Παραμύθι χωρίς όνομα/Κεφάλαιο ΙΑ

Παραμύθι χωρίς όνομα
Συγγραφέας:
ΙΑ'. «Χωροφύλακας, ή ξυλοκόπος;»


Εκεί τον βρήκε η Ειρηνούλα, πρωί-πρωί, καθώς πήγαινε στο δάσος. Τον ξύπνησε και μαζί κατέβηκαν. Την ρώτησε αν είχε άλλα νέα.

- Όχι, του αποκρίθηκε. Οι εχθροί δε φάνηκαν ακόμα στον ποταμό.

- Ο Θεός να δώσει! είπε το Βασιλόπουλο από μέσα από την καρδιά του. Για μας, κάθε ώρα είναι κέρδος.

Σκότωσε με τη σφενδόνα του κουνέλια και αγριόπουλα, και τα μοίρασε σε δυο μάτσα. Μοίρασε και τ' αυγά, και πήρε τα μισά στο μαντίλι του.

- Κάτω εκεί, στου Κακομοιρίδη το σπίτι, θα στρωθεί σήμερα μεγάλο τραπέζι, και πρέπει κι εκεί να πάγω φαγί, είπε της αδελφής του.

Και της διηγήθηκε πως πήγε και βρήκε τον αδελφό του Κακομοιρίδη, που δούλευε τώρα και αυτός να φτιάσει όπλα, και πως μερικά αλητόπαιδα ήταν να έλθουν να δουλέψουν στο μεταλλείο και να πληρωθούν με το φαγί που θα τους έφερνε.

- Τι ωραία! είπε η Ειρηνούλα συγκινημένη. Έτσι τρέφεις ένα πλήθος πεινασμένους και συνάμα τους μαθαίνεις να δουλεύουν για να μη ζητιανεύουν.

- Μα αυτό γυρεύω ίσα-ίσα, αποκρίθηκε απλά το Βασιλόπουλο, να ξαναμάθει ο κόσμος να δουλεύει.

Αποχαιρέτησε την αδελφή του και κατέβηκε τρεχάτος στη χώρα. Πήγε στου δασκάλου, έκανε το μάθημα του και άφησε δυο πουλιά για πληρωμή. Ύστερα τράβηξε στου Κακομοιρίδη. Τους βρήκε όλους στη δουλειά. Γύρω στους τοίχους της κάμαρας κρέμουνταν διάφορα νεόφτιαστα όπλα.

- Καλή αρχή! είπε με χαρά το Βασιλόπουλο. Ο εχθρός δε φαίνεται ακόμα να πλησιάζει. Θάρρος! Θα γίνουν τα όπλα.

Και αφού παρέδωσε το κυνήγι στην κόρη του Κακομοιρίδη, σήκωσε τα μανίκια του κι έπιασε το σφυρί και την τσιμπίδα. Έξαφνα όμως ακούστηκαν έξω φωνές. Το Βασιλόπουλο παράτησε τα εργαλεία του, βγήκε τρεχάτος και είδε ένα από τα παιδιά του μεταλλείου, που πάλευε γενναία να σώσει τη φορτωμένη χειράμαξα του από δυο κλέφτες. Το Βασιλόπουλο αναγνώρισε τον αφιλόξενο άνθρωπο που τους είχε διώξει, με την Ειρηνούλα, από το κατώφλι του, και το παιδί του, που είχε κλέψει τ' ωρολόγι του Κακομοιρίδη.

- Παλιάνθρωπε! φώναξε και ρίχθηκε πάνω του, τον άρπαξε από το λαιμό και τον έστρωσε στο χώμα.

Ο Κακομοιρίδης, ακούοντας τις φωνές, βγήκε και αυτός κι έφθασε την ώρα που το παιδί του κλέφτη ξέκοβε στο δάσος. Το κυνήγησε, το έπιασε και το έφερε πίσω με τις σπρωξιές.

- Δώστε μου ένα σκοινί! φώναξε το Βασιλόπουλο.

Και με τη βοήθεια του Κακομοιρίδη, τους έδεσε πισθάγκωνα, και μαζί γύρισαν στο σιδηρουργείο σπρώχνοντας μπροστά τους δυο κλέφτες. Το Βασιλόπουλο άφησε απ' έξω το κλεφτόπαιδο, με το γερο-Κακομοιρίδη να το φυλάγει.

