Προαισθήσεις
Συγγραφέας:


Πόσον η αύρα προσφιλώς την όψιν μου θωπεύει,
Η φύσις πόσας εις εμέ ελπίδας ψιθυρίζει!
Ο ουρανός ο κυανούς με βλέπει και με νεύει·
Ο τάφος χαίρει και αυτός· ναι, και αυτός ελπίζει.

Απλούται του ορίζοντος το εύρος· ως εκείνος
Και της ζωής μου είν' ευρύς εισέτι ο ορίζων·
Εάν εν μέσω θάλασσα και άβυσσος και θρήνος,
Γελά το κύμα ουρανούς γλυκούς απεικονίζον.

Της δρόσου και της ίριδος περίπτυξις ευώδης,
Το άνθος πίνει ευτυχές την δρόσον της εσπέρας,
Πριν έτι έλθη ο βορράς δριμύς και χιονώδης
Και εις εφήμερον ζωήν ταχύ προβάλη πέρας.

Ω χρόνε, εάν άπληστος προς την ζωήν παλαίων
Βρυχάσαι όπου καλλονή και μέλλον και νεότης,
Αλλ' ίσταται μετά μικρόν επί μαρμάρου κλαίων·
Πέραν υπάρχει ο Θεός και η αιωνιότης.

Της συμφοράς ο οφθαλμός τον άνθρωπον ετάζει,
Και του θανάτου η σκιά την σφαίραν περιβάλλει.
Ο άνθρωπος οδύρεται, ο άνθρωπος στενάζει,
Αλλά υπάρχει δι' ημάς παρήγορος αγκάλη.

Αν έρπη εις τους πόδας μας ο όφις ιοβόλος,
Αν νέφη ζοφερά, πυκνά καλύπτουν τας εκτάσεις,
Αν αγριούται τουρανού ενίοτε ο θόλος,
Αλλ' έχει και η έρημος τας χλοεράς οάσεις.

Δεν σ' αποσπώ αιμάσσουσαν, Ελπίς, εκ της καρδίας,
Όπως σε ρίψω, έρμαιον σκεπτικισμού αγόνου,
Εις τας τριόδους της κενής ονείρων αληθείας,
Της κόρης της κολάσεως και της μητρός του πόνου.

Ω! η καρδία μου ερά, και πάλλει και ελπίζει.
Και αίσθημ' ακατάληπτον, προαίσθησις αγία
Τα νέφη των τρικυμίων του βίου διασχίζει·
Με αναμένει ο Θεός και η αθανασία.

Ακούεις τον ψιθυρισμόν της πεύκης εκεί πέραν;
Τίς με καλεί; Το άγνωστον. Μυστηριώδης γλώσσα.
Ην λεληθότως εκφωνεί η φύσις την εσπέραν,
Ενώ η νυξ προσέρχεται τα άστρα χαιρετώσα.

Ενίκησα πολύδακρυν αλλά γενναίαν πάλην·
Την φύσιν ταύτην θεωρών επιθυμώ να ζήσω·
Ω, αν ημπόρουν εις αυτήν την σπαίρουσαν αγκάλην
Την άπειρον του ουρανού εικόνα να εγκλείσω.

Πόσον η αύρα προσφιλώς την όψιν μου θωπεύει,
Η φύσις πόσας εις εμέ ελπίδας ψιθυρίζει!
Ο ουρανός ο κυανούς με βλέπει και με νεύει·
Ο τάφος χαίρει και αυτός· ναι, και αυτός ελπίζει.