­γάκι, και πήγαμε να καθήσουμε εκεί απάνω, στη θάλασσα μπροστά.

Καθήσαμε στην ίδια θέση που την είχα φιλημένη πρώτη φορά. Έλεγε σε δυο ώρες να βραδιάσει κι αργοπορούσε. Άστραφτε το καλοκαίρι. Από τον Άη Γεώργη, αψηλά, βλέπαμε λίγο παρέκει τον κατήφορο με τις πεφκιές ίσια με το γιαλό, και πέρα πέρα τα κύματα που γυάλιζαν και φω­τοβολούσαν. Ο ήλιος με τις αχτίδες του τα περεχούσε, τα γέμιζε φλόγες, τα ’καμνε πυρκαγιά· λες πως έπεφτε να ξαπλωθεί στο πέλαγος απάνω και πως το πέλαγος είχε γίνει κανένας ήλιος γιγαντωμένος. Λαμποκοπούσαν και τότες τα νερά· τα συχνοτηρούσαμε και τότες. Ήταν πια αρραβωνια­στικιά μου. Από μικρή την αγαπούσα· την ήθελα από μι­κρή. Ήμουν αγόρι, το θυμάσαι, και σου μιλούσα για τη Μοιρίτα. Ότι έγινα άντρας, πήγα να τη ζητήσω. Ένα χρόνο αλάκαιρο - τι χρονιά ήταν εκείνη! - έζησα... όχι! δεν έζησα, μου φαίνουνταν πως άλλαζε η ζωή μου· ξάνοιγε κάθε μέρα, ξεσκεπάζουνταν κάθε μέρα παραπάνω η ομορφιά κι η ψυχή της· κάθε μέρα με κάθε καινούριο θησαβρό που μου φανέρωνε, ένοιωθα, σαν την αβγή, αγάπη καινούρια να χαράζει. Ήταν η Μοιρίτα δική μου· τι δεν κατόρθωνα, τι δεν μπορούσα να καταφέρω για μια τέτοια κόρη! Για χατίρι της μόνο έλεγα να γίνω μεγάλος και δόξα να κερδίσω. Εκείνη ήταν ο σκοπός μου, ήταν ενέργεια κι ύπαρξή μου. Η Μοι­ρίτα μ’ άκουγε με πόθο, με χαρά, γύρεβε όλο να καθήσει μαζί μου, ήθελε πάντα να της λέω πόσο την αγαπούσα, να καταλάβει. Η άτυχη η Μοιρίτα! Νόμιζε και κείνη πως μ’ αγαπούσε. Αχ! τι μυστήριο είναι αφτό! Χωρίς ίδια της να το ξέρει άλλονε αγαπούσε, όχι εμένα. Για να φανεί αφτό, για να το μάθει, για να το μάθω, έπρεπε να ’ρθει τίποτις ξα­φνικά να μας φέρει την αλήθεια. Εκεί που κάθεσαι τη νύχτα και γράφεις, και περνούν οι ώρες και το ξεχνάς, και χαίρεσαι την ησυχία και θαρρείς πως θα τελειώσεις προτού ξημερώσει, άξαφνα, στη μοναξιά, αρχίζουν τα πουλιά να κελαϊδούν και βλέπεις το σκοτάδι που ασπρίζει. Σαν το που­λάκι καμιά φορά έρχεται ένας λόγος και βγαίνει το φως. Έτσι και γω, εκείνο το βράδυ, τα κατάλαβα όλα με μιας, τα κατάλαβα πριν καταλάβει κι ίδια η Μοιρίτα, τα κατά­λαβα στην παινεμένη τη θέση που ξάνοιξε πρώτα η ζωή μου.

Μιλούσαμε σιγά σιγά και κοιτάζαμε το γιαλό. Δεν έκλαιγε πια. Και το γλυκό της, το σοβαρό της πρόσωπο με μάγεβε που το θωρούσα, μου καταπράυνε την καρδιά. Λέ­γαμε και ξαναλέγαμε πάντα τα ίδια.

— Όχι! όχι! Μην πεις τέτοια λέξη, μην πεις πως τον αγαπώ. Δε θέλω να τον αγαπώ, δεν πρέπει να τον αγαπώ. Εσύ έχεις το λόγο μου· εσένα θα πάρω. Λυπούμαι που διά­βασα το γράμμα και ντρέπουμαι τώρα. Αχ! γιατί να στο δώσω; Μα μπορώ και να σου κρύψω τίποτις; Εσύ είσαι φίλος μου, ναι! ο καλύτερός μου φίλος είσαι συ· από παιδί σε γνωρίζω και σ’ αγαπώ· έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη μαζί σου και για τούτο έτρεξα αμέσως να σου δείξω και το γράμμα του, για τούτο δε σου έκρυψα και τα κλάματά μου. Δεν ξέρω γιατί έκλαιγα· ζαλίστηκα κι έκλαψα. Δε θέλω όμως να μου λες πως τον αγαπώ και πως το κατάλαβα τώρα που το γράφει εκείνος. Θυμάσαι που μόλις τον έβλεπα· δε μου μίλησε στη ζωή του· έφεβγε, τραβιούνταν και μήτε συλλογίζουμουν πως μπορούσε να μ’ αγαπήσει... Όχι! Πάλμο, δε θέλω και δεν πρέπει. Είναι δική σου η Μοιρίτα. Δε θέλω πια ν’ ακούσω μήτε τ’ όνομά του. Έκλαψα, γιατί λέει πως είναι δυστυχισμένος, πως τον πήρε ο καημός, και φοβήθηκα μήπως εγώ φταίω, μήπως του έδωσα αφορμή - και δεν ταιριάζει. Μα πώς είναι δυνατό να είμαι η αιτία, αφού μήτε τον κοίταξα μήτε του είπα ποτές μου δυο λόγια; Δε γίνεται να πεθάνει για μένα κι ούτε μπορώ να το πιστε­ύω. Να τα ξεχάσουμε αφτά, να τα ξεχάσεις όπως και γω θα τα ξεχάσω. Μη με παρακαλείς να σ’ αφήσω. Δεν μπορεί να σ’ αφήσω. Φέβγει εκείνος και μ’ αφήνει, και μας αφήνει, και μου το γράφει ο ίδιος. Τι άλλο θέλεις; Έτσι όλα πάλε καλά, σιάζουνται όλα και μνήσκουμε ήσυχοι οι δυο μας. Διες τι ήσυχη που είμαι. Πέρασε τώρα. Μην το συλλογιέσαι. Μιλώ μαζί σου, σα να μιλούσα μοναχή μου. Είχα λίγη ζά­λη· μα δεν είναι τίποτις. Πάλμο, μη φοβάσαι. Να με πάρεις, να μ’ αγαπάς, να μ’ έχεις σαν παιδί σου.»

Τέτοια μου έλεγε η Μοιρίτα κι ένας απέραντος πόνος λίγο λίγο, σαν το νερό που σταλάζει, μου γέμιζε, μου έπνιγε την καρδιά. Όχι! δε φοβούμουν! Τι να φοβηθώ; Τ’ αθώο το κορίτσι! Αλήθεια είναι! Μου έδειξε το γράμμα. Δεν της ήρθε στο νου πως μπορούσε κάτι να μου κρύψει, δε στοχά­στηκε πως η αγάπη, άδικα ή όχι, τρομάζει με το παρα­μικρό· δεν είπε μέσα της, όταν έλαβε το γράμμα· «Θα λυ­πηθεί ή δε θα λυπηθεί να του το δώσω;» Το διάβασε δίχως να το ξεσκίσει, το φύλαξε ως το βράδυ· δεν της ήταν αδιά­φορο το γράμμα. Και μήπως δεν έφτανε τόσο μόνο; Εγώ που την αγαπούσα, που την ήθελα όλη για μένα, πώς να μείνω, πώς να χαρώ μισή την εφτυχία μαζί της; Και δεν το ’βλεπα πως το νόμιζε χρέος της να με πάρει; πως η καρδιά της πολεμούσε και πονούσε; Η καλή μου, η καημένη μου η Μοιρίτα! Δεν έφταιγε εκείνη. Έτσι το είχε φέρει η τύ­χη. Ο Παβλής την αγαπούσε χρόνια και χρόνια· δεν τολμούσε να τη ζητήσει, γιατί ήτανε φτωχός και δεν ήθελαν οι γονιοί της. Σε μας είναι, βλέπεις, πάντα οι ίδιες ιστο­ρίες. Όταν έμαθε πως παντρέβεται, δεν ξαναφάνηκε πια στο σπίτι. Ο δύστυχος, μοναχός του πονούσε και δέρνουνταν, και κανενός δεν έδειχνε το βάσανό του. Είχε αποφασί­σει να ξενιτεφτεί. «Ξέρω, της έγραφε, πως τον αγαπάς· κάθε μέρα το λέει ο κόσμος και τ’ ακούω. Να ζήσεις, να ζή­σεις χρόνια μαζί του· να χαρείς τα λαμπρά σου τα νιάτα. Είναι καλός, είναι γενναίος, και τον αγαπώ, που σε διάλεξε εσένα, που θα φροντίσει πάντα για σένα, που θα είναι πάντα με σένα. Εγώ φέβγω, φέβγω μακριά. Τι σε πειράζει τώρα να στο πω; Δεν μπορώ πια κρυφό να το βαστάξω. Έπρεπε να μάθεις πως θα είναι κάπου στην ξένη γης ένας που λωλάθηκε για σένα· αχ! μη με ρωτάς τι θα γίνω.»

Βασίλεβε ο ήλιος και τα νερά, σαν πληγωμένα, αντα­νακλούσαν εκεί κάτω τον κόκκινό του το δίσκο. Έμοιαζε η θάλασσα λυπημένη και λίγο λίγο προχωρούσε το σκοτάδι να την πλακώσει· ο ουρανός είχε θλίψη κι η καρδιά μου βαριοπονούσε. Γονάτισα μπροστά της και της έπιασα τα χέρι και της είπα·

— Μοιρίτα μου, εσύ ζωή μου, μην τυραννιέσαι. Δεν το φταις εσύ που πονώ· το φταίει η αγάπη που σου έχω. Μοι­ρίτα μου, παιδί μου, ναι! σαν παιδί μου σ’ αγαπώ.

Κι από τα μάβρα της, από τα γλυκά της τα μάτια, στο χέρι μου απάνω, έπεσε ένα δάκρυ. Και το ήπια εκείνο το δάκρυ και το ’χω πάντα μέσα στην ψυχή μου.

Μιλούσε κι έλεγε εκείνο το δάκρυ· «Πάει ο ήλιος· πάει η ελπίδα!»

Κατεβήκαμε μαζί. Περπατούσαμε πλάγι πλάγι σιγά, σα δυο φίλοι. Φτάξαμε σπίτι με τη νύχτα. Το πρωί πήρα το βαπόρι, ανέβηκα στο Σταβροδρόμι, έτρεξα στου Παβλή. Ήταν πια φεβγάτος. Αμέσως πήγα στο Γαλατά, που μπαρκαρίζουνταν, και τον έφερα πίσω. «Να μη φύγεις, να μείνεις!» Και φιληθήκαμε και σφιχταγκαλιαστήκαμε. Μί­λησα ο ίδιος της μητέρας της και τα ’σιαξα όλα... Και την πήρε και τον πήρε.

Γράφε μου, γράφε μου, καλέ μου. Έχω ανάγκη να μου γράφεις. Έγινα σαν το νεκροθάφτη· έθαψα τη χαρά μου· έθαψα και τον Πάλμο μαζί. Είμαι τριάντα χρονώ παλληκάρι κι όλο μου φαίνεται πως με πήραν τα γεράματα. Μη νομίζεις όμως πως έβαλα με το νου μου να πεθάνω. Μακάρι να ήταν κι άλλη ζωή, για να τη θυμούμαι. Η παρηγοριά μου είναι που τη θυμούμαι. Κάποτες μου έρχεται σα να κα­τεβαίνω κάτω βαθιά, δεν ξέρω πού, και δεν μπορώ να στα­θώ· κι ο κατήφορος είναι μια γλύκα, σαν το βελούδο μαλθακός· στράφτει ο ήλιος και φαντάζουμαι τότες πως κολυμπώ στις αχτίδες του μέσα· όλα τα ξεχνώ, βλέπω μόνο τη Μοιρίτα και θαρρώ πως βυθίζουμαι, αγάλια αγάλια, σε καμιάν άβυσσο γεμάτη φως, θαρρώ πως ξανοίγει μπροστά μου κανένας ήσυχος, ολόφαιδρος τόπος, ηλιολουσμένος, που δεν πονεί η καρδιά μου. Τότες πια τίποτις δε συλλογιούμαι, τίποτις δε νοιώθω, δε ζω, θυμούμαι τη Μοιρίτα.

Ίσως έρθω καμιά ώρα να σε διω εκεί κάτω, να διω και λίγη θάλασσα. Την αποθύμησα. Μα ξέρεις που δε μου αρέ­σει και πολύ πολύ τώρα να σαλέβω. Είναι και κάμποσο μακριά. Κάλλια να μείνω εδώ που καταστάλαξα. Γράψε μου, στείλε μου κανένα βιβλίο νόστιμο, μίλησέ μου, σα θέλεις, και για γλωσσολογία ή και για γλώσσα. Μη μου λες όμως να μπω και γω μέσα στο χορό, να κάμω ή να τυπώσω τίποτις, ας είναι κι από τα παλιά μου. Είχα και γω πρώτα δυο τρεις ιδέες· ίσως μπορούσα κάτι να κατορθώσω. Δε μου στρέγει πια. Στ’ αφήνω εσένα. Στοχάσου, φίλε μου, ως πού κατάν­τησα αφού και για τη γλώσσα δε με μέλει. Κάπου μου έρ­χεται και μένα να τους πω τίποτις, να διασκεδάσεις· έπειτα βαριούμαι. Πρέπει καμιά μέρα να παρακαλέσεις τον Κόντο, να μας βγάλει κανένα ρομάντσο, να διούμε η γλώσσα του τι αξίζει. Τι μας πειράζει να μάθουμε πως ο Κοραής βάζει ένα Μ εκεί που θέλει δυο, ή πως βάζει δυο εκεί που θέλει ένα; Μου φαίνεται πως μήτε του Κόντου μήτε του Κοραή η γλώσσα, αληθινή, ζωντανή γλώσσα δεν είναι, γιατί εμείς, νομίζω, δε λέμε μήτε σεσαπημένος, μήτε σεσημμένος ή σεσηπώς, λέμε σαπίζω και σαπισμένος· δε λέμε μήτε ο μήτε η λέμβος· λέμε απλά βάρκα· οι βρεκεκεξιάρηδες το ’χουν πως είναι ιταλικό και δεν το καταδέχουνται· εσύ πάλε μου έμα­θες πως είναι λατινικό και το ’χουμε στη γλώσσα μας, κοντέβουν τώρα τουλάχιστο χίλια πεντακόσια χρόνια. Εγώ έτσι το συνηθίζω. Άκουσα μάλιστα πως τα παιδιά στο σκολειό μιλούν κάθε τόσο για ονόματα πρώτης, δέφτερης ή τρίτης κλίσης· βλέπω και κάμνουν ίσια ίσια εκείνο που μου έλεγες μια φορά· ταίριαξαν τη λέξη με τη γραμματική του λαού. Φυσικό ήτανε να γίνει το πράμα· έτσι βγαίνει κι ο τύπος ορθός. Οι καβγάδες τότες τι σημαίνουν και τι μας χρησιμέβουνε; Δυο λογιώτατοι, στην έδρα του ο καθένας, πολεμούν ο ένας με τον άλλονα, ποιος θα νικήσει, κι από τη μια έδρα στην άλλη, αψηλά αψηλά στα σύννεφα και μακριά αποπάνω από τα κεφάλια μας, πετούν τα βιβλία που μήτε τα διαβάζει και που μήτε τα είδε ο λαός. Από τα τέτοια τίποτις δε βγαίνει· από τα ρομάντσα, από τους στίχους, από το θέατρο θα φανεί αν είναι άξιο το έθνος να δείξει ποίηση και φαντασία, να κάμει και φιλολογία δική του, - όχι όμως από τας γλωσσικάς παρατηρήσεις! Οι δασκάλοι που κατηγορούν τη γλώσσα του λαού και που μας πουλούν τη δική τους, τι κατάφεραν ίσια με τώρα; Μας έβγαλαν και κανένα βιβλίο που να ’χει μέσα του λίγη ζωή; Χασμουριέσαι μόνο που τ’ ανοίγεις. Εγώ σε τέτοια ζητή­ματα δεν ανακατώνουμαι πια· μα μου φαίνεται, με τα μικρά μου τα μυαλά, πως θα ήταν καλό και θα ταίριαζε, να μας χάριζαν πρώτα οι δασκάλοι κανένα παραμυθάκι με μια σταλιά φαντασία, κι ύστερα να μας ανεβάσουν τη γλώσσα τους ίσια με τον ουρανό. Θα ήταν ο πιο σωστός τρόπος να μας απαντήσουν και να μας δείξουν πως έχουμε άδικο. Οι βρισιές δεν αξίζουν· από τις βρισιές βλέπεις την ανημποριά τους. Εμείς τουλάχιστο με τη γλώσσα μας ξέρουμε και μιλούμε για γραμματική· ξέρουμε όμως και παραμύθια. Οι ίδιοι λεν τη γλώσσα τους τεχνητή και σα να ’χουνε δίκιο· τεχνητή, ναι! εκεί όμως που χρειάζεται λίγη τέχνη, η καθαρέβουσα δεν πιστέβω να ταιριάζει· άτεχνη κι άτεκνη είναι γεννημένη.

Πες τα καμιά μέρα, σαν αδειάσεις, πες κι άλλα πολλά. Τι θέλεις εγώ να γράφω; Τάχατις για να ξεχάσω; Για τούτο μου τα παραγγέλνεις: Αχ! καημένε μου Ψυχάρη, δεν ξεχνώ και δεν μπορώ να ξεχάσω. Και δε θέλω να ξε­χάσω, γιατί αφτό μου απόμεινε τώρα. Η χαρά μου είναι που τη θυμούμαι.

Να ζήσεις, καλέ μου, που στάθηκες τόσο πιστός μου φίλος και που μ’ αγαπάς. Σε γλυκοφιλώ, αδερφέ μου.

Ο ΠΑΛΜΟΣ».


Άμα διάβασα το γράμμα του Πάλμου, σηκώθηκα και πήρα το σιδερόδρομο. Ο κακόμοιρος Ο Πάλμος! Μου μι­λούσε για τη γλώσσα, μην τύχει και θαρρέψω πως αδιαφορούσε και δε συλλογιούνταν παρά τα δικά του. Δε μου άρεσε όμως το γράμμα του, μάλιστα εκεί που έλεγε πως ίσως ήταν καλύτερο να μην πεθάνει. Την άλλη μέρα, το βράδυ, ήμουνα στο Παρίσι. Έτρεξα στην εξοχή που κάθουνταν ο Πάλμος. Η νοικοκερά ήρθε βιαστικά να μ’ ανταμώσει και μου τα είπε όλα. Το πρωί βγήκε ο Πάλμος να πάρει λουτρό στον ποταμό. Άξαφνα φαίνεται πως τον παράσυρε το ρέμα. Κολυμπούσε και προσπαθούσε να φύγει από το μέ­ρος εκείνο. Έπειτα ξάπλωσε τα χέρια και πια δεν τον είδαν. Όταν έφεραν το νεκρό του, έμοιαζε σαν αποκοιμισμένος. Δεν μπορούσε κανένας να πει αν πνίγηκε άθελα ή όχι. Ήταν άξιος κολυμπιστής. Νόμιζαν πως ζαλίστηκε, γιατί ήταν ήλιος εκεί που πολεμούσε με το κύμα, κι έλεγαν πως θαμ­πώθηκε από το φως και δεν έβλεπε, να γλυτώσει. Εγώ θαρρώ πως ο θάνατος έχει μια γλύκα μοναδική που τραβά τους βαριοπονεμένους, και πως δεν το βάσταξε του Πάλμου η καρδιά να πει σύρε του Χάρου, όταν έρχουνταν ο Χάρος να τον πάρει στην αγκαλιά του.

Τέτοια, φίλε μου Δροσίνη, είχα σήμερα να σου μηνήσω. Θλιβερά και τα δυο. Ο Πάλμος κι ο Καρλής αγάπησαν το ίδιο· είχαν κι οι δυο τους τον ίδιο πόθο, ήθελαν αχάλαστη την αγάπη, παντοτεινή κι αλάκαιρη. Ο ένας σκότωσε, σκο­τώθηκε ο άλλος. Η ζούλια είναι ένας φόβος που σε πιάνει μήπως χάσεις εκείνο που θαρρείς πως είναι δικό σου, ή που τόντις είναι δικό σου· άμα το ’χασες, άμα διεις πως πια δικό σου δεν είναι, πάει η ζούλια κι αρχίζει άλλος καημός. Αφτό τον καημό, μπορείς όπως θέλεις να τον πεις, πότε απελπι­σιά, πότε ανελπισιά, πότε θυμό, πότε πίκρα. Όποιος όμως αγάπησε με τα σωστά του, τέλειωσε, πάει, δε θα ξαναγαπήσει. Να λυπάσαι τις γυναίκες· είναι καλές κι ανήξερες σαν τα παιδάκια· γυρέβουμε να μας δώσουν πράματα αδύνατα, που τα θαρρούμε δυνατά. Το νοιώθουν κάποτες οι ίδιες και πονούν. Εκείνες δε φταίν και δε φταίμε μήτε μεις. Η αγά­πη, όπου περάσει, ή σπέρνει ή παίρνει ζωή. Τέτοιος νόμος την κυβερνά και πάντα συντροφικά τρέχει πλάγι της ο Χάρος.

Τι να σου πω τώρα και γω, να τελειώσω; Πώς σε ζουλέβω; Όχι, φίλτατε, δε σε ζουλέβω. Είναι αλήθεια, θα μου άρε­ζε πολύ να κατάφερνα και γω καμιάν Αμαρυλλίδα σαν τη δική σου, να ’καμνα τους στίχους που κάμνεις, να σου κάθιζα μια μέρα κανένα Γιο της Αστραπής η καμιά Λιογέννητη κόρη· είναι αλήθεια, μου καίει την καρδιά που δεν το κα­τορθώνω· προσπαθώ και δεν μπορώ να σε ξεπεράσω. Μα δεν το λέω ζούλια. Είναι φιλότιμο. Φιλοτιμιέται ο καθένας κάτι να φανεί και να βάλει κάτω το γείτονά του. Κάπου κάπου χολοσκάνει που δεν μπορεί να το πιτύχει, και που τον άφησε πίσω μακριά ο γείτονάς του. Όπως όμως κι αν είναι ή κι αν το πεις, πολεμά, ιδρώνει και κοπιάζει. Αγαθή δ’ έρις ήδε βροτοίσι. Μα ίσως είναι καλό να μην το παρακάμουμε μήτε αφτό στην Ελλάδα.

Ο φίλος σου ΨΥΧΑΡΗΣ,

Παρίσι, μήνα Γεννάρη, 1891.




ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ

Επεξεργασία

Φαίνεται πως ύστερις από τη Ζούλια, έβγαλα κι ένα τηλεφώνημα! Με τον τίτλο Τηλεφωνήματα δημοσίεψε τότες η Εστία ένα γράμμα μου - αφτό εδώ - που αναγκάστηκα να το γράψω, γιατί τόσο πολύ προσέχουνε στα ψυχολογικά της Ζούλιας οι δασκάλοι, που πήγανε να σοφιστούνε πως η Ζούλια ήταν όνομα κύριο, Julie, πράμα που δεν μπορεί να είναι, όπως θαρρώ και τ’ απόδειξα στο γραμματάκι μου. Το είπαν αφτό, τάχα για να δει ο κόσμος πως μήτε τίτλο στη δημοτική καταλαβαίνει κανένας, μα χωρίς να το υποψιαστούνε, μας έδειξε ο λόγος τους πόσο λίγο καταλαβαίνουν ίδιοι τους τα ρωμαίικα. Άλλοι πάλε είπαν πως ο τύπος ζούλια δεν υπάρχει! Κι από κει βλέπουμε τι ωραία ξέρουν τη γλώσσα που κατηγορούνε. Η αλήθεια είναι που στα Εφτάνησα λένε και ζήλια. Δε θα πει πως είναι τύπος γενικός, αφού σε πολλούς τόπους, κι ίσα ίσα στην Πόλη, εκεί δα που παίζεται και το όραμα, ζούλια τη λένε με ου. Να προσέξουμε μάλιστα, θα δούμε πως και στην κοινή γλώσσα, κάμποσο συνηθισμένος είναι ο τύπος αφτός, αφού πια συχνά θα πούνε ζουλιάρικος παρά ζηλιάρικος, κι έτσι θαρρώ πάντα πως η ζούλια είναι σα δασκαλισμός, γιατί ζούλια την ξέρουνε και στην αδασκάλεφτη Κρήτη. Ελπίζω να την έμαθαν τώρα λιγάκι και στην Αθήνα, τη ζηλεμένη,

«...Ο τύπος Ζούλια είναι ο μόνος ορθός. Όποιος λέει ζήλια, ας είναι και βαρκάρης, το ’μαθε από κανένα δάσκαλο. Να το ξετάσετε το πράμα, — γιατί αξίζει, — να πάρετε έναν έναν εκείνους που το συνηθίζουν και θα διείτε πως είναι δα­σκαλισμός. Ένας που χάνει τα λογικά του, δε ζηλέβει, ζουλέβει, είναι ζουλιάρης, έχει ζούλια. Κι ο δάσκαλος, άμα ζουλέψει με τα σωστά του, θα ζουλέψει με ου. Είναι και πολύτιμος τύπος, γιατί βλέπουμε πως και το η γίνεται ου, κι όχι μόνο το υ· να καταστρέψουμε τώρα την ιστορική γραμματική και να βγάλουμε το ου, δε γίνεται. Θα χαθεί ο κόσμος! Ο Κοραής συνήθιζε τα τέτοια· εμείς σήμερα πρέπει να ξεσυνηθίσουμε τον Κοραή. Μα δε μου φαίνεται και να είναι τόσο το κακό. Κύριο όνομα Ζούλια δεν το γνωρίζω και να είστε βέβαιος πως θα το μεταχερίζουνται πολύ λίγοι. Είναι... δα­σκαλισμός. Ναι! δασκαλισμός. Ο λαός ξέρει μόνο δυο τύπους, η Τζούλια ή Ζουλή —ής. Αφτή η Ζούλια που λέτε μας έρχεται από την Ιταλία· είναι η Giulia. Όλος ο κόσμος θα το προφέρει φυσικά Τζούλια και δεν μπορεί να το προφέρει αλλιώς. Για να πει το ς πρέπει να ’ρθει καμιά Julie από το Παρίσι. Άμα είναι το -α στη μέση —Τζούλια—, έχει ιταλικό πασσαπόρτι το κορίτσι. Ο δάσκαλος όμως δεν αγαπεί και δεν καταδέχε­ται το τζ· δεν τολμά και να τ’ αλλάξει όλους διόλου· τότες το μισοφτιάνει Ζούλια. Έτσι μπορεί να μοιάξει και με τη δική μας τη ζούλια. Μα και να μοιάξει δεν πειράζει. Το νόημα θα φανεί αμέσως. Το ίδιο και με τα γαλλικά. Jalousie θα πει ζούλια, θα πει και καφάσι· un amour sans jalousie, λ.χ., μπορεί κανείς να το καταλάβει όπως θέλει. Constance είναι κοινό, είναι και κύριο όνομα (γυναίκα και πολιτεία, Constanz). Θα πει μάλιστα και πιμονή, καρτερωσύνη. Ποιος όμως θα συλλογιστεί να μη βάλει τίτλο Jalousie ή Constance; Κανένας. Μπορούμε λοιπόν και μεις να ξακολουθήσουμε να λέμε τη ζούλια όπως τη λέμε. Μάλιστα να σας πω την αλήθεια, δε βλέπω, δεν ξέρω πως είναι δυνατό να παραξηγηθεί· εμείς συνηθίζουμε πάντοτες τα κύρια ονόματα με το άρθρο. Για να είναι η ζούλια Gioulia, έπρε­πε να ’χει πρώτα κι ένα η. Έτσι βάζουμε ήσυχα Ζούλια, πολύ πιο ήσυχα μάλιστα παρά αν έπρεπε να βάλουμε Constance, γαλλικά, που γίνεται παρανόημα πολύ πιο έφκολα.»




Ο ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ

Επεξεργασία

«Άξαφνα, στον ύπνο μου μέσα, μου φάνηκε πως το ρολόι μου σπάνει. Δεν τ’ άκουγα πια. Ξύπνησα την ίδια στιγμή κι άρχισα αμέσως να μετρώ. Μετρούσα και στέκουμουν και δεν τολμούσα. Ήταν η ώρα μια το πρωί. Εκεί που κοιμούμουν ήσυχα, δεν ξέρω πώς, μου κατέβηκε μια υπο­ψία, ορμητικά, σαν τ’ αστροπελέκι. Και τώρα, με τα μάτια ανοιχτά, πολεμούσα και δεν μπορούσα να τελειώσω το λο­γαριασμό μου.

Θα πάρω χαρτί να τα σημειώσω. Στάσου να διούμε.

Η αδερφή μου. Ο άντρας της· δυο. Τα τρία τους τα παιδιά· πέντε. Ο παππούς· έξη. Η μητέρα· εφτά. Ο θειος κι η θεια· εννιά. Τα ξαδέρφια μας· έντεκα. Εγώ· δώ­δεκα.

Κι οι δούλοι κοιμούνται στ’ άλλο το σπίτι.

Είναι κι αφτός ο καταραμένος. Ο μουσαφίρης. Του πα­τέρα ο φίλος. Την άνοιξη, κάθε χρόνο, πρέπει να ’ρθει στην εξοχή, να μας κάμει βίζιτα.

Δώδεκα.

Καθήσαμε το λοιπό στο τραπέζι δεκατρείς. Θα κοιμηθούμε δεκατρείς όλη τη νύχτα. Όχι! Δε γίνεται. Είναι αδύνατο να γίνει. Δεν μπορεί να ξυπνήσουμε δεκατρείς. Θα ξυπνήσουμε δώδεκα.

Ποιος άραγες, ποιος είναι που δε θα ξυπνήσει με τους άλλους:

Ποιος; Εγώ που το συλλογίστηκα! Είναι αλήθεια που θα πεθάνω; Προτού φέξει;

Τι να κάμω; τι να κάμω, για να γλυτώσω;

Ο ίδιος αφτός ο καταραμένος που ήρθε και πέρσι!

Ησύχασα! Ο φόβος μου δεν είχε τον τόπο του. Τίποτις δε θα πάθω. Να που ήρθε και πέρσι και δεν έπαθε τίποτε κανείς.

Πέρσι; Θυμούμαι. Φρίκη με πιάνει. Ναι, πέρσι, την άνοιξη, σωστός ένας χρόνος, ήταν πάλε αφτός εδώ.

Ήταν μουσαφίρης.

Στάσου! στάσου! Αχ! τι τρομάρα! Σα να φώναξε η καρδιά μου φοβερά.

Λογάριασε, πρόσεχε μην κάμεις λάθος. Πέρσι, την ίδια νύχτα, κοιμηθήκαμε δεκατρείς· πέρσι, την ίδια μέρα δεκατρείς καθήσαμε στο τραπέζι.

Λεν πως πρέπει ο χρόνος να σωθεί, για να γίνει το κακό.

Αχ! γιατί ο πατέρας να πεθάνει; Να ζούσε, θα είμαστε δεκατέσσερεις. Πρόπερσι πέθανε· μεγάλωσαν τα παιδιά και μας τα ’βαλαν πια κι αφτά στο τραπέζι μαζί μας. Έτσι θέ­λησε ο παππούς. Έτσι το θέλησε η κακή μου η τύχη!

Η μητέρα μου το ’λεγε πέρσι. Είχε δίκιο. Όχι! δεν την άκουσα. Να μην καθήσουνε στο τραπέζι δεκατρείς. Δεν την άκουγα και γελούσα. Δεν άφησα να βγάλουν τα παιδιά, να τα βάλουνε σε χωριστό τραπέζι.

Μια φορά να πέσει πουθενά ο θάνατος, πέφτει πέφτει κι ανασαμό δεν έχει.

Ένα χρόνο, έναν αλάκαιρο χρόνο, έκαμε ο Χάρος βίγλα τριγύρω στο σπίτι και τώρα εμένα θ’ αρπάξει.

Μη! Μη!

Πότε φέγγει; Στις πέντε.

