Πρωτοχρονιά
Συγγραφέας:


Καινούργιος χρόνος!... τί χαρά!... τί εὐτυχία πάλι!
ὅλοι βαστοῦνε κἄτι τὶ καὶ εἰς τὰ δυό των χέρια,
ὅλοι χαρούμενοι κτυποῦν στὸν τοῖχο τὸ κεφάλι
καὶ βλέπουν τοὺς λογαριασμοὺς καὶ τὰ παλῃὰ τεφτέρια.

Βλέπω κι' ὁ δύστυχος ἐγὼ σ' ἕνα μικρὸ τεφτέρι,
κανεὶς σ' ἐμένα δὲν χρωστᾷ, σ' ἄλλους ἐγὼ χρωστῶ,
βλέπω δυὸ ἐπιτύμβια εἰς ἕνα καροτσέρη
καὶ δώδεκα ἑξάστιχα στὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Ἀνοίγω ἄλλο δεύτερο καὶ βλέπω παρ' ἐλπίδα
εἰς πράξεις δεκατέσσαρας ἕνα φρικτὸ μου δρᾶμα,
σὲ μιὰ κουτσὴ γειτόνισσα θερμὴ ἀκροστιχίδα,
κι' ἕνα πρὸ χρόνων ἔμμετρον ἐρωτικόν μου γράμμα.

Ἀνοίγω τρίτο, καὶ ἰδοὺ ἐμπρός μου ἐλεγεῖον
σ' ἕνα πτωχὸν ἀπόμαχον κι' ἀρχαῖον θυρωρόν,
κεραυνοβόλος σάτυρα εἰς ἕνα Ὑπουργεῖον
καὶ θούριον στοὺς Κρητικοὺς μακρὺ καὶ φλογερόν.

Ἀνοίγω τὰ ντουλάπια μου γιὰ νὰ τὰ καθαρίσω,
νὰ δῶ τί ἐπερίσσεψε ἀπὸ τὸν ἄλλον χρόνον,
ἀλλὰ τὰ βλέπω ἀδειανὰ καὶ μόνο πίσω πίσω
βρίσκω σὲ κίτρινο χαρτὶ κόνιν ἐντομοκτόνον.

Ἀνοίγω καὶ τὴν κάσσα μου νὰ δῶ τί ἀπομένει,
καὶ γιὰ νὰ δῶ καλλίτερα καὶ τὰ γυαλιὰ φορῶ,
καὶ βρίσκω μιὰ τοῦ Ὄθωνος δεκάρα σκουριασμένη
καὶ δυὸ ἀπολυτήρια ἀπ' τὸν παλῃὸ καιρό.

Σφαλῶ καὶ τὰ ντουλάπια μου, σφαλῶ καὶ τὰ τεφτέρια,
φιλῶ καὶ τὴν φαμίλια μου μ' ἀγάπη καὶ λατρεία
καὶ ψάλλω μ' ἦχον πλάγιον σταυρώνοντας τὰ χέρια,
«Ἅη Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία».