Πικέρνη και όχι Πικέρμι
Πικέρνη και όχι Πικέρμι Συγγραφέας: |
(Ἐπιστολὴ πρὸς τὸ «Ἄστυ») Το Άστυ, αρ. φύλ. 3812, 20.06.1901: 3 |
Καθ’ ἃ πρὸ πολλοῦ ἤδη χρόνου καὶ ἐν πανεπιστημιακοῖς μαθήμασι καὶ ἐν διαλέξεσιν εἶπον καὶ ἔγραψα, τὸ ὄνομα τοῦ χώρου ἐν ᾧ τελοῦνται αἱ παλαιοντολογικαὶ ἀνασκαφαὶ δέον νὰ ἐπανορθωθῇ εἰς Πικέρνη ἀπὸ τοῦ παρεφθαρμένου παρὰ τῷ λαῷ Πικέρμι. Ἐπικέρνης ἦτο παρὰ τοῖς Βυζαντινοῖς τὸ ὄνομα αὐλικοῦ ἀξιώματος τοῦ ἐπὶ τοῦ κεράσματος. Ἀνδρὸς δὲ φέροντος τοῦτο τὸ ἀξίωμα ἢ οἴκου ἀπὸ τοῦ ἀξιώματος ἐκείνου ὀνομασθέντος φερώνυμος εἶνε ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος χῶρος. Τοῦ ἐπικέρνη ἐλέγετο βεβαίως τὸ κατ’ ἀρχάς, καθ’ ἃ τοῦ Λογοθέτῃ, τοῦ Χαλκωματᾶ, τοῦ Καπανδρίτη, τοῦ Σπάτα, τοῦ Σκαραμαγγᾶ. Διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὰ τοιαῦτα κτητικὰ ὀνόματα μεγάλων κατὰ τοὺς μέσους αἰῶνας συγκτησιῶν, ὅσα λήγουσιν εἰς τὸν φθόγγον ι, πρέπει νὰ γράφωνται κατὰ γενικήν, ἤτοι διὰ τοῦ Η, καὶ ὄχι διὰ τοῦ Ι. Εἶνε δ’ ἔτι μεγαλείτερον σφάλμα, τὸ νὰ μεταβάλλωνται τὰ ὀνόματα ταῦτα ἔτι μᾶλλον, προστιθεμένης εἰς αὐτὰ τῆς καταλήξεως ΟΝ οὕτως, ὥστε νὰ γίνωνται ἀδιάγνωστα. Λελανθασμένον ὅλως εἶνε νὰ λέγωμεν Καπανδρίτιον, ἀλλὰ νὰ γράφωμεν Καπανδρίτη, διότι ἔχομεν βυζαντιακὸν οἶκον Καπανδρίτη.
Καὶ ἔνθα δὲ δὲν ἀνευρέθη ἔτι ἡ ἀρχὴ ὀνόματός τινος τῶν εἰς ι (Ι ἢ Η) ληγόντων, οἷον τὸ ὄνομα Μενίδι, δυνάμεθα μὲν τὸ ὄνομα τοῦτο νὰ γράφωμεν προσωρινῶς μὲ Ι, ἀλλ’ εἶνε ὅλως περιττὸν νὰ συμπληρώνωμεν εἰς Μενίδιον καὶ πρέπει πάντως ν’ ἀποφεύγωμεν τὴν κλίσιν τῶν τοιούτων ὀνομάτων. Ἐξαιροῦνται ἐκεῖνα ὅσα εἶνε δεδηλωμένως ὑποκοριστικά, οἷον τὸ Τεμένι, ὅπερ πάντως προέρχεται ἐκ τοῦ Τεμένιον. Ἡ εὐκαιρία τοῦ πολλοῦ τὰ νῦν περὶ τῶν εὑρημάτων τοῦ Πικέρνη λόγου εἶνε, νομίζω, καταλληλοτάτη, ὅπως ρηθῶσι ταῦτα ἅπαξ διὰ παντὸς καὶ ἀγάγωσιν εἰς τὸ ὀρθόν, ὑπὲρ οὗ ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν κόπτομαι, μὴ ἀκουσθεὶς δυστυχῶς ὅτε πρὸ πολλοῦ ἐρωτήθην περὶ τῆς γραφῆς τῶν τοιούτων ὀνομάτων ἐν τῇ ἐπισήμῳ ἀπογραφῇ τοῦ Κράτους.
Σπ. Π. Λάμπρος