Πουλάκι
Συγγραφέας:


Πουλάκι ξένο,
ξενιτεμένο,
πουλί χαμένο,
πού να σταθώ;
Πού να καθίσω
να ξενυχτήσω,
να μη χαθώ;

Βραδιάζ’ η μέρα,
σκοτάδι παίρει,
και δίχως ταίρι
πού να σταθώ;
Πού να φωλιάσω,
σε ξένο δάσο
να μη χαθώ;

Η μέρα φεύγει.
Η νύχτα βιάζει
να ησυχάζει
κάθε πουλί.
Εγώ στενάζω,
το ταίρι κράζω,
ξένο πουλί.

Κοιτάζω τ’ άλλα
πουλιά ζευγάρι
αυτήν τη χάρη
δεν έχω πλια.
Νύχτα με δέρει
με δίχως ταίρι,
χωρίς φωλιά.

Γυρίζω να ’βρω
πού να καθίσω
να ξενυχτήσω
καν μοναχό.
Κάθε κλαράκι
βαστάει πουλάκι
ζευγαρωτό.

Δεν με γρωνίζουν,
κι εδώ με διώχνουν
κι εκεί μ’ αμπώχνουν.
Πού να σταθώ;
Αχ, πώς να γένω,
πού να πηγαίνω,
να μη χαθώ;

Λυγάν οι κλάδοι,
τα φύλλα σειούνται,
γλυκοτσιμπιούνται
τ’ άλλα πουλιά.
Κι εγώ το ξένο
το πικραμένο,
χωρίς φωλιά.

Από ’να σ’ άλλο
πετάω δενδράκι,
να βρω κλαράκι
για να σταθώ,
για ν’ ακουμπήσω,
να ξενυχτήσω,
να μη χαθώ.

Απορριμμένο
σε άγρι’ αγκάθια
πικρά μου πάθια
και ξενιτιές,
θρηνώντας μένω,
κι εκεί διαβαίνω
κακές νυχτιές.