- Είναι αμαρτία αυτό που κάνετε! φώναξε ο κλέφτης. Τι μας δέσατε τα χέρια σαν κακούργους, αντί να δείρετε αυτό το παλιόπαιδο που γύρευε να ζημιώσει καλούς και ήσυχους νοικοκυρέους;

- Αυτό θα το δούμε αργότερα, είπε το Βασιλόπουλο. Τώρα πες μου πώς σε λένε.

Έξαφνα ο κλέφτης θυμήθηκε το πρόσωπο του Βασιλόπουλου και αναστέναξε με ανακούφιση. Από ένα τέτοιο παιδί τι είχε να φοβηθεί;

- Μπα! είπε χαρούμενος. Εσύ είσαι, παλικάρι, που ήλθες προχθές και χτύπησες την πόρτα μου; Και τι γίνεται η κοπελίτσα που ήταν μαζί σου; Αδελφή σου δεν είναι;

- Και αυτό θα μείνει για αργότερα. Τώρα πες μου τ' όνομα σου.

- Με λένε Κατεργαρίσκο. Μα δε βλέπω γιατί με ρωτάς εμένα εκείνα που θα έπρεπε να ζητήσεις αυτουνού που γύρευε να μας ζημιώσει...

- Θα τον ρωτήσω και αυτόν ύστερα. Τώρα πες μου εσύ, γιατί προσπάθησες να πάρεις τη φορτωμένη χειράμαξα;

- Μα δεν είναι έτσι τα πράματα, παλικάρι μου, είπε ο άνθρωπος, με αλεπουδίσιο χαμόγελο. Άφησε με να σου πω τι έγινε. Εγώ δούλευα στο δάσος, έσκαβα κι έβγαζα... αυτά, πώς τα λένε... πέτρες. Και το παιδί μου ήταν εκεί και με βοηθούσε. Σα γέμισα λοιπόν το αμαξάκι, είπα στο παιδί μου να το πάγει στο σπίτι...

- Τι τις ήθελες τις πέτρες; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Να χτίσω ένα κοταριό, να σε χαρώ, γιατί το δικό μου γκρέμισε. Λοιπόν άκουσα φωνές, βγήκα έξω και είδα το παιδί αυτό που γύρευε να κλέψει τις πέτρες από το γιο μου, και το έριξα κάτω για να γλιτώσω το πράμα μου. Να, παλικάρι μου, η ιστορία πώς είναι, να σε χαρώ! Λύσε μου τα χέρια μου, γιατί μούδιασαν έτσι δεμένα.

- Στάσου εκεί τώρα, έχομε και άλλον ν' ακούσομε πριν σε λύσομε, είπε το Βασιλόπουλο.

Και φώναξε το γερο-Κακομοιρίδη, που για να μη χάνει καιρό γυάλιζε ένα σπαθί φυλάγοντας το κλεφτόπαιδο.

- Φερ' τον μέσα, γέρο, είπε.

Και ρώτησε το αγόρι:

- Πώς σε λένε και τι συνέβηκε;

- Με λένε Μήτσο, αποκρίθηκε τρέμοντας το παιδί, και μυστικά έκανε νόημα του πατέρα του πως δεν ήξερε τι να πει.

Το Βασιλόπουλο το αντιλήφθηκε, και ανάγκασε τον Κατεργαρίσκο να γυρίσει την πλάτη.

- Πες, παιδί μου, δεν πήγαινες... άρχισε ο κλέφτης.

- Εσύ να σωπάσεις ή σου στουμπώνω το στόμα! φώναξε το Βασιλόπουλο.

- Μα, παλικάρι μου, θέλω μόνο την αλήθεια να πει το παιδί μου, να πιστέψετε πως πήγαινε...

Μα πριν προφθάσει να πει περισσότερα, ο Κακομοιρίδης του είχε δέσει το στόμα μ' ένα πεσκίρι.

- Ναι, είπε ο Μήτσος νομίζοντας πως κατάλαβε την έννοια του πατέρα του, πήγαινα να βοηθήσω το παιδί που έσερνε το φορτωμένο αμαξάκι...

Με μια κλωτσιά στο πάτωμα ο πατέρας του τον σταμάτησε.

- Θέλω να πω, πως πήγαινα τις πέτρες στη χώρα για να τις πουλήσω του πρωτομάστ...

Άλλη μια κλωτσιά στο πάτωμα, και το παιδί τα έχασε ολότελα και άρχισε τα κλάματα.