Στις πέντε, πεθαμένος. Τέλειωσε, πάει! Να μη φέξει, για τ’ όνομα του Θεού; Ας μπορούσε τουλάχιστο να φέξει μια ώρα πιο αργά· να ξεχνιάσει το Χάρο.

Τι είναι που τρίζει; Κάτι κρότους ακούω. Ο κρότος με­γαλώνει. Με τρομάζει.

Κατάλαβα τι είναι. Τίποτις δεν είναι. Του παππού η αναπνοή, στην κάμερη πλάγι, που κοιμάται.

Βαριά, βαριά παίρνει την αναπνοή του. Δυσκολέβεται να την πάρει. Τι καρδιοχτύπια είναι τούτα; Τ’ ακούω ίσια με δω.

Αχ! και πως να μην το συλλογιστώ αμέσως; Ενενήντα δυο χρονώ γέρος. Εκείνος θα πεθάνει!

Ήρθε η ώρα του. Ήρθε! ήρθε. Και πάει ο γέρος.

Είδες πώς χωράτεβε, πώς έπαιζε κάτω στο τραπέζι μαζί μας; Ο Χάρος πίσω του στεκότανε και στραβοκοίταζε, θα παλαίψει ο γέρος· είναι σαν το σίδερο. Μα τι θέλεις πια;

Σώπασε το καρδιοχτύπι. Τι; Έγινε κιόλας; Να που ξα­ναρχίζει. Τι καρδιοχτύπι τρομερό! Σηκώνεται, περπατεί, τρέχει τρέχει το καρδιοχτύπι, μπαίνει στην κάμερή μου, στα σεντόνια μου μέσα, στο ποκάμισό μου, στο στήθος μου μπήκε.

Δεν ήταν του παππού το καρδιοχτύπι που άκουα. Ήταν το δικό μου — και τώρα το κατάλαβα!

Μεγαλώνει· μεγαλώνει ώρα την ώρα.

Τα ξέρω πια πως θα πεθάνω, θεοφάνερα το βλέπω. Θα πεθάνω μόνο και μόνο γιατί φοβούμαι πως θα πεθάνω

Ο καταραμένος ο μουσαφίρης! Εκείνος όλα τα φταίει.

Γίνεται τέτοιο πράμα; Εγώ, εγώ να φοβούμαι; Εγώ να τρέμω; Εγώ να πιστέβω σ’ αφτά. και να πεθάνω γιατί τα πιστέβω: Δε γίνεται. Να συλλογιστώ, να ’ρθω στο νου μου. Δεν μπορώ. Είναι αλήθεια που δεν μπορώ; Και γιατί, γιατί; Τι ανεξήγητο που είναι! Διάβαζε, σπούδαζε στα βι­βλία, δυνάμωνε τα μυαλά σου· ύστερα να πού κατάντησες· ακούς και πιστέβεις τέτοια παραμύθια! Και ποιος αφτός; Εγώ δα που και τόσο θρήσκος δεν είμαι, δεν είμαι διόλου.

Ίσια ίσια για τούτο. Είμαι τώρα μόνος και φοβούμαι.

Μόνος ολομόναχος. Ο κόσμος και γω. Τίποτις άλλο. Στον ουρανό κανένας!

Και τι πειράζει; Ας είναι ή ας μην είναι στον ουρανό κανένας, όπως κι αν το πάρεις, ή έτσι ή αλλιώς, η ιδέα μου αφτή πως θα πεθάνω, γιατί καθήσαμε στο τραπέζι δεκα­τρείς, μπορεί να είναι μπόσικη. Και μήπως δεν το βλέπω πως είναι παραμύθια; Παραμύθια φερμένα και ποιος ξέρει από πού; Από την Εβρώπη; Και τα πιστέβω; Φτάνει πια. Πρέπει να φανώ άντρας. Τι; δεν το κατόρθωσα ακόμη να τα ξεφορτωθώ, να τα ξετινάξω αφτά τα παιδιακήσια που είναι ντροπή;

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς...

Μου έμαθε η μάνα μου να το λέω. Ας το πω και τώρα, να με σώσει· τι πειράζει; Όχι! δεν έχει δύναμη να με σώσει, αφού δεν πιστέβω. Τέλειωσε! θα πεθάνω.

Πρέπει, πρέπει με κάθε τρόπο να πιστέψω. Ας ξανακάμω την προσεφκή μου.

Πάτερ ημών...

Αχ! δε μ’ ακούει! Δε θα μ’ ακούσει. Δε θέλει να μ’ ακούσει.

Να όμως που κάτι νόημα έχουν κι αφτά τα παραμύθια. Πες τα ανόητα όσο θέλεις· σε κυνηγούν όπου πας, σε παραζαλίζουνε, σου βάζουν άνω κάτω το κεφάλι και γίνεται τό­τες το κακό. Νομίζεις πως κάτι θα τύχει, και τυχαίνει, γιατί το νομίζεις.

Τρεις ήμισυ.

Χτύπα, χτύπα, καρδιά μου, και σπάσε σαν το ρολόγι.

Έπρεπε να ’χω τίποτις απάνω μου, κανένα φυλαχτό, ό,τι κι αν είναι. Το ’χεις και σου δίνει θάρρος και σε προφυλάγει. Να το πιάσω, να τα βαστάξω, να μη φύγει.

Αχ! τι σκουπίδι που είναι ο άθρωπος! Ναι! το θάρρος είναι που του λείπει. Δε θέλει μοναξιά· είναι γεμάτος αγάπη και πόνο, έχει απέραντη καρδιά κι όλα τα ζωντανέβει και σ’ όλα μέσα βάζει την ψυχή του. Νομίζει πως όλα έχουν την ίδια ψυχή και πως από παντού βγαίνει θλίψη η χαρά.

Και ποιος ξέρει αν έχει λάθος!

Να που έβλαψε, να που μπορεί κι ένα νούμερο να βλάψει.

Τέσσερεις παρά κάρτο.

Έρχεται ο Χάρος και του κάκου!

Όλα, όλα τα ξαναβλέπω με μιας. Τα χαρούμενά μου τα νιάτα, τη ζωή μου από παιδί. Κάθουνταν ο παππούς απάνω στο σοφά και μ’ έπαιρνε στη γούνα του μέσα και κρύφτουμουν και γελούσε ο παππούς! Αχ! όλα, όλα τα θυ­μούμαι. Πόσο μ’ αγαπούσε! Κάτω, εκεί κάτω στον μπαξέ μας, τι πρασινάδα που ήταν! Πήγαινα κι έτρωγα ερίκια. Άγουρα τα διάλεγα και μου άρεζαν. Όχι! κι από το πα­ράθυρο να σκύψω να διω, δεν τα βλέπω πια τα δέντρα και τις πρασινάδες. Είναι νύχτα παντοτεινή για μένα. Αχ! τι καλός, τι ωραίος που είναι ο ήλιος!

Δε θέλω! Δε θέλω!

Κάτασπρο το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Φαίνεται πως έτσι θα πεθάνω, χτυπώντας χτυπώντας η καρδιά μου, ώσπου να πιαστεί η αναπνοή μου. Πιάνεται. Ο Χάρος με πλακώνει. Το κεφάλι μου θα γίνει φλόγα.

Ναι, σαν ήμουνα παιδί! Μπας και μου τα ’μαθε ο παππούς τέτοια παραμύθια; Κι έλεγα πως μ’ αγαπούσε! Τι αγάπη είναι αφτή; Και πώς δεν πεθαίνει τώρα, σα μ’ αγαπά, για να γλυτώσω εγώ;

Τέσσερεις.

Να σκοτώσω κανέναν κι έτσι να γλυτώσω.

Πρέπει να πεθάνει ο μουσαφίρης.

Να, τώρα, γρήγορα θα πιαστεί και το κεφάλι μου. Ίδρος, κρύος ίδρος με περεχύνει. Αφού πιαστεί και το κε­φάλι μου, δε θα νοιώθω τίποτις πια, δε θα νοιώθω τον πόνο. Θα ψυχομαχώ.

Να φωνάξω, να ’ρθει κανένας! Δεν έχω φωνή.

Να σηκωθώ, να τρέξω, να φύγω. Δεν μπορώ. Πιάστη­καν τα πόδια μου από το φόβο. - Έχω πιστόλι στο σερτάρι. Για να δω!

Τέσσερεις και κάρτο.

Θέλω να καθήσω ήσυχα στο κρεβάτι, να μετρήσω τα καρδιοχτύπια μου ένα ένα, ώσπου να σωθούνε. Να κάμω κουράγιο. Τι να παλαίβω τώρα; Έγινε πια το κακό. Σε λίγη ώρα...

Είναι σαν τα κύματα που τρεμοπηδάνε. Φούσκωσε η θάλασσα και θα με πνίξει.

Λίγο λίγο.

Πόσο έχω ακόμη;

Να τελειώσει αφτό το βάσανο πια. Όταν πεθάνω, θα πεθάνει κι ο φόβος μαζί μου. Έτσι θα γλυτώσω.

Πού κοιμάται ο μουσαφίρης;

Τέσσερεις ήμισυ.

Να σηκωθώ! Κάπου να πάω. Να βγω όξω από τα σπίτι, να μην είμαστε μέσα δεκατρείς. Μούδιασε η καρδιά μου και δεν μπορώ. Είμαι του Χάρου. Δε θα με λυπηθεί και κανένας; Γίνεται να πεθάνω, που έχω τόσα να κάμω, που έχω τόσα στο νου μου; Όχι! τέτοιο άδικο πράμα δε γίνε­ται! Σηκώνουμαι και παλαίβω και σκοτώνω. Ο καταραμένος ο μουσαφίρης! Έχω δύναμη ακόμη. Νοιώθω πως έχω. Θα σηκωθεί. Να πεθάνει αφτός, μια πιστολιά και σώ­νει, να ησυχάσουμε όλοι. Να μπουν όλα σε τάξη.

Αχ! να μπορούσα μόνο να κουνήσω το πόδι!

Ή να σκοτωθώ, να τελειώσει;

Μ’ έπιασε, μ’ έπιασε ο Χάρος και με βαστά.

Πέντε παρά κάρτο!...»

Ξύπνησα τότες με τα σωστά μου. Ήταν η ώρα οχτώ. Είχα φανταστεί στον ύπνο μου μέσα πως ξυπνούσα. Κοντέβουν τώρα δέκα χρόνια που είδα το φοβερό αφτό τ’ όνειρο και το ’γραψα αμέσως το πρωί, να το θυμούμαι. Τι καλά που περνούσαμε τότες στο σπίτι μας στην εξοχή! Ζούσε ο καλός μου ο παππούς. Πρόπερσι πέθανε ο καημένος, εκατό χρονώ γέρος. Δεν είμαστε πια στο τραπέζι δεκατρείς όταν έρχεται ο μουσαφίρης.

Παρίσι, 1891.



Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μια μικρή, μικρούτσικη χώρα. Αχ! τι χάρη που την είχε η μικρούτσικη πολιτεία. Τι νόστιμοι που ήταν οι μικροπολίτες! Πόσο μπόι λες τάχατις να είχαν; Οι μικροπολίτες ήταν κοντούτσικοι, ψιλούτσικοι, ομορφοκαμωμένοι κι ίσια μ’ ένα δάχτυλο μεγάλοι. Είχαν κάτι πρόσωπα σοβαρούτσικα και χλωμά, με μυτερά μυτερά μουστακάκια. Μα τι ωραιούτσικα μουστακάκια που τα εί­χαν! Κάποτες ζάρωναν τα μαβρούτσικά τους τα φρύδια και νόμιζες πια πως μεγάλα πράματα συλλογιούνταν. Η φορεσιά τους ήτανε μια χαρά· φορούσαν κάτι στενούτσικα πανταλονάκια, σουρτουκάκια σαν τα δικά μας κι αψηλούτσικα γυαλιστερά καπέλα. Τους έβλεπες και τους αγαπούσες. Έπρεπε όμως να ’χεις καλά μάτια να τους διεις. Έγραφε η ιστορία πως οι πατέρες τους ήτανε γιγάντοι κι είχαν κάμει παιδιά νάνους. Δεν ξέρω να σας πω αν οι μικροπολίτες ήταν από γεννήσιο τους μικροί ή αν εκεί που έπρεπε να μεγαλώσουνε, δε μικραίνανε λίγο λίγο, ώσπου με τον καιρό να καταντήσουν πια τζουτζέδες. Ένα μόνο ξέρω, δεν το ’νοιωθαν οι μικροπολίτες πως ήτανε μικροί κι έτσι δεν το εί­χαν και καημό. Μήτε το ’βαζε ο νους τους, και το ’βλεπες αμέσως από το περπάτημά τους. Ήταν πολύ περίεργο το περπάτημά τους· περπατούσαν πηδηχτά πηδηχτά, όμως με κάποια περηφάνεια και τη μύτη πάντα ψηλά. Θωρούσες ένα μικροπολίτη και στοχάζουσουν πως ερχότανε βασιλιάς.

Δουλειές είχαν, πολλές δουλειές οι μικροπολίτες. Σεργιά­νιζαν όλη μέρα στους δρόμους, συχνοχαιρετιούνταν, έκαμναν κοπλιμέντα και τσιριμόνιες, κουβέντιαζαν ως και με τα χεράκια τους, μιλούσανε, γελούσανε, φιλοσοφούσαν αναμεταξύ τους. Έπειτα ο καθένας, σαν κάτι πιο καμαρωμένος, πήγαινε στο μικρούτσικό του το σπιτάκι κι έγραφε μάνι μάνι ένα βιβλίο. Τι λες να ’γραφε μέσα στο βιβλίο; Οι μικροπολίτες γράφανε βιβλία ο ένας για τον άλλονα. Φαίνεται πως στη Μικρόπολη είχε μεγάλα κεφάλια πολλά. Άξαφνα διά­βαζες πως ο τάδε μικροπολίτης ήταν ο πιο περίφημος ιστο­ρικός του κόσμου, ο τάδε πάλε πως ήταν ο πιο τρομερός ποιητής που μπορεί κανένας να φανταστεί. Άξαφνα διάβα­ζες και το εναντίο. Ο ίδιος ο μικροπολίτης έγραφε δέφτερο βιβλίο και σου ξηγούσε πως ο μεγαλύτερος ποιητής κι ο πιο περίφημος ιστορικός δεν ήταν ο πρώτος που είπε, μα ένας άλλος, και παστρικούτσικα σου έλεγε και το λόγο. Κάθε τόσο σου έβγαζαν και κανένα φωστήρα στη μέση· ο τάδες έκαμνε αμίμητους στίχους· ο άλλος, άμα που φάνηκε, τα’ βαλε πια όλα σε τάξη, τα ’σιαξε όλα· αμέσως βρήκε τι γλώσ­σα και τι μέτρο θέλει η τραγωδία, τι μέτρο και τι γλώσσα η κωμωδία. Ο τρίτος δίδασκε με τι τρόπο πρέπει να γράφεται η ιστορία, με τι τρόπο η μυθιστορία. Ένας άλλος ήταν πια αλήθεια κριτικός, μα τι κριτικός! κριτικός με τα σωστά του, κι από τα βιβλία του έφεγγε τέχνη, έφεγγε επιστήμη. Οι μικροπολίτες τραγωδία δεν είχανε, μήτε κω­μωδία, μήτε ιστορία, μήτε μυθιστορία, μήτε κρίση, μήτε επιστήμη, μήτε τέχνη. Μα δεν πείραζε. Είχαν ένα σωρό κριτικούς, κωμικούς, τραγικούς και σοφούς. Μπρε παιδιά! αφού σας το λέω· όλα βρίσκουνταν εκεί μέσα, στην αιώνια Μικρόπολη, και δεν είχες ανάγκη να γυρίσεις τον κόσμο και να γυρέψεις αλλού πουθενά ποιητάδες ή φιλοσόφους.

Οι μικροπολίτες παινούσαν ο ένας τον άλλονα· μη νομίζεις όμως πως ήταν από καλοσύνη. Το πουλάκι το γλυκό που λέγεται καλοσύνη, το πουλάκι που και το ίδιο μαγέβεται με το κελάδημά του, δεν πολυτραγουδούσε μέσα στην καρδιά τους. Το στηθουλάκι τους ήτανε μικρουλό, σαν κάτι στενούτσικο το κλουβί, και δε χωρούσε μέσα τ’ αγαθό το πουλί μας. Αγάπη στα σπλάχνα τους δεν είχαν οι μικροπολίτες· δε ζεσταίνουνταν η ψυχή τους, δεν τους έβλεπες να κλαιν ή και να δακρύζουν, όταν καμιά ιδέα μεγάλη, μ’ όλη της την ομορφιά, ξεφανερώνουνταν μπροστά τους. Παινιούνταν αναμεταξύ τους, γιατί ήθελε ο καθένας κάτι να φανεί· παινούσε για να τον παινέσουν. Πού καιρός για δάκρυα; Πού καιρός για καλοσύνη; Ο καθένας δεν είχε άλλο στο νου του παρά το χαδεμένο του το εγώ.

Καλοσύνη δεν ήξεραν οι μικροπολίτες, κι ίσως για τούτο δεν ήταν και τα βιβλία τους καλά. Δεν ήξεραν καλοσύνη, κι έτσι δεν μπορούσανε να διουν αν και παρέξω απ’ αφτούς δεν ήταν καμιά ωραιότητα στον κόσμο, δεν μπορούσανε να τη χαρούνε· δε χαίρουνταν ωραιότητα καμιά, κι έτσι τους ήταν αδύνατο και να καταλάβουν τι είναι ωραίο και τι δεν είναι· δεν το καταλάβαιναν, κι έτσι τους ήτανε δύσκολο να προκόψουν και κείνοι· δεν πρόκοφταν, κι έτσι δε μεγάλωναν και πολύ. Ο νους κι η καρδιά πάνε συχνά ταίρι ταίρι· έχει κι ο νους καλοσύνη δική του· δεν είναι μόνο της καρδιάς η καλοσύνη. Είναι και του νου, φτάνει να μην τον κλειδώνεις· φτάνει κι ο νους σου ν’ αγαπά.

Δουλειές είχαν, πολλές δουλειές οι μικροπολίτες. Τόσο, που δεν κατόρθωναν όλα να τα κάμουν. Ήταν πάντα σαν ανταρεμένοι. Έτρεχαν και φιλονικούσαν. Έφτιαναν όλο κάτι χρυσούτσικες στάτουες, με το πρόσωπο του καθενός μικρωμένο, που γυάλιζε σαν ψιλό ψιλό διαμαντάκι και που μπορούσε μόλις να το πάρει το μάτι. Αφιέρωνε μια στάτουα ο ένας τ’ αλλουνού· ή την πετούσε πάλε ο ένας στ’ αλλουνού το κεφάλι. Τέτοιες ήταν οι δουλειές τους. Τι κρίμας που δεν έχω απάνω μου καμιάν απ’ αφτές τις στάτουες τις χαριτωμένες, να σας τη δείξω, να διείτε τι μικρές, τι νόστιμες αλήθεια που ήτανε.

Οι μικροπολίτες μιλούσανε μια πολύ παράξενη γλώσσα. Συνήθιζαν κάτι λέξες που τις είχαν πρώτα οι πατέρες τους, οι γιγάντοι. Μα όταν έβγαιναν από τα μικρούτσικό τους το στοματάκι φάνταζαν πολύ περίεργα. Με κανέναν τρόπο δεν ήθελαν οι μικροπολίτες να πουν τα πράματα νέττα σκέττα. Ξεσκάλιζαν και κάτι παλιούς τύπους μέσα στα βιβλία και καμάρωναν. Οι μικροπολίτισσες - αχ! τι άσκημα που το λέω! - αι μικροπολίτισσαι - όχι δα! έκαμα πάλε λάθος -αι μικροπολίτιδες λίαν εγοητεύοντο, και την ώρα που τους άκουγαν και κατόπι, που θυμούνταν τα λαμπρούτσικά τους τα λόγια — να το πούμε όπως πρέπει, λίαν εγοητεύοντο και ακούουσαι και ακηκυΐαι. Οι μικροπολίτες έγραφαν και μιλούσαν όλη μέρα. Συχνά δεν καταλάβαινε ο ένας τον άλλονα. Τι τύχη, αλήθεια, που την είχαν! Κάποτες ο μικροπολίτης δεν καταλάβαινε κι ο ίδιος τι έγραφε. Δεν είναι τύχη κι αφτό;

Οι μικροπολίτες είχαν ψιλή, ψιλούτσικη φωνή. Έλεγες και τραγουδούσαν. Ήταν όλοι τους τενόροι. Δεν ξέρω τι είχαν πάθει οι μικροπολίτες. Δεν άκουγες όμως για κανένα μικροπολίτη, να ’καμε ποτέ του παιδί.

Έτσι ζούσαν οι μικροπολίτες, έτσι ζούσαν και βασίλεβαν αναμεταξύ τους. Ζούσαν ήσυχα και παινεμένα και δε γήραζαν. Οι μικροπολίτες δε μοιάζανε με κανέναν άλλο λαό. Τι περίεργη ιστορία! Άμα έρχουνταν κανένας ξένος στη Μικρόπολη, όσο μπόι κι αν είχε, γίνουνταν αμέσως άφαντος ο ξένος. Οι μικροπολίτες ανέβαιναν απάνω του και τον αποσκέπαζαν τον κακορρίζικο. Ο ένας κάθουνταν απάνω στ’ αφτί του, ο άλλος απάνω στη μύτη του, ο άλ­λος στο μάτι του ή στο δάχτυλό του. Κοίταζε τότες ο καθένας καλά και δεν έβλεπε παρά το δάχτυλο, το μά­τι, τ’ αφτί ή τη μύτη. Συλλογιούνταν τότες ο καθένας με το νου του· «Αφτουνού όλα του λείπουν. Έχει μόνο τη μύτη, τ’ αφτί, το μάτι ή το δάχτυλο. Δε μας αξίζει». Ποτέ τους οι μικροπολίτες δεν είδαν αλάκαιρο τον άθρω­πο. Οι μικροπολίτες οι καημένοι είχανε μικρό, μικρού­τσικο μυαλό, στενό, στενούτσικο κεφαλάκι. Μα ας τ’ αφήσουμε πια. Τι; θα τους κατηγορήσουμε τώρα; Οι μικροπολίτες είναι δικοί μας, ας είναι και δασκάλοι. Μήπως δεν έχει κάθε έθνος τους δικούς του; Εγώ τους γνώρισα τους μικροπολίτες και τους αγαπώ. Κάμποσο διασκέδασα μαζί τους. Είχαν αλήθεια πολλή χάρη και νοστιμάδα.


Πόσο βάσταξε η Μικρόπολη, δεν το ξέρω να σας το πω. Κανείς στον κόσμο δεν είδε ποτέ τους μικροπολίτες, κι έτσι δεν μπόρεσε να πει κανείς πόσο έζησαν τα μικρουλάκια. Διάβασα όμως στα βιβλία πως μια φορά ήρθε στον τόπο τους ένας μάγος. Ήταν πολύ καλός άθρωπος και του άρεζε να σπουδάζει και να μαθαίνει. Έλεγαν πως ήτανε μάγος, γιατί είχε πάντοτε στην τζέπη του ένα γυαλί, μα την αλή­θεια! ένα παράξενο γυαλί, χοντρό στη μέση και στις άκρες ψιλό, ξεστρογγυλωμένο με τέχνη, λαμπερό και πολυδουλεμένο. Ο μάγος με το γυαλί του προσπαθούσε να διει τους μικροπολίτες. Έβαζε το γυαλί και δος του κοίταζε όσο μπορούσε. Αχ! τι παράδοξο πράμα που ακουλούθησε τό­τες! Τι πρωτάκουστο ιστορικό! Τι περίεργο γυαλί που ήταν εκείνο! Όσες αχτίδες είχε ο ήλιος, όσες αχτίδες σκόρπιζε απάνω στη γης, τις έπαιρνε το γυαλί, τις περιμάζεβε μέσα του, τις συγκέντρωνε, τις έκαμνε μια φλόγα μοναδική. Οι μικροπολίτες έλιωναν έλιωναν ένας ένας· φαίνεται πως τους έκαιγε το γυαλί, και δε βαστούσε το τρυφερό τους το πε­τσάκι σε τέτοια φωτιά. Έτσι αφανίστηκαν όλοι κι έμεινε η χώρα άδεια μια στιγμή. Τότες όμως από τους βράχους, από τα βουνά κι από τις πεδιάδες, από τα περιγιάλια κι από τα χωριά γύρω γύρω, προχωρούσαν άλλοι μικροί, μικρούτ­σικοι αθρώποι κι αφτοί, που δε φαίνουνταν πριν. Ήταν προστυχοντυμένοι και ντροπαλοί. Ένοιωθαν πως είχε ήλιο στη χώρα, κι έρχουνταν τώρα ο καθένας να χαρεί τη ζωή και το φως. Οι χωρικοί, λέει, δε φοβούνται τον ήλιο κι η ζέστη τους αρέσει. Τους κοίταζε πάλε ο μάγος με το γυαλί του. Αχ! τι περίεργο γυαλί ήταν εκείνο! Αντίς να διει τα προσώπατα μόνο, έβλεπε, μέσα στο ψιλούτσικο, στο λιγνούτσικό τους το κορμί, την καρδιά και τα μυαλό. Μεγάλωναν οι καρδιές λίγο λίγο με το γυαλί, μεγάλωναν και τα μυαλά. Αφού μεγάλωσαν οι νούδες, μεγάλωσαν πια τότες κι οι αθρώποι. Να πούμε την αλήθεια, δεν έγινε το πράμα με μιας. Ίσως τους έδειχνε το γυαλί όχι όπως ήταν εκείνη την ώρα, μα όπως θα γίνουνταν κατόπι. Όσο τους κοίταζε ο μάγος, τόσο έρχουνταν έρχουνταν οι χωρικοί ο ένας απάνω στον άλλονα, χαρούμενοι και τρεχάτοι, στη Μικρόπολη μέσα.

Έτσι με τον καιρό έγινε πια κι η Μικρόπολη Μεγα­λόπολη σαν τις άλλες. Έγιναν κι οι χωρικοί μεγαλοπολίτες. Οι μεγαλοπολίτες είχαν και κείνοι κάμποση δου­λειά. Πρώτη φορά θωρούσαν τον κόσμο κι ήθελαν όλα να τα πούνε, να τα πουν όλα με μιας. Οι μεγαλοπολίτες όμως λαλούσαν τη γλώσσα που λαλούνε στους κάμπους και στα βουνά. Έτσι, λέω, να το πιάσουμε και μεις γιατί κι η ψυ­χή της Ρωμιοσύνης πώς θα κάμει, πώς θα φανεί, αν της σηκώσουμε τη φυσική λαλιά της; Φτάνει να μας αφή­σουν ήσυχους οι δασκάλοι και να μη χαλνούν τη γλώσ­σα του κάμπου και του βουνού. Ψυχή και γλώσσα είναι το ίδιο.


Τι λες τώρα να σημαίνει αφτό το παραμύθι; Είναι αξιό­λογο παραμύθι και μπορεί ο καθένας όπως θέλει να το πάρει· ο καθένας μπορεί να πει πως είναι ίδιος του μεγαλοπολίτης και μικροπολίτες οι άλλοι. Είναι μαργιόλικο παραμύθι κι έχει το νόημά του κι αφτό. Η ποίηση κι η φιλοσοφία, το δράμα και τα ρομάντσα, η φιλολογία, σαν που λέμε, είναι το γυαλί. Κι ο Μάγος πάλε ποιος να είναι; Οι μάγοι είναι πολλοί. Μάγος είναι όποιος ξέρει και βλέπει με το γυαλί. Είναι πολύ σημαντικό πρόσωπο και πιάνει και τον τόπο του. Πώς έγινε η Ελλάδα μεγάλη στα χρόνια τα παλιά; Τάχα μήπως με τι δύναμη νίκησε στους μηδι­κούς πολέμους; Νίκησε τάχα με τα όπλα ή με τα έργα που είχε βγάλει και που έβγαζε ο νους της; Εγώ νομίζω πως ο Λεωνίδας, όταν πάλαιβε στις Θερμοπύλες, πάλαιβε για την Ιλιάδα, πάλαιβε για να διαφεντέψει τους αρχαίους μας τους ραψωδούς· εγώ νομίζω πως οι δικοί μας, όταν πά­λαιβε το Μεσολόγγι, πάλαιβαν και κείνοι για τα τραγού­δια του λαού μας, που τα τραγουδούσαν τότες τα βουνά. Για να βγει ανεξάρτητο ένα έθνος, για να καταλάβει πως υπάρχει, πρέπει να το φέρει, πρώτα η ποίηση που θρέφει στα σωθικά του, ύστερα το σπαθί. Ο μόνος ο νικητής είναι ο μάγος, γιατί ο μάγος, άμα φανεί, βλέπει μέσα στου λαού την καρδιά. Δε βλέπει τους άλλους, τους κουρδισμένους, τους τσιτωμένους, τα ψέφτικα τ’ αθρωπάκια. Χάνεις τον κόπο σου να γυρέβεις να τα διεις. Ο μάγος βλέπει το έθνος, και τότες πια και το έθνος βλέπει το ίδιο τι είναι, βλέπει τι αξίζει. Η ψυχή του μεγαλώνει και γίνεται φανερή. Τέ­τοια πανάγια δουλειά κάμνει η φιλολογία, η ελαφρά φιλολογία, που δεν είναι λαφριά και που δεν είναι μπόσικο παιχνιδάκι. Φτιάνει έθνος και φωτίζει από μέσα τους λαούς.

Παρίσι 1891.




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗ

Επεξεργασία

Το μικρό το παραμυθάκι - Ο Μάγος – τ’ αφιέρωσα τότες στον Τρικούπη, κι αφτό λέει τ’ ακόλουθο γραμματάκι μου στο Δροσίνη.

Ελπίζω καμιά μέρα να πω περισσότερα για τον Τρικούπη απ’ όσα προφταίνω να πω εδώ, που δεν είναι κι ο τόπος. Όταν του αφιέρωσα το Μάγο, δεν τον είχα δει ακόμα. Τον είδα, σα γύρισα στην Αθήνα, στα 1893. Θυμούμαι μια φορά που ήρθε να μου κάνει βίζιτα στη Βιχτώρια - εκεί κατέβηκα - κι άλλη μια φορά που πήγα σπίτι του, στο γραφείο του κάτω· και τις δυο φορές καθήσαμε πολλή ώρα μαζί και μιλήσαμε κάμποσο, για πολλά πράματα, εννοείται και για τη γλώσσα. Και την πρώτη φορά και τη δέφτερη, απόρησα με την εφκολία που καταλάβαινε αμέσως ό,τι του έλεγες· τ’ άρπαζε ο νους του αμέσως, ως και κάτι γλωσσολογικά που είναι κάμποσο δυσκολούτσικα για ένανε μάλιστα που δεν καταγίνεται σ’ αφτά. Τον είδα, προτού φύγω, κι άλλη μια φορά. Δε θα το ξεχάσω στη ζωή μου. Ήτανε χορός στη ρούσσικη Πρεσβεία, ο βασιλιάς, η βασίλισσα, τα βασιλόπαιδα, κόσμος και κόσμος. Χορέβανε, γελούσανε, διασκεδάζανε, λαλούσανε για χίλια δυο πράματα, και φυσικά, όπως τυχαίνει στους χορούς και στους σουαρέδες, μεγάλα πράματα δε λέγανε. Να πω την αλήθεια, με πήρε βαριομάρα τρομερή, μου ήρθε μάλιστα και πλήξη. Σέρνουμουν εδώ και κει, δεν ήξερα τι να κάμω, καμιά όρεξη δεν είχα για κουβέντες· με ποιόνα και για τι αντικείμενο; Άλλο δε γύρεβα παρά να φύγω, δεν το κατόρθωσα όμως, και πήγα τουλάχιστο να τραβηχτώ σε μια κοχίτσα, να συλλογέμαι τα δικά μου. Άρχιζε τότες στην καρδιά μου να τρέμει Τ’ όνειρο τον Γιαννίρη, και στη γωνιά που κάθησα, μου φάνηκε σα να ήμουνα μόνος. Άξαφνα, μέσα στην πο­λυκοσμία, στις φωτοχυσίες, βλέπω δυο μάτια, μεγάλα μεγάλα κι ολόμαβρα. Είχαν εκείνα τα μάτια τόσο φως που θαρρούσες κι έφεγγαν αφτά μονάχα. Ήταν ο Τρικούπης. Ο Τρικούπης, αψηλό ανά­στημα δεν είχε· συνήθιζε μάλιστα κι έσκυβε λιγάκι το λαιμό του προς το στήθος. Στέκουντα λοιπόν ακουμπισμένος στον τοίχο, με τις πλάτες κατεβασμένες, κι έτσι, μέσα στο πλήθος, δεν έβλε­πες παρά το κεφάλι και τα μάτια. Όμορφος βέβαια δεν ήτανε· μα τέτοια μάτια, και τα ομορφότερα παλληκάρια δεν τα ’χουνε. Τι δεν έλεγαν τα μάτια εκείνα; Γεμάτα γεμάτα λογισμούς, γεμάτα όνειρα, γεμάτα θέληση και λύπη συνάμα· σου έδειχναν τα μάτια του εκείνα τι ποθούσε να κάμει μια μέρα την Ελλάδα, σα να το ’νοιωθε πως δε θα μπορούσε.

