Πολύ σπανίως
- Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός,
- σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις,
- σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.
- Κι όμως σα μπει στο σπίτι του να κρύψει
- τα χάλια και τα γηρατειά του, μελετά
- το μερτικό που έχει ακόμη αυτός στα νειάτα.
- Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.
- Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν η οπτασίες του.
- Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,
- η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των,
- με την δική του έκφανση του ωραίου συγκινούνται.