Ποιητής-Έπαρχος
Συγγραφέας:
Ερώτων Λείψανα, Ερμής 1997


Και πάλιν, πάλιν έγγραφα και πάλιν βδελυγμίαι,
        Και πάλιν φράσεις τυπικαί, ανούσιαι και κρύαι.
Οποίος μέγας φάκελλος κλειστός με περιμένει,
        Ως έχιδνα υπό ψυχράν χιόνα κεκρυμμένη!
Και να τον ίδω δεν τολμώ, ουχί να τον ανοίξω·
        Τον κομιστή του μ' έρχεται κλητήρα μου να πνίξω,
Τον του Επάρχου απεχθή διορισμόν να σχίσω,
        Και τρέχων προς την θάλασσαν χωρίς να σταματήσω,
Με πρώτον πλοίον να ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
        Το Επαρχείον παραιτών εις του λουτρού το κρύα.

Μάτην, ώ Μούσα, έρχεσαι το τέκνον σου ζητούσα·
        Αντί του ψάλτου Έπαρχον εμπρός σου βλέπεις, Μούσα·
Κ' ενώ με δίδετ' εκ χειρός τόσον σεπτής η λύρα,
        Ογκώδη αίφνης φάκελλον λαμβάνω εις την χείρα.
Αντί της Μούσης είς κλητήρ ζωώδης επαρχείου,
        Αντί επών εγκύκλιοι νεκραί του υπουργείου,
Αντί της ιεράς φλογός ο δήμαρχος Ανάφης!...
        Τοιούτου είδους κόλασιν, ώ Δάντη περιγράφεις;
Ω, και με λέμβον θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
        Αφίνων τους φακέλλους μου εις του λουτρού το κρύα.

Προχθές με παρεφύλαττεν η πονηρά μου Μούσα,
        Κ' εφλόγισε τα στήθη μου προδοτικώς ελθούσα·
Κ' έψαλλα πάλιν· «αγαπώ το μύρον των ανθέων,
        «Τον ρύακα της εξοχής, την αύραν των ορέων...»
Οπότε ως διάβολον εξαίφνης, παρ' ελπίδα,
        Ενός χωρίου πάρεδρον ενώπιόν μου είδα!
Και Μούσα, μέτρα, και ρυθμός με άφησαν υγείαν,
        Παγώσαντα εις την μορφήν αυτού την ηλιθίαν.
Μετά σχεδίας θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
        Τον πάρεδρόν μου παραιτών εις του λουτρού το κρύα.

Χθες πάλιν ανεγίνωσκα τον Βύρωνα κρυφίως,
        Οπότε με κατέλαβε γραφεύς τις αιφνιδίως.
Επ' αυτοφώρω συλληφθείς εις τόσην καταισχύνην,
        Ερυθριάσας άφησα τον Βύρωνα μ' οδύνην.
Εις του γεννάδα την μορφήν η έκπληξις εφάνη·
        Φευ, έβλεπε τον Βύρωνα αντί του Δελιγιάννη
Νομοθεσίαν... Έπαρχος ν' αναγινώσκη έπη!
        Και ο γραφίσκος έκτοτε κατώτερον με βλέπει...
Ω, θέλω πέσει κολυμβών εις τα υγρά πεδία,
        Αφίνων τον γραφίσκον μου εις του λουτρού το κρύα.

Και μη με κράζουν Έπαρχον εις το γραφείον μόνον;
        Φευ, το πτωχόν μου όνομα στερούμαι τόσον χρόνον!
«Κύριε Έπαρχε!» εδώ, εκεί, εις κάθε μέρος·
        Υπάγω εις περίπατον να πνεύσω ελευθέρως,
Τσουφ! καλοκάγαθος αστός δειλώς εμπρός μου νεύει,
        Και αν ο Όθων, μ' ερωτά, εισέτι βασιλεύη.
Φεύγω, δημαστυνόμος τις ασθμαίνων μοι αγγέλλει,
        Πως τακτικώς πάσαν αυγήν ο Φοίβος ανατέλλει!
Ως ο Αρίων θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
        Τον νέον παραιτών Φωσέ εις του λουτρού το κρύα.

Είν' άνοιξις, και τον σωρόν αφείς των εγκυκλίων,
        Μετέβην εις ανθόστρωτον αλλοφρονών πεδίον
Κ' ερρέμβαζα ως άλλοτε... Α, τί ευδαίμων ήμην!
        Πλην ράσον από ατραπόν προέκυψεν ερήμην,
Και μοναχός μετά στιγμήν από το γήρας τρέμων·
        Φευ, ήθελε τον έπαρχον ο ρασοφόρος δαίμων.
Μ' εζήτει, θέλων δι' αυτόν να γράψω εις Αθήνας,
        Πως δεν αρνείτ' Επίσκοπος να γίνη και της Κίνας!
Θα σχίσω μ' αερόστατον τα κυανά πεδία,
        Αφίνων τον καλόγηρον εις του λουτρού το κρύα.

Την λύραν σου εκρέμασες εις ειρηνοδικείον
        Βασιλειάδη δυστυχή, κ' εγώ εις επαρχείον.
Έρχεσαι, φίλε, έρχεσαι καλήν τινά πρωίαν,
        Έν λάκτισμά μας δίδοντες εις την υπαλληλίαν,
Τας απηγχονισμένας μας να λάβωμεν οπίσω;
        Εγώ το απεφάσισα· την λύραν δεν θ' αφήσω.
Και αν θα έχω την πικράν των δύω Σούτσων μοίραν
        Θα φέρω κ' εις τον τάφον μου παρήγορον την λύραν.―

Ω, σας αφίνω· χαίρετε, πρωτόκολλα, γραφεία·
        Διότι σβύνετ' η πυρά εις του λουτρού το κρύα!