Παρηγοριαίς
Συγγραφέας:


Τὸ ξέρω - αὐγὴ κατάλαμπρη, ποῦ νύχτα δὲν προσμένει
ξυπνῶντας βλέπουν οἱ καλοί,
ὅταν ἀφίνουν τὸ κορμί,
καὶ λέονται πεθαμένοι.

Μοῦ τὸ θυμᾶτε ἀνώφελα τὶ πλέον ἀπ’ ὅλους, τώρα
μέσα μου αἰσθάνομαι ποῦ ζοῦν,
κ’ ἐμᾶς μὲ πόθο ἀκαρτεροῦν
στὴ θεϊκιά τους χώρα.

Εἶναι τοῦ Χάρου πρόσκαιρος ὁ χωρισμός, ἀλήθεια·
ὅμως –μιλήσετε! –ποιανοῦ
ἣ λάβρα τέτοιου χωρισμοῦ
δὲν κατατρώει τὰ στήθια;

Τὶ κάνουν; τὶ στοχάζονται; τὶ λένε τώρα ἐκεῖνοι
ποῦ μᾶς ἁφῆκαν στὴν ἐρμιά;
Ἀπὸ τὸν κόσμο τους - ἀλοιά! -
ποιός εἴδηση μᾶς δίνει;

Τ’ ἄστρο, ποῦ κάτου χύνεται μὲ βία τὸ καλοκαῖρι,
πότε στοὺς ἄχαρους θνητοὺς
ἀκούστηκε χαιρετισμοὺς
ἀπὸ ψηλὰ νὰ φέρῃ;

Ζητάει τοὺς πεθαμένους του μάτι θολὸ ἀπὸ κρῖμα
‘ς ὅλο τὸν ἄμετρο οὐρανό·
τοῦ κάκου! γέρνοντας ἐδῶ,
βλέπει τὸ κρύο τους μνῆμα.

‘Σ αύτὸ νὰ κλάψω ἀφήσετε. Μὲ κλάψαις ἀρχινάει
καὶ ἁγνίζει ὁ πόνος τὴν ψυχή·
τότες ἐκεῖθε ἡ προσευχὴ
στὀν Ὕψιστο πετάει.

Ἡλιοκαϊμένο λούλουδο, ποῦ τὸ κεφάλι πλύνῃ
μὲ οὐρανοστάλαχτη δροσιά,
τερπνόταταις ψηλά, ψηλὰ
ταὶς εύωδίαις του χύνει.