Ανατρίχιασα. Δεν του μίλησα εκείνη τη βραδιά. Τα μάτια του όμως πολλές φορές τα θυμήθηκα. Δεν ξέρω αν ο Τρικούπης έκλαιγε· ήταν άντρας. Μα βέβαια πως τα μάτια του τα ωραία και τα συλλογισμένα, θα τα θόλωσε λύπη ακόμα πιο πικρή παρά τη βραδιά που τον είδα, την ώρα τη θλιβερή, που από την Ελ­λάδα μακριά μακριά, έμεινε ολομόναχος, παραιτημένος, καταφρο­νεμένος, την ώρα που κατάλαβε τον τόπο τον αχάριστο και που για πάντα σβήσανε τα μάτια του τα μεγάλα.

Θαρρώ πως κάποιο χρέος να τα θυμάται έχει σήμερις κι η Ελλάδα.

1 του Σταβρού, 1901.


Φίλτατε Δροσίνη,

Θυμάσαι τους μικροπολίτες; Δεν ξέρεις τι μπελά που μου δίνουν! Οι φίλοι μου γυρέβουνε να τους πω τι νόημα έχει το παραμύθι· τους αποκρίνουμαι πως προσπάθησα να τους το ξηγήσω όσο μπόρεσα πιο παστρικά στο τέλος του παραμυθιού. Όχι! λένε, δεν τους φτάνει. Ο καθένας το παίρνει διαφορετικά. Και τι θα πει τούτο; και τι θα πει εκείνο; Και γιατί και πώς καταστράφηκαν οι μικροπολίτες; Και να μην ήταν από τις πολλές φωνές; Και γιατί και πώς κάθουνται στη μύτη του ξένου και δε βλέπουν παρά τη μύτη; Και τι σημαίνει το κάτω κάτω; Να σου πω την αλήθεια, ζαλίστηκα και μ’ έπιασε φόβος, μπας και δε βγαίνει αμέσως το νόημα; Άρχισα πια κι ο ίδιος να το μελετώ. Λίγο λίγο κατάλαβα· κατάλαβα πως το παραμυθάκι δεν έχει μόνο φιλολογική ση­μασία· μπορεί να ’χει και πολιτική. Για τούτο σήμερα και γω αποφάσισα να τ’ αφιερώσω ενός Μεγαλοπολίτη - του Τρικούπη.

Ο φίλος σου ΨΥΧΑΡΗΣ




ΟΝΕΙΡΕΒΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΡΟΔΑ

Επεξεργασία

Είναι απλό γράμμα. Δεν το βάζω με τα ιδιαίτερα γράμματα, παρακάτω, γιατί μπορεί να ’χει και κάποια φιλολογική σημασία. Τουλάχιστο, έτσι έλεγε τότες ο Γαβριηλίδης που το δημοσίεψε· είπε μάλιστα, και πολύ κολακέφτηκα, πως αξίζει να το μελετήσουνε και να το προσέξουνε.

Ο φίλος μου ο Στέφανος Στεφάνου μου είχε στείλει κάτι ποιή­ματά του τυπωμένα στην Ακρόπολη. Μου άρεσαν και του έγραψα τα λίγα λόγια.


Αξιότιμε κύριε Στεφάνου,

Πολύ ωραίος είναι της συλλογής σας ο τίτλος! Ονειρεύουνται τα ρόδα· Les roses sont en train de rêver, γιατί έτσι μου φαίνεται πως πρέπει να μεταφραστεί. Τον είπα σε μερικούς φίλους μου, απ’ αφτούς τους συβολιστάδες[63] που αγαπάτε, και τους άρεσε πάρα πολύ. Είναι ωραίος, γιατί πρώτη φορά, αν έχω καλό μνημονικό, βάλατε ρήμα αντίς όνομα, κι έτσι με τον ενεστώτα μοιάζει σα να μην έχει τ’ όνειρο τελειωμό, και τέτοια βέβαια ήταν η ιδέα σας. Πολύ σωστή. Πολύ σωστά κι όσα μου γράφετε για λέξες μεσαιωνικές ή μάλιστα και παλιότερες. Να σας πω την αλή­θεια, είναι καιρός τώρα που προσμένω να μας βγει κανέ­νας ποιητής, που να μελετήσει κατάκαρδα τα μεσαιωνικά μας αφτά ποιήματα· νομίζω μάλιστα πως μπορούμε, και κάποτες έχουμε χρέος, όταν το φέρει η σειρά του λόγου, να παίρνουμε καμιά λέξη αρχαία, εννοώ της κλασσικής επο­χής, να την κεντήσουμε πουθενά με τις άλλες, φτάνει να είναι κι ο τύπος της δημοτικός σαν τους άλλους. Μα δε σώνει ακόμη κι αφτό και μια συνηθισμένη, κοινή, δημοτι­κή λέξη, μπορεί άξαφνα, εκεί που πρέπει, να δείξει πως έχει μέσα της, ακόμη και τώρα, την πρώτη ψυχή της, το πρώτο της νόημα.

Ξέρετε πως ο Racine κι ο Corneille και πολλοί άλλοι της ίδιας εποχής λένε charme ή charmant, για να πουν εκείνο που σημαίνει και το λατινικό Carmen = τραγούδι μά­γου ή μάγισσας που ξελλαγιάζει (θελκτήριος επωδή). Κι έτσι βγαίνει σωστά το νόημα του στίχου της Φαίδρας

Quel charme l’attirait sur ces bords redoutables?

Σήμερα όμως κι ακόμη σε κείνα τα χρόνια, δεν έχει και δεν είχε η λέξη charmer την ίδια δύναμη. Νομίζω το λοιπόν πως μόλον τούτο μπορούμε να της δώσουμε μια τέτοια σημασία ακόμη και τώρα, αν το φέρουμε με τρόπο, π. χ. αν παρατηρήσουμε πρώτα πως υπάρχει κάποια δια­φορά μεταξύ του charmer και ravir. Αφτό το ravir είναι όλους διόλου αντίθετο, και σημαίνει ένα πράμα που έρχεται και σε συνεπαίρνει, ενώ το charmer κάθεται και σε τραβά.

Δεν πειράζει και δεν έχει να πει, που λίγοι σε καταλα­βαίνουν και ξέρουνε να νοιώσουν τέτοια ψιλοψιλούτσικα πράματα, σαν τα προσέχεις και τα βάζεις στα βιβλία σου. Η γλώσσα που γράφει κανείς πρέπει να είναι σαν το νερό της λίμνης, που όλος ο κόσμος αμέσως μπορεί να δει τον ουρανό που την έχει καθρέφτη, μα που λίγοι, πολλοί λίγοι γνωρίζουν και ξεδιαλίσανε με τι στοιχεία, με τι κύματα, κι από πού παρμένα, είναι καμωμένο το ήσυχο εκείνο της λίμνης το νερό. Έτσι και μεις, πρέπει στη στιγμή να βλέ­πει ο καθένας τι θέλουμε να πούμε, να μας έχει καθρέφτη του ο καθένας, ακόμη και σα δεν είναι άξιος ο καθένας να καταλάβει, να ξεσκαλίσει τι κρύφτουμε μέσα μας και μεις.

Κάθε αναγνώστης δε θα παρατηρήσει με τι σκοπό βάλα­με σ’ ένα μέρος charmer και στ’ άλλο ravir. Εμείς όμως το βάζουμε, και το ύφος μας τότες έχει μια κάποια μυστικιά δύναμη που τη νοιώθει και κείνος που δεν μπορεί να την αναλύσει. Με τον ίδιο τρόπο μου φαίνεται πως και ρωμαίικα έχουμε το δικαίωμα να ετυμολογούμε γράφοντας, κι όπως το charmer σημαίνει Carmen εδώ και κει, εδώ και κει πάλε και μεις να λέμε κάτι λέξες πολύ κοινές, μα που σήμερις άλλαξε πια το νόημά τους, να τις λέμε όμως άξαφνα με το νόημα που είχαν πρώτα, λ. χ. τη λέξη νόστιμος και μερικές άλλες.

Τέτοια αρχή παραδέχουνται πολλοί από τους συβολιστάδες.

Ένας μάλιστα μεταχερίζεται πάντα το συνηθισμένο το λεχτικό και δεν ξετρυπώνει αρχαϊκά. Ως εδώ πάει καλά. Ο λόγος είναι τώρα να δούμε αν μπορούμε, σαν που το λέτε, να κάμουμε και κάτι παραπάνω. Όταν κανείς γράφει γαλλικά, είναι έφκολο να δανείζεται λατινικά. Αντίς tremblant, λέει, σα θέλει, tremulant, αντίς d’ivoire, λέει éburnéen, κι έγινε η δουλειά.

Βλέπετε όμως πως είναι πάντα γαλλικά. Θέλω να πω, μ’ άλλα λόγια, πως δεν αλλάζει η γραμματική, δε χαλνά το σημερνό γλωσσικό σύστημα,

Με τα ελληνικά όμως έχουμε άλλους μπελάδες. Να πάρουμε μιαν αρχαία λέξη όπου κι όπως τύχει, κάποτε θα τύχει ν’ αναγκαστούμε να πάρουμε μαζί της και την αρχαία γραμματική, γιατί δε γίνεται και πάντα ν’ αλλάξουμε πολύ πολύ τον τύπο. Αδύνατο, λ. χ., να πούμε κοπεύς και να το κάνουμε κοπιάς· σα να μην πολυταιριάζει. Κοπέας ίσως.

Τέτοια είναι η δυσκολία κι έτσι ό,τι γίνεται σε μια γλώσσα, δε γίνεται σε μιαν άλλη. Ό,τι γίνεται σ’ έναν τόπο, δε γίνεται πάλε σε κάθε τόπο.

Να συλλογιστείτε πως οι συβολιστάδες ή συμπολιστάδες φαίνουνται σήμερα μόνο στη Γαλλία, ύστερις από τόσους αιώνες, που κάθε χρόνο, κάθε ώρα, μπορεί να πει κανείς, η γαλλική φιλολογία βγάζει μυριάδες καρπούς, ύστερις, πολύ πιο ύστερις από την κλασσική της εποχή.

Μου φαίνεται πολύ πιο σωστό, πολύ πιο αναγκαίο, πρώτα να ταχτοποιηθούνε τα πράματα για τη γλώσσα. Κατόπι βλέπουμε.

Εγώ νομίζω πως βρίσκεται η γλώσσα μας η φιλολο­γική στην εποχή που βρίσκουνταν η γλώσσα του Rabelais και του Ronsard, μόνο με τη διαφορά που δεν έχουμε μήτε Rabelais μήτε Ronsard.

Κατάλαβα όμως πως του Ronsard τη δόξα κυνηγάτε. Και του Ronsard τη δόξα πρέπει να κυνηγήσετε. Αφτός εί­ναι πολύ σωστός σκοπός.

Ίσως απορήσετε, και δεν τολμώ να το πω δυνατά, να μη μ’ ακούσουν, αλήθεια όμως, ποίηση δεν έχουμε ακό­μη, δηλαδή έχουμε ποιητάδες, έχουμε και ποίηση, μα η ποίηση πολλή τέχνη ακόμη δεν έχει. Οι πιο ωραίοι μας στίχοι είναι οι δημοτικοί με τις αιώνιες δεκαπέντε συλλαβές τους ο καθένας. Τέχνη στιχουργική δεν υπάρ­χει ως τώρα, τέχνη σπουδαία που άξυστη συλλαβή δε θ’ αφήσει, και που θα δώσει κάποια σημασία ως και σ’ ένα φωνήεντο. Είναι χρόνια που το είπα ενός νέου ποιητή και νόμιζα τότες πως κάτι θα κατάφερνε κι αφτός. Η ιδέα μου είναι πως μπορεί ο στίχος ο δεκαπεντασύλλαβος να μείνει, μα λιγάκι να κοπεί, όπως έκαμαν κι οι φίλοι του V. Hugo κι ο Hugo ο ίδιος με τον παλιό μονότονο και μονόχορδο στίχο του Boileau. Έπειτα μπορεί κανείς να κάμει χίλια και­νούρια πράματα, να κονταίνει, να βραδύνει, να ταχύνει, άξαφνα και να σπάσει το μέτρο. Έχετε μερικά τέτοια που μου φαίνουνται πολύ πιτυχημένα.

Αν μπορείτε να το κάμετε έργο ζωής, έργο σπουδής, αν έχετε τη θέληση, θα το καταφέρετε, γιατί απ’ όπου κι αν πιάσει κανείς τη δουλειά, φτάνει να την πιάσει σοβαρά και ξανανιώνει ό,τι κι αν πιάσει. Μου φάνηκε πως τέτοια ιδέα έχετε, και για τούτο μου άρεσαν οι στίχοι σας και για τούτο σας φωνάζω· Ομπρός! Τους διάβασα τρεις φορές, μα πρέπει να σας πω πως το νόημα παστρικά ακόμη δε βγή­κε. Αφτό καλό πράμα δεν είναι, και δω χρειάζεται προ­σοχή. Και τα δύσκολα κανείς έφκολα πρέπει να τα λέει, και τα σκοτεινά καθαρά.

Προσοχή, παρακαλώ, και στη γλώσσα. Τώρα ελπίζω κι άλλα καινούρια να δούμε.

Ο πρόθυμός σας

ΨΥΧΑΡΗΣ

Παρίσι, Δεκέβρη, 29, 1892.




ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ

Επεξεργασία

α. Πες με ποιος ο γονιός σου, λέγε τ’ όνομά σου και τον άντρα σου, να μάθω τα χρόνια σου, γυναίκα, κι από ποια πόλη είσαι. -β. Ο Νίκαντρος είναι πατέρας μου, πατρίδα μου η Πάρο, όνομα είχα Σωκρατέα· πεθαμένη, μ’ έβαλε ο Παρμενίωνας ο σύζυγός μου στον τάφο· μου έκαμε και τούτη τη χάρη, ένα μνήμα της τιμημένης μου ζωής και για τους κατόπι αθρώπους. Και μένα, χωρίς να προσέξει το νεαρό μου βρέφος, η πικρή Ερινύα της αιμορραγίας χάλασε το γλυκό μου το βίο. Κι έτσι μ’ όλους μου τους πόνους δεν έβγαλα το μωρό μου στο φως, μα κάτω στην κοιλιά μου είναι κρυμμένα με τους πεθαμένους. Μέσα από την τρίτη δεκάδα της ελικιάς μου, κόντεψα να προφτάξω έξη χρόνια ακόμη· κι άφησα στον άντρα μου παιδιά αρσενική γενιά. Δυο άφησα στον πατέρα μου και στον ποθητό μου τον άν­τρα. Εγώ όμως με το τρίτο μου παιδί κέρδισα αφτόνα τον τόπο. γ. Εσύ τώρα, θεά που σ' όλους βασιλέβεις, πολυώ­νυμη Κόρη, πάρ’ την απ’ το χέρι, πήγαινέ τηνε στων εβλάβων τον κάμπο. Στους διαβάτες ας δώσει Θεός καμιά χαρά, αφού πουν ένα χαίρε στη Σωκρατέα κάτω στη γις.


Ιδού και το κείμενο τ’ αρχαίο, καθώς το ’χει ο Boeckh (C.I.G., αρ. 2415).


α Φράζε τίνος γονέος, σέο τ’ ούνομα και πόσιν αύδα

Και χρόνον ειπέ, γύναι, και πόλεως όθεν ει.

β Νείκανδρος γενέτωρ πατρίς Πάρος, ούνομα δ’ ην μοι

Σωκρατέα· φθιμένην Παρμενίων δ’ έθετο

Σύνλεκτρος τύμβω με· χάριν δε μοι ώπασε τήνδε,

Ευδόξου ζωάς μνήμα και εσσομένοις.

Και με πικρά, νεαροίο βρέφους αφύλακτος, Ερεινύς

Αιμορύτοιο νόσου τερπνόν έλυσε βίον·

Ούθ’ υπ’ εμαίς ωδείσι το νήπιον ες φάος ήγον,

Αλλ’ υπό γαστρί φίλα κεύθεται εν φθιμένοις.

Τρισσάς εκ δεκάδος δε προς εξ ετέων χρόνον ήλθον,

Ανδρί λιπούσα τέκνων αρσενόπαιδα γονάν.

Δισσά δε πατρί λιπούσα και ιμερτώ συνομεύνω

Αυτά υπό τριτάτω τόνδε λέλογχα τόπον.

Αλλά συ, παμβασίλεια θεά, πολυώνυμε Κούρα,

Τήνδ’ άγ’ επ’ ευσεβέων χώρον ελούσα χερός.

Τοις δε παρερχομένοισι θεός τέρψιν τινά δοίη

Είπασιν χαίρειν Σωκρατέα κατά γης.


Διονύσιος Μάγνης ποιητής έγραψεν.




ΔΕ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝΕ ΚΑΙ ΤΡΩΓΟΥΝΤΑΙ

Επεξεργασία

Ήταν αφτά στον καιρό που το Άστυ έβγαζε τις περίφημες τις ιντερβιούδες του[66]. Έτρεχε ο ρεπορτιέρης από το ένα σπίτι στ’ άλλο, άρπαζε ό,τι του λέγανε και πολύ πιο συχνά ό,τι δεν του λέγανε, κι έτσι γιόμιζε κόλλες και κόλλες χαρτί. Ρωτούσε δηλαδή τον καθένανε τι φρονούσε για τον τάδε πεζογράφο ή ποιητή - και σου έβγαζε πια το άχτι του ο καθένας, που ήτανε χαρά Θεού. Σ’ ένα μου άρθρο στο Παρίσι[67] – L’ interview athénienne - έβαλα κάμ­ποσα που γράφανε ή για τους συναδέρφους ή για μένα - για μένα, πρέπει να πω, τα περισσότερα και τα πιο κωμικά. Δεν απόρησα διόλου. Είναι πάντα πολύ νόστιμο να βλέπει κανείς τι καταντάει μια μόδα εβρωπαϊκή σε μια κοινωνία που δεν έχει... τα χρόνια της Εβρώπης. Άκουσαν πως κάνουνε οι φημερίδες ιντερβιούδες στην Εβρώπη· βγήκε να κάμει κι ο Μποέμ. Και γιατί να μην κάμει, αφού είχε κιόλας όνομα φράγκικο, Μποέμ; Πώς να μη φανεί λοιπόν τέλειος παρισιάνος και στις ρεπορταρίες του;

Αλλού, στο Παρίσι, όπως και σ’ άλλες πρωτέβουσες, αναμεταξύ τους οι συναδέρφοι βέβαια που τρώγουνται· γίνεται όμως το πράμα πάντα με τρόπο· μόλις θα δείξουνε τα δόντια. Εδώ ήτανε σα να πήγαινες να ρωτήξεις τη γάτα τι φρονεί για το ποντίκι. Θ’ ανοίξει αμέσως το στόμα, να το χάψει. Μπορεί πάλε να ’χει το γούστο του κι αφτό· την ειλικρίνεια.

Ο Μποέμ, και μένα με ρώτηξε τι φρονούσα κτλ. Ιδέα δεν είχα να δώσω απάντηση. Έπειτα βρέθηκε αφορμή - και προσπά­θησα να δείξω πως οι γάτες στο Παρίσι βάζουνε τουλάχιστο γυα­λιά και διαβάζουνε.

2 του Σταβρού, 1901.


Απάντηση στον Μποέμ


Αξιότιμε κύριε,

Σήμερα το πρωί έλαβα το γράμμα σας· σήμερα το πρωί ήθελα να σας στείλω ένα γράμμα μου και γω. Ήταν έτοιμο και μου φάνηκε πως τέτοιο μου ζητήξατε. Το βάζω μέσα στον ίδιο πλίκο.

Σας παρακαλώ να μου στείλετε όσους αριθμούς βγάλατε ως τώρα με ιντερβιού. Ο πρώτος έλεγε μερικά άτοπα για μένα, κι ο δέφτερος ακόμη. Θεά μου άρεζε να διω τι λεν κι οι άλλοι.

Διόρθωση δε γυρέβω· σας παρακαλώ όμως πολύ να κάμετε προσοχή να μην έχει λάθη τυπογραφικά. Τα καλλι­γράφησα όσο μπόρεσα.

Ο πρόθυμός σας.


Απάντηση στο Άστυ[68]


Αξιότιμε κύριε Άννινε,

Έτυχε σήμερα το πρωί να πάω στου ξαδέρφου μου του Βικέλα. Ο Βικέλας έλειπε. Ήταν όμως σπίτι του ένας νέος, ξάδερφός μου φαίνεται κι αφτός, ανίψι του Βικέλα. Κάθησα μια στιγμή να πούμε τίποτις. Άξαφνα, εκεί που μου μι­λούσε το παιδί για τα μαθήματά του, βλέπω, στο τραπέζι του Βικέλα απάνω, το Άστυ, και στην πρώτη σελίδα τ’ όνομά μου. «Τα διπλώματα του κ. Παλαμά και το «εφτός» του κ. Ψυχάρη. Και παρακάτω διαβάζω· «Βγαί­νει ο Ψυχάρης, γράφει εφτός, και ζητεί να το επιβάλει εις την γλώσσαν. Αλλά προς Θεού! ο λαός ο δυστυχής λέγει και προφέρει πάντοτε αυτός». Τα λόγια που αντιγράφω είναι του κ. Παράσχου, και τα σημειώνει ο συντάχτης σας, ο Μποέμ.

Δεν ξέρετε πόσο χάρηκα όταν είδα αφτά τα λόγια!

Εμείς οι γλωσσολόγοι - μα γιατί μόνο τάχατις οι γλωσ­σολόγοι; - όλοι μας εμείς που μάθαμε να σπουδάζουμε καμιά επιστήμη, όποια κι αν είναι, ας πούμε και ψυχολογία, κάπου κάπου τέτοια χαρά μας περεχύνει. Είδος χαρά ξεχω­ριστή και που δε μοιάζει με καμιάν άλλη. Είμαστε και μεις λιγάκι σαν τους αστρονόμους. Ο αστρονόμος παρατηρεί τον ουρανό, αραδιάζει τους αριθμούς του, και σου λέει· «Την τάδε μέρα, τάδε ώρα, σε τόσα χρόνια, θ’ ανακαλύψεις ένα φως εκεί που δε φαίνεται τώρα, γιατί τότες ένα άστρο θα φέξει, ένας κομήτης θα διαβεί εκειπέρα, στα σκοτεινά.» Έρχεται η ώρα, και λάμπει το φως, τ’ άστρο φέγγει και διαβαίνει ο κομήτης.

Φαντάσου όμως ο αστρονόμος να πει άξαφνα· «Άβριο θα πέσει μια πέτρα από τον ουρανό ίσια ίσια στο τάδε και τάδε μέρος». Πάει ο αστρονόμος να διει, πέφτει η πέτρα και του σπάνει ένα κόκαλο. Ο αστρονόμος τι θα κάμει; Θα χαρεί.

Έτσι το ’παθα και γω σήμερις, αν και δε μου έσπασε η πέτρα κανένα κόκαλο. Δεν κάθουμαι στην Αθήνα, μα τους Αθηναίους τους συλλογιούμαι πάντα. Όταν έβγαλα το Ταξίδι μου και γράφηκαν τόσα άρθρα, παρατήρησα κάτι πράματα και γω σαν τον αστρονόμο, που από μακριά κοι­τάζει τον ουρανό, και προσπαθεί να καταλάβει τι τρέχει εκεί απάνω, γιατί του έρχουνται πρώτα πρώτα σα λιγάκι παράξε­να μερικά που βλέπει, και για να τα ξηγήσει, θέλει να βρει τον κρυμμένο λόγο, να μάθει αν υπάρχει κανένας νόμος άγνω­στος ακόμη, που να του δείξει στο τέλος πώς και με τι τρόπο, η επιστήμη του θα ταιριάξει το ένα με τ’ άλλο ένα σωρό αλλόκοτα φαινόμενα, που μοιάζουν όλους διόλου αντίθετα και χωρίς αιτία καμιά. Κάποτες φοβάται μήπως τα ’χασε κι ο ουρανός.

Έτσι φοβήθηκα και γω μήπως τα ’χασε η Αθήνα. Πα­ρατηρούσα κάτι περιστατικά που δεν τα χωρούσε ο νους μου. Πότε, να τους άκουγες, έλεγα τάδε πράμα, πότε πάλε το εναντίο. Ο ένας έγραφε ένα, ο άλλος άλλο, κι όλοι ανάποδα. Πώς να τα ταιριάξω; Άξαφνα φως μου κατέβηκε. Εκεί που συλλογιούμουνα και γύρεβα, το ’νοιωσα πια και φώναξα αμέσως· - «Δεν το διάβασαν το βιβλίο μου!»

Δεν το διάβασαν και μιλούν. Κι έτσι για όλα. Μιλούν και δε διαβάζουνε. Να διαβάζανε και να μιλούσαν κατόπι, δε θα κατάστρωναν κάθε μέρα τόσες τρέλες. Δε λέω πως δεν καταλαβαίνουνε - αφτό πια εννοείται, γιατί ποιος μπορεί να καταλάβει και να κυλιέται ακόμη στης καθαρέβουσας τις λάσπες; - λέω πως μήτε διάβασαν. Και για τι ζή­τημα θαρρείτε πως είναι ο λόγος; Για το πιο σοβαρό και το πιο μεγάλο, για ένα εθνικό ζήτημα, το γλωσσικό! Δε δια­βάζουν τίποτις, δεν ξέρουν τίποτις, τίποτις δε σπουδάζουν, τίποτις δεν ξετάζουν - και μιλούν. Ανοησίες βουνά το ένα απάνω στ’ άλλο σου ανεβάζουν, ώσπου και της Ασίας τα βουνά κουκκί να γίνουν μπροστά σε τέτοιο βουνό, ώσπου από κάτω από το βουνό τους και τη γλώσσα τους να θά­ψουν και την πατρίδα την ίδια.»

Δε διαβάζουν! Αφτά στοχάζουμουν, αφτά έλεγα, και μου φαίνουνταν πως έτσι καταλάβαινα περίφημα τόσα και τόσα, που χωρίς τέτοια εξήγηση, αδύνατο να τα καταλάβει κανείς. Δε διαβάζουνε! Δεν είχα όμως την απόδειξη. Φανταστείτε τώρα πόσο χάρηκα όταν είδα τα λόγια του κ. Πα­ράσχου· «Βγαίνει ο Ψυχάρης, γράφει εφτός» κτλ. Έβλε­πα πως είχα δίκιο!

Το ε διόλου δεν το καταφρονώ· πολλοί το συνηθίζουν κι έχει το λόγο του. Μα στη ζωή μου δεν έγραψα εφτός· πάντα αφτός το γράφω! Ωστόσο τι ακούω; Πως βγαίνω και γράφω εφτός. Το λοιπόν τι θα πει αφτό; θα πει πως δε δια­βάζουνε και μιλούνε.

Και τώρα δε μου λέτε με τι σκοπό σηκώθηκε άξαφνα ο Ψυχάρης στο ποδάρι; Δε μου λέτε τάχα τι νόημα έχει που κοπιάζει μέρα νύχτα; Πώς θα την κρίνουμε τη δουλειά που κάνει; Για ποιο λόγο είπε ο Ψυχάρης πως γλώσσα και πα­τρίδα είναι το ίδιο, πως μόνο από την εθνική γλώσσα θα βγει εθνική φιλολογία, πως βάρβαρη δεν είναι η γλώσσα, πως αφτή, ξέρει και πως αφτή θα μείνει; Γιατί σπούδαζε χρόνια και χρόνια ο Ψυχάρης; Να σας το πω το γιατί· για να γράψει εφτός και «να το επιβάλει εις την γλώσσαν. Αλλά προς Θεού! ο λαός» κτλ.

Τώρα μου φαίνεται πως χωρίς άλλο πρέπει ο κ. Παρά­σχος να μου δείξει που και σε ποιο μέρος, σε ποιο μου βι­βλίο, έγραψα εφτός αντίς αφτός.

Αν ο κ. Παράσχος δεν μπορεί να μου δείξει το μέρος, τότες - τι άλλο να πω; - τότες φοβούμαι μήπως ο κ. Πα­ράσχος ντροπιαστεί λιγάκι.


Κατηγορώ τον κ. Παράσχο που δε διαβάζει. Μα να πούμε την αλήθεια, ο ίδιος πολύ δε διαβάζω. Προσπαθώ όσο μπορώ να πλουτίσω το νου μου· δεν το κατορθώνω πάντα όπως θα μου άρεζε και μένα. Τα βιβλία πολλά, και πού ένας άθρωπος να προφτάξει; Άμα μου στείλει κανείς τίπο­τις, το νομίζω χρέος μου να το διαβάσω και να του πω τη γνώμη μου. Συχνά τυχαίνει ν’ αργήσω ν’ αποκριθώ και δεν πρέπει να θυμώνουν. Έπειτα, είναι κι άλλος μπελάς. Δύ­σκολο κανείς σ’ ένα γράμμα μέσα να τα βάλει όλα, όπως τα νοιώθει. Την αλήθεια τη λέω πάντα στα γράμματά μου, μα — είναι κι ένα μα - αναγκαίο κάποτες είναι να καταλάβει κανείς και με τι τρόπο την είπα.

Και για να καταφέρει κανείς να γράψει εκείνο που θέλει να γράψει κι όχι άλλο, να πει την αλήθεια χωρίς να βρίσει έναν άθρωπο που σου χαρίζει το βιβλίο του, μα και να του δώσει να καταλάβει πως το βιβλίο δεν αξίζει και πολύ, είναι κάμποση δουλειά και κόπος. Κι αφτό θέλει καιρό. Στο Παρίσι έχουμε να κάμουμε μάλιστα με το παραπάνω. Για τούτο και γω δεν το κατορθώνω να καταπίνω βιβλιοθήκες. Να μη νομίζει λοιπόν ο κόσμος πως φυλάω μέσα στο νου μου όσα γρά­φουνται στην Αθήνα. Βέβαια όχι, και το λυπούμαι, μα δεν μπορώ να τ’ αλλάξω.

θα μου άρεζε να τα διάβαζα όλα. Δε θα πει όμως αφτό πως πρέπει κανείς όλους να τους χωνέβει και να του αρέσουν όλα. Φτάνει ζούλια να μην είναι στη μέση. Ο νους μπορεί να μισήσει όσο θέλει. Να μισήσει όμως το νου κι όχι το πρό­σωπο. Δυναμώνει ο νους με τέτοιο μίσος, και καλύτερα βλέπει τι σκοπό κυνηγά ο ίδιος, άμα πρώτα καταλάβει ποια είναι η ιδέα του αλλουνού, και διει πως αφτή η ιδέα δεν μπορεί να ταιριάξει με τη δική του. Ο ένας άξαφνα κάθε­ται τη νύχτα και δουλέβει, με τη λάμπα αναμμένη· ο άλ­λος πάλε σηκώνεται με τα χαράματα και τραγουδάει όλη μέρα· δεν είναι δυνατό οι δυο αφτοί να ζήσουνε στην ίδια κάμαρα.

Όταν κανένας δε μου φαίνεται να ’χει σωρό σωρό ιδέες ή τουλάχιστο τέτοιες ιδέες που ν’ αξίζει να ξετάσεις τι είπε και τι δεν είπε, αποφέβγω και γω τα βιβλία του. Τότες μήτε για τα βιβλία του μιλώ στη ζωή μου, μήτε για τις ιδέες του. Έτσι το ’παθα με τον κ. Παράσχο. Άμα όμως βρεθεί αφορμή, και να μην είδα τι έγραψε, θα γυρέψω να μάθω ποιος είναι ο τάδε και τι λέει.

Έτσι ακολούθησε και σήμερα το πρωί στου Βικέλα. Ρώτηξα του νέου μου του ξαδέρφου να μου πει, ο κ. Παράσχος ποιος είναι και τι κάμνει.

Είναι νόστιμο το ξαδερφάκι μου πολύ.

— Μα, να σας πω, μου λέει, δεν τον πολυδιάβασα (τα ίδια βλέπω κι αφτός!). Μα φαίνεται πως έχει μέσα του κάτι.

