Πετώντας
Συγγραφέας:
Περιοδικό «Νέα Ζωή», τ.3-4, περίοδος Δ΄ (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1914)


ΠΕΤΩΝΤΑΣ

Τῶν φτερῶν τὴ λαχτάρα τὴν ἀκράτη,
Στὰ ξένα πρωτογνώρισα, στὴ Ρώμη·
Ὢ βύθισμα, στῆς αὔρας τὴν ἀφράτη
Βοή, ἱεροὶ τῆς λευτεριᾶς μου δρόμοι!
Ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲν ἤτανε γεμάτη —
Καὶ τὴν καρδιὰ μοῦ τὴ γιομίζει ἀκόμη,
Π’ ὤκραξα ξάφνου ἀπ’ τὴν κορφή της· «Νά τη,
Ἡ Ἑλλάδα, τῆς χαρᾶς τὸ σταυροδρόμι!
Ἐκεῖ φέρε με, ἐκεῖ· στὰ φωτονήσια,
Κυβέρνα τὴν Ὁρμὴ τὴν Ἐλυμπίσια,
Σύντροφε, στὸ διαμάντι τῆς ἡμέρας·
Μονοχέρι, σαΐτα κι’ ὁλοΐσα,
Κεῖ, ποῦ τὰ πρῶτα γέλια μου ἀναβρύσα!».
— Μὰ τὰ λόγια, μοῦ θέριζεν, ὁ ἀγέρας. —