Πες της χαιρετισμούς

Πες της χαιρετισμούς
Συγγραφέας:


Σ' αφήνω και μισεύω, ολόχρυσο πουλί,
βαρειά που με πλακώνει παράπονο πολύ.
Τρέμει η καρδιά μου, δέρει ανήσυχη βαρεί·
ο τόπος που 'χε πρώτα, μου λέει, δεν τη χωρεί.
Ο νους μου στο κεφάλι δεν θέλει να σταθή,
κοντά σου γύρες φέρει, κι εσέν' ακολουθεί.
Χαμένος οχ τη γνώσι, το δρόμο περπατώ,
εδώ κι εκεί κυττάζω, να σε ιδώ ζητώ.
Κινιούμαι, κοντοστέκω με ζάλης ταραχή
και κάθε τόσο μνήσκω και βάνω προσοχή.
Μου φαίνεται ν' ακούω, κυρά, να μου μιλής,
οπίσω να με κράζης, ναρθώ με προσκαλείς.
Της φαντασίας είναι παιγνίδια όλα αυτά,
κι ορέγεται ο Έρως μ' αυτά να μ' απατά.
Αυτή μου η απάτη ωστόσο καταντάει
σε πράμα που με θλίβει, φαρμακερά κεντάει.
Ευτύς οπού γνωρίσω το λάθο μου, αρχινούν
τα δυο μου μάτια βρύσες τα δάκρυα ν' απολνούν.
Με πλήθος θρήνους τότε και μ' αναστεναγμούς,
με της ψυχής αγώνες, σκληρούς περιορισμούς,
τα άνθια παραγγέλλω, πουλάκια και φυτά,
και όσα ν' απαντήσω, παρακαλώ κι αυτά,
μυρωδικά λουλούδια, λειβάδια δροσερά.
Τη Χλόη μου αν ιδήτε εδώ καμμιά φορά,
τον πόνο μου να ειπήτε σ' αυτή και στους κλαϋμούς.
Αχ! όχι μη της πήτε παρά χαιρετισμούς!
Ω δροσερέ μου αέρα, φυσώντας σιγανά,
πέρασε από τη Χλόη και πες της τα δεινά,
που δοκιμάζει ο Δάφνης, και τους πικρούς καϋμούς.
Αχ! μη της πης, αέρα, παρά χαιρετισμούς!
Γοργό χελιδονάκι, πουλί ξενητικό,
κι εμέν του ξένου κάμε μια χάρι σπλαχνικό,
πέτα στο περιβόλι της Χλόης, και σαν μπης,
κοντά της να καθίσης, πολλά να της ειπής.
Να της ειπής λαλώντας παραπονετικά
πως έβαλαν τα μαύρα, τα μαύρα μ' σωθικά.
Ειπές της πως δεν παύω από τους στεναγμούς.
Αχ! μη, χελιδονάκι, πες της χαιρετισμούς!