— Γιατί δεν το βαστά εκεί που το ’χει; του κάμνω και γω. Χαμογέλασε τα παιδί και μου έδειξε πάλε το Άστυ.

— Τρώγουνται, λέει.

Είναι νόστιμο το ξαδερφάκι μου πολύ. Μετρημένα τα λόγια του, μα σωστούτσικα.



Ναι! τρώγουνται πάρα πολύ.

Έτσι μοιάζει πως είναι, και δε γιατρέφτηκε ακόμη το κακό. Ο Ρωμιός φοβάται τον έπαινο - για τους άλλους εννοείται - μην ο ίδιος φανεί μικρός. Δεν είναι όμορφο πράμα. Ας δροσίσει λιγάκι κι η καλοσύνη την καρδιά μας. Πρέπει να χαίρεται κανείς, άμα βρίσκει πως έχουν προτερήματα κι οι άλλοι, που μπορεί να μας λείπουν εμάς.

Βλέπω πως κι ο κ. Παράσχος όλο τα παλιά χρόνια δο­ξάζει.

Βέβαια! Και τα παλιά χρόνια για πέταμα δεν είναι. Εί­χαν και τα παλιά χρόνια μερικούς που κάτι άξιζαν και κείνοι. Είναι ο Σολωμός - Θεός! - είναι ο Βηλαράς - αχ! ο Βηλαράς! σήμερα να ζούσε! - είναι ο Βαλαωρίτης - τι δράμα μοναδικό, τι αριστούργημα η Κερά Φροσύνη του εκείνη! Σωστά αφτά. Να πω την αλήθεια, όλους τους άλλους στον Άδη μέσα τους αφήνω· το έθνος θα γλυτώσει, την ώρα που θα τους ξεχάσει, και πρώτα απ’ όλους τον Κοραή. Κάτι όμως είναι να φάνηκε ένας Σολωμός, ένας Βηλαράς, ένας Βαλαωρίτης. Μα κι οι σημερνοί μας πάλε για πέταμα όλοι δεν είναι. Έπειτα, τι να σας πω; Πάντα κανείς τα παλιά χρόνια να δοξάζει, μου έρχεται σαν κάπως παλιωμένο και τούτο. Το συνηθίζουνε πάρα πολλοί και κατάντησε πρόστυχο. Laudator temporis acti. Αν άξαφνα ο κ. Παρά­σχος έβγαινε να μας πει - λέω ο κ. Παράσχος ή κανένας άλλος, γιατί για τον κ. Παράσχο τι με μέλει; πόλεμο μαζί του δεν έχω - αν έβγαινε να μας πει·

— «Στα χρόνια τα παλιά, ζούσανε πολλοί που σήμερα τους ξεχνάτε. Το Σολωμό σα να μην τον ξέρετε πια. Έχετε άδικο. Ήταν ίσως ο μόνος μας ποιητής, αφού πρώτος αφτός φάνηκε ύστερις από τα χρόνια της σκλαβιάς, ύστερις απ’ όλονα το μεσαιώνα. Ο Βηλαράς ένοιωθε τι θα πει επιστήμη, ένοιωθε και ποίηση. Μπορεί να μην είναι οι μύθοι του αριστουργήματα· μπορεί να μην κατόρθωσε να κάμει όσα ήθελε κι όπως τα ήθελε· μα πιο μεγάλη, πιο αψηλή ιδέα δε γίνεται από την ιδέα που είχε ο Βηλαράς για την ελλη­νική φιλολογία, από το σκοπό που κυνηγούσε. Ο Βαλαωρί­της είναι μάγος, και της καρδιάς τα μυστήρια και της γλώσ­σας έμαθε να τα ξεδιαλίζει. Κανένας ίσως στην τέχνη και στη γλώσσα δεν τον ξεπερνά. Σέβουνταν το λαό και τούτο φτάνει. Διαβάστε το Σολωμό, το Βηλαρά και το Βαλαω­ρίτη, όπως κι ο γέρος εγώ που σας τα λέω αφτά, σας δια­βάζω και βλέπω πόσο προκόψατε από τα χρόνια τα δικά μας.»

Αν κανένας γέρος μας μιλούσε με τέτοιο τρόπο, θα ήταν πολύ πιο νόστιμο από το αιώνιο το κατηγορητό.

Τι τάχατις: Δεν έχουμε και μεις τους δικούς μας; Στην Εβρώπη, και μάλιστα στο Παρίσι — αλήθεια όμως! πού να συγκριθεί το Παρίσι με την Αθήνα; - τόσο κακά δεν κρί­νουν όσοι ξέρουν. Η τωρινή μας φιλολογία δεν τους φαίνε­ται για ρίξιμο. Λεν πως είναι σα λουλούδι που έχει δικιά του φρέσκα μυρουδιά και που τέτοιο δε φυτρώνει στου Παρισιού τους δρόμους. Έχει τη χάρη του, έχει την ομορφιά του. Όλους τώρα να τους αραδιάσω; Ας πάρουμε μόνο μερικούς από κείνους που βλέπω στο Άστυ τ’ όνομά τους. Πολλοί πολλοί δεν είναι, το ξέρω· μα θα πληθαίνουν. Αφήνω πια όσους τώρα γράφουν ή γράψανε στίχους στα τελεφταία τα χρόνια. Οι πεζογράφοι μας τάχατις δεν έχουν άξια καμιά; Του Δροσίνη τα παραμυθάκια δεν είναι σαν την αβγή δροσάτα; Την Αμαρυλλίδα τι την κάμνουμε; Αφτός ο Δροσίνης ένα λάττωμα, ένα κακό έχει. Τίποτις πια δε γρά­φει, προτιμά να γράφουν οι άλλοι κι ο ίδιος να σκοτώνεται να τα δημοσιέβει. Μα ένα του στίχο να διεις, αμέσως φαίνεται το παλληκάρι. Δεν του φτάνει που έχει μέσα του ποίηση· θέλει και την τέχνη. Διάβασα κάτι μικρά του ποιήματα στην Εστία, είναι τώρα κανένας μήνας. Να το νύχι, να και το λιοντάρι. Ο Δροσίνης ένα ρομάντσο να μας κατά­φερνε, δε γίνεται, θα ήτανε ρομάντσο από μάστορη καμωμένο.

Μήπως ο Καρκαβίτσας δεν έγραψε και κείνος μερικά, που τόντις απορεί κανείς πώς μπόρεσε και φάνηκε τέτοιος ψυχο­λόγος, να μας δείξει την ψυχή του λαού και να μας τη δείξει τόσο απλά και με τόσο βάθος; Δεν πιστέβω μήτε στην Αθή­να μήτε αλλού, να το κατορθώσει όποιος τύχει να μας γράψει ένα παραμύθι σαν τον Αφορεσμένο. Άλλη γλώσσα να συνηθίσει, και βλέπετε τότες τι ζωή έχει μέσα του ο καλός αφτός ο τεχνίτης.

Αμέ ο Παλαμάς; Να τα ξαναπώ πάλε; Και κείνος στη γλώσσα παραπάνω να πρόσεχε, να την καλλιεργούσε, να την πάστρεβε, θα μας έφτιανε αριστουργήματα. Μήπως δεν είναι και δυο τρεις άλλοι που πολύ νόστιμα γράφουν, ο Στεφελίδης κι ο Μήτσος ο Χατζόπουλος; Άλλα πάλε μπορεί και να μην αξίζουνε. Λόγου χάρη, του Μιτσάκη η Φιλολογική σελίδα δε μου πολυάρεσε· είναι παιχνίδια. Μια γλώσσα κα­νείς να ξέρει και του φτάνει. Η Αλεξάντρα Παππαδοπούλου και κείνη με χάρη τα λέει. Κι ο Μάνος; Αχ! το κακό το παιδί! Θησαβρούς μέσα του κρύφτει και δεν τους βγάζει. Είμαι μαζί του θυμωμένος, γιατί μπορεί ό,τι θέλει να γράψει και να καλογράψει - μα δε θέλει.

Τι να πω τώρα για τον Αργύρη, για τον Αργύρη μας το χρυσό; Ήθελα να ξέρω τι του λείπει. Έχει γλώσσα, τέχνη έχει. Διαβάστε τον Αργύρη, να διείτε στα παραμύ­θια του μέσα ζωντανή τη ζωή, ζωντανή τη γλώσσα της Ρωμιοσύνης. Εκείνος ο Αργύρης! Ποιος από μας τον αξί­ζει τον Αργύρη; Μιαν αράδα του Αργύρη μου να διαβά­σω, μου έρχεται να ξεσκίσω όσα έγραψα ως τώρα. Και τι να πω για τις Φυλλάδες του Γεροδήμου; Πετράδια, μαργαρι­τάρια και διαμάντια. Άπλωσε το χέρι και τα μαζέβεις.

Δεν έχουμε και τον καλό μας τον Πάλλη; Δεν έχουμε και το Μικρογιάννη; Μικρός είναι, μα θα προκόψει. Μας έδειξαν πως με τη γλώσσα του λαού γράφει κανείς ό,τι θέ­λει, όχι μόνο παραμύθια και στίχους, μπορεί κανείς να μι­λήσει άξαφνα και για ζητήματα της επιστήμης - κάτι θα πει κι αφτό - και πιο σωστά μάλιστα παρά που το συνη­θίζουν οι δασκάλοι.

Τέτοια, σήμερα το πρωί, συλλογιούμουνα στου Βικέλα. Θυμούμουν και του Βικέλα τους στίχους, όταν έγραφε ρωμαίικα ο Βικέλας και μας μετάφραζε τον Όμηρο - κι όχι το Σαικσπήρο. Θυμούμουν τους στίχους του Βικέλα, θυμούμουν τους Αθηναίους και κοίταζα τον ξάδερφό μου, του Βικέλα τ’ ανίψι, δεκοχτώ χρονώ παλληκάρι, που μοιάζει δεκατεσσάρω.

Είναι νόστιμο το ξαδερφάκι μου πολύ.

Σπουδάζει, λέει, μηχανικά. Μηχανικά; Ας είναι! Ελ­πίζω να μάθει, να διαβάσει, και να μιλεί μόνο για όσα διά­βασε. Εκείνος θα μας διαβάζει κατόπι και θα μας κρίνει. Ίσως όχι εκείνος ακόμη. Μου φάνηκε σα λιγάκι δασκαλεμένος. Μα θα καταλάβει κατόπι, και θα μας διαβάζουν τα παιδιά του. Θέλουμε καιρό να ξεσκουριάσει το έθνος. Μας αφάνισαν οι δασκάλοι. Θ’ αφανιστούν όμως κι αφτοί καμιά μέρα.

Καμιά μέρα τα εγγόνια μας θα γελούν που ακούαμε τους δασκάλους. Καμιά μέρα του ξαδέρφου μου τα παιδιά θα ξέρουν τη γλώσσα τους και θα τη γράφουν, όπως ξέρει και γράφει τη γλώσσα του όλος ο κόσμος σ’ όλη την οικουμένη.

Είναι νόστιμο αλήθεια το ξαδερφάκι μου πολύ.

Χάρηκα που το είδα.

Πρέπει να ’χουμε θάρρος εμείς που γράφουμε την εθνική τη γλώσσα. Εγώ συχνά τυχαίνει να γράφω γαλλικά, και βέ­βαιο πως θα τα γράφω όλη τη ζωή μου και πως θα γράψω ακόμη πολλά. Άρθρα θα κάμω· μυθιστορήματα θ’ αραδιάσω. Μήπως δεν είναι γλώσσα μου κι αφτή; Δε μου έρχεται μά­λιστα και πιο έφκολα να τη γράφω, παρά να γράφω γλώσ­σα, που όσο μητρικιά μου κι αν είναι, ακόμη δε γρά­φηκε; Κι όμως τι να πω; Όσα γράφω γαλλικά, μπορεί σή­μερα ν’ αρέσουν άβριο θα ξεχαστούνε. Μα και να μην ξεχα­στούν άβριο, πόσο άραγες θα μείνουν; Εκατό χρόνια; Κι αφτά πολλά. Ας μείνουν και παραπάνω. Ας υποθέσουμε μάλιστα, σα θέλετε, πως μπορεί άξαφνα και να μείνουνε σαν του Chénier τους στίχους. Τι κέρδισα; Τ’ όνομα το πιο με­γάλο που μπορεί να βγει σ’ έναν αιώνα μέσα, κι αφτό θα χαθεί σε μια θάλασσα, που κάθε κύμα σού φωνάζει άλλα ονό­ματα πιο μεγάλα ή μεγάλα σαν κι αφτό. Ωκεανός μια τέ­τοια φιλολογία! Κι ο ίδιος ο Chénier τι είναι; Δε βροντά, μουρμουρίζει μόνο τ’ όνομά του. Απελπισία μας έρχεται να το συλλογιστούμε. Και πόσοι άλλοι, και κείνοι καλοί, άξιοι και κείνοι, που μήτε θ’ ακουστεί τ’ όνομά τους, που τα έργα τους θα καταποντιστούν, που η θάλασσα θα τους φάει αλάκαιρους! Θολώνεται ο νους, τρομάζει η καρδιά, δέρνεσαι και κλαις, σαν το στοχάζεσαι, και λες· Πώς να κάμω;

Άμα πάρω την πέννα μου και γράψω μια μόνη λέξη ρωμαίικη, δε νοιώθω μέσα μου πια καμιά ταραχή. Ησυ­χία, γαλήνη με περεχύνει. Γίνουμαι σαν τους ολύμπιους θεούς. Δεν το λέω για μένα μόνο, και δίχως περηφάνεια το λέω· το λέω για όλους μας εμάς που γράφουμε τη γλώσσα του λαού και χτίζουμε στην Ελλάδα την εθνική φιλολογία.

Έχουμε ολύμπια δώματα σαν τους θεούς. Αιώνια παλάτια. Μάρμαρο η κάθε λέξη. Τη γράφω κι ανατριχιάζω. Ό,τι πω, είναι για τους αιώνες. Ρωμαίικα να γράψω, λειτουργώ. Σέβουμαι και την αθάνατη γλώσσα και μένα τον ίδιο που τη γράφω.

Κι έτσι κατορθώσαμε πράματα μεγάλα. Το θάνατο σκο­τώσαμε.

Να σκοτώναμε τώρα λιγάκι και τους δασκάλους, καλό θα ’τανε. Από κει βγαίνει ζωή.

Ο πρόθυμός σας.

Παρίσι,9 του Απρίλη, μέρα Κεριακή, 1893.




ΑΘΗΝΑΙΙΚΟ ΙΝΤΕΡΒΙΟΥ

Επεξεργασία

Όταν έφτασα στην Αθήνα, στα 1893, ερχάμενος από τη Θεσ­σαλία, μόλις κατέβηκα στη Βιχτώρια και παρουσιάστηκε την άλλη μέρα ο Μποέμ, να μου κάμει ιντερβιού. Συνήθεια δεν είναι να δημοσιέβει κανείς τις ιντερβιούδες που γράφουν οι άλλοι για σένα. Μα θέλησα να το βάλω κι αφτό στο βιβλίο μου για κάμποσους λόγους, που θαρρώ κι έχουνε κάποιο βάρος. Πρώτη φορά τότες από τα 1886, γύριζα στην Αθήνα. Έμεινα κάμποσο, την είδα, την αγά­πησα πολύ. Όλα τα ’βλεπα μ’ άλλα μάτια παρά στον καιρό του Ταξιδιού, μου φαίνουνταν πως άνοιγε ο νους μου, πως άλλαζε η ζωή μου, και νομίζω πως και στο ιντερβιού αφτό ακούει κανέ­νας σαν αντιλαλιά κρυφή απ’ όσα ένοιωθα κι άρχιζα να ονειρέβουμαι για την Ελλάδα σε κείνη την εποχή. Κάμποσα είπα και για τη γλώσσα, που θα μου άρεζε να μην πάνε χαμένα όλους διό­λου, τουλάχιστο για να καταλάβουνε πως τα ’λεγα κι από τότες. Μα υπάρχει κι άλλος λόγος που τα ξανατυπώνω. Όσο μιλούσα, ο Μποέμ σημείωνε τα λόγια μου. Δεν το κατόρθωσε όμως, όχι τά­χα πως είχε τότες κακή θέληση, μα γιατί καθότανε σε μιαν καρέγλα κι έγραφε στα γόνατά του, κι έτσι δεν πρόφταινε, αφού πιο γρήγορις από το κοντύλι τρέχει πάντα η κουβέντα. Έβαλε το λοιπόν κάτι πράματα, που δεν τα είπα στη ζωή μου, όπως θα τα καταλάβει ο καθένας από μερικούς τόπους που θα μου τους δάνεισε ο Μποέμ, γιατί εγώ δεν τους συνηθίζω. Μα ο Μποέμ πάσ­κισε ν’ απομιμηθεί και το ύφος της κουβέντας. Και σ’ αφτό δεν πέ­τυχε, γιατί δεν μπήκε στο νόημα. Σαν έρχεται κανείς για ιντερ­βιού, τυχαίνει συχνά ή να του πεις ένα λόγο, για να τον αποσώσει εκείνος, όταν τα στρώσει με την ησυχία του στο χαρτί για τον τύπο, ή να πεις και δυο φορές ένα πράμα για να το νοιώσει καλύτερα. Ο Μποέμ, σαν του τα ’λεγα δυο φορές, τα ’βαζε δυο φορές κι αφτός. Τέτοιο σύστημα, έχουνε μερικοί ρεπορτέρηδες, και δεν είναι σω­στό, γιατί έτσι δε σου δίνουν ιδέα σωστή για τον άθρωπο που τους μίλησε· δίνουνε συνάμα ιδέα λυπητερή και κεινού που άκουγε και που δεν καταλάβαινε, όσο κι αν του τα κοπάνιζες. Κι αλήθεια πολλά δεν κατάλαβε, είτε γιατί ήτανε γλωσσολογικά, καλλιτεχνικά και δύσκολα, είτε γιατί δεν πήγαινε ο νους του στα σοβαρά που του ξηγούσα, και τα ’παιρνε όλα παίζοντας και για χωρατά. Έτσι στο ιντερβιού εκείνο με βάζει άξαφνα και λέω μερικά πράματα, που μοιάζει σα να τα ’λεγε κανένας τρελός. Δε θέλησα λοιπόν, αν το διαβάσουνε κατόπι, να θαρρέψουν πως εγώ είπα όσα είπε ο Μποέμ. Θυμούμαι και τότες πως ο μακαρίτης ο θειος μου, ο Μιχαλάκης ο Μελάς, σάστισε που ονόμασα τον Ηρόδοτο reporter. Το είπα, ναι, μα... όχι όπως το είπε ο Μποέμ. Το ίδιο και για κάτι άλλα, που είναι κι άτοπα, γιατί με βάζει και μιλώ για την Ελλάδα και για τα ταξίδια μου μ’ έναν τρόπο που όποιος διάβασε το Ταξίδι μου το ίδιο, ξέρει πως δεν μπορεί να ’ναι ο τρόπος ο δικός μου.

Τα ξαναπέρασα όλα με προσοχή. Άφησα όσο μπόρεσα το ύφος της κουβέντας. Τα διόρθωσα όμως κι ελπίζω να φαίνουνται πιο υποφερτά, και τουλάχιστο να λεν εκείνο που ήθελα να πω, και που το λέω ακόμη και σήμερις. Τα δικά του έμειναν ανάλλαχτα.


9 του Σταβρού, 1901.


— Είστε ρεπόρτερ κύριε;

— Μάλιστα.

— Πού γράφετε; στο Άστυ;

— Μάλιστα.

— Εσείς ήρθατε να μου κάνετε ιντερβιού· μα τώρα που σας έχω, θα σας ιντερβιουβάρω εγώ πρώτα.

— Εις τας διαταγάς σας.

— Ποιες φημερίδες εδώ πέρα πουλιούνται περισσότερο;

— Η «Ακρόπολις», η «Ν. Εφημερίς», το «Άστυ» ...

— Γράφετε πολλοί σ’ αφτό;

— Πολλοί.

— Πώς γράφετε; ο καθένας χωριστά γράφει, ή ο καθέ­νας απ’ όλα;

— Ο καθένας χωριστά.

— Εσείς, τι γράφετε;

— Εγώ... «συνελήφθη ο διαβόητος λωποδύτης»... «Ο δραστήριος αστυνόμος κατέσχε χθες»...

— Καλά... έχουμε και στη Γαλλία και στην Αμερική ρεπορτέρηδες, μα στην Ελλάδα πρωτοβγήκαν αφτοί.

Η χείρ μου ακουσίως εφέρθη προς τον μύστακά μου, άλ­λα ο κ. Ψυχάρης μου έκοψε το... χέρι.

— Και βέβαια! Πρώτος reporter, που λένε σήμερις, στάθηκε στον κόσμο ο Ηρόδοτος.

— Ο Ηρόδοτος!

— Και τι άλλο ήτανε παρά ρεπορταρία η δουλειά που έκανε, να ρωτά και να γράφει; Για τούτο μάλιστα ονόμασε τα βιβλία του ιστορία. Ένας φίλος μου στο Παρίσι έπιασε να μεταφράσει τον Ηρόδοτο γαλλικά· του είπα, σα γυρέβει σωστή μετάφραση, να βάλει τίτλο Les enquêtes d’Hérodote, γιατί αφτό σημαίνει το ρήμα ιστορέω, γυρέβω να μάθω ξετάζω, ερεβνώ. [Κοίταξε τι λέει κι ο Ηρόδοτος ο ίδιος Β’, 118· Α’, 1] Βλέπετε, λοιπόν είδος ρεπορταρία.

Πάλιν η χείρ μου υψώθη προς τον μύστακά μου, αφού την φοράν ταύτην τουλάχιστον, αν δεν εξελαμβανόμην εφευρέτης του ρεπορτάζ, εγινόμην όμως ίσος με τον Ηρόδοτον, αλλ’ ο κ. Ψυχάρης εξηκολούθησε.

— Και τώρα τι γυρέβετε από μένα; Πρόθυμος να το κάμω. Θυμούμαι τον πεθερό μου το μακαρίτη που μας έλεγε πάντα, πως όλοι μας έχουμε το δικαίωμα να κερδίζουμε και να ζούμε, κι έτσι σωστό δεν είναι, όπως καμώνουνται μερι­κοί, να μη θέλουνε τάχατις να τους ιντερβιουβάρουνε. Μά­λιστα, γιατί στο Παρίσι είναι λογιώ λογιώ ρεπορτόρηδες, έλεγε χωρατέβοντας πως όταν παρουσιάζουνταν ένας, συλλογιούνταν αν τον πλερώνανε στη φημερίδα του με το μιστό ή με τη γραμμή, και κανόνιζε τα λόγια του. Το λοιπόν αν πλερώνεστε με τη γραμμή, να σας τα πω και πιο μπόλικα.

Εθεώρησα συμφέρον μου να απαντήσω με την γραμ­μήν και ο κ. Ψυχάρης ετοποθετήθη παραπλεύρως μου μειδιών, υπομονητικός κτλ. κτλ.


Αι εντυπώσεις του


— Ήρθα, εδώ κι ένας μήνας, από την Γαλλία, σταλμένος από τη γαλλική κυβέρνηση στη Θεσσαλία και στα Κυ­κλαδικά νησιά. Θα το ήθελα πολύ, θα ’πρεπε μάλιστα να μπορούσα να σεργιανίσω όλη την Ελλάδα. Μα μόνο στη Θεσσαλία κατόρθωσα να πάω· άβριο πάλε φέβγω και παγαίνω στα νησιά. Ελπίζω να μείνω κάνα χρόνο στην Ελλάδα, να δω τον κάθε τόπο. Πρέπει κανείς όλα να τα συνάξει, για να βγει μια ιστορία της γλώσσας μας, μια ιστορική γραμματική. Πρέπει κανείς να πάει στην Κρήτη - αχ! τι θησαβρούς δε θα βρει στην Κρήτη! - να πάει στην Κύπρο, στην Τραπεζούντα, στη Μικρασία.

Στη Θεσσαλία, είδα πολλά και περίεργα. Εκείνο το Πή­λιο, τι λαμπρό που είναι! Αμέ τα βουνά που, όταν είναι κάτω κανένας, μέσα στη ρεματιά, σου φαίνεται κι ανεβαί­νουν από κάθε μέρος σα θεόρατος τοίχος. Μου θυμίζουν εκεί­να τα δημοτικά τα παραμύθια, που κάθεται ένας δράκος και φυλάει θησαβρούς. Το ίδιο κι η Θεσσαλία. Πλούσιος τόπος χωρίς δρόμους· παλάτι μάλαμα γεμάτο, μα που είναι από μέσα κλειδωμένο.

Ποίηση και δέντρα όσα θέλετε. Ταξιδέψαμε νύχτα με τη γυναίκα μου· μεσάνυχτα φύγαμε από τη Ζαγορά, και δεν ξέρετε τι μαγεφτικά που ήτανε με το φεγγάρι. Πουθενά δεν είδα τέτοιο θέαμα μοναδικό· βουνά και θάλασσα μαζί, πελώ­ρια και τα δυο. Τάχει αφτά μόνο η Θεσσαλία. Καλός ο τό­πος κι η φιλοξενία χρυσή. Τώρα, σα γυρίσω από τα Νησιά, θα μείνω ακόμη ένα μήνα στην Αθήνα, και στο μεταξύ θα πάω δεκαπέντε μέρες στη Ρούμελη, μαζί με το Δροσίνη...

Η δημώδης

— Για την δημώδη τι θα μου πείτε, κ. Ψυχάρη;

— Μήπως δεν τα ’παμε πολλές φορές;

— Ας πούμε λίγα και σήμερα...

— Να σας πω κάτι λοιπόν και να το σημειώσετε, γιατί θαρρώ πως έχει πολύ να κάνει. Να το γράψετε όπως σας το λέω. Το λοιπόν, αφτοί που κάθουνται ήσυχα στο γραφείο τους και σας φτιάνουνε λέξες, λόγου χάρη, εργοστάσιον των πίλων κι άλλα τέτοια, ή που βγήκανε άξαφνα και μας είπανε η οδός, της οδού, αντίς ο δρόμος, του δρόμου, που ξέρει ο λαός, αφτοί που μας βγάζουν τάχα ελληνικά, ονό­ματα για το κάθε πράμα, τι σκοπό είχανε; Είχαν εννοείται το σκοπό να μάθει ο λαός τις λέξες, τα ονόματα που φτιάνουνε, είχαν το σκοπό να κάμουνε γλώσσα εθνική. Δεν είναι έτσι; Αφτά που μας κανονίσανε στο γραφείο τους δεν είναι προσδιορισμένα για τους φιλοσόφους, φιλοσοφία δεν είναι· εκείνοι που πήγαν και ξεσκάλισαν τη λέξη και την κλίση, την είπανε η οδός, της οδού, για να τη λέει ο αμαξάς, για να τη λέει το έθνος· όλο το έθνος έχει το δικαίωμα ν’ αρπάξει τη λέξη, να την κάμει δική του. Βέβαια! Το εργοστάσιον των πίλων είναι καμωμένο για τους καπελάδες, για να το μάθουνε και να το λεν οι καπελάδες. Δεν μπορεί να είχαν οι δασκάλοι παρά τέτοιο σκοπό.

Τι κατόρθωσαν όμως; Δυο πράματα μεγάλα, μα την αλήθεια. Χάλασαν την αρχαία, χάλασαν και τη δημοτική. Πώς χαλνούν τη δημοτική; Τη χαλνούν, αφού της σηκώ­νουν τον κανονικό της τύπο, τη λέξη δρόμος, δρόμου, και παρατηρήστε, σας παρακαλώ, πως είναι αρχαία κι η λέξη, αρχαίος κι ο τύπος. Τώρα όμως, αντίς αφτόνα, τι άλλον τύπο της μαθαίνουν της δημοτικής; Η οδός, της οδού. Νο­μίζετε ποτέ ο ελληνικός λαός, νομίζετε το ρωμαίικο να μάθει ποτέ να κλίνει η οδός, της οδού, αι οδοί, τας οδούς; Αφτό ποτέ. Κι έτσι χάλασαν και την αρχαία, γιατί ο αμαξάς, ο βαρκάρης τι θα κάμουνε; Την κλίση η οδός, της οδού δεν μπορεί να τη μάθουνε, και τότες ακού­τε άξαφνα καμιά γενική της οδούς ή καμιά αιτιατική πληθυντική τας οδάς. (Ο Πάλλης άκουσε και τους οδούς). Τότες όμως τι κερδίσανε οι δασκάλοι; Τίποτις. Και γιατί τάχα τίποτις; Γιατί, βλέπετε, αφτοί όλοι που φτιάνουνε γλώσσα με τα βιβλία, κάθουνται στο καμεράκι τους κι έχουν ολόγυρα στους τοίχους, μέσα στη βιβλιο­θήκη τους, γραμματικές, λεξικά λογιώ λογιώνε. Και θαρ­ρούνε πως φτάνει. Έχουνε λάθος μεγάλο. Δε βγήκαν αφτοί όξω στο δρόμο, να δούνε και το φως. Είναι σωστοί καλα­μαράδες. Πραχτικά κεφάλια δεν είναι. Από τίποτις δεν ξέρουν αφτοί, μήτε από δρόμους, μήτε από ουρανό, μήτε από ζωή.

Νομίζουν ίσως πως όλο το έθνος θα περπατεί με τη γραμ­ματική στο χέρι, θα ψάχνει στα βιβλία πως λέγεται η γε­νική της οδού! Αν είναι όμως όλο το έθνος να βαδίζει με τη γραμματική στο χέρι, δεν υπάρχει έθνος. Μήτε αγρονομία τότες υπάρχει, μήτε στρατός, μήτε τίποτις! Γραμματι­σμένο έθνος δε φάνηκε ποτέ. Ο άθρωπος πάντα μιλεί φυσι­κά. Τώρα θα δείτε τι θα γίνει... γιατί, να το ξέρετε, ο ου­ρανός να πέσει, αφτός ο όμορφος ουρανός της Αθήνας, η δη­μοτική θα ζήσει· μπορεί να μη ζήσουμε μεις· αφτή θα ζήσει... το λέγαμε σήμερις και με τον Παλαμά... Λοιπόν, ελάτε τώρα να δείτε τι θα γίνει. Απ’ αφτούς τους δασκαλικούς τύπους που λέγαμε, ο λαός παίρνει μερικούς, μα τους ξεχνάει αμέσως. Δεν είπαμε· εργοστάσιον πίλων; Μήπως ο λαός, ο αμαξάς, το ξέρει αφτό; όχι. Καπελάδικο το ξέρει· στο καπελάδικο θα σας πάει. Το εργοστάσιον των πίλων, είναι γραμμένο στο χαρτί από το δάσκαλο. Μα ο λαός, τα τέτοια, τα φορτώνει στον πετεινό.

