Πόθος
Συγγραφέας:


Ἤθελα τοῦ πατέρα μου ν’ ἀνοίξω τὸ μνημεῖο,
νὰ σκάψω μὲ τὰ χέρια μου, νὰ βγάλω τὸ φορεῖο·
νὰ ἰδῶ πῶς μοῦ τὸν ἔκαμαν τόσον καιρὸ ἐκεῖ πέρα
ἡ νύχτα καὶ τὰ χώματα τὸν γέρο μου πατέρα !
Σφιχτὰ, σφιχτὰ ν’ αγκαλιασθῶ τὸ σῶμα του τὸ κρύο,
στῆθος μὲ στῆθος, κεφαλὴ μὲ κεφαλὴ κ’ οἱ δύο.

Ἤθελα νἄμουν σάβανο νὰ ντύνω τὸ κορμί του·
νὰ ἤμουνα προσκέφαλο νὰ γέρν’ ἡ κεφαλή του·
Τῆς νειότης του τὸ ὄνειρο στὸν ὕπνο του νὰ γένω,
νὰ ἤμουνα τῆς μάνας του εὐχὴ νὰ τὸν ζεσταίνω.
Νὰ ἤμουν, ὅσα ἔκανε καλὰ ὁπόταν ζοῦσε,
κ’ ἡ προσεχὴ τῶν ὀρφανῶν ὁποῦ παρηγοροῦσε !

Ἤθελα νἄμουν οὐρανὸς στοὺς κόλπους νὰ τὸν ἔχω,
νὰ ἤμουνα παράδεισος μ’ ακτίναις νὰ τὸν βρέχω·
νὰ ἤμουν σύννεφο λευκὸ νὰ τόνε ταξιδεύω,
ἀγέρι τῆς πρωτομαγιᾶς γλυκὰ νὰ τὸν χαϊδεύω !
Νἄμουν ἀστέρι τῆς αὐγῆς νὰ λάμπω στὰ μαλλιά του,
τῆς Παναγιᾶς χαμόγελο ν’ ανοίγω τὴν καρδιά του.

Ἤθελα νἄμουνα σταυρὸς στὸν τάφο του νὰ μένω,
νἄμουν δροσοῦλα τοὐρανοῦ τὸ χῶμα του νὰ ῥαίνω·
νὰ ἤμουν δένδρο φουντωτὸ σκιὰ νὰ τοῦ χαρίζω,
πουλάκι νὰ τοῦ κηλαϊδῶ, ἄνθος νὰ τοῦ μυρίζω.
Λαμπάδα εἰς τὸ μνῆμα του νὰ ἤμουν ἀναμμένη·
νὰ ἤμουν μνῆμα του ἐγώ, μονάχος νὰ μὴ μένῃ !