Προς τον φίλον Αχιλλέα Παράσχον

Προς τον φίλον Αχιλλέα Παράσχον
Συγγραφέας:


Σὺ τὸ γνωρίζεις, Ἀχιλλεῦ!... Ἀπ' τὰ μικρά μου χρόνια
πουλὶ περίχαρο, τρελλό, μὲς στ' ἀναφτέριασμά μου,
μοὖβρεν ὁ πόνος τὴν καρδιά, κ' ἐκεῖ ποὺ μὲ τ' ἀηδόνια
εἶχ' ἀρχινήσει νὰ πετῶ, καὶ μὲ τὸ λάλημά μου
νὰ χύνω μιὰ σταλαματιὰ γλυκάδα κι' ἁρμονία,
μέσα στοῦ κόσμου τὴ χαρά, ποὺ μὲ τὰ κύματά της
μ' ἔβρεχε, μ' ἐπελάγωνε, κ' ἐκεῖ ποὺ ἄλλη καμμία
μαύρη φροντίδα, συλλογὴ μὲ τὰ βαρειὰ φτερά της
δὲ μοῦ συγνέφιαζε τὸ νοῦ παρὰ πῶς νὰ χορτάσω,
γλυκέ μου φίλε, τὴ ζωὴ καὶ πῶς νὰ ξεδιψάσω...

Μιὰ νύχτα, στὴν ἀστροφεγγιά, πὤπαιζα μοναχό μου
μ' ἕνα λουλούδι δροσερὸ καὶ τὤδειχνα στ' ἀστέρια
μὲ περηφάνεια ἀπόκρυφη, πλακώνει στὸ πλευρό μου
βουβὸς ὁ Χάρος, κι' ἄσπλαχνα μοῦ τ' ἅρπαξε ἀπ' τὰ χέρια...
Μοῦ τὤκρυψε βαθειὰ στὴ γῆ... μ' ἐφύτεψε σιμά του...
Μ' ἔκαμε νυχτολούλουδο, μ' ἔκαμε κυπαρίσσι...
Ὁλόγυρά μου ἐσκόρπισε τὰ νεκρολίβανά του
καὶ μ' ἐζευγάρωσε σκληρὰ μ' ἕνα του ρημοκκλῆσι...
Δὲ βλέπεις πῶς μαραίνομαι στοῦ Χάρου μου τ' ἀγῶγι
καὶ πῶς κάθε μου λάλημα γίνεται μοιρολόγι;...

Γλυκέ μου φίλε, μέριασε... μὴ μοῦ ζητεῖς τραγούδια,
στὸν ἴσκιο μου δὲ θὰ ναὐρῇς μαγιάτικα λουλούδια,
οὔτε παιχνίδια, οὔτε χαραῖς... θαὐρῇς ἕνα λυχνάρι
ἑτοιμοθάνατο, φτωχό, θαμμένο στὸ χορτάρι,
ποὺ κρύβει κάθε μνῆμά μου καὶ λιποθυμημένη
τὴ νεκρικὴ τὴ λάμψη του... Οἱ μαῦροι οἱ πεθαμμένοι
σὲ τὲτοιον ἥλιο πάντα ζοῦν! Μ' αὐτὴ τους τὴν ἀχτίδα
φωτίζουνε τὴ νύχτα τους καὶ σὼζουν τὴν ἐλπίδα,
π' ὥραν τὴν ὥρα πνίγεται μὲς στὸν καταποτῆρα
τοῦ κόσμου, ποὖναι ἀχάριστος... Ὤ! δὲ θὰ μείνῃ στεῖρα!

Θὰ ζωντανέψῃ μιὰ φορὰ κι' ἀπὸ τὰ μνήματά μας
θ' ἀστράψῃ πάλαι ὁλόφωτο τὸ γλυκοχάραμά μας...
Γλυκὲ μου φίλε, πρόφτασε καὶ ρίξε λίγο λάδι
στὸ πενιχρὸ λυχνάρι μας... τρὲξε καὶ σὺ στὸν ἅδη
τὰ πεθαμμένα κόκκαλα μ' ἐμέ νὰ προσκυνήσῃς...
Λησμόνησε τοὺς ζωντανούς. Στὸν κόσμο μὴν ἐλπίσῃς...