Άλλα πάλε δεν τα ξεχνάει με τον ίδιο τρόπο· τ’ ακούει και τα θυμάται. Τι να κάμει; Ο άθρωπος πεινάει, πεινάει για μάθηση, για γλώσσα· του φέρνετε άξαφνα εσείς ένα πιά­το φαγί. Πρέπει να το φάει· μα πρέπει και να το χωνέψει. Και να παρατηρήστε, παρακαλώ, πως είναι κάτι λέξες που, θέλει δε θέλει, αναγκάζεται να τις καταπιεί, ας υποθέσουμε τη λέξη οδός, αφού κάθε μέρα του την κοπανίζετε — ή τη λέξη ο βουλεφτής, που την έχει ανάγκη. Του κάκου, πρέπει, να τη μάθει όλος ο λαός, αφού ο καθένας, ως κι ο αγράμματος ο χωρικός, άμα γίνει είκοσι ενός χρονώ, άμα πάρει ψήφο, χρειάζεται τη λέξη. Ως εδώ, καλά. Μα τι του κάμνετε του χωρικού; Του μαθαίνετε, μαζί με τη λέξη, μια κατάληξη που μπορούμε να την πούμε ξένη, την κατάληξη -αι, βουλευταί. Ο λαός δεν την ξέρει· την ξέρει -ες, αφού σήμερις η ονομαστική ώραι πολύ ταχτικά κι αιώνα τον αιώνα, έγινε ώρες. Το ίδιο, δεν ξέρει ο λαός και καμιά κατάληξη -ου της γενικής, στα θηλυκά, της οδού. Ο λαός το λοιπόν τι θα κάμει; Τη γενική οδού θα την ταιριάξει με τη γραμματική τη δική του και θα σας την πει της οδός, όπως τ’ ακούμε κάθε μέρα. Να δούμε τώρα και την ονομαστική βουλευταί, τι γίνεται αφτή. Ο λαός σας το κάνει βουλευταί-οι, γιατί κατάληξη -οι ξέρει πολύ καλά. Το βουλευταί-οι, που σας λέω, τ’ άκουσα στη Θεσσαλία. Θα μου πείτε, τ’ άκουσα σε κανένα χωριό. Και τι έχει να κάνει; Μήπως το χωριό δεν είναι κι αφτό λαός; Μήπως το χωριό δεν ψηφίζει; Μήπως, αφού θέλουν εθνική γλώσσα, το χωριό, έθνος δεν είναι; Ας τ’ αφήσουμε όμως, σα δε θέλετε· την ονομαστική βουλευταί παντού τη διορθώνει ο λαός και την κάνει πότε βουλευτές, πότε βουλευταίοι, πότε βουλευτάδες. Το λεν ακόμη κι οι γραμματισμένοι, σα μιλούνε φυσικά και τους ξεφέβγει. Πολύ σωστά το λέει ο λαός, γιατί ξένη δεν του είναι η κατάληξη –άδες· την έχει κλερονομημένη από τους αρχαίους, αι λαμ­πάδες[70]. Είναι κατάληξη αρχαία, γιατί τώρα που ταξιδέβω, ακούω συχνά ένα πράμα, που κάθε φορά που θα τ’ ακούσω, θα θυμώσω. «Να πας στο τάδε νησί, στο τάδε βουνό, στο τάδε το χωριό, μου λέει ο ένας κι ο άλλος. Εκεί θ’ ακούσεις αρχαία γλώσσα.» Εγώ του λέω· «Το στόμα σου ν’ ανοίξεις, κι ό,τι πεις είναι αρχαίο. Ό,τι κι αν πεις, αρχαίο είναι! Το δεν, που κάθε μέρα το συνηθίζεις, αρχαίο, πολύ αρχαίο κι αφτό. Το ’χει κάπου ο Όμηρος αντίς ουκ, εκεί που λέει· «άριστον Αχαιών ουδέν έτισε», πάει να πει ουκ έτισε. Πηγαίνουνε μερικοί στην Τραπεζούντα κι ακούνε πως λένε στην Τραπεζούντα, κ’ έχω, δηλαδή ουκ έχω. Φωνάζουνε αμέσως· Εκεί πια είναι αρ­χαία γλώσσα! Μα τι αρχαία γλώσσα; Πιο αρχαίο είναι τάχατις το ουκ από το ουδέν; Καλέ, δεν προσέχουνε στη γλώσσα, και τα λεν. Τώρα, πώς χάθηκε το ουκ στην κοινή και γιατί χάθηκε, έχει το λόγο του· κάθε πράμα, που χάνε­ται σ’ αφτό τον κόσμο, δε χάνεται χωρίς το λόγο του· εμείς συχνοτυχαίνει να μην τον ξέρουμε· μα τι πειράζει: Αφτός υπάρχει. Όλα στη γλώσσα μας έχουνε τον ιστορικό τους το λόγο, έχουνε τη σειρά τους. Δεν είπαμε πως ο λαός ξεχνάει τόσα και τόσα που του μαθαίνουν οι δασκάλοι; Θαρρείτε πως δεν έχει το λόγο του κι αφτό; Έχει τα λόγο του, και σαν τα ξεχνούνε και σαν τα διορθώνουνε. Κι έτσι πάντα και πάντα θα είναι, και δε γίνεται, δε γίνεται αλλιώς. Δε γίνεται!

Δεν πρέπει να νομίζουμε και να λέμε πως μόνο στην Ελ­λάδα ακολουθούνε αφτά. Αφτά παντού ακολουθούνε, και το ξέρει όλος ο κόσμος πως αλλάζουνε οι γλώσσες· κρυφό δεν είναι, δεν είναι δω κανένας μάγος, μαγική καμιά δε θέλει, να τα μάθει ο καθένας. Όπως η αστρονομία θα ξετάσει πώς τρέχουν και γυρίζουν τ’ αστέρια, έτσι κι η γλωσσολογία κοιτάζει πώς αλλάζουνε, πώς μορφώνουνται οι γλώσσες. Αφτά το λοιπόν που μαθαίνουνε στο λαό, εργοστάσιον των πίλων, η οδός, όχι μόνο δεν αξίζουνε, μα είναι κακό μεγάλο, - για­τί χαλνούνε το νόμο το γλωσσολογικό. - Άλλο κακό είναι που δε διαβάζουνε, δεν προσέχουνε κι έτσι αδύνατο να κα­ταλάβουνε. Βλέπω εδώ κάτι πολύ μπόσικα πράματα...

Και μου έδειξε την υπό ημερομηνίαν 24 Αυγούστου 1893 «Ακρόπολιν» εν η περιείχετο μία ανταπόκρισις εκ Παρι­σίων κάποιου κ. Φραγκούδη.

— Διέτε τώρα τι λέει αφτός· «Πρέπει κατά τον κ. Ψυχάρην να λέγωμεν το δωμάτι αντί το δωμάτιον». [Γ. Σ. Φραγκούδης, στην Ακρόπολη, 24 Αβγούστου, 1893] Εγώ ποτέ μου δεν είπα το δωμάτι, μήτε μπόρεσα να πω στη ζωή μου πώς πρέπει να το λέμε! Αν έλεγα τη λέξη, θα την έλεγα δωμάτιο, καθώς θα την πει όποιος τη συνηθίζει. Για να πιστέψει κανείς πως ένας γλωσσολόγος το ’βαλε με το νου του να θελήσει τέτοιο ανόητο πράμα, θα πει πως από τίποτα δε νοιώθει· δεν κατάλαβε και το ζήτημα ποιο είναι. Μα πώς το λέει αφτό, αφού μήτε δωμάτι, μήτε δωμάτιον, μα μήτε και δωμάτιο δε γράφω· εγώ έγραψα πάντα κάμαρα. Κι αφτό είναι το σωστό· είναι το σωστό, για το λόγο που το λένε, και σώνει. Είναι όμως και πολύ αρχαίο. Τ’ αρχαίο ήτανε καμάρα· το πήραν οι Ρωμαίοι και το ’καμαν κάμερα (camera)· από κει το ξαναπήραμε εμείς· γι’ αφτό είναι και παροξύτονο.

— Και είναι σωστό, κ. Ψυχάρη;

— Όσο γίνεται σωστό, και βέβαια!

Τι περίεργο ρώτημα! Παρατηρήστε, σας παρακαλώ, πως σε κανένα μέρος του κόσμου, δε ρωτά ο λαός, μα μήτε κι ο γραμματισμένος, την ώρα που πάει να πει μια λέξη και προτού την πει· «Σωστό είναι αφτό που θα πω; Και γιατί και πώς είναι σωστό;» Τα λέει ο καθένας, επειδής έτσι τα βρήκε· τα βρίσκει έτοιμα και τα λέει. Μόνο στην Ελλάδα μιλούνε πάντα με τη γραμματική στο χέρι. «Είναι το τάδε σωστό; Όχι! Είναι ξένο. Λοιπόν, πώς πρέπει να το λέ­με;» Αφήστε το λαό να μιλήσει όπως θέλει· αγκαλά, ούτε προσέχει σ’ αφτά, ούτε τα ξέρει. Όσα του μαθαίνουν οι δασκάλοι, τα κανονίζει και πάει, γιατί έχει μέσα του τον κανόνα.

Εμείς όμως που γράφουμε, που κάνουμε ρομάντσα, πρέ­πει να συλλογιστούμε καλά τη δουλειά, να την πιάσουμε αλλιώς, γιατί εμείς δασκάλοι δεν είμαστε· δε ζούμε στο γρα­φείο μας, περπατούμε στους δρόμους, γράφουμε για όλους, γράφουμε για τη ζωή, κι έτσι πρέπει ν’ ακολουθούμε το λαό, το λαό και μόνο. Γι’ αφτό είπα, και γω κι άλλοι μαζί μας, πως από τη φιλολογία θα βγει φως...


Αισθητικαί θεωρίαι


— Επί ποίων φιλολογικών βάσεων στηρίζεται το νέον σας ρομάντζο το «Δώρον του Γάμου;» Ημπορείτε να μου ειπήτε συντόμως την αισθητικήν σας:

— Το ζήτημα θα σας το πω με δυο λόγια. Θαρρώ πως δεν πρέπει κανείς, σα βάζει πρόσωπα σ’ ένα ρομάντζο, να προσέχει μόνο στον τόπο που βρίσκουνται τα πρόσωπα, στα σπίτια, στις κάμαρες, στους μπερντέδες, στα χαλιά, μα να προσέξει πολύ περισσότερο στην ψυχή, τόσο μάλιστα να προ­σέξει που να ξεχάσει τον τόπο και να βλέπει την ψυχή μονάχα. Τι πειράζει πού και σε τι μέρος βρίσκεται κανένας άμα βρίσκεις την ψυχή; Αντίς άξαφνα κανένας να πάει στη Νάξο, ν’ ανεβεί απάνω στο βουνό, να κοιτάζει από κει πέρα τη θάλασσα, τον κάμπο, και να τα περιγράψει όλα, κάλλια να καθήσει κανείς, που να πούμε, μέσα στην ψυχή του αθρώ­που κι από κει, από την ψυχή του, να κοιτάζει θάλασσα, κάμπο, βουνά, κι αφτά να περιγράφει. Έτσι μπορεί κανείς πολύ καλά να κάμει ρομάντζο, δίχως να σας πει όχι μόνο σε τι σπίτι, μα μήτε και σε τι μέρος του κόσμου βρίσκουνται τα πρόσωπα. Τι να σας πω; Μου φαίνεται πως γίνεται τότες το μυθιστόρημα πιο γενικό, με πιο γενική ψυχολογία, με πιο γενικό νόημα, που μπορεί αμέσως πιο έφκολα να το καταλάβει κι ο Άγγλος κι ο Γάλλος κι ο Ρωμιός, γιατί παντού το κάτω κάτω είναι ίδια η ψυχή, δε μοιάζουν όμως οι τόποι, δε αρέσουνε σ’ όλους, δε διαβάζουν όλοι τις περιγραφές, μα η αθρώπινη ψυχή, στους θυμούς της, στην αγάπη της, στους καημούς της, στα πάθια της, που όλους το ίδιο μας τυραννούνε, όλους θα μας συναρπάξει, κι αφτά τα διαβά­ζουνε όλοι. Τι θαρρείτε; Σήμερις στο Παρίσι, ως και του Λοτή, ως και του Ζολά τις πολλές τις περιγραφές, αρχί­ζουμε λιγάκι και τις βαριούνται. Αφτό που σας λέω δε θα πει, όπως μπορεί κανένας ίσως να το πιστέψει στην Ελλάδα, πως μιλώ από μίσος ή πως τα ’χω κακά με το Ζολά. Διό­λου. Δεν είμαι και τίποτις, για να τα ’χω ή καλά ή κακά μαζί του. Έγραψα μάλιστα, καθώς και πολλοί άλλοι, ένα μικρό άρθρο για το υστερνό του το μυθιστόρημα – Docteur Pascal - και τα μισοείπα κι αφτά. Φαίνεται πως άδικο δεν είχα, αφού ο ίδιος ο Ζολάς μου έστειλε γραμματάκι, να μου μηνήσει πως μίλησα για το βιβλίο του ίσα ίσα όπως του άρεζε και πως βρέθηκε να είμαι ο μόνος που είπε όσα κι αφτός ήθελε ν’ ακούσει, γιατί έλεγα πως στον Πασκάλ περιγραφές έχει πολύ πιο λίγες, κι είναι σωστός συβολισμός όλο του το βιβλίο. Πάει να πει πως το πρόσωπο μπορούσε να ζήσει και σε κάθε άλλο μέρος του κόσμου, πάντα θα πάθαινε τα ίδια. Δεν είναι πρόσωπα πια, είναι ιδέες, είναι ψυχές. Κι έτσι μου φαίνεται πως αχαμνό διόλου δε θα ’τανε να ’γραφε κανείς, που να πούμε, τη γεωγραφία της ψυχής. Αφτό να κάνουμε ρωμαίικα. Ο Ρωμιός έχει μέσα του ζωή, πολλή ζωή, λαμπρό είναι το έθνος, και ποιος μυθιστοριογράφος βγήκε να μας δείξει την ψυχή της Ρωμιοσύνης; Αφτά και στο Πα­ρίσι τα θέλουνε, γιατί κανείς δεν τα ξέρει, και κει αρέσουν τα καινούρια, όσα δεν είπε κανείς ακόμη, όχι να καταφρο­νούμε άδικα και μπόσικα τα ρωμαίικα και τους Ρωμιούς. Αφτά πρέπει να γίνουνε και στην Ελλάδα, γιατί αφτά είναι κι ο σκοπός ο μεγάλος, αφτή κι η μεγάλη μας η δουλειά.


Το «Κρινάκι της Αμμουδιάς»

— Τώρα θα γράψετε τίποτε άλλο;

— Ναι! Έχω στο νου μου πολλά, ένα μάλιστα που του βρήκα τ’ όνομά του, μα που ακόμη δεν το ’γραψα. Το λέω· Το Κρινάκι της Αμμουδιάς. Κάπου στη Θεσσαλία, σε μιαν αμμουδιά, φυτρώνουνε κάτι άσπρα κι αδύναμα κρινά­κια. Είναι πολύ νόστιμα. Συλλογιούμαι να το κάμω ρομάντσο, και θα το κάμω με πόθο, γιατί μου αρέσει ο τίτλος. Ό,τι κάνει κανείς, πρέπει να το κάνει με πόθο, με αγάπη[71]

— Πώς θα το γράψετε;

— Θα το γράψω ρωμαίικα κι ύστερα θα το μεταφράσω.

— Ούτω γράφετε πάντοτε:

— Πολύ συχνά έτσι το κάνω. Κάποτε μάλιστα, σα δυσκολέβουμαι να πω τίποτις γαλλικά, σα δε μου φαίνεται να το είπα με την ταιριαζούμενη τέχνη, το λέω πρώτα ρωμαίι­κα, και να δείτε πως από το ρωμαίικο στο γαλλικό έρχεται καλούτσικα, γιατί σαν προσπαθήσει κανένας να το φέρει με τρόπο, και το ύφος το γαλλικό άξαφνα ξανανιώνει, μοιάζει σαν πιο καινούριο, σαν πρωτόφαντο· έχει κάποια μυρωδιά ρωμαίικη, που έχει το γούστο της. Τα ρωμαίικα είναι λαμπρή γλώσσα, πλούσια, καθάρια και δροσάτη σαν το κρύο το νερό. Θυμηθείτε πως ο Chénier τέτοιο σύστημα είχε· μα εκείνος μετάφραζε από τ’ αρχαία τα ελληνικά· εμείς θαρρώ κάτι θα κατορθώσουμε μεταφράζοντας, ή παραφράζοντας από τα σημερνά μας. Και τώρα τι άλλο να σας πω;


Ο βίος εν Παρισίοις


— Ό,τι θέλετε. Πώς περνάτε στο Παρίσι;

— Στο Παρίσι; Μα πολύ καλά, και βέβαια! Είμαι, καθώς θα ξέρετε, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, είμαι πολίτης Γάλλος και το ’χω για τιμή μου. Αφτά και στο Τα­ξίδι μου τα είπα. [Δυο λόγια, σελ. α’ – δ’]

Τη Γαλλία την αγαπώ και την έχω σαν πατρίδα μου. Πολλά της χρωστώ, πολλά της χρωστάει κι η Ελλάδα, και καλά θα κάμουνε να μην το ξεχνούνε με το παραπάνω. Δεν είμαι όμως από κείνους που φέβγουν και ξαπολνούν την Ελλάδα· δε θέλησα ποτέ μου να της πω· «έχε γεια και σώνει!», αφού γι’ αφτήνα δουλέβω πάντα και πολεμώ. Το θάρρεψα χρέος μου να κάμω για την Ελ­λάδα όσο μπορώ κι είναι στη δύναμή μου· γι’ αφτό βγήκα και γω να γράφω ρωμαίικα. Μα κι αφτά τα είπα πολλές φορές. [Ταξίδι, σελ. α’ – β’] Μερικοί εδώ σα να το πήραν όμως πολύ άσκημα που βρέθηκε στο τέλος ένας να γράψει και τα ρωμαίικα. Δεν ξέρουνε και φωνάζουνε.

— Δημοσιογραφείτε τακτικώς ή εκτάκτως στο Παρίσι;

— Κάποτε ταχτικά, κάποτες όχι· έτσι κι έτσι.

— Πού γράφετε;

— Σαν κάμει κανείς τ’ άρθρο του, όπου ταιριάζει, εκεί το βάζει. Για τον Καρκαβίτσα έγραψα στο Χρόνο. Γράφω και στο Φιγκαρό, στο Βολταίρο.


Αι φιλολογικαί συνεντεύξεις


— Τώρα, δια τους συγχρόνους Έλληνας συγγραφείς δεν θα μου πείτε την γνώμην σας;

— Α! όχι· όσα είχα να πω, τα είπα· έστειλα κιόλας γράμμα στο Άστυ. Εσείς δεν είσαστε ο Μποέμ;

— Μάλιστα!

— Κάματε πολύ κακά να τις γράψετε τις ιντερβιούδες σας, έτσι. Ό,τι σας έλεγαν, το γράφατε. Μα πήγατε και κρυφά σε μερικούς. Όσα όμως λέει κανείς ενός φίλου του, δεν τα καταστρώνει και στο χαρτί. Εγώ στο γράμμα μου εκείνο που μπήκε στο Άστυ, είπα κάτι και για σας, δηλαδή για το Χατζόπουλο· σαν έμαθα πως ο Χατζόπουλος κι ο Μποέμ είναι το ίδιο, θύμωσα κι είπα να σβήσω το μέρος που μιλούσα για τα δηγήματά σας. Μα θα πούνε, συλλογίστηκα, πως το ’σβησα ίσως από πάθος, κι έτσι τ’ άφησα. Δε μου αρέσανε διόλου οι ιντερβιούδες όλες αφτές. Τι διάβολο! Πρέπει κανείς να ’χει μέσα του και λίγη δύναμη, να δείχνει και κάποιο θαμασμό για κείνα που γράφουνε κι οι άλλοι, όχι να βρίζει, να χτυπά, όπως έκαμαν τότες όλοι μας οι πεζογράφοι και ποιητάδες. Δε λέω πια τι είπανε και τι δεν είπανε για μένα, πως δεν ξέρω τη γλώσσα κτλ. Μερικοί βλέπουνε στα βιβλία μου δυο τρεις τύπους που δεν τους παρατήρησαν ίδιοι τους στο λαό - γιατί ποιος προσέχει στου λαού τη γλώσσα; - κι έ­πειτα βγαίνουνε κι αποφασίζουνε πως ο λαός δεν το λέει! Το κάτω κάτω, δεν τους μέλει και πολύ, φτάνει να βρουν τίποτις, ό,τι κι αν είναι, να κατηγορούνε. Θαρρώ πως πρέπει ξεναντίας να χαίρεται κανένας για ό,τι καλό γράφεται. Σα δω τίποτις τέτοιο, καμαρώνω και λέω· «Μπράβο του! Να που ο τάδες έβγαλε κι ένα καλό βιβλίο. Προτιμώ μάλιστα να βρέθηκε κανένας άλλος να το γράψει, κι ο ίδιος να γλυτώσω από τον κόπο.»


Δια τας κυρίας


— Και πως την ευρήκατε την Αθήνα;

— Όμορφη· όμορφη!

— Τι σας ήρεσε περισσότερον;

— Όλα· ο ουρανός, οι δρόμοι, τα σπίτια. Μα δεν είναι κι η Ακρόπολη: Αφτό πια θα έφτανε και μόνο του. Εγώ και στους δρόμους σεργιανίζω, πηγαίνω, τρέχω, τώρα μά­λιστα που είναι και λίγη δροσιά. Πολύ μ’ αρέσει. Δε δια­βάζουν όμως εδώ. Το κακό αφτό είναι. Διαβάζουνε τίποτις βιβλία, ρομάντζες:

— Διαβάζουν σατυρικάς εφημερίδας πολύ.

— Δε διαβάζουνε λοιπόν και ρομάντζες; Έχουν άδικο. Εμείς για τις κυρίες γράφουμε. Πρέπει εκείνες να μας δια­βάζουνε. Δεν το λέω για μένα μονάχα· το λέω για όλους μας. Την Αμαρυλλίδα του Δροσίνη, μήπως δεν έπρεπε όλος ο κόσμος να τη διαβάζει, όπως κι όλα τ’ άλλα τα ρω­μαίικα τα έργα; Για ποιους δουλέβει, και κοπιάζει κανείς; Για τις γυναίκες. Το είπε αφτό κι ο μεγάλος ο Goethe. Γράφουμε, για να διαβάζουν οι κυρίες. Δε λέω· είναι μερι­κές που κάπως διαβάζουνε· μα ίσως καλό θα ’τανε να διά­βαζαν περισσότερα, να ήταν και περισσότερες.

Στη Γαλλία, διαβάζει, δουλέβει ο κόσμος. Στη Γαλλία, παίρνει κατάκαρδα κανένας ό,τι δουλειά κι αν πιάσει· ό,τι γράψει, ρομάντζα, στίχους, θα χύσει μέσα την ψυχή του. Δε θα καθήσει να γράψει κανείς για ό,τι του κατεβεί, για όλα τα μπόσικα, μάνι μάνι. Εκεί, το να γράφει κανείς, το ’χουνε δουλειά και τέχνη. Άθρωπος εκεί δεν είναι που να μη δουλέβει και πολύ μάλιστα. Έτσι και το σωστό. Για να γράψει κανείς ρομάντζο, καθώς και να βγει άξαφνα γλωσσολόγος, χρειάζεται πρώτα να προετοιμαστεί, να μάθει, να ιδρώσει. Άμα πιάσει κανείς κοντύλι στο χέρι, θα πει πως το ’καμε απόφαση πια να βάλει τα δυνατά του όλα, όχι μισά μισά να τα φτιάνει κι όπως τύχει. Για τούτο και γω σας λέω, αφήστε τις μισοδουλειές και δε θα τα βγάλουμε πέρα, γιατί μισή τέχνη δεν υπάρχει, δεν υπάρχει μισή ψυ­χή - δεν υπάρχει και μισή γλώσσα[72].




ΝΗΣΙΩΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑΚΙΑ

Επεξεργασία

I. Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ

Επεξεργασία

Από μακριά την αποχαιρετούσα την Ακρόπολη, το βράδυ, όσο έτρεχε το τραίνο και κατέβαινα στον Περαιά, να με πάρει το βαπόρι που με πήγε στην Τήνο. Την αποχαιρετούσα την Ακρόπολη και λυπούμουν. Ανοίγει η καρ­διά μου, άμα τα πατήσω τα χώματα εκείνα, τ’ άγια χώματα της Αθήνας. Έλεγα μέσα μου· «Πού αλλού στην Ελλά­δα θα βρω τέτοιους ρεπορτέρηδες; Πού τόσους φίλους και φημερίδες τόσες; Πού θα γελούν οι δρόμοι όπως γελούνε στην Αθήνα;»

Μ’ άρεσαν όλα και τα καμάρωνα όλα. Αμέ τα βουνά εκεί­να της Αττικής, που τα ’βλεπα πρώτη φορά στην Κηφισιά και δεν μπορούσα να τα χορτάσω, πού θα τα χαρούν τα μάτια μου τώρα που φέβγω; Όταν ο ήλιος βασιλέβει, πέρα πέρα, τα βουνάκια ροδοσκοτεινιάζουν αράδα αράδα, το ένα πίσω από τ’ άλλο, λες πως πλαγιάζουνε να κοιμηθούνε· το τελεφταίο το βουνάκι, κάτω κάτω, που φαίνεται μόλις, το ’χει ψιλή καταχνιά κουκουλωμένο και δεν μπορείς να καταλάβεις αν είναι σύννεφο, αν είναι βουνό. Πήγαινε να το διεις και δεν έχεις ανάγκη να διαβάσεις μυθολογία μήτε κανένα βιβλίο που γράφει για τους αρχαίους θεούς. Το βλέπεις κι ανατρι­χιάζεις. Λες αμέσως πως εκεί, μέσα στο σύννεφο και στην καταχνιά, εκεί θα κάθουνται θεοί.

Τέτοια θυμούμουν όταν ανέβηκα στο βαπόρι, κι ήμουν πολύ συλλογισμένος. Είχα μεγάλο καημό. Την καινούρια την Ακρόπολη, στοχάζουμουν τώρα, ποιος και πού θα μας τη χτίσει; Τους καινούριους μας τους θεούς σε τι βουνό, σε τι μέρος θα τους διούμε!


Ταξίδεψα μ’ έναν παπά. Πολύ άξιος. προκομμένος παπάς, σπουδασμένος, με τρόπους ωραίους, δάσκαλος στη Σαν­τορίνη, ήξερε κι από δημοτική. Γνώρισα κι έναν άλλο παπά σ’ ένα χωριό της Τήνος· είναι φιλόξενα ανοιχτόκαρδα της Τή­νος τα χωριά (της χώρας τη φιλοξένια άλλη μέρα πρέπει να την πούμε. Το πρόσωπο εκεινού του παπά έλαμπε από ξυπνητάδα· τα μάτια του γλυκά γλυκά και γελαστά· είχαν όμως και την πονηριά τους. Περιοδικά, φημερίδες, εβρωπαϊκά βι­βλία, τα παρακολουθούσε, τα διάβαζε όλα. Τον είδα και τον αγάπησα εκείνο τον παπά. Τι περιποίηση που μου έκαμε! Δε μ’ άφηνε να φύγω· πρώτα να μου χαρίσει και το κομπολόγι του.

Το κομπολόγι σου, παπά μου, θα το φυλάξω και μη σε μέλει. Θα σε συχνοθυμούμαι. Βγήκα στο ταξίδι με την ιδέα πως στην Ελλάδα όλα θα μου φανούν όμορφα κι ωραία. Μα μη νομίζεις πως σου κάνω τον έπαινο, μόνο και μόνο γιατί αποφάσισα να παινέσω τον καθέναν και το καθετί. Όχι! Εσύ τιμάς τον ελληνισμό. Και δεν πρέπει αμέσως κι απαρ­χής να το πούμε; Θρησκεία και πατριωτισμός το ίδιο είναι στην Ελλάδα. Τη θρησκεία την αφήνω ήσυχη· ήσυχους και τους παπάδες. Μόνο οι δεισιδαιμονίες με πειράζουν και δεν τις θέλω. Για τούτο μ’ αρέσει πολύ να ταξιδέβω με παπάδες. Το ’χουν άλλοι για κακό, εγώ το ’χω για καλό, όταν είναι καλός ο παπάς και ξέρει να κουβεντιάσει, που να πε­ράσει η ώρα.

Οι δεισιδαιμονίες αφτές δε ρωτώ πότε θα τελειώσουνε, ρωτώ μόνο πότε θα λιγοστέψουν; Ο Ρωμιός, τώρα που τον είδα σε κάμποσα μέρη της Ελλάδας, σα να είναι παντού ο ίδιος· ο ελληνικός λαός - μαζί λογαριάζω και τους πλούσιους και τους προκομμένους - μου φαίνεται σαν ένα λαμπρό παλληκάρι, που κάτι άφαντες αρίφνητες μικρούτσι­κες κλωστίτσες τον έχουν από παντού σφιχτοδεμένο, και δεν μπορεί να κουνήσει. Δεν μπορεί να κουνήσει, γιατί πρώτα πρέπει να συλλογιστεί τι μέρα θα φύγει· αν τύχει να είναι τρίτη, χάθηκε ο κόσμος. Αν άξαφνα το πρωί, εκεί που τρέχει στη δουλειά του, ανταμώσει στο δρόμο έναν παπά, γυρίζει πίσω. Κάθεται και πάει να σηκωθεί· στέκεται και πάει να καθήσει· λέει· Τι θέλει ο θεός, να σηκωθώ ή να καθήσω; Κάνει βίζιτα ενός φίλου του· μα σκουντάφτει στη σκάλα· θα πει πως κάτι θα πάθει. Πέφτει κι αρρωστά· φωνάζει το γιατρό· μέσα του όμως φωνάζει κι έναν άγιο. Όλη του η ζωή είναι σαν ένα θάμα παντοτινό. Μοναχός του τίποτα δεν κατορθώνει. Τις κλωστίτσες εκείνες θαρρεί πως κάποιος κάπου τις βαστά και πότε τη μια τραβά, πότε την άλλη·· έτσι κι ο Ρωμιός πότε καλά, πότε κακά, πότε χαίρεται, πότε λυπάται. Μόνο την έννοια του έχει ο ουρανός.

Οι δασκαλισμοί τώρα και κείνοι μου φαίνουνται πως είναι ένα σωρό κλωστίτσες. Κάθε δασκαλισμός και δεισιδαιμονία. Γιατί να διείτε τι τρέχει. Ο Ρωμιός που ταξιδέβει με παπά, τι νομίζει; Λέει πως θα ’χει φουρτούνα. Τη φουρ­τούνα ο παπάς θα τη φέρει. Θαρρεί δηλαδή πως φουρτούνα και μπουνάτσα δεν είναι δουλειά της μετεωρολογίας, δεν εί­ναι πράματα φυσικά, μα πως ένας άθρωπος μπορεί ν’ αλλάξει και μάλιστα να χαλάσει τους νόμους που κυβερνούν τον κόσμο. Κι ο δάσκαλος πάλε τι λέει; Λέει πως εκείνος μπορεί ν’ αλλάξει και να χαλάσει τη γλώσσα του λαού, που πήρε δι­κό της δρόμο και που έχει νόμους δικούς της.

Έπειτα, όλο να φωνάζουμε πως είναι πρόστυχη η γλώσ­σα, μήπως δεν είναι και τούτο δεισιδαιμονία και πρόληψη; Πρέπει να λέμε το εναντίο. Αχ! πόσο θα μ’ άρεζε να το ’λεγαν πρώτα πρώτα οι κυρίες! Για κείνες πολεμούμε, για να μας διαβάζουν εκείνες, πότε να γελούν, πότε και να δακρύζουν. Την ψυχή μας βγάζουμε για να διασκεδάσουνε μια ώρα και να μη βαρεθούν τα δύστυχά μας τα βιβλία. Στα βιβλία μας μέσα, και το νου μας θα χύσουμε και την καρδιά μας, ώσπου να γίνει ζωή το χαρτί μας. Οι κυρίες πρέπει μαζί μας να είναι. Δεν το είπαμε κι αλλού; Από τη μάνα θα μάθει το παιδί, και για κείνες θα γραφούν τα χρυσά βιβλία της αγάπης, που σαν της άνοιξης τα ρόδα θα μυρίζουν. Η φιλολογία μας θα είναι δική τους και να το ξέρουν. Τι ωραία που φιλονικούν οι κυρίες! Μα γιατί να φιλονικούν; Είδα μια πολύ νόστιμη στην Αθήνα, που ήθελε και καλά την καθαρέβουσα. Τ’ άκουσα και πόνεσε η καρδιά μου. Τι θα κάμουμε τώρα εμείς; Θ’ αρχίσουμε να συζητούμε κάθε τόσο με τις κυρίες, να τις μιλούμε για επι­στήμη και γλωσσολογία, να τις δώσουμε να καταλάβουν πως η γλωσσολογία κι η επιστήμη καθαρέβουσα δεν ξέρουν και πως μόνο εθνική γλώσσα γνωρίζουν; Όχι! Δεν ταιριά­ζει να τις το λέμε. Εγώ ντρέπουμαι να μιλώ για γλωσ­σολογία και γραμματική με τις κυρίες, γιατί θα μοιάζω δάσκαλος και δεν είναι και δουλειά τους. Παιδιά, άλλο πρέπει να τις πούμε.

Να τις πούμε πως γράφουμε τη δημοτική, γιατί έτσι μας αρέσει. Και γιατί τάχατις έτσι να μας αρέσει; Μας αρέσει έτσι, γιατί πολύ πιο δύσκολο είναι να γράφουμε τη δημοτική. Την καθαρέβουσα ο καθένας μπορεί να τη γράψει, και κατάντησε τόσο πρόστυχη γλώσσα, που είναι αηδία. Εμείς όμως είμαστε λίγοι. Κατορθώσαμε πράματα μεγάλα. Ποια είναι αφτά; Τούτα δα, που γράφουμε την εθνική γλώσσα, εκείνη τη γλώσσα που ο λαός όλος την ξέρει και τη μιλεί δίχως λάθος, κι όμως γενήκαμε ένα είδος αριστοκρατία. Τώρα μάλιστα βγήκαμε και της μόδας. Μαζί μας το λοιπόν πρέπει να είναι οι κυρίες, οι καλές, οι προκομμένες, που δε θέλουνε να είναι σαν τους άλλους, να μοιάζουνε με όλο τον κόσμο, που το ’χουν καημό και σταναχωοιούνται, άμα διουν πως η καθεμιά φορεί το φουστάνι και το καπέλο που φόρεσαν πρώτες εκείνες. Έτσι και το δικό μας το δημοτικό το καπελάκι, ο καθένας δεν μπορεί να το φορέσει.

