ΠΡΟΠΟΣIΣ
|
Ἄνθρωπε, ποῦ λυπᾶσαι
Κι’ ἀκοῦς μέσα στὰ στήθη σου
Μεγάλη συφορὰ,
Γιατὶ δὲν τὸ θυμᾶσαι
Πῶς λίγο κρασὶ πίνοντας
Παύουνε τὰ δεινά;
|
|
Στῆς κόρης τὴν ἀγκάλη
Γεμάτοι πόθο ἂς τρέχουμε
Δίχως μιὰ σκέψι ἁγνή.
Τὸ στῆθός της ἂς πάλλῃ
Κ’ ἐμεῖς γυρμένοι ἂς στέκουμε
Μὲ τὴν καρδιὰ νεκρή.
|
Ἀδέλφια, ἀναισθησία
Γιατὶ τώρα νὰ φθείρουμε
Τὴ δύστυχη ζωή;
Ἐκειὸς ἔχει εὐφυΐα
Ποῦ ἀδιάκοπα στὰ βάσανα
Τοῦ κόσμου ἀδιαφορεῖ.
|
|
Τί θέλει αὐτὴ ἡ καρδία!
Τί νἆνε αὐτὰ τὰ ὀνόματα
Πατρίδα κι’ ἀρετή!
Τί τρομερὴ βλακία,
Τί στοχασμοὺς παράλογους
Εἶχαν οἱ παλαιοί!
|
Γεμῖστε τὸ ποτῆρι
Νὰ κάμουμε μιὰ πρόποσι
Εἰς τὴν ἀναισθησιὰ
Ποῦ, τὴν καρδιὰ δὲ φθείρει
Καὶ σύντροφο ἔχει ἀχώριστο
Τὴν ποθητὴ χαρά.
|
|
Γιατὶ νὰ λυπηθοῦμε
Ἂν κεῖνο πὠνομάζουμε
Πατέρα μὲ ντροπὴ
Στοὺς δρόμους τὸν ἰδοῦμε
Κουρξλιασμένο, ὁλόγυρτο
Βοήθεια νὰ ζητῇ;
|
Γιατὶ νὰ μᾶς δακρύσῃ
Τὸ βλέμμα τὸ περήφανο
Ἐκείνη τὴ στιγμή;
Κι’ ἂν τύχῃ καὶ μιλήσῃ
Καὶ λάβῃ τὴν αὐθάδεια
Μιὰ λέξι νὰ μᾶς πῇ;
|
|
Τὴ μάνα μας ἂν δοῦμε
Χλωμὴ χλωμὴ κι’ ὁλότρεμη
Βοήθεια νὰ ζητῇ...
Γεμίσετε νὰ πιοῦμε...
Γελᾶστε πῶς ἐδάκρυσα
Ἀφ’ τὸ πολὺ κρασί...
|
Ἂς τρέξουμε σιμά του
Νὰ σφίξουμε στὰ δάχτυλα
Τὰ κάτασπρα μαλλιά,
Τα χέρια τα δικά του
Πόσες φορὲς τὴ ράχη μας
Μᾶς χτύπησαν σκληρά!
|
|
Γεμῖστε τὸ ποτῆρι
Νὰ κάμουμε μιὰ πρόποσι
Εἰς τὴν ἀναισθησιὰ
[.......κ]αρδιά [...φθ]είρει
[...]τροφο ἔχει ἀ[......]στο
[....]θητὴ χαρὰ,
|
|
Κ’ ἐλᾶτε ἐδώ σιμὰ μου
Νὰ σᾶς φιλήσω ὁλόχαρος
Τὸ μέτωπο γλυκά.
Ὢ εὖγέ σας παιδιά μου
Εὖγε ποῦ συμφωνήσατε
Μ’ ἐμένα μιὰ φορά!
|
|
|