- Φθάνει, είπε το Βασιλόπουλο. Και φώναξε το παιδί του μεταλλείου:

- Λέγε, Θάνο, τι έτρεξε;

- Γύριζα από τα πηγάδια με το σίδερο, είπε ο Θάνος, και βγήκε αυτός από το δάσος και μου άρπαξε τη χειράμαξα. Φώναξα πως ήταν ξένο πράμα, μα την ίδια ώρα έφθασε ο άλλος, μ' έριξε χάμω και θα έπαιρνε το αμαξάκι αν δεν έφθανες εσύ.

- Τ' άκουσες, κυρ-Κατεργαρίσκο; είπε το Βασιλόπουλο. Δεν ήξερες βέβαια πως η χειράμαξα είναι δική μας, και πως το παιδί αυτό δουλεύει στο συνεργείο μας, ειδεμή θα έβρισκες άλλην εξήγηση να μας δώσεις. Και συ, Μήτσο, εξακολούθησε γυρνώντας στο κλεφτόπαιδο, τώρα που έχεις την καλή τύχη να ξανανταμώσεις τον κυρ-Κακομοιρίδη, δεν του δίνεις πίσω τ' ωρολόγι του, που το φυλάγεις τώρα τόσες μέρες στον κόρφο σου;

Όλοι παραξενεύθηκαν με τα λόγια του Βασιλόπουλου. Μόνος ο Κατεργαρίσκος κατάλαβε, του λύθηκαν τα γόνατα κι έπεσε σε μια καρέγλα. Το Βασιλόπουλο πήρε από την τσέπη του κλέφτη το ασημένιο ωρολόγι με την αλυσίδα του και τα έδωσε του Κακομοιρίδη.

- Τ' ωρολόγι μου! αναφώνησε χαρούμενος ο σιδεράς. Πώς βρέθηκε σ' αυτουνού την τσέπη;

Με δυο λόγια το Βασιλόπουλο του διηγήθηκε τι είχε ακούσει και δει από μέσα από τα ερείπια, πίσω από το σπίτι του κλέφτη.

- Και τώρα, είπε, εμπρός! Περπατάτε!

Τους πήγε πισθάγκωνα δεμένους στη φυλακή, και βρήκε το δεσμοφύλακα που κουβέντιαζε στην πόρτα ενός καφενείου μ' ένα παλικάρι. Με δυσαρέσκεια αναγνώρισε το Βασιλόπουλο τον πιωμένο νέο με τα γυαλιστερά μάτια, που στην ταβέρνα είχε πει τόσο υβριστικά λόγια εναντίον του Βασιλιά. Και αυτός τον αναγνώρισε, και ρώτησε ειρωνικά:

- Ε, πατριώτη, βγήκε ο γιος του Βασιλιά;

Το Βασιλόπουλο δεν αποκρίθηκε. Ζήτησε τα κλειδιά, και ο δεσμοφύλακας του τα έδωσε και τον χαιρέτησε ως κάτω. Ύστερα πήγε στο αντικρινό μέρος της πλατείας όπου ήταν οι φυλακές, άνοιξε την πόρτα κι έβαλε μέσα τους κλέφτες. Ο νέος και ο δεσμοφύλακας το κοίταζαν που πήγαινε.

- Δε μου λες, γιατί υποκλίθηκες τόσο βαθιά, σαν του έδωσες τα, κλειδιά; ρώτησε ο νέος. Ποιος είναι;

- Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο δεσμοφύλακας. Μα αυτός υποχρέωσε τον κυρ-Λαγόκαρδο να βγάλει τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, ενώ ο ίδιος ο Λαγόκαρδος τον είχε καταδικάσει.

- Τι λες, καλέ! είπε ο νέος.

Κι εξακολούθησε περιφρονητικά:

- Κανένας παλατιανός και αυτός... σαν όλους...

- Όχι, βέβαια! είπε ο δεσμοφύλακας. Παλατιανός ήταν εκείνος που ζήτησε την καταδίκη του Κακομοιρίδη. Πουλημένος στους παλατιανούς ήταν ο κυρ-Λαγόκαρδος που καταδίκασε τον αθώο άνθρωπο. Μα τούτος!... Να τον έβλεπες! Με το καμτσίκι οδηγούσε τον κυρ-Λαγόκαρδο, και τον υποχρέωσε να βγάλει τον καταδικασμένο από τη φυλακή.