Και σαν πως να είναι αφτό μας το καπελάκι; Όμορ­φο πολύ και πολύ απλό, γιατί πρέπει να πούμε κι άλλο ένα τις κυρίες· όσο πιο πολιτισμένος, όσο πια καλλιεργημένος είναι κανείς, όσο πιο ξεβγενισμένος ο νους του, τόσο περισ­σότερο θέλει απλή γλώσσα και τέχνη απλή.


Νύχτωσε και τρέχει το βαποράκι. Κάθουμαι στο κατάστρωμα κι αποχαιρετώ την Αθήνα. Αποκοιμήθηκα ή όχι, ποιος το ξέρει; Μου φαίνεται τώρα πως βλέπω μιαν Ακρό­πολη καινούρια, πως βλέπω καινούριους θεούς. Στου Παρ­θενώνα μας τα σκαλοπάτια κάθουνται γυναίκες πολλές αρα­διασμένες· τις προσκυνούν οι καινούριοι θεοί και τις φέρνουν κάτι λουλούδια, που μοιάζει πως αναποδογυρίζει ο ουρανός από μοσκοβολιά.




II. ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΗΝΟ

Επεξεργασία

Όταν ήμουνα στη Ζαγορά της Θεσσαλίας, παραπονιούμουν κάθε τόσο για τα καλντερίμια. Ο Δροσίνης κάμποσες φορές άκουσε τα παράπονά μου και θα τα θυμάται. Τ’ άκουσαν όμως και τα καλντερίμια· τ’ άκουσαν και τα θυμούνται. Αχ! εκείνοι οι δρόμοι που ανεβοκατεβαίνουνε σαν τα κύ­ματα, μα σαν κάτι κύματα πέτρινα και κοφτερά! Τα καλντε­ρίμια με κυνηγούν. Τώρα που βγήκα πάλε στο ταξίδι, και κείνα κατόπι μαζί μου. Καλντερίμια βρίσκω και στην Τήνο. Δε λέω για τους δρόμους, γιατί σε κάτι χωριά που πήγα, δεν ήταν και τόση κακοτοπιά. Τα καλντερίμια εδώ έγιναν κρεβάτι, και σε τέτοιο κρεβάτι έπεσα να κοιμηθώ στις τέσσερεις ήμισυ το πρωί, που έφτασα στην Τήνο, αφανισμέ­νος από το ταξίδι. Δεν ήτανε στρώμα· ήταν ανήφορος και κατήφορος όλο πέτρα.

Ας είναι! δεν πειράζει· κοιμούμαι και σε πέτρα - φτά­νει να είμαι μόνος. Έλα δα που στο κρεβάτι που πλάγιασα ήταν ένα σωρό κόσμος μαζί μου. Πολέμησα τρεις ώρες. Σκότωσα μερικούς και μερικές, όσους κι όσες μπόρεσα. Οι άλλοι κι οι άλλες μ’ έφαγαν. Οι πέτρες ήταν από μέσα κούφιες και κατοικημένες. Νόστιμοι μικρούτσικοι κάτοικοι, με του μελιού το χρώμα. Το αίμα μου στην Τήνο απόμεινε όλο.

Για να προκόψει η επιστήμη, για να μάθει χωριανές γλώσσες, τι δεν κάνει ο γλωσσολόγος; Αφήνει το σπιτικό του, ως και στης Τήνος τα ξενοδοχεία πάει να καθήσει. Δυο νύχτες με την αράδα κοιμήθηκα λαμπρά στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, απάνω σ’ ένα ξύλινο τραπέζι, μά­λιστα απάνω σε δυο, γιατί έχω και μπόι. Μεσημέρι και βράδυ με σερβίριζε ο ξενοδόχος το ξακουστό το τηνιακό το κρέας. Αλήθεια, πιο μαλακό, πολύ πιο τρυφερό από το κρέας ήταν το ξύλο του τραπεζιού. Κρασί έπινα ξύ­δι. Όταν έφυγα, πλέρωσα και δωμάτιον. Έτσι έγραφε ο λογαριασμός του ξενοδόχου. Ο ξενοδόχος εκείνος δεν μπο­ρούσε να καταλάβει γιατί δε θέλησα να πλαγιάσω στο δω­μάτιον. Του φάνηκε πολύ παράξενο. Είναι, φαίνεται, συ­νηθισμένος· πιο παστρικό κρεβάτι, λέει, δεν υπάρχει. Θύ­μωσε, φώναξε, μ’ έβρισε στο δρόμο, λυσσιασμένος, φρενιασμένος· μου είπε πως ήμουν κι ιδιότροπος.

Τους Τηνιακούς για τέτοια πράματα δεν τους μέλει. Τι καλότυχοι που είναι οι Τηνιακοί! Έχουν την Παναγιά που τους γιατρέβει. Άκουσα μάλιστα πως γιατρέβει και τους τρελούς. Ησύχασα και γω μ’ αφτό. Εκεί που κόντεβα να τρελαθώ από τα κρεβάτια, τα τραπέζια και τα φα­γιά, ήξερα πως η Παναγιά θα με γιατρέψει.

Τι καλό πράμα να τα γιατρέβει όλα η Παναγιά! Ρώ­τησα δυο Τηνιακούς, δυο χαριτωμένα παιδιά, αν είναι στην Τήνο γιατροί και τι ανάγκη τους έχουν. Αφού έγινε γιατρός η Παναγιά, στη θάλασσα αμέσως να πετάξουμε τα για­τρικά και τους γιατρούς μαζί.

Πολύ φρόνιμα μου είπαν οι δυο μου Τηνιακοί πως η Παναγιά δυο φορές μόνο το χρόνο γιατρέβει, Άβγουστο στις δεκαπέντε και Μάρτη στις είκοσι πέντε. Λοιπόν έχουν τους γιατρούς για όλο τ’ άλλο διάστημα. Η Παναγιά δε θέλει να κάνει θάματα κάθε μέρα. Για τούτο τους είδα σα λίγο συλ­λογισμένους τους Τηνιακούς· τα λόγια τους μετρημένα, κατεβασμένα τα προσώπατά τους. Μόλις τους βλέπεις. Ή πολύ σοφοί θα είναι ή θα τους καίει τόντις την καρδιά η τεμπελιά της Παναγιάς.

Τηνιακοί, συλλογισμένα μου παιδιά, ένα λόγο να σας πω. Συμπαθώ πολύ μαζί σας. Μου κακοφαίνεται και μένα που δε σας γιατρέβει κάθε μέρα η Παναγιά. Έμαθα μάλιστα πως μόνο τους ξένους γιατρέβει, και τους ντόπιους τους αφήνει κατά πώς είναι. Μου κακοφαίνεται και τούτο. Παι­διά μου, έναν άλλο λόγο να σας πω. Αν ήμουν Παναγιά, άλλη δουλειά δε θα είχα παρά να σας γιατρέβω. Θα γιάτρεβα μάλιστα όλο τον κόσμο όλη μέρα. Ο κόσμος ο κα­κόμοιρος πονεί. Δεν πονεί μόνο δυο φορές το χρόνο. Έχει βάσανα δίχως σκόλη. Δε σας βάρεσαν την ψυχή τα δάκρια που χύνει; Εμένα, η δική μου η ψυχή αναστενάζει και την έπνιξαν τα κλάματα του κόσμου.

Αχ! παιδάκια μου, να ήμουν Παναγιά, τι καλό θα σας έκαμνα όλους! Και τους ντόπιους θα γιάτρεβα και τους ξέ­νους. Και δε θα γιάτρεβα μόνο τους τρελούς, τους στρα­βούς και τους παράλυτους. Αμέ τι; Να είμαι Παναγιά και να φέρνουμαι σαν τους γιατρούς, που ο ένας είναι για τα δόντια, ο άλλος για τ’ αφτιά, ο άλλος πάλε για κάτι άλλα! Δεν ταιριάζει. Ποιος θα με βαστούσε εμένα, αν ήμουνα Παναγιά; Και τι τάχα; Τέτοιες αρρώστιες θα γιάτρεβα μόνο; Θα γιάτρεβα, παιδιά μου, και τις αρρώστιες της ψυχής.

Θα γιάτρεβα πρώτα πρώτα την καημένη μας την ψυχή, την ψυχή του αθρώπου που το βράδυ, όταν ο ήλιος βασιλέβει, λύπη γιομίζει και θάνατο συλλογιέται, τη δύστυχή μας την ψυχή που όλο θέλει κι όλο δεν μπορεί, την ψυχή μας που έχει χάλια, γιατί είναι καλή και γενναία ψυχή κι όμως είναι περιορισμένη. Αν ήμουν Παναγιά, δε θα μπορούσε κανείς να μετρήσει τα θάματά μου. Αφού θα είχα τη δύναμη να κάνω το ένα, θα είχα τη δύναμη να κάνω κι όλα τ’ άλλα. Έπειτα, χάρισμα θα τα ’καμνα, παιδιά. Θα ήμουν Πανα­γιά, θα ήμουν όμως και ποιητής. Για να γιατρέψω, δε θα γύρεβα πρώτα να με πιστέβει ο άρρωστος ή να πιστέβει πως θα γιατρεφτεί. Ο ποιητής τέτοιες έννοιες δεν έχει. Σκορπάει τα διαμάντια, του απάνω στη γης, πιστέβεις ή δεν πιστέβεις, κι έτσι καμιά μέρα, και στραβός να είσαι, θα καταλάβεις πως εκεί μπροστά σου κάτι λάμπει, κι ίσως ανοίξουν τα μάτια σου μοναχά τους, για να διεις και το φως.

Κρίμας, αλήθεια, να μην είμαι Παναγιά. Σας το λέω, παιδιά μου, θα τα ’παιρνα όλα ένα ένα και θα τα γιάτρεβα όλα. Θα γιάτρεβα τα καλντερίμια, θα γιάτρεβα τα τηνιακά ξενοδοχεία, τους τηνιακούς ξενοδόχους, τα κρεβάτια, τα τραπέζια και τα φαγιά. Θα γιάτρεβα όλους τους Τηνια­κούς· θα γιάτρεβα και την Παναγιά την ίδια που δεν μπο­ρεί όλα να τα γιατρέψει.

Τέτοια έλεγα τους Τηνιακούς, μα σα να μην τους πολύ άρεζαν τα λόγια μου. Έχουνε δίκιο οι Τηνιακοί. Δε μι­λούμε την ίδια γλώσσα. Ίσως για τούτο και τα λόγια μου δεν τους αρέσουν.

Εμένα πάλε μ’ αρέσει η Τήνο με το παραπάνω, όταν κάθουμαι ήσυχα στην Αθήνα, στο βιβλιοπουλείο της «Ε­στίας», με τον καλό τον Κασδόνη, που είναι και κείνος Τηνιακός, και μου λέει για την Τήνο. Στου Κασδόνη μαζέβουνται τ’ απόγεμα κάθε μέρα όσοι γράφουν ή στίχους ή πα­ραμύθια. Βιβλία κανείς δεν αγοράζει. Τι να τα κάμει, αφού διαβάζει ο καθείς τα δικά του και τα δικά του μόνο, κά­ποτε και μόνος; Έχω ιδέα που καμιά ώρα αφτό το βιβλιοπουλείο θα γίνει Ακαδημία. Γιατί οι Ακαδημίες έτσι γίνουνται. Γίνουνται μοναχές τους, και κει που δεν ξέρεις πώς θα γίνουν. Είναι σαν τα λουλουδάκια του κάμπου· άξαφνα φυτρώνουν και μεγαλώνουνε, φτάνει να είναι και το χώμα. Κάτι θα κατορθώσουν όλα αφτά τα παλληκάρια. Για κάθε πράμα θα σου μιλήσουνε, για γλώσσα, για ποίηση, για ρο­μάντζα, για φιλολογία· μόνο Ακαδημία δε βάνουνε στο νου τους, κι ίσια ίσια για τούτο παίρνει δρόμο λίγο λίγο η μικρή Ακαδημία του Κασδόνη.

Δημοτική, εθνική Ακαδημία! Άμα φανερωθεί, δίχως να είναι και Παναγιά, θα γιατρέψει πια και τους δασκάλους.




III. ΣΤΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ

Επεξεργασία

Να μην ήταν οι παπάδες, τι θα γίνουμουν και γω δεν το ξέρω. Όπου πήγα, πρώτος φίλος μου κι ο παπάς. Πο­λύ τους αγαπώ τους παπάδες. Είναι προκομμένοι, είναι καλοί, είναι κι έξυπνοι, είναι έξυπνοι κι αθώοι. Τους βλέπω και καμαρώνω. Αφτοί βάσταξαν τον ελληνισμό και σήμερις ακόμη, σε μέρη πολλά, αφτούς έχει πατρίδα η Ρωμιοσύνη. Τι περίεργο πράμα! Και μένα μ’ αγαπούν οι παπάδες. Αλήθεια, δεν τ’ αξίζω; Στο Παρίσι, που λέω πια την ιδέα μου παστρικά, και μιλώ για τα θρησκεφτικά ζητήματα μ’ όλο το θάρρος, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ωραία που τα πηγαίνουμε με τους παπάδες. Τι να πω τώρα για τους δικούς μας; Βέβαια θα διάβασαν το Ταξίδι μου και θα εί­δαν πως τη θρησκεία δεν την πειράζω, μάλιστα πως λέω και τα καλά της. Για κάτι άλλα θυμώνω, για κάτι δεισιδαιμονίες, για κάτι συνήθειες, ίσως για τα τηνιακά Καταστήματα, γιατί έτσι λεν εκεί την εκκλησιά, όχι όμως για την Παναγιά, που δε μου έκαμε και κανένα κακό.

Οι παπάδες το κατάλαβαν και για τούτο παντού με φιλοξένισαν και θα με φιλοξενίσουν ακόμη. Και γω πάλε, άμα διω παπά, ξανοίγει η καρδιά μου. Και κει που βλέπω παπάδες, αμέσως ξέρω πως θα καλοπεράσω. Στη Σύ­ρα ως τόσο δεν είδα παπά· καλοπέρασα όμως και στη Σύρα. Τ’ ωραίο, τ’ αγαπημένο το νησί! Το ’βαλα στην καρδιά μου. Είναι το πρώτο ελληνικό χώμα, ή, να το πούμε πιο σωστά, η πρώτη ελληνική πέτρα που πάτησα τότες, όταν ήρθα στην Ελλάδα. Και τώρα πόσο πιο όμορφη μου φάνηκε ακόμη! Έφτασε νύχτα το βαπόρι. Με τα φώσια της όλα έμοιαζε η Σύρα, από μακριά που την είδα, σαν ένας μικρούτσικος στρογγυλός χρυσοκεντημένος ουρανός, γεμάτος άστρα πηχτοκαρφωμένα. Τι θαρρείτε; Έχει κι η Σύρα αστερουδάκια δικά της. Ξέρουν εκεί τι θα πει επιστήμη, σου φτιάνουν κάτι λαμπρούς γεωγραφικούς χάρτες, γράφουν ιστορικά σπουδαία βιβλία και χτυπούν ένα χάζι τον Περραιβό, σου κάμνουν και κωμωδίες. Κι από το πρωί ως το βράδυ φιλονικούνε για ό,τι θέλεις, και για τον Ίπσεν και για μένα.

Στη Σύρα πολύ μ’ άρεσε κι ο ξενοδόχος. Δε μοιάζει διόλου τους ξενοδόχους της Τήνος. (Αχ! Τήνο, Τήνο, δυστυχισμένο μου νησί, πού να το ξέρεις σε ποιανού γλώσσα θα πέσεις!) Ο ξενοδόχος της Σύρας δεν είναι ξενοδόχος· είναι φίλος. Είναι μάλιστα πατέρας· έχει την έννοια σου· ρωτά πώς είσαι. Αν άξαφνα σου πονεί το στομάχι, θα σου παραγγείλει ο ίδιος το φαγί που σου χρειάζεται. - «Εγώ, λέει, αφτό νομίζω καλό, εσύ τώρα να διατάξεις. Σαράντα χρόνια ξενοδόχος, είμαι και γιατρός. Να διω τη γλώσσα σου!». Απαράλλαχτος ο γέ­ρος ο Bressant, όποιος τον πρόφταξε. Κι η πετσέτα που βαστά στο χέρι να σε σερβίρει, έχει αξιοπρέπεια και κείνη. Να πάτε δίχως άλλο στη Σύρα, μόνο και μόνο για το γέρο Μάτση. Ακούτε με κι αξίζει.

Πολύ όμως δυσαρεστήθηκα στη Σύρα, όταν κατέβηκα στην πλατέα και δεν είδα παρά τ’ άγαλμα του Μιαούλη. Πρόσμενα πως θα ήταν και του Βικέλα. Του έπρεπε, αφού είναι Συριανός. Κάμποσο θα μ’ άρεζε να ’βλεπα το Βικέλα μαρμαρένιο, με τα μεγάλα τα πανωβράκκια σαν του Μιαούλη, με το καππότο, με το γελέκι και το καζακί, με το ζουνάρι, τις κάρτσες και τα παπούτσια, να βαστά το κανοκιάλι στο ένα του το χέρι και με τ’ άλλο να βαστά τη λαγουδέρα. Θα μου θύμιζε τον πρώτο μου το Βικέλα, που χτυπούσε τους δασκάλους, που έγραφε στίχους δημοτικούς και δεν ήξερε παρά δημοτική. Δεν είχε ακόμη δασκαλέψει το Σαικσπείρο και φόρτωνε στον πετεινό όλα τα τελικά τα ν. Αφού ξέχασε τα βρακκάδικα και δεν τα θέλει, ελάτε να του κάμουμε άγαλμα εμείς με τα βρακκιά, να τα φορέσει.


Τώρα που τα ’γραψα αφτά, κάθουμαι και συλλογιούμαι· «Λέτε να πειραχτεί;» Και τι να πειραχτεί; Δε με ξέρει; Για να γελάσω μια στιγμή, τι δε γράφω; Γράφω όμως δί­χως κακία. Το κάτω κάτω, πώς να θυμώσει, αφού κι άγαλμα θέλω να του κάμω;


Ωραία τ’ αγάλματα κι η τέχνη ωραία. Σαν την ωραιό­τητα της φύσης τίποτε όμως δεν είναι. Κι η τέχνη, για ν’ αξίζει, τη φύση πρώτα πρέπει να μιμηθεί. Δεν πιστέβω ποτέ στη ζωή μου να είδα ό,τι είδα στη Σύρα, μήτε να το είδε κανένας. Τη νύχτα, με το φεγγάρι, δεν υπάρχει πράμα στον κόσμο που να ’χει της Σύρας την ομορφιά. Για να το καταλάβεις, πρέπει ν’ ανεβείς απάνω τη στράτα, ώσπου να διείς έναν καφενέ που έχει όνομα «Ορφεύς»... Εκεί, σε κείνον τον καφενέ, εννόησα πρώτη φορά, κοντέβουν τώρα εφτά χρό­νια, με τι τρόπο και με τι σύστημα, ήσυχα και κανονι­κά, ο λαός διορθώνει τους δασκαλισμούς, γιατί ο λαός η «Ορφές» θα το κάνει πολύ σωστά, όπως ένας μου το είπε, ή θα το λέει νέττα σκέττα καφενές. Εσένα μη σε μέλει για τους δασκαλισμούς· πήγαινε ίσια το δρόμο σου. Άμα είναι ησυχία, κι αγεράκι δε φυσά, θώρειε τη θάλασσα πέρα πέρα που γυαλίζει σα γυάλινος απέραντος κάμπος. Κοίταξε και τους βράχους που γκρεμνούνε και παν κάτου ως το γιαλό, ολόλαμποι βράχοι που στράφτουνε σαν τ’ ασήμι. Ανέβα ακόμη πιο αψηλά· άξαφνα στρίβει ο δρόμος και λες πως μπαί­νει μέσα στα βουνά, στη ρεματιά μέσα. Τα βουνά μοιάζουνε σα να ήταν από ατσάλι καμωμένα κι αχτινοβολούνε. Κά­τασπρη η στράτα. Περπατείς και το βήμα σου δεν τ’ ακούς. Σωπασιά μεγάλη παντού μεριά. Πού είσαι, και συ πια δεν το ξέρεις· ξεχνάς πως υπάρχει ζωή, θαρρείς πως είσαι φάν­τασμα, και που βαδίζεις μέσα στο φεγγάρι, στα βουνά του και τους γκρεμνούς του, μέσα στο φως του.

Και ποιο νησί στην Ελλάδα δε σε μαγέβει; Η Άντρο πάλι έχει και τη θάλασσα μαγεμένη. Πρέπει να διεις τις αμμουδιές εκείνες, βαθιά μέσα στο λιμάνι, με τα βουνά γύ­ρω γύρω. Έρχουνται τα κύματα, φαρδιά φαρδιά με τον α­φρό τους, έρχουνται και ξαπλώνουνται, ξαπλώνουνται και φωνάζουν της αμμουδιάς· «Έλα, έλα μαζί μας, εσύ που μας μαγέβεις και μας τραβάς, έλα να σε τραβήξουμε και μεις, έλα να σε πάμε πέρα στ’ ανοιχτά.» Μου φάνηκε σα να ήταν το τραγούδι της αγάπης. Εσύ που κοιμάσαι στην ακρογιαλιά, έλα, φωνάζει κι η αγάπη, έλα ν’ ανοίξει ο ουρανός, ν’ ανοίξει κι η ψυχή σου.

Η Άντρο έχει πανώρια βουνά. Τα βλέπεις δεξιά και σου γελούνε· είναι γιομάτα πρασινάδες, λουλούδια γιομάτα· τα βλέπεις αριστερά και τρομάζεις· είναι σαν ντουβάρια από γιγάντους χτισμένα· πέτρες και γκρεμνά· μήτε φύλλα, μήτε κλαδί. Η Άντρο τέτοια είναι, τ’ αντρειωμένο, τ’ όμορφο νη­σί· έχει δύναμη και χάρη. Οι αμμουδιές της είναι χαριτω­μένες, τα κύματά της φοβερά, οι ανερούσες εκείνες που σε παίρνουν και σε παρασέρνουν και δε σ’ αφήνουνε πια. Κι η αγάπη τέτοια είναι· έχει αμμουδιές κι ανερούσες. Θέλω κι η ποίηση να είναι τέτοια, θέλω να μοιάζει της Άντρος, να είναι χαρά και τρομάρα.

Άλλη πάλε είναι της Πάρος μου η νοστιμιά. Η Πάρο βουνά δεν έχει· έχει ραχούλες. Μήτε κρύο πολύ κάνει στην Πάρο, μήτε πολύ ζέστη· τα σοκάκια της είναι μικρά, όπως και τα σπιτάκια. Όλα της είναι ήσυχα, φρόνιμα, καλού­τσικα, γελαστά, όλα της έχουν κάποιο μέτρο και κάποιο γούστο. Κι η θάλασσα στην Πάρο δεν ξέρει από φουρτούνες· εκεί, κάθε χρόνο, το καλοκαίρι, έρχουνται τα σφουγγαράδικα και ψαρέβουνε δίχως φόβο. Κατεβαίνει ο βουτηχτής κάτω στης θάλασσας τον πάτο· μέσα σ’ ένα λάστιχο κατεβαί­νει μαζί του κι ο γλυκός ο Παρειανός αέρας· κάποτες βλέ­πεις μια φούσκα, μιαν ασπράδα που ανεβαίνει· θα πει πως ο βουτηχτής πήρε την αναπνοή του, κι έτσι μπορείς να καταλάβεις σε τι μέρος βρίσκεται ο βουτηχτής. Τα ίδια και μεις όλοι· γυρέβουμε, ψάχνουμε, πολεμούμε, καμιά αλήθεια να φανεί, να πάρουμε την αναπνοή μας, να διει ο κόσμος από τι μέρος βγαίνει ασπράδα. Όλα τ’ άλλα η θάλασσα τα σκεπάζει.

Από την Πάρο βαστώ και γω. Παρκιώτης ήταν της μητέρας μου ο πατέρας. Από την Πάρο βαστώ κι ας πα να λεν οι δασκάλοι. Το μέτρο μ’ αρέσει και πολύ μέτριος είμαι. Νομίζουν πως στη γλώσσα που γράφω τα τόλμησα πια όλα. Δεν τόλμησα όσα τολμά ο λαός· όχι γιατί τα φοβούμαι, μα γιατί δεν είναι καιρός ακόμα· όσα σήκωνε ο καιρός ο δικός μας, τόλμησα μόνο και θα το καταλάβουν κατόπι οι άλλες γενεές.

Από την Πάρο στην Αξιά πήγα με καΐκι κι από τη Χώ­ρα πήγα ίσια στα χωριά. Ποιος είδε κάμπους αθεόρατους, κάμπους μέσα στη μέση του βουνού; Στα βουνά της Αξιάς θα διεις κάμπους δεντροφορεμένους και θ’ απορήσεις όσο θ’ απορούσες, αν έβλεπες άξαφνα θάλασσα ψηλά μέσα στη μέση του νησιού. Θα μάθεις τ’ όνομα κάθε βουνού, το Καναβάρι, το Σταβρομενίτη, τη Βουκολόμαντρα, τον Καλυβά, τη Μο­νόπετρα, το Παχύ Γκρεμνάρι, τον Ανεμόμυλο και τον Καρκό. Κάθουνται τα βουνά και καμαρώνουν τ’ Απεράθου, τ’ ωραιότερο απ’ όλα τα χωριά. Η φύση όλη το καμαρώνει· ο ήλιος το γλυκοφιλά κι οι αχτίδες του, σαν ερωτεμένες, χαδέβουν τ’ αμπέλια τ’ Απεραθιού. Λες πως πλαγιάζουν και χουζουρέβουν και πως τις βάζει ο ήλιος να κοιμηθούν· «Εδώ μ’ αρέσει, αχτίδες μου χρυσές, εδώ μ’ αρέσει να σας βλέπω· αφανίζεστε όλη μέρα απάνω στις κορφές, στα καλντε­ρίμια, στις κοφτερές τις πέτρες· εδώ κάτω να ξεκουραστείτε· έχετε στρώμα κι απακούμπι.»

Ένα πρωί, από τ’ Απεράθου, είδα και την Αμοργό. Ήταν ψιλούτσικη καταχνιά, μια περίεργη καταχνιά, σα φωτολουσμένη. Πού και πού άσπριζε μια χαραμάδα, πολύ μακριά, - συννεφούδι, κυματάκι, ποιος ξέρει; Δεν ξεχώρι­ζες θάλασσα κι ουρανό· σα ροδάκινο μεγάλο, στο χνούδι του τυλιμένο, έμοιαζε πως κρέμουνταν η Αμοργό στ’ άπειρο μέσα.

Θα του κάμουμε ένα άγαλμα λαμπρό Εκεινού που θα βγει να μας πρωτοπεί την ομορφιά της Ελλάδας, γιατί μου φάνηκε πως έχουν τέτοιο παράπονο τα νησιά. Ποιος γυρίζει να τα διει; Αντίς να διαβάζετε ξένα και να γρά­φετε ξένα, τρεχάτε, παιδιά, στα νησιά, τρεχάτε και στη στεριά. Ρωμαίικα ρομάντζα προσμένουμε από σας όλους, προσμένουμε ρομάντζα που ρωμαίικο χώμα να μυρίζουν. Από σας όλους να μάθουμε θέμε τα κάλλη κάθε χώρας, το μυστικό κάθε ψυχής. Πολύ θα μ’ άρεζε και μένα, παιδιά, να μπορούσα κάτι να καταφέρω. Μα δεν αδειάζω· έχω άλλες δουλειές. Κάποιος τώρα πρέπει να φανεί. Το ρο­δάκινο που κρέμεται στον αέρα ψηλά, ποιος θα το κόψει; Ποιος θα ξεχωρίσει θάλασσα κι ουρανό; Ποιος θα ζωντανέψει και τις πέτρες; Εκείνος θα γίνει «άλλος Ορφές». Ομπρός το λοιπόν, και μη φοβάστε. Άγαλμα θα του φτιάσουμε, σας λέω. Φέρνουμε και μάρμαρο από την Πάρο.




ΙV. ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ

Επεξεργασία

Γιατί βγήκα στο ταξίδι και τι γυρέβω, δεν το κατάλαβα ακόμη.

Κοριτσάκι μου, εσύ που προβαίνεις στο παράθυρό σου, αν­τίκρυ στην κάμερή μου, και με κοιτάζεις κι απορείς και δεν ξέρεις γιατί άξαφνα σηκώνουμαι και περπατώ, άξαφνα κάθουμαι και γράφω, γιατί ξεσκίζω κάθε τόσο μια κόλλα χαρ­τί και ξαναρχίζω, γιατί κάποτε χαμογελώ και κάποτε πάλε στέκουμαι ώρες και συλλογιούμαι, κοριτσάκι μου εσύ, να σου πω τα ιστορικά μου· δυο πράματα σιχαίνουμαι στον κόσμο, δυο είναι που μου φέρνουν αηδία, να ταξιδέβω και να γράφω. Να γράφω και να ταξιδέβω στην Ελλάδα έγινε τώρα η δουλειά μου. Από κει να καταλάβεις.

Αν τύχει και διαβάζεις το Άστυ, μη βλέπεις που λέω τόσα για τα νησιά και που τρελάθηκα για την ομορφιά τους. Θέλεις να μάθεις την αλήθεια; Βλαστημώ την ώρα που ήρθα. Εμένα μ’ αρέσει να μην το κουνώ από το σπι­τικό μου, το χειμώνα ήσυχα να δουλέβω, το καλοκαίρι να σκυλοχουζουρέβω. Το μουλάρι με σκοτώνει· το κεντιστήρι δεν το νοιώθει το μουλάρι· το στομάχι μου το νοιώθει και γίνεται τρύπα. Τρέχα απάνω στα βουνά, τρέχα με τον ήλιο και το βοριά μαζί, τρέχα στα μονοπάτια, που ξεφέβγουν τα πόδια σου από τις σκάλες στις αγκίστρες του βουνού, τρέχα σε δρόμους στενούς, ντουβάρια αριστερά, και δεξιά ντουβάρια, που χτυπάς, ξεγδέρνεις και πηγαίνεις· βάστα την ομπρέλα με το ένα χέρι, βάστα με τ’ άλλο το καπέλο σου, με τ’ άλλο βάστα το καπίστρι, με το τέταρτο βάστα την ψυχή σου. Ανάθεμάν τα!

Και για τι σκοπό, για τι όφελος τα βάσανα κι ο κόπος; Για ν’ ακούσεις την προφορά, για να σου πουν παραμύθια, και κει που σου τα λένε να τους φέβγει η ομιλία, να τρέχουν τα λόγια μάνι μάνι και συ να τ’ αρπάζεις. Και μήπως έφκολο είναι να το καταφέρεις; Καλύτερα ψήφους να μαζώνεις παρά να μαζώνεις παραμύθια! Πρέπει σαν το βουλεφτή να ρητορέβεις, όλο τα ίδια να κοπανίζεις και να μην κουράζεσαι πο­τέ. Σε μερικά χωριά ντρέπουνται και τραβιούνται· κάποτε μ’ ένα φράγκο ή και με μια δεκάρα πάει η ντροπή και τό­τες πια δε γλυτώνεις. Σ’ άλλα χωριά πάλε άλλες ιστορίες. Με πονοκέφαλο, με θέρμη, με βήχα και με συνάχι, κατε­βαίνεις από τ’ Απεράθου στους Βόθρους· όχι! δεν κατεβαί­νεις· κατρακυλάς· το μουλάρι λέει να πατήσει και φοβάται· φυσά βοριάς, παλληκάρι, και σου σπάνει τη μούρη· από την άκρη του βουνού, μπροστά σου, απάνω από τα βράχια και τους γκρεμνούς, σαν άσπρες φοράδες, μπρούμυτα κάτι σύννε­φα πετιούνται και θαρρείς πως θα σε πλακώσουν. Ας είναι! Δεν πειράζει. Οι Βόθροι δεν είναι μακριά· ας διούμε και κει πώς μιλούνε. Νύχτωσε. Πρέπει ακόμη να κάμεις κουράγιο, ώσπου να φτάσεις κάτω στη ρεματιά, γιατί εκεί κάτω είναι οι Βόθροι, ανάμεσα σε δυο βουνά. Άξαφνα, το ένα βουνό ζωντανέβει και στη μέση του βουνού βλέπεις φώτα αναμμένα, σα να είχε μάτια, χίλια μάτια το βουνό, σα να ήτανε σπηλιές κι η κάθε σπηλιά φλόγα· είναι τα παράθυρα του χωριού που λάμπουν ένα ένα· χαίρεσαι και συλλογιέσαι· Εδώ θα λεν παραμύθια πολλά. Θα λεν παραμύθια και στους Βόθρους. Να κι η ρεματιά, να κι οι Βόθροι!

