Πρόλογος
Συγγραφέας:


Τοῦ μαύρου τόπου ἀκόμα
σέρνει λαχτάρας ἤχους
τὸ λαβωμένο σῶμα,
καὶ βρίσκεται λωλὸς νὰ γράφει στίχους;

Ἐσύ, ποῦ στάζεις γάλα
σὲ ἁρμονικὸ τραγοῦδι,
ἔχυσες αἷμα στάλα
νὰ βάψῃ ἕνα τῆς γῆς λευκὸ λουλοῦδι; -

Τὸ αἷμα ποῦ μᾶς καίει
χρῶμα συχνὰ δὲ δίνει·
πότε ἀπ' τὰ μάτια ρέει
καὶ πότε ἀπ' τὴ φωνὴ ποτάμια χύνει.

Φόβοι, χαραίς, ἐλπίδαις,
δρόμου ἢ πολέμου κρότος,
νύχτας βοή, μὲ ἀχτίδαις,
ποῦ πλέον τρομαχτικὸ δείχνουν τὸ σκότος·

ὅλα μαζὶ τὰ πλήθια
κακὰ ποῦ ἡ μάχαις φέρνουν
μοῦ ἀντιχτυποῦν στὰ στήθια,
καὶ ξάφνου τὴ μορφὴ τοῦ στίχου παίρνουν.

Τῆς Μούσας ἡ ἁρμονία
στὰ μαῦρα ἐκεῖνα βάθη
γλυκαίνει τὰ στοιχεῖα
ποῦ ἀντάμα πολεμοῦν, καὶ κόσμους πλάθει.

Ἀλλ' ὅσοι αὐτὰ ζητᾶτε
στ' ἄδειου σας νοῦ τὸν τάφο
ν' ἀποσαποῦν, φευγᾶτε!
Σύρετε, ναί, μακρυὰ – γιὰ σᾶς δὲ γράφω.