Πώνωμεν
Συγγραφέας:
Επιγράμματα Αλκαίου



πώνωμεν· τί τὰ λύχν' ὀμμένομεν; δάκτυλος ἀμέρα·
κὰδ +δ' ἄερρε κυλίχναις μεγάλαις +αιταποικιλλισ+·
οἶνον γὰρ Σεμέλας καὶ Δίος υἶος λαθικάδεον
ἀνθρώποισιν ἔδωκ'. ἔγχεε κέρναις ἔνα καὶ δύο
πλήαις κὰκ κεφάλας, [ἀ] δ' ἀτέρα τὰν ἀτέραν κύλιξ
ὠθήτω.

Μετάφραση: Στέφανος (Σίμος Μενάρδος)/Ας πίνωμεν, Αλκαίου Μυτιληναίου

Άς πίνωμε! τους λύχνους τι προσμένομεν; η μέρα
είν' ένα δάχτυλο. παιδί, μεγάλες φέρε κούπες
τι το κρασί για να ξεχνούν τές λύπες στους ανθρώπους
τό'δωσ' ο Βάκχος χύνε μας, δυό κι ένα κέρασέ μας
και το'να τ' άλλο μέσα μας ας σπρώχνει το ποτήρι!