Σου ανοίγει την πόρτα του ένας χωρικός και μπαίνεις μέσα. Σε καλοδέχεται. Τού είπες τι γυρέβεις και γιατί ήρθες· είναι πρόθυμος να κάμει ό,τι θέλεις. Θα μείνεις λίγες ώρες· απόψε πρέπει να γίνει η δουλειά κι άβριο το πρωί. - Μά­λιστα, θα γίνει! - Εκεί που το πιστέβεις με τα σωστά σου, γυρίζεις και τι βλέπεις; Ο νοικοκύρης έφυγε· ο μεγαλύτερός του γιος έπεσε απάνω σε δυο σάκους πίτερα και ρουχαλίζει· η κόρη του ξαπλώθηκε στο κρεβάτι και κοιμάται, είκοσι χρονώ γυναίκα· μια άλλη, δεκαπέντε χρονώ, καμώνεται πως νυστάζει. Βουβάθηκαν όλοι. Μόνη της η γριά, καλή γριά, προσπαθεί να θυμηθεί κανένα παραμύθι. Οι άλλοι ξέ­ρουνε, μα τι τους μέλει; Αδιαφορία και για τον κόπο το δικό σου και για την επιστήμη που σ’ έφερε ως εκειδά. Ν’ αγόραζες σμυρίγλι, θα τους βαστούσες όλη νύχτα στο ποδάρι.

Θέλεις να φύγεις, να πας σ’ άλλο νησί. Βαπόρι δεν έχει. Οι ώρες σου είναι μετρημένες· ο σκοπός σου είναι να διεις πολλά νησιά, να τα πάρεις ένα ένα· θα ήταν καλό, θα ήταν ωραίο να τα ’βλεπες όλα. Αδύνατο! Βαπόρι δεν έχει. Κι ας μην έχει! Τι πειράζει; Να μη σου κακοφανεί, να μην πικραθείς, να μη σου κάψει ο πόνος την καρδιά. Το κάτω κάτω γιατί ήρθες; Για να σπουδάσεις τη γλώσσα ενός τόπου, παιδί μου, που για τέτοια σπουδή έχει περισσότερη αδιαφορία κι από τους Βόθρους· και γνωστός να είσαι, δε φαίνεται να ξέρει καλά καλά σε τι καταγίνεσαι τόσα χρόνια. Για τέτοια πράματα φροντίζουμε καλύτερα αλλού. Παραίτα λοιπόν ήσυχα τη μελέτη και γράφε να ξεθυμάνεις. Γράφε, και πού; Όπου τύχει κι όπου βρεθείς. Με την πέννα και το καλαμάρι στην τζέπη, τράβα εσύ από το ένα στ’ άλλο χωριό, και στο δρόμο, κάθου απάνω στο μουλάρι, να συλ­λογιέσαι για επιστήμη και για τέχνη!


Εφτυχισμένο κοριτσάκι που δε γράφεις, πόσο σε ζουλέβω! Όσες ανοησίες κι αν ακούσεις, ότι κι αν πουν οι δασκάλοι, εσένα δε σε νοιάζει. Και γω θα γίνω τώρα σαν και σένα. Να χολοσκάνει κανείς, δεν αξίζει. Τι λέει το τραγού­δι; Σου κρένω, δε μου κρένεις. Έτσι να κάμουμε είναι και πιο σωστό. Να μην τους δίνουμε απάντηση τους δασκά­λους. Τι βγαίνει από τα πολλά τα λόγια; Οι δασκάλοι κάθε τόσο φωνάζουν πως άλλη γλώσσα μιλούνε στη Θεσσα­λία, άλλη γλώσσα στα νησιά, στο Μοριά άλλη γλώσσα, πως δεν ξέρει κανείς ποια απ’ αφτές να πρωτογράψει, πως δεν μπορεί ο ένας να καταλάβει τον άλλονα, και πως για τούτο πρέπει να γράφουμε την καθαρέβουσα, που ο καθένας την καταλαβαίνει! Είναι τάχατις ανάγκη να τους δείξουμε πως ίδιοι τους δεν καταλαβαίνουν τι τρέχει, δε βλέπουν και δεν ακούνε; Φτάνει κανείς να πάει σε δυο χωριά ή σε τρία, και να θελήσει να μάθει την ντόπια γλώσσα του χωριού, τα βέρα χωριάτικα, που λεν, τα χοντρά, για να του φανερωθεί η αλήθεια. Πολύ δύσκολα θα μάθει τα χωριάτικα αφτά, γιατί χάνουνται και πάνε. Παντού η κοινή γλώσσα βασιλέβει· δεν τη μιλούνε πάντα αναμεταξύ τους, μα την κατα­λαβαίνουν όλοι, και με τους ξένους αφτήνα μιλούν, την κοινή, την πανελλήνια γλώσσα, την πανελλήνια δημοτική.

Την άκουσα παντού και παντού τη μίλησα και γω· με καταλάβαιναν πολύ καλά και τους καταλάβαινα. Έπρεπε να τους παρακαλέσω, για να μου πουν τα χοντρά. Δε θα κάμουν οι δασκάλοι, αφτή η γλώσσα να μην υπάρχει, αφού υπάρχει, ακόμη κι αν τους αρέσει να φωνάζουν πως δεν υπάρχει γλώσσα. Και τώρα που την ξέρει ο λαός, θέλουνε να του τη σηκώσουν και να του καθίσουνε μιαν άλλη με το ζόρι, που μήτε ίδιοι τους δεν τη μιλούνε, μήτε ο λαός μπορεί να την καταλάβει.

Αφτή τη γλώσσα, κοριτσάκι μου, ν’ αγαπάς· αφτή τη γλώσσα να γράφουμε, για να μας διαβάζεις.


Γρήγορα θα γλυτώσω κι απ’ αφτόνα τον μπελά, κι από τα γραψίματα κι από τα ταξίδια· ακόμη ένα γραμματάκι, και σώνει πια. Ας είναι οι φίλοι καλά που παντού και σ’ όλη την Ελλάδα με περιποιήθηκαν, και με είχανε σαν παιδί του σπι­τιού. Να πω τώρα για τη Ζαγορά; Εκεί δεν ήτανε σπίτι, μα παλάτι, παλάτι και φιλοξένια βασιλική. Και πόσα άλλα θέλω να πω! Δεν έχω λόγια. Εδώ στο Δαμαριώνα, στην Αξιά, που κάθουμαι τώρα και γράφω, ήρθα προψές τ’ απόγεμα, η ώρα μια· πήγα στου βουλεφτή· δε με γνώριζε διόλου· του είπα τι γυρέβω. Αμέσως, στην ίδια στιγμή, γέμισε το σπίτι παιδιά, παραμύθια - και φαγιά.

Όλοι, όσους είδα πάντα και παντού έβαλαν τα δυνατά τους, να μ’ εφκολύνουν τη δουλειά· ήξεραν πολύ καλά τι σπουδάζω, τι αξίζει η σπουδή, σε τι καταγίνουμαι τόσα χρόνια. Έκαμα και δυο τρεις γλωσσολόγους. Γλωσσολογι­κές κουβέντες - κουβέντες κι όχι φιλονικίες - είχαμε κάτω στη χώρα της Αξιάς, κάθε βράδυ στο τραπέζι, με τον καλύτερο απ’ όλους τους Χωρεσιανούς. Γνωριστήκαμε στη Σύρα, στο ξενοδοχείο. Πήγαινα στην Πάρο, εκείνος στην Αξιά. Κοίταζε από το παράθυρο και πρόσμενε όλη μέρα να με φέρει το καΐκι, μην τύχει κι έρθω και δεν πάω στο σπίτι του.

Πρόθυμος, ανοιχτόκαρδος ο κόσμος εδώ. Ο δήμαρχος - όχι της Χώρας - του Χαλκιού της Τραγαίας, το βράδυ, στις εννιά, που παρουσιάστηκα, πρόσταξε κρεβάτι και τρα­πέζι, προτού να του πω και τ’ όνομά μου! Να μην ξεχάσω τους παπάδες! Τι δε μου έκαμε ο Νάξιος ο Δεσπότης! Τι δε μου έκαμε στις Μέλανες, εδώ, ένας φτωχός παπάς! Ξεπέζεψα μια στιγμή και κάθησα στον καφενέ· ήρθε ο παπάς να μου κουβεντιάσει, κι αμέσως να μου δώσει ροδάκινα, ρόδια, βασιλικό. Το χρέος μου, λέει, είναι ν’ αγαπώ τους αθρώπους.

Να μην ξεχάσω και τις γριές. Από την Παρκιά έφυγα πολύ πρωί για τη Σάντα Μαρίνα· πείνασα στο δρόμο. Μπή­κα σ’ ένα χαμηλά πρόστυχο σπιτάκι. Μου σερβίρισε η γριά ό,τι είχε, ψωμί, τυρί, σταφύλι και καφέ. Κάθησα σ’ ένα σκαμνί· ήταν και δυο γατίτσες· ήταν κι ένα σκυλάκι· τους έριχτα μια ψίχα πού και πού· έρχουνταν και τρεις όρνιθες και τσιμπούσαν, πολύ φιλικά, πολύ συντροφικά, όλα τους μαζί. Η πόρτα ήταν ανοιχτή· έβλεπα μπροστά μου την Αξιά, τη θάλασσα και τον ουρανό· ησυχία μεγάλη· σα νανουρίσματα έμοιαζαν τα λόγια της γριάς, και μια στιγμή κόντεψα να λησμονήσω πως ταξιδέβω και πως γράφω.




V. ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ

Επεξεργασία

Από τη Σαντορίνη.

Το παράπονο μου το παλιό θέλω πάλε να τ’ ακούσεις. Μοναχό γιατί να μ’ αφήνεις; Θυμάσαι, ψυχή μου, θυμά­σαι; Έξη χρόνια τώρα και παραπάνω! Τα λόγια που σου έλεγα τότες, πες μου, χρυσό μου, και σήμερις ακόμη και την ώρα αφτή που σου γράφω, δεν κελαδούνε μέσα στην καρδιά σου, σαν πουλάκια γλυκά; Το χάρηκαν της Χιος τα βουνά, το χάρηκε ο κόσμος, το τραγούδι της αγά­πης που έκαμα, φως μου, για σένα. Μήπως το ξεχνάς; Όταν είσαι μακριά, παρηγοριά δεν έχω. Αναστέναζα και σε ζητούσα στο Πυργί· αναστενάζω και σε ζητώ στη Σαν­τορίνη. Από το Μεροβίγλι, ψηλά ψηλά, απάνω στα γκρεμνά, που κάθουμαι και σου μιλώ, βλέπω κάτω στη θάλασσα τα νησάκια που μέσα τους έχουνε φλόγα κρυμμένη, το Βουλκάνο που δεν κοιμάται ποτέ, κι ας μοιάζει σαν αποκοιμι­σμένος. Καημένες τα λεν εδώ τα νησάκια που είναι όλο φωτιά, τη Μεγάλη Καημένη και τη Μικρή. Είμαι σαν τα νησάκια και γω· είμαι ο Μεγάλος ο Καημένος.

Όπου πάω, εσένα ποθώ. Εσένα συλλογιούμαι σ’ όλο μου το ταξίδι. Στη Σύρα, που περπατούσα με το φεγγάρι, εσέ­να είχα στο νου μου, και θαρρούσα πως δεν έβλεπα ζωή πουθενά και πως σέρνουμουν και γω σ’ έναν κόσμο πεθαμένο. Άξαφνα κατέβαινα στο γιαλό, μήτε τον κατήφορο φοβούμουνα μήτε το σκοτάδι μήτε τους βράχους. Με θωρούσαν και κρυφολαλούσαν. Ποιος είναι τούτος ο τρελός; - Όχι! δεν είμαι τρελός. Κατέβαινα κάτω στο γιαλό, κά­τω στη μοναξιά, για να φωνάζω τ’ όνομά σου, για να πιστέβω πως είσαι κοντά μου, για να ξέρω πως υπάρχεις.

Σ’ ό,τι νησί κι αν ήμουν, είχα πάντα βία να φύγω. Γρήγορα γρήγορα να πάω! Ίσως στ’ άλλο το νησί καλύτερα θα είναι· ίσως θα κάμω καλύτερη δουλειά. Πήγαινα και πά­λι έλεγα τα ίδια κι ήθελα πάλε να τρέξω αμέσως αλλού. Ή­τανε πλήξη, δεν ήτανε βία, και πάντοτε νόμιζα πως θα βρεθεί κανένα νησί, το νησί της Ησυχίας, η κούνια που θα βάλω τον πόνο μου να πλαγιάσει, ο ουρανός που θα νταντέψει το βάσανό μου. Τι με μέλει για την επιστήμη, τη γλωσ­σολογία και τα παραμύθια που συνάζω; Η Ιδέα μου είσαι Εσύ, η Ιδέα που με φωτίζει στο δρόμο που βαδίζω, που μου δίνει και το θάρρος. Εσύ ξέρεις πάντα το σκοπό μου. Για σένα πολεμώ και δουλέβω. Φτωχός ήμουν και μ’ έκαμες πλούσιο, γιατί δικό μου τίποτις δεν έχω· δυο πράματα μόνο γύρεβα στον κόσμο, μια γλώσσα, και λίγη ποίηση. Τη γλώσσα την πήρα από το στόμα του λαού· την ποίηση μου από σένα την πήρα.


Την ποίηση μου από σένα την πήρα και του κάκου παραπονιούμαι. Θυμάσαι, ψυχή μου, θυμάσαι; Έξη χρόνια τώρα και παραπάνω! Σε συλλογιούμουνα στο Πυργί κι έ­χυνα δάκρυα πικρά. Δεν μπορούσα, δεν ήθελα να πιστέψω πως ο Χάρος μια μέρα θα πει της αγάπης μας· Έλα, έλα, και δω θα τελειώσεις! Δεν το πίστεβα πως ο κόσμος μια μέρα θα σε ξεχάσει. Σήμερα πια δε φοβούμαι το Χάρο· η αγάπη μας δεν έχει τέλος κι ο κόσμος σε ξεχνά.

Ήταν αδύνατο, άδικο ήταν ένα πλάσμα σαν και σένα, τόση χάρη και τόσος νους, τόση χάρη παιδιακήσια και νους τόσο γερός, τόση ψυχή, τόσο φως να χαθούν, κι άμα πεθάνεις να μην ξέρει κανείς πως ήσουν της πλάσης το στολίδι, το καμάρι τ’ ουρανού. Για τούτο έκλαια κι απελπίζουμουν και ζητούσα κάτι να κάμω για σένα, κανένα ποίημα, να σου χαρίσω, που να σε δοξάζει, που να μείνει παντοτινά. Και διες τώρα! Το κατάφερα κι έχω χαρά. Κρίμα που δεν είσαι πλάγι μου να σε δείξω μια βάρκα βαρκούλα μικρή που αρμενίζει αλάργα στο γιαλό. Τι νόστιμη, τι χαριτωμένη, τι μικρούτσικη μικρουλή που φαίνεται αλήθεια από δω απάνω στο βουνό! Μόλις τα μάτια σου την ξανοίγουν και μοιά­ζει σαν τιποτένια. Κι όμως, παιδάκι μου, μη φοβάσαι. Έφτιαξα μια βάρκα για σένα που δεν μπορεί φουρτούνα να τη χαλάσει. Έβαλα μέσα την ομορφιά σου, έβαλα την ψυχή και τους λογισμούς σου, έβαλα τη ζωή σου, έβαλα και την αγάπη μας μέσα. Τότες είπα της βαρκούλας να τρέχει, να τρέχει στα αιώνια τα νερά.

Έτσι θα γλυτώσεις Εσύ κι από το Χάρο κι από τον Άδη. Όσο η θάλασσα δεν ξεραθεί, θα φουσκώνει η βαρκού­λα τα πανιά της· όσο ζήσει αφτός ο λαός, θα ζήσεις και συ. Και κοίταξε τι ωραία! Πρώτη φορά στην περίφημη την Ελλάδα, προσπάθησε ένας ποιητής να φτιάξει τέτοια βαρ­κούλα, πρώτη φορά πολεμάς για χατίρι Μιανής και Μιανής δόξα. Πολλοί κάμνουνε και κάμανε στίχους, πότε για τη μια, πότε για την άλλη. Εγώ για σένα μόνο μιλώ, και δίχως να πω τ’ όνομά σου, ο κόσμος ξέρει ποια είσαι. Λοιπόν ήσυχη να μείνεις. Εσένα θα σε ζουλέβουν όλες οι γυναίκες, γιατί πλούτη κι αρχοντιά η καθεμιά μπορεί να ’χει· μπορεί να ’χει η καθεμιά καρδιά, μεγάλη και μεγάλο νου· η καθεμιά δεν μπορεί να ’χει αθάνατη δόξα σαν και σένα. Νόστιμα κι αθώα σαν τη βαρκούλα που σου λέω, κάμε το ταξιδάκι σου τώρα, σιγά σιγά, με τα γλυκά σου τα χαμογέλια, με την πανάγαθη σου ψυχή, κάμε το ταξιδάκι σου και χαίρου άτρεμα τον Ωκεανό· είναι καλός ο καπετάνιος.


Και τι μας μέλει εμάς για τη δόξα; Και μήπως έχει νόημα κανένα; Η δόξα τίποτις δεν είναι· η αγάπη όλα τα κατορθώνει. Γιατί θέλω τη δόξα για σένα; γιατί σ’ αγαπώ. Γιατί γυρέβω ποίηση και γλώσσα; Μήπως για μένα τις γυρέβω; Την ποίηση και τη γλώσσα τις γυρέβω για τους άλλους, για τους άλλους πονώ και δουλέβω. Έλα, μικρό μου, το λοιπόν, ας αφήσουμε τη δόξα κι ας συλλογιστούμε μόνο την αγάπη. Την αγάπη να βάλουμε τώρα με το νου μας.

Ο κόσμος αγάπη διψά. Είναι τόσοι δυστυχισμένοι, είναι τόσοι φτωχοί, είναι τόσες καρδιές πικραμένες. Έλα ν’ αγαπήσουμε τον κόσμο. Δεν μπορώ ένα δάκρυ να διω κι η ψυ­χή μου να μη βραχεί. Ο πόθος μου, ο μόνος, είναι να παρηγορηθούν οι πικραμένοι. Δεν αγαπώ εσένα μονάχα· αγα­πώ τον κόσμο όλο. Μ’ έκαψαν τα βάσανά του. Δε σου το είπα πως είμαι ο Μεγάλος ο Καημένος;

Έλα, πουλί μου, να καούμε κι οι δυο, ν’ αγαπήσουμε και τον καημό μας. Ο καημός μας είναι καλός, αφού είναι έλεος γεμάτος. Ποιο είναι το γιατρικό που μπορεί να γιατρέψει τον κόσμο; Η αγάπη, κανένα άλλο. Για να γιατρέψεις τους αρρώστους, πρέπει πρώτα να τους αγαπήσεις. Πρέπει εκείνους να συλλογιέσαι κι όχι εσένα. Η επιστήμη μονάχη δε φτάνει. Η αγάπη θα της δώσει ύπαρξη και ζωή. Η περιέργεια είναι μια αγάπη, αγάπη για να μάθεις, αγά­πη που σα μαγνήτης σε τραβά, που σε κάμνει τ’ άγνωστα να γυρέβεις, αγάπη που γεννά την επιστήμη.

Αγάπη είναι κι η τέχνη. Για να καταλάβεις τους αθρώπους, πρέπει να τους αγαπήσεις. Και πώς είναι δυνατό να μπεις μέσα στην ψυχή τους, τα πάθη τους όλα να ζεδιαλίσεις και να τα γράψεις, αν πρώτα δεν τους αγαπήσεις; Πρέ­πει ν’ αγαπήσεις και τη φύση, για να πεις την ομορφιά της· αλλιώς δε νοιώθεις και τη φύση. Πρέπει να λωλαθείς για τα βουνά, πρέπει η θάλασσα να σε τρελάνει, πρέπει ο νους σου να χαθεί για ένα χρυσολούλουδο του κάμπου. Κι η τέχνη τι άλλο είναι παρά ένα λουλούδι που θα κόψεις, παρά μια ψυχή που θα μυρίσεις;

Έλα, βάρκα βαρκούλα μικρή, έλα ν’ αρμενίσουμε τώρα στον Ωκεανό της αγάπης. Έλα πάντα να βαστάς ανοιχτά το γιαλό, πέρα και πέρα να πάμε. Να μην αγαπήσουμε ε­κείνους μονάχα που είναι πονεμένη η καρδιά τους· ας αγα­πήσουμε τους εφτυχισμένους, τους καλότυχους, τους μεγάλους· ας αγαπήσουμε όσους έχουν και δόξα και πλούτο και νου. Γιατί να τα ’χουν αφτά, σα δεν τους αγαπούμε; Έλα να τα χαρούμε μαζί τους, άμα τους αγαπήσουμε σαν αδέρ­φια· έλα να δροσιστεί η ψυχή τους, κι η αγάπη μας να τους μάθει πως πλούτος μεγαλύτερος απ’ αφτήνα δεν είναι, πως δεν έχει εφτυχία πιο μεγάλη.

Πρέπει, όταν ο κόσμος κοιμάται, εμείς να ξαγρυπνούμε, να δουλέβουμε για τον κόσμο. Ας δουλέψουμε για όλους, ας δουλέψουμε και για τους ζαβούς, τους ζουλιάρηδες, τους κουφούς και τους στραβωμένους. Ας τους αγαπήσουμε, να μας αγαπήσουν ίσως και κείνοι. Η καλοσύνη μας να γίνει βουνό, που να μη βλέπουν οι κακοί την κορφή της. Ποτέ να μη μας κουράζουνε, να μη μας χαλνούν το κουράγιο η ανοη­σία και το μίσος, το μίσος το σιχαμερό που όλο γιομίζει το στόμα του ψεφτιές, που το ξέρει και που δεν έχει ντροπή.

Και τι να δώσουμε, οι δυο μας εμείς οι μικροί, τι να δώσουμε τους κακούς, τους πλούσιους και τους πονεμένους; Πρέπει να δώσουμε στον κόσμο ποίηση όση μπορούμε. Έλα να την κάμουμε ποτάμι, να ποτίσει τη γης, στους κάμπους να ξεπλημμυρίσει, κι ύστερα μαζί μας αλάργα να ’ρθει, να μας πάρει στον Ωκεανό της δόξας και της αγάπης.



[1] Βιβλιοθήκη της Εστίας, Ο γέρο Κολοκοτρώνης (κι όχι ο «Γέρων - Κολοκοτρώνης», όπως το βάζει πολύ άσεβα η Εστία), τόμ. Α', 1889, σελ. 61.


[2] Θα παρατήρησε ο καθένας τη φράση που λέει στο γράμμα του πως ήθελαν οι αρχαίοι τον κόσμον όλο να «καταλάβουν». Αφτό θα πει τέχνη, δηλαδή να βάζει κανείς μια λέξη με το κοινό, συνηθισμένο της το νόημα, και συνάμα όποιος θέλει να βρίσκει μέσα της και το νόημά της τ’ αρχαίο. Δεν τα νιώθουν ακόμη αφτά στην Ελλάδα· τα ’νιωθε στη Γαλλία ένας Ρασίνας, και δε θα πει πως μιλούσε λατινικά, σαν έλεγε μια λέξη και με την παλιά της και με την τωρινή της σημασία. Ο σωστός αρχαϊσμός τέτοιος είναι.


[3] Ο ίδιος ο Καρκαβίτσας, σαν έγραφε ακόμη την καθαρέβουσα, έγραφε ελαχίστη, κοίτ. Η Λυγερή, σελ. 7


[4] Είναι μάλιστα τρομερός κριτικός, γιατί βλέπω και λέει πως μου λείπει «το ασύλληπτον και απροσδιόριστον εκείνο κάτι το όποιον ονομάζουν πνεύ­μα της γλώσσης ή γλωσσικόν αίσθημα». Παναθήναια, Β’, σελ. 299. Και δίκιο θα ’χει ο Ξενόπουλος, επειδή από πού μπορώ να το μάθω το κάτι εκείνο το άπιαστο, όσο δε μας γράψει κανένα βιβλίο στη δημοτική ο Ξενόπουλος ο ίδιος; Μα λέω μήπως είναι και τούτα... προσωπικά; Στα 1893, θυμού­μαι, έλεγε άλλα για μένα ο Ξενόπουλος (κοίτ. Άστυ, 9 του Νοέβρη, 1893, 1, 5-6)· «Η ομιλία του είχεν εις τοιούτον, βαθμόν τον οικείον τόνον» και τέτοια πολλά, που μοιάζει σα να μη μου έλειπε τότες το κάτι. Μα έτυχε θαρρώ κατόπι - στην προκήρυξη του Διαγωνισμού - να δηγηθώ και γω κάτι για τον Ξενόπουλο. Ίσως έτσι πάει κι η γλώσσα μου και το δικό μου το κάτι. Γιατί αλλιώς πώς να καταλάβω μερικά πράματα που δε θα είχανε το λόγο τους; Ο Α. Γεωργιάδης, στο πρώτο του άρθρο για μένα, σα δεν ήταν ακόμη ολότελα φίλος της δημοτικής, έλεγε ίσα ίσα πως απόρησε πολλές φορές, βλέποντάς με να ζω «τόσον μακράν του ελληνισμού» κι ωστόσο διόλου να μη μου λείπει το κάτι εκείνο, και σα με διαβάζει κανείς, να θαρρεί πως ακούει κουβέντα ζωντανή (κοίτ. Ρόδα και Μήλα, Β’, το άρ­θρο Μισή γλώσσα)· ο Ξενόπουλος δε θέλει μήτε η γλώσσα μου ζωντανή να είναι (Παν. Β’, 300)! Ο κακόμοιρος ο Γεωργιάδης το θέλει - γιατί δεν έχει μαζί μου προσωπικά.


[5] Ας σημειωθεί μάλιστα εδώ πως ο Ιουστινιανός ο ίδιος έτσι τις ήθελε, σφανταχτερές σφανταχτερές και με πολύ μάλαμα, κοίτ. Ch. Diehl, Justinien, Παρίσι, 1901, σελ. 657.


[6] Ευσ. Β.Κ. Δ’, 19 (Heikel, 125, 5): και της ευχής δε τοις στρα­τιωτικοίς άπασι διδάσκαλος ην αυτός, Ρωμαία γλώττη τους πάντας ώδε λέγειν εγκελευσάμενος· «Σε μόνον οίδαμεν θεόν» κτλ. κτλ.


[7] Hertzberg, Gesch. Griech. I, 145 (Noch immer hatte die latei­nische Sprache bisher in dem amtlichen Verkehr ihre Herrschaft behauptet; bis gegen Ende des sechsten Jahrhunderts erscheint das Latein noch als die offizielle Sprache bei dem Commando in der Armee). Κοίτ. και Sitz. b. της Βιέννας, τ. 73, σ. 95.


[8] Ευσ. Β. Κ., Γ’, 13, 1 (Heickel 83, 13): Ο μεν δη ταύτα ειπών Ρωμαία γλώττη, υφερμηνεύοντος ετέρου, παρεδίδου τον λόγον τοις της συνόδου προέδροις.


[9] Για το Ρωμαίικο θέατρο, 12-14. Κοίταξε, για τα καθέκαστα, Et. de philol. neo-grecque, τη μελέτη του Lafoscade, 83, 158. Σήμερις το ’καμε σωστό βιβλίο. De epistulis imperatorum magistratumque romanorum. Insulis MDCCCCII. Κοίτα και Ch. Diel, Justinien, Παρίσι, σελ. 566.


[10] Δημοσιεφτήκανε πρώτα, με τον τίτλο ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣ­ΣΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ, στην Εικοσιπενταετηρίδα του Ελλη­νικού φιλολογικού Συλλόγου της Πόλης, τ. 18, Παράρτημα, 1888, σελ. 441-452, 463-490.


[11] Il s’agit ici des œuvres d'imagination, de la littérature propre­ment dite. En matière de productions scientifiques, on peut dire, au contraire, qu'une œuvre a d'autant plus de valeur qu'elle a un public plus restreint et qu'elle est estimée do moins de monde. Mais cela ne tient nullement à la langue employée: cela no dépend que de la pensée.


[12] Α fortiori, cela doit être entendu ainsi de tous les termes scientifiques spéciaux. Il va de soi que le peuple ne comprend pas et n'a pas à comprendre un mot tel que κατάληξη. Mais il ne comprend pas davantage κατάληξις, pas plus qu'en France il ne sait ce que c'est qu'une désinence; personne toutefois ne s'est avisé jusqu'ici de dire en français desinentia; la langue vivante garde toujours son système grammatical. De ce qu'on parle la langue du peuple, il ne s'ensuit nullement qu'on doive être compris du peu­ple. Il s'agit simplement d'écrire une langue que le peuple puisse apprendre un jour. Pour cela, il est indispensable que le vocabu­laire de l'écrivain soit conforme à la morphologie vivante. Tous les Français écrivent en français moderne, quelles que soient les matières dont ils traitent. Toute objection dans ce sens tombe d'elle-même.


[13] Si la langue littéraire avait suivi dès le début le chemin qu'ont pris toutes les autres langues, le vocabulaire moderne se serait enrichi de plus de nuances qu'il n'en possède. Ολύμπιος, par exemple, serait régulièrement devenu λύμπιος. Le sens spécial d'olympien (dieu de l'Olympe) se serait perdu et, par une gradation de sens facile à supposer, nous aurions eu peut-être dans λύμπιος une nuance semblable à celle qu'exprime le mot divin, dans dos locutions comme une grâce divine ou an divin sourire; divin signifie ici quelque chose de plus qu'un sourire charmant. Mais pour créer des acceptions de ce genre, il eût fallu un Ronsard suivi d'un Racine.


[14] Aux personnes désireuses de faire plus ample connaissance avec la langue ancienne, je ne puis mieux faire que de recomman­der un livre d'une lecture aussi facile qu'agréable: c'est le Précis de grammaire comparée dn grec et du latin,par M. V. Henry, Paris, Hachette, 1888.


[15] Je prépare en ce moment un assez long travail sur les ma­nières de recueillir et d'étudier un dialecte sur place. La question y sera traitée à part. Les jeunes gens qui préparent pour le Syllogue des collections de poésies populaires no sauraient trop se mettre en garde contre les formes que les paysans eux-mêmes prennent souvent pour des formes vulgaires et courantes.


[16] Πρέπει μάλιστα να παρατηρήσουμε που όταν τύχει στη σειρά του λόγου τετρασύλλαβο, η προπροπαραλήγουσα χάνει τον τόνο, αν είχε τόνο, και τονί­ζεται η παραλήγουσα μόνη. Παραδείματος χάρη, λέμε άθρωπος, μα άθρωπός μου, πρόφερε άθροπός μου· λέμε κάμαρα, μα κάμαρά μου. Φυσικά, όταν η αρχική συλλαβή είναι φωνήεντο, μαζί με τον τόνο χάνεται και το φωνήεντο· π.χ. θα πούμε είκοσι (=ίκοσι), μα κοσιένα (είκοσι ένα). Με τέτοιο τρόπο χάθηκε το ι του ίνα και το ο του όπου. Ίνα πολεμάς έγινε να πολεμάς, λέγε ναπολεμάς όπου θα πει—που θα πει, λέγε πουθαπί. Ο τόνος κι η αρχική συλλαβή χάνουνται στην ίδια στιγμή. Έτσι και στα γερμανικά· einen, μα ’nen Becher - Αφού γράφηκαν αφτά, διάβασα μια μελέτη του κ. Fογ, Griechische Vocalstudien, Bezz, Beitr. XII, 38 ακόλ. Βλέπω που με κατηγορεί πολύ ο κ. Foy, γιατί είπα κι αλλού τέτοιο πράμα. Ο λόγος του είναι που μια συλλαβή με τόνο δε χάνεται σε καμιά γλώσσα, και που πρέπει για να χαθεί, μια άλλη συλλαβή να πάρει τον τόνο της πρώτης και με κάποιο τρόπο, ο τόνος να πηδήξει. Αφτό δεν είναι σωστό, αφού είδαμε που μήτε στους τύπους κάμερή μου μήτε στο ίνα πολεμάς, πηδά ο τόνος. Η λήγουσα στο πολεμάς κι η πα­ραλήγουσα στο κάμερή μας είχαν πάντοτες τον ίδιο τόνο. Έτσι και στο κοσιένα. Τα τετρασύλλαβα στη γλώσσα μας δε θέλουν τονισμό διπλό. Ίσια ίσια το νόμο τούτο δεν είχε παρατηρήσει ο σοφός μας φίλος. - Ίνα κάμω και ίνα πολεμώ είναι το ίδιο παράδειμα. Για του κ. Fογ τη μελέτη, διες Revue Critique, 1888, 329-333, (αρ. 17).

