Πατρικὴ εὐτυχία
Συγγραφέας:


Τὸ βράδυ βράδυ ἀπὸ βουνήσια μέρη
κουρασμένος ὁ Ἀδὰμ γυρνοῦσε ἀγάλι,
κ' ἐτήραε θλιβερὰ τὸ πρῶτο ἀστέρι,
ποῦ ἀντίκρυ του καθάριο εἶχε προβάλει.

Τῶν ἀγγέλων στὸ νοῦ του ἀυτὸ νὰ φέρῃ
τ' ἁγνὰ δυνήθη ἀγαπημένα κάλλη,
κ' εἶπε, ξυπνῶντας τοῦ βραδυοῦ τ' ἀέρι:
- Πότε θὰ ἰδῶ τὴ θεία τους λάμψη πάλι; -

Πλὴν ὅλα τὰ βαθυά τῆς πίκρας ἴχνη
σβυῶνται μέσα του ξάφνου, ὡς κατεβαίνει·
μία ματιά – μία μονάχη ὀμπρός του ρίχνει,

καὶ τὴν Εὔα θωράει, ποῦ, καθισμένη
σὲ στρῶμα χλόης, πρώτη φορὰ τοῦ δείχνει
ἀφτέρωτο ἀγγελοῦδι ὁποῦ βυζαίνει.