[17] Διέστε το στ. 146·

Όταν σε στήσουν εις αρχήν και πιάσεις εξουσίαν

και το στ. 49·

Στρατιώται ήσαν οι όλοι σου και πάπποι και προπάπποι

Και όλον το γενολόγιν σου.


[18] Ο λόγος μου είναι που αν ο Πλάτωνας ζούσε σήμερα, δε θα ’γραφε βέβαια την αρχαία. Και στον καιρό του έγραψε γλώσσα καινούρια, την αττι­κή, όχι την ομηρική.


[19] Φιλολογία εννοούμε σήμερα στην κοινή γλώσσα littérature και φι­λολογικός θα πει littéraire. Το συνηθισμένο της το νόημα έχει η λέξη και δω.


[20] Πρώτος ο Crusius. Σήμερα κι άλλοι πολλοί, ο E. Miller, ο G. Meyer, ο G. Miller, ο Γ. Δεστούνης, ο K. Krumbacher. Ο φίλος μου ο Legrand πιότερα απ’ όλους πλούτισε και τη βιβλιοθήκη μας και το νου μας. Θα ήταν αδικία να μην αναφέρω τον άξιο και σοφό Α. Μηλιαράκη.


[21] Κατηγορήθηκαν κατόπι πολύ όσα έγραψα εδώ, ήσυχα και χωρίς πάθος, για τον Κοραή. Τ’ άφησα όπως ήτανε. Νόστιμο να με κατηγορούν οι καλαμαράδες, που πρώτοι κατηγόρησαν τον Κοραή στα ελληνικά του.


[22] Για τον Grimm, κοίταξε Whitney Jolly, Αναγνώσματα περί των γενικών αρχών της συγκριτικής γλωσσικής, μετάφραση του Χατζηδάκη, 1898, σελ. 707-709. Ο Grimm είναι ο πατέρας της ιστο­ρικής γραμματικής. Για τα έργα του Bopp κοίτ. Αναγνώσματα, 699 ακόλ. και Β. Delbruck, Einleitung in das Sprachstudium, 1884,1-2, κι ακόλ. Στα 1812, ο Bopp ήτανε στο Παρίσι και σπούδαζε.

Στην ίδια την εποχή έγραφε κι ο Wilhelm von Humboldt (κοίτ. Αναγνώσματα, 710-711), και τόσοι άλλοι· ο F. A Wolf, από τα 1795, είχε δημοσιέψει τ’ αθάνατα Προλεγόμενά του, δηλαδή, τό­τες η επιστήμη ένοιωθε πια τι θα πει δημοτική ποίηση και δημοτική γλώσσα, είτε Όμηρο σπούδαζε, σαν το Wolf, είτε γραμματική, σαν τον Grimm. Μα ο Κοραής, που είδε πολλά πράματα στην Εβρώπη, δε φαίνεται να καλομπήκε στο νόημα· τουλάχιστο τα γράμματά του στο Chardon de la Rochette δε δείχνουνε διόλου πως κατάλαβε τι σημασία είχε η γαλλική επανάσταση, κι ωστόσο ζούσε στη Γαλλία. Ίσως δεν έβλεπε και τι γινό­τανε στην Ελλάδα· να μην ξεχνούμε πως σε κείνα τα χρόνια ζούσε κι ο Βηλαράς, πως σε κείνα τα χρόνια (1812, 11 του Μαγιού) έγραφε το γράμμα που δημοσίεψε ο Βλαχογιάννης στο Διόνυσο (τ. Β', 1902, σελ. 202-207), και που σαν το διαβάζουμε σήμερις, απορούμε πώς μπόρεσε και τα είπε και τα κατά­λαβε και τα προμάντεψε όλα. Μεγάλος άθρωπος αφτό θα πει, να μη βλέπει την εποχή του μονάχα, παρά να προβλέπει και τη μελλούμενη. Όλα τα βιβλία του Κοραή δεν αξίζουνε μια σελίδα μόνο από το γράμμα εκείνο του Βηλαρά. Είναι το βαγγέλιο της δημοτικής. Και λυπάται κανένας σα βλέ­πει πως ένα έθνος αξιώθηκε να ’χει τέτοιους αθρώπους κι ακόμα δεν κατάλαβε την αλήθεια.


[23] Ο μόνος τρόπος να κάμει κανείς δουλειά χρήσιμη και πρωτοφανή είναι ν’ ακολουθήσει το σύστημα του κ. Βερναρδάκη (Ευριπίδου Φοίνισσαι, 1888) και να συγκρίνει στα σκόλια την αρχαία γλώσσα με τη δημοτική. Τους αρχαίους σήμερα για να τους καταλάβουμε καλά, πρέπει πρώτα να τους μεταφράζουμε. Τέτοια βιβλία τα καμαρώνουν και στην Εβρώπη, γιατί δεν έγιναν ακόμη πουθενά.


[24] Η προφορά της περισπωμένης είναι σήμερα μυστήριο για την επισ­τήμη· ξέρουμε μοναχά που όποιος έλεγε περισπωμένη, έλεγε όλο μαζί οξεία και βαρεία· το πώς μας ξεφέβγει.


[25] Όποιος θέλει μπορεί να πάρει, αν του αρέσει, κανένα άλλο παράδειμα. Μα για το ζήτημα που γίνεται τώρα, δεν έχει να πει τίποτις που η γενική μας είναι γλώσσας κι όχι γλώσσης. Ο λόγος μας είναι για την κατά­ληξη, και το η της γενικής μούσης δεν έχει να κάμει μήτε πολύ μήτε λίγο με την κατάληξη -ς- Με τον ίδιο τρόπο, η ονομ. πατέρας βαστά το ς της όνομ. πολίτης, νεανίας ή λόγος. Το α της γενικής μας είναι το α της γενικής ημέρας.


[26] Για να παραστήσουμε τη διαφορά που λέω, πρέπει να πάρουμε τη μουσική. Ας πούμε το λοιπό


Το ντο (do) σημαίνει οξεία. Τ’ άσπρο το λα μας δείχτει τον τόνο το σημερνό (accent d’ inlensite). Με το ντο η φωνή σηκώνεται, πετά πιο ψηλά. Με το λα δεν ανεβαίνει, στέκεται στην ίδια γραμμή, μα βαστιέται πιότερο καιρό στη γραμμή της. Οι αρχαίοι, όταν έλεγαν τόνος, ανέβαζαν τη φωνή με το ο· εμείς την κατεβάζουμε, την κάνουμε πιο βαριά. Ο καθένας ξέρει που η διαφορά αφτή του τονισμού είναι γενική και κοινή σ’ όλες τις μεταγενέστερες γλώσσες, στις νεολατινικές και στις άλλες. Ο νέος μας ο τονισμός, το λεγάμενο accent d’ inlensite ας πούμε η εντονή, έφερε όλες τις άλλες φωνολογικές αλλαγές που παρατηρούμε στη γλώσσα. Ας με συχωρέσουν, αν τη λέω μικρή διαφορά.


[27] Γι’ αφτό το λόγο μπορεί κανείς να καταλάβει πως, σε μερικές χώρες, τ’ άτονο ο έγινε ου, πρβλ. κόμπος και κουμπί. Το μ δε σημαίνει· είναι γενικός νόμος, γιατί λεν και ου πόλεμους, και ου άθρουπους και τουν αντίς τον. Τέτοιους τύπους έχει κι η κοινή μας γλώσσα. Η κοινή όμως δεν τους παραδέχεται όλους· θα διούμε την αιτία παρακάτω.


[28] Γράφουν πάντα j’aime, tu aimes, il aime, ils aiment, μα η προ­φορά κατάντησε να είναι σήμερα η ίδια και για τα τέσσερα αφτά τα πρό­σωπα· em θα τα πουν και τα τέσσερα. Χωρίς τις αντωνυμίες, je, tu, ils (iz), δε θα μπορούσε κάνεις να ξέρει για ποιο πρόσωπο γίνεται λόγος. Εμείς λέμε ακόμη αγαπό, αγαπάς, αγαπά.


[29] Αν είχαμε συνήθεια να γράφουμε τις λέξες σαν που τις προφέρουμε, ζομός, ΑΘίνε, κάθιμε, ετίμι, ιμίς, θα βλέπαμε αμέσως που δε λέμε διόλου αρχαίους τύπους. Το πιστέβουμε μόνο, γιατί τους γράφουμε ζωμός, Αθήναι, κάθημαι, ετοίμη, ημείς· νομίζουμε που τόντις έτσι μι­λούμε.


[30] Οι άλλοι τύποι του ενικού και πληθυντικού βγήκαν από την ονο­μαστική του ενικού ζω· η κανονική και ταχτική γενική μιας ονομαστικής ζω δεν μπορεί να είναι παρά ζου, όχι ζώου, έτσι και τα ζα. Συναίρεση είναι αδύνατο και περιττό να γυρέβουμε· το ζώου δεν μπορεί να γίνει ζου, μήτε το ζώα ζα, με κανέναν τρόπο.


[31] Ο σοφός μου φίλος Κ. Krumbacher έγραψε μια πολύ σημαντική μελέτη για το γ· Ein irrationaler Spirant in Griechischen, Munchen, 1886. Ο κ. Krumbacher γράφει που στην ίδια χώρα κλίνουν ακούγω, ακούμε, άκουγα ή ακούω, άκουγα. Τέτοια ανωμαλία δεν μπορεί να υπάρχει παρά στις κοινές ή κεντρικές γλώσσες, κι ο Krumbacher παρατήρησε μόνο τις κεντρικές γλώσσες. Τα κέντρα δε βρίσκουνται μοναχά στις πολιτείες· και τα χωριά μπορεί να είναι κεντρικά. Μάλιστα στα νησιά, κά­θε πρωτέβουσα είναι κέντρο κι η γλώσσα κάθε πρωτεύουσας είναι κοινή. Όπου έχει εμπόριο, λιμένα, καράβια, οι γλώσσες είναι πάντοτες χαλασμένες. Αν πάτε, π.χ., στη Χιο, δεν πρέπει να γυρέψετε τα χιώτικα στη χώρα· στη χώρα θα βρείτε δυο τρεις ιδιωτισμούς, σαν το πάμενε, το ίντα κι άλλα τέ­τοια πολύ γνωστά· μα η γλώσσα είναι κοινή. Αν πάμε πάλε στα χωριά, και κει θέλει μεγάλο κόπο για να ξεδιαλίσει κανείς την αληθινή γλώσσα του χωριού. Πολλά χωριά έχουν εμπόριο αναμεταξύ τους, και τόσο φτάνει για να χαλάσει η ντόπια γλώσσα. Παρατήρησα μάλιστα που, άμα βγει ο χωρικός από το χωριό του, ξεχνά τα χωρικά του και δίχως ο ίδιος να το παρατηρήσει, πιάνει και μιλεί κοινή γλώσσα. Χρειάζεται βιβλίο για να πει κανείς όσα έχει να πει για τέτοιο αντικείμενο και να δείξει τη δυσκολία της μελέτης αφτής.


[32] Όποιος θέλει να βεβαιωθεί που είναι τόντις έτσι το πράμα, φτάνει να προσέξει και θα το καταλάβει. Όταν ένας χωρικός λέει εώ, ακούω και ακούγω, θα πει ή που ταξίδεψε ο ίδιος ή που έζησε μ’ άλλους χωρικούς που ταξίδεψαν κι έφεραν έτσι ξένους τύπους στο χωριό. Άμα ρωτήξει να μάθει, θα διει πάντα που είναι μια τέτοια αιτία στη μέση.


[33] Στην Πόλη μάλιστα, όταν είναι πολλά παιδιά σ’ ένα σπίτι, λένε μι­λώντας για τον πατέρα, ο ίδιος. Σύγκρινε το με τη φράση· Αυτός έφη.


[34] Όποιος κάμει τέτοια γραμματική θα γνωρίζει, πιστέβω, τους φωνολογι­κούς νόμους της κοινής και θα μπορέσει να ξεχωρίσει και να διακρίνει τους τύ­πους του λαού από τους τύπους του σχολείου. Όπου βρει στην κοινή δυο τύπους διαφορετικούς για την ίδια λέξη, θα πάρει φυσικά τον τύπο το δημοτικό και θα ξέρει ποιος είναι ο αληθινός ο τύπος. Στην Πόλη, π.χ., θ’ ακούσουμε να λεν και μάγειρας και μάγερας. Πρέπει αμέσως να καταλάβουμε που ο τύπος μάγερας είναι ο μόνος κανονικός και να διούμε για ποιο λόγο· ο λόγος είναι που ι μπροστά σε ρ όταν είναι άτονο, γίνεται ταχτικά ε (κάθε εξαίρεση θα ’χει το λόγο της). Ο τύπος μάγειρας, με ει είναι τύπος χαλασμένος· λεν το ι γιατί γράφει ει. Όταν ξέρει κανείς λίγη γλωσσολογία, έφκολα βλέπει τα τέτοια. — Δεν έχει να πει που η κοινή γλώσσα παραδέ­χεται δυο διάφορους δημοτικούς τύπους για μια μόνη λέξη, αγαπάω, αγα­πώ, τίποτις, τίποτες κτλ. Οι αρχαίοι και κείνοι έγραφαν και μείζονες και μείζους κι άλλα τέτοια χιλιάδες· μάλιστα είχαν και πολλά δυσκολότερα. Ό,τι κι αν πει κανείς για τη γλωσσική ποικιλία που υπάρχει σήμερα, δε θα βρει τύπους που να διαφέρουν περισσότερο από το τέσσαρες και πίσυρες. Ποιος μπορεί να καταλάβει, α δεν το ’μαθε, που πλησίος και πλατίος είναι η ίδια λέξη; Αφτή η ποικιλία είναι πλούτος· δεν ταιριάζει να την κατηγορούμε και πολύ πιο σωστό είναι να τη σπουδάζουμε. Η κοινή γλώσσα δεν έχει τέτοια ποικιλία, όπως κι η αρχαία η κοινή δεν την είχε. Ακόμη κι όταν παίρνουμε δυο τύπους που διαφέρουν ο ένας από τον άλλο, σαν το μείζονες καί μείζους, ο σκοπός είναι οι τύποι που συνηθίζουμε να είναι αλήθεια δημοτικοί κι όχι ψεφτοδημοτικοί σαν που είναι ο τύπος μά­γειρας.


[35] Essais de grammaire historique néo-grecque, tom. I, σελ. 2-45-250. Προσπάθησα ν’ αποδείξω που η ονομασία ξένη λέξη είναι όρος γραμματικής, αλλά που για την κοινή χρήση δεν έχει κανένα νόημα· μα βλέπω που ο κ. Χατζηδάκης δεν το κατάλαβε. Θύμωσε, απόρησε, έβαλε επιφωνηματικά σημεία, δεν απόδειξε όμως πως έχω λάθος. Η αλήθεια είναι που ο λαός δεν ξέρει ξένες λέξες· όσες λέξες λέει, τις έχει σα δικές του. Ένας λόγιος ή ένας γραμματολόγος να σκαλίζει στα βιβλία και να μας λέει για μια λέξη πως είναι ξένη, δεν έχει να κάμει· ο λόγιος άξαφνα μας λέει που το σεντούκι είναι ξένο, κι ωστόσο είναι γραικικό. Διες παρακάτω.


[36] Περίεργο που άλλαξε ο τόνος, accumbo. — Οι βυζαντινοί είχαν τον τίτλο πορτάρης, πορτάριος· (Μαλ. 184-22) και τη λέξη πόρτα (πρβλ. και του Σοφοκλή το Γλωσσάριο). Αδύνατο λοιπό να είναι η πόρτα ιταλική λέξη. Πολλοί παν και το λεν έτσι, μα δε σημαίνει. Όσο αρχαίο είναι τ’ όνομα Ιανουάριος, τόσο αρχαία είναι κι η πόρτα.


[37] Ένας πολύ άξιος νέος, ο κ. Goetzelmann, μαθητής του κ. F. Neu­mann, είχε σκοπό να κάμει τέτοια μελέτη κι ήρθε να με βρει είναι τώρα δυο χρόνια. Ο δυστυχισμένος ο νέος πέθανε πριν τελειώσει τη δουλειά.

[38] Το ίδιο πράμα ο ένας το λέει ντροπή, ο άλλος το ’χει τιμή. Όπως το πάρει ο καθένας. Τους ξενισμούς που λέμε, πολλοί τους αγαπούν και κανέ­νας δεν τους αποφεύγει. Τις ξένες λέξες, μάλιστα τις ιταλικές, νομίζουμε αμαρτία να τις έχουμε. Ο Victor Hugo έκρινε διαφορετικά κι είπε κάπου για τα γραικικά μας·

Langue d’ Homere ou Dante a jeté quelques mots!

(Les Chants du Crépuscule, VIII.)


[39] Η καθαρέβουσα ξεναντίας παραδέχεται ξένα κύρια ονόματα χωρίς να τα κλίνει. Πολλοί γράφουν ο Goethe, του Goethe και κατάντησε συνήθεια. Ο λαός δε θα μπορέσει ποτέ να πει έτσι. Δεν έχει κανείς παρά να δοκιμάσει και να μάθει ενός χωρικού τ’ όνομα ο Goethe· αμέσως ο χωρικός θα το κλίνει ο Γκέτες.


[40] Πρβλ. Observations phonétiques sur quelques phénomènes néo-grecs, Paris 1888, p. 312-315.


[41] Κόρτο, αντίς Κόρινθος, θα ήταν ακόμη καλύτερο παράδειμα, γιατί μόνο όταν προσέξει κανείς καλά στους φωνολογικούς νόμους, μπορεί να καταλάβει που το Κόρτο είναι ο κανονικός τύπος. Τ’ όνομα Κόρινθος δεν μπορούσε να γίνει άλλο παρά Κόρτο·· τ’ ανάφερα τώρα κι αλλού. Revue Critique, 1887, σ. 408.


[42] Το ρήμα διαβιβάζω έγινε ταχτικά διαβάζω, πρβλ. Revue Critique 1887, σελ. 261, σημ. 3


[43] Όχι μόνο ο λαός, μα κι όσοι γράφουν κι έχουν ανάγκη νέες λέξες για νέες ιδέες· διες De la création actuelle des mots nouveaux dans la langue française. A. Darmesteter, Paris, 1877, σελ. 35-36.


[44] Στην Πόλη κι αλλού, μούτσουνο σημαίνει όλο το πρόσωπο (τιμή στο μούτσουνό σου.) Δεν ξέρω αν πουθενά σημαίνει μόνο τη μύτη.


[45] Περί της ξενιτείας (Wagner, Carmina, σελ. 205), στ. 67.


[46] Βρίσκεται ο στίχος σ’ ένα ανέγδοτο χερόγραφο στο Oxford, Bodl. Libr. Auct. T 5.22, φύλλο. 6β. αρ. 4-5. Το χερόγραφο γράφει ανθρωπος· περπατεί. Είναι μια παραλλαγή του Σπανέα· πρβλ. Melanges Renier, Paris, 1886, 262-283.


[47] Έτσι το λέει ο κ. Janssen: l’unité matérielle du monde. Πρέπει να διαβάσει κανείς τον ωραίο λόγο του μεγάλου μας αστρονόμου. Séance annuelle des cinq Académies, 25 Octobre 1887.


[48] Τ’ όνομα χυδαία η δημοτική γλώσσα (grec vulgaire) δεν είναι μήτε επιστημονικό μήτε σωστό. Όλες οι γλώσσες είναι δημοτικές, άμα είναι γλώσσες. Κανείς ακόμη δεν είπε που ο Πλάτωνας, όσο μεγάλος κι αν ήταν, έβγαλε μοναχός του κι από το κεφάλι του μέσα ή που γέννησε την κλίση, τα ρήματα, τα ονόματα, τη γραμματική κι όλη τη γλώσσα. Πήρε τη γλώσσα του λαού κι έβαλε μέσα τις ιδέες του και το νου του· δεν έγραψε καμιά γραμματική. Όταν είναι μάλιστα μια γλώσσα εθνική σαν τα γραικικά, κα­ταντά αδύνατο να την πούμε χυδαία, γιατί τότες λέμε χυδαίο και το έθνος αλάκαιρο. Το έθνος όμως χυδαίο δεν είναι.


[49] Auct. Τ. 5, 22,φ. 3β, αρ. 10—12. Το χερόγραφο δε βάζει καλά τους στίχους. Με φρόνημον μαχήν πηήσον κε με λουλον (άτονο ο γίνεται ου ταχτικά) αγάπήν. Οτη έναν ημερόνηκτον ένε του φρονημου η μάχη). Του δε ζαβού κε πελελού χρόνον και παλην αρχη. — Θ’ άξιζε να βρει κανείς το πρω­τότυπο. Ο κώδικας του Oxford είναι παρακατιανός κώδικας.


[50] Είναι μόλις ανάγκη να το σημειώσουμε· όταν κανείς λέει πως θα γράψει γλώσσα που μιλιέται, έχει φυσικά στο νου του το τυπικό και το φωνολογικό σύστημα της γλώσσας όλης, όχι κάθε λέξη ξεχωριστά. Σήμερα κλίνουμε ράχη, ράχης, πόλη, πόλης κτλ. Με τον ίδιο τρόπο θα πούμε η κλίση, της κλίσης, η κατάληξη, της κατάληξης. Αν έγραφε κανείς η κλίσις, της κλίσεως, η κατάληξις, της καταλήξεως, δε θα ’γραφε τη γλώσσα που μιλιέται σήμερα, θα ’γραφε τη γλώσσα που μιλιούνταν είναι τώρα χρόνια και καιρός. Η γλώσσα μας περιττοσύλλαβα πια δεν έχει· δεν μπορούμε λοιπό να της τα φορτώσουμε. Προ­σέχει κανείς τους γενικούς νόμους της γλώσσας, όχι τα ιδιαίτερα και πε­ραστικά.— Έτσι και μετά φωνολογικά φαινόμενα. Για πολλούς λόγους, η πλοκή μφ είναι σήμερα άτοπη· η προφορά μφ (mf) μήτε για την αρχαία, μήτε για τη νέα γλώσσα μπορεί να είναι σωστή. Όπως λέμε νύφη, πεθε­ρός, έτσι θα πει κανείς ταχτικά και σύφωνος, συφέρα (πληθυντική ονο­μαστική του συμφέρον = συφέρο, συφέρου, όχι συμφέροντος, αφού τα περιττοσύλλαβα χάνουνται· σαν το δώρο κλίνεται και το συφέρο, γιατί έχει την ίδια κατάληξη). Όλος ο κόσμος θα μας καταλάβει, άμα πούμε σύφωνος και πολλοί μάλιστα διαφορετικά δεν το λεν. Ο τύπος φαί­νεται παράξενος, όταν είναι γραμμένος, γιατί ο καθένας ξέρει μόνο τον τύπο που διαβάζει και που γράφουν τα βιβλία, όχι τον τύπο που άκουσε (διες τον Πρόλογο). Γράφουμε πάντα σύμφωνος, συμφέρον· το μάτι μας έτσι το συνήθισε κι άμα το διούμε γραμμένο διαφορετικά, μόνον ότι αλήθεια λέμε σύφωνος άμα δεν προσέξουμε, δεν μπορούμε να πισ­τέψουμε που τόντις υπάρχει τέτοιος τύπος. — Όπου δεν είναι δυνατό ν’ ακολουθήσει κανείς τους φωνολογικούς νόμους, όπου καταντά δύσκολο να κα­ταλάβουμε τον κανονικό τύπο, πρέπει να ταιριάξουμε τουλάχιστο το τυ­πικό. Αν πούμε σια (ουσία) ή ουσιά, που θα ήταν οι ταχτικοί τύποι, κανείς δε θα καταλάβει τι λέμε. Τότες δεν έχουμε παρά να κλίνουμε την ου­σία, τις ουσίες, κι η γλώσσα βαστά τη φωνολογική της ενότητα. Τέτοιες ακανόνιστες λέξες έχει κάθε γλώσσα. Ό,τι είναι ο τύπος την ουσία στα γραικικά είναι στα γαλλικά οι τύποι affectation, passion, κτλ.


[51] Voici d'autre part quelques renseignements complémentaires sur deux ou trois faits cites dans le discours même. Sur κάθημαι, on peut lire la Grammaire de S. Fortius, p. 181, edition W. Meyer, aujourd'hui parue; sur γόνατο, de même, p. 137 ibidem. — Rapprochez de Φλάτσα les formes φλακισμένος, Picat.132, φλακές Picat. 2G1. Ce texte est de 1508.1510 environ.


[52] Le ν de ces verbes est analogique : δούλωσα coïncide avec l'aor. έζωσα, etc.; on forme alors δουλώνω sur ζώννω (voir W.Meyer. Grammaire de S. Fortius, p. 189). Ici il faut maintenir le ω; un ο laisserait croire que le ν est intercalaire, ce qui est faux. Nous simplifions du moins en écrivant δουλώνω, avec un seul v, au lieu des deux ν de ζώννω.


[53] Δημοσιέφτηκε στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά, 4 του Σταβρού, 1888.


[54] Ο κ. Γιαννόπουλος αποκρίθηκε στην Εφημερίδα (15 του Σεφτέβρη, 1888, σελ. 4) και φυσικά ξαναείπε τα ίδια. Μα δε σημαίνει τίποτις αφτό. Πάντα πρέπει ο Ρωμιός ν’ αποκριθεί και το ’χει γι’ αμαρτία να σωπάσει. Όσο περιττό λοιπόν κι αν είναι ν’ αρχίσεις μαζί του καθαφτό επι­στημονική απρόσωπη συζήτηση, όσο κι αν αποκριθεί, δε θα πει πως δεν άλλαξε γνώμη. Αποκρίνεται για να μην πέσει μικρός μπρος στους άλλους· συλλογέται όμως, σαν είναι μοναχός του.


[55] Πρβλ. όσα είπαμε για τον τύπο πατέρας στον Πρόλογο του Κυρούλη κτλ., Για το Ρωμαίικο Θέατρο, σελ. 74 κι ακόλ.


[56] «Επιθεώρησις, τετάρτη, 19 Αυγούστου, 1887». Ο ποιητής υπο­γράφει Η. Α.


[57] Δημοσιέφτηκε στην Εστία, τ. Α', αρ 12 (σελ. 177-184), Μάρτη, 24, 1891· αρ. 14 (σελ. 200-215), Απρίλη, 7, 1891. Η γαλλική μου μετά­φραση, στο Παρίσι, μαζί με το Cadeau de noces, 1893, σελ. 233-319.


[58] Δημοσιέφτηκε στην Εστία, στον ίδιο αριθμό με το Δέφτερο Πλίκο.


[59] Δημοσιέφητκε στην Εστία, Φλεβάρη, 23, 1892, τ. Α’, αρ. 8 (σελ. 113-115). Γαλλικά παραφρασμένο στο Cadeau de noces, σελ. 217.


[60] Δημοσιέφτηκε στην Εστία, Μάρτη, 8, 1892, τ. Α’, αρ. 10 (σελ. 145-147). Γαλλικά Παραφρασμένο στο Autour de la Grèce, σελ. 233.


[61] Δημοσιέφτηκε στην Εστία, Μάρτη, 15, 1892, αρ. 11 (σελ. 175).


[62] Δημοσιέφτηκε στην Ακρόπολη, Δεκέβρη, 29, 1892.


[63] Τότες, στο γράμμα μου, τους έγραφα νέττα σκέττα symbolists. Μα βλέπω κι έγινε από τότες κάμποσος λόγος για συβολισμό· άκουσα μάλιστα να τους λένε απαράλλαχτα όπως τους βάζω εδώ. Το πιο σωστό θα ’τανε ωστόσο να τους λέγαμε συμπολιστάδες· αφού είναι το πράμα παρμένο από την Εβρώπη, πιο ηθικό να το φανερώνει κι η λέξη. Σα βγάλουμε κατόπι συμπολιστάδες μεγάλους, τ’ όνομα δε θα ’χει να κάμει τίποτα.


[64] Δημοσιέφτηκε στις Etudes de philology neo-grecque 1892 (του Χριστού), σελ. 76. Μεταφρασμένο από αρχαία επιγραφή, κοίτ. τη ση­μείωση, σελ. 76. Ο φίλος μου ο Pernot είχε μελετήσει την επιγραφή· προσπάθησα να τη μεταφράσω, αν και μεγάλη αξία δεν έχει — μήτε η επιγραφή, μήτε η μετάφραση.


[65] Δημοσιέφτηκε στο Άστυ, Απρίλη, 9, 1893


[66] Κοίταξε παρακάτω την πρώτη σημείωση στο Αθηναίικο ιντερβιού, 263, 1.


[67] Το ξανατύπωσα στο Autour de la Grèce, σελ. 225.


[68] Δε γνώριζα τότε διόλου τον Κακλαμάνο. Γνωριστήκαμε μόνο το καλο­καίρι του 1893.


[69] Δημοσιεύτηκε στο «Άστυ», 26 του Τρυγητή, 1893. Δεν ξέρω γιατί το είπα ιντερβιού. Υποθέτω γιατί έτσι το ξέρουνε στην Εβρώπη κι αφού από την Εβρώπη το πήρανε, σωστό είναι να το βλέπουμε κι από τη λέξη. Στον πληθυντικό πάλε, το έβαλα ιντερβιούδες, γιατί θαρρώ πως ρωμαίικα έτσι έρχεται. Δε μας τρομάζει όμως διόλου το δασκαλικό συνέντευξις· αφτό κι ίδιοι τους οι ρεπορτέρηδες, σα μιλούνε γλήγορα, δηλαδή σα μιλούνε τη γλώσσα τους, συνέντεξη θα το πούνε, όπως και το αυξάνω έγινε αξαίνω.


[70] Δηλαδή θάρρεψαν από τη λέξη λαμπάδες πως ήταν η κατάληξη, - άδες, όπως και στην αρχαία θάρρεψαν από τη λέξη δεσμώτης πως ήτανε - ώτη - κτλ. Πρβλ. πιο απάνω, σελ. 72.


[71] Το Κρινάκι της Αμμουδιάς δεν έγινε ρομάντσο, παρά μόνο κεφάλαιο στ’ όνειρο του Γιαννίρη (σελ. 109-157).


[72] Το ιντερβιού έχει στο τέλος, με την υπογραφή του Μποέμ, και τ’ ακόλουθα λόγια· «Και ετελείωσε με την έκφρασιν ανθρώπου πεποίθησιν έχον­τος εις το μέλλον, μη πτοουμένου από κατακρίσεις, αποβλέποντος μετά φι­λοσοφικού τίνος σκεπτικισμού προς τας επιθέσεις, με ήθος ανθρώπου ο όποιος ειξεύρει ότι «ό,τι έχει να γίνει θα γίνει» ετελείωσε, λέγων·

— Au revoir, φίλε μου».

Αμέ, δεν τα είπαμε πως ο Αθηναίος είναι τετραπέρατος στην ξυπνητάδα; Έρχουμουν από το Παρίσι· έπρεπε να τελειώσω παρισιάνικα μ’ ένα au revoir. Έχει πολύ λάθος και πολύ άσκημα τ’ άκουσε. Με πήρε και μένα για κανέναν Αθηναίο, που κάθε τόσο βγάζει και τα γαλλικά του στη μέση, να δείξει πως δεν τον αγοράζεις. Εγώ, σα μιλώ γαλλικά, γαλλικά τα λέω· σα μιλώ πάλε ρωμαίικα, τα λέω ρωμαίικα. Και το au revoir, καλή αντά­μωση θα το πω. Φαίνεται λοιπόν πως στο Παρίσι ξέρουμε καλύτερα τα ρωμαίικα παρά που τα ξέρει α ίδιος ο Μποέμ στην Αθήνα.

[73] Δημοσιέφτηκε στο «Άστυ», πέμτη, 9 του Σταβρού, 1893.

[74] Δημοσιέφτηκε στο «Άστυ», Κεριακή, 12 του Σταβρού, 1893

[75] Δημοσιέφτηκε στο «Άστυ», Τρίτη, 28 του Σταβρού, 1893.

[76] Δημοσιέφτηκε στο «Άστυ», Κεριακή, 3 τ’ Άη Δημήτρη, 1893.

[77] Δημοσιέφτηκε στο «Άστυ», Τρίτη, 5 τ’ Άη Δημήτρη, 1893.