- Με τι, είπες;

- Με το καμτσίκι! επανέλαβε ο δεσμοφύλακας. Το Βασιλόπουλο κλείδωσε την πόρτα της φυλακής, έφερε πίσω τα κλειδιά και γύρισε να φύγει.

- Μα ποιος λοιπόν είναι αυτός; μουρμούρισε ο νέος. Και από μακριά τον ακολούθησε.

Περνώντας από του Αμοιράκου του πρωτομάστορη, θέλησε το Βασιλόπουλο ν' ανέβει να τον ρωτήσει αν είχε πιάσει δουλειά.

- Δεν είναι απάνω ο πρωτομάστορης, του φώναξε ο κουντουράς της γωνιάς. Βρίσκεται στο ποτάμι.

«Καλά!», σκέφθηκε χαρούμενο το Βασιλόπουλο. «Λοιπόν άρχισε δουλειά!» Γύρισε κατά το ποτάμι, μα περνώντας από το δάσος άκουσε ομιλίες. Μπήκε μέσα, και, ανάμεσα στα δέντρα, είδε δύο νέους που γύρευαν να σύρουν ένα μεγάλον κορμό, δεμένο με σκοινιά. Μα ήταν πολύ βαρύς και δεν μπορούσαν να τον κουνήσουν.

- Πού θέλετε να το πάτε αυτό; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Στό ποτάμι, όπου το θέλει ο παραφέντης, αποκρίθηκαν.

- Είναι αδύνατο να το σύρετε έτσι. Είναι πολύ μεγάλο.

- Τι να κάνομε; Το θέλει ο παραφέντης. Θα φτύσομε αίμα μα θα το σύρομε.

- Θα σπάσετε τα σκοινιά σας και δε θα κάνετε τίποτα. Άλλο τρόπο να βρούμε. Χρειάζονται ρόδες... Οι ξυλοκόποι γέλασαν.

- Μα έλα δα που δεν έχομε! είπαν. Το Βασιλόπουλο σκέφθηκε λίγο.

- Δώσ' μου το τσεκούρι σου, είπε.

Και βγάζοντας το ρούχο του, το Βασιλόπουλο έφτιασε τρία κατρακύλια. Ύστερα τα τοποθέτησαν κάτω από τον κορμό, ζεύθηκαν και οι τρεις στα σκοινιά, και μαζί τον έσυραν. Ο κορμός κατρακύλησε σαν να ήταν σε τροχούς.

- Και όταν κυλήσει ο κορμός και βγει από το τελευταίο κατρακύλι, πάρτε το αυτό και βάλτε το πάλι μπροστά, τους είπε το Βασιλόπουλο. Έτσι θα τον πάτε ως το ποτάμι.

Οι δύο νέοι τον ευχαρίστησαν καταχαρούμενοι.

- Δε φαντάζεσαι πόσο μας ευκόλυνες τη δουλειά μας, είπαν ξελαφρωμένοι, και πόσο θα ευχαριστηθεί ο παραφέντης, που θα προχωρήσει γρηγορώτερα η μεταφορά.

- Ποιος είναι ο παραφέντης σας; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Ο Αμοιράκος ο πρωτομάστορης.

- Και πώς έτυχε να δουλεύετε μαζί του; Ενόμιζα πως δεν έχει πια παραγιούς.

- Και δεν είχε. Μονάχος δούλευε από τον καιρό που πήγαν στραβά οι δουλειές του, αποκρίθηκε ο ένας νέος. Είχε κλείσει μάλιστα το εργαστήρι του. Μα πρέπει να πέτυχε καμιά καλή παραγγελία, γιατί πούλησε το σπίτι του και ό,τι είχε, και μας πήρε όλους, όσοι τεχνίτες μαραγκοί είμαστε στη χώρα, με καλή πληρωμή, για να δουλέψομε μέρα-νύχτα.

- Χαρά στον πατριώτη! φώναξε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο.

Κι έτρεξε κατά το ποτάμι. Περνώντας βιαστικά, σκουντούφλησε έναν άνθρωπο που στέκουνταν εκεί απαρατήρητος.

- Χωροφύλακας ή ξυλοκόπος; ρώτησε αυτός.

Το Βασιλόπουλο γύρισε και αναγνώρισε το νέο της ταβέρνας.

- Και τα δυο, αποκρίθηκε.

- Και τίποτε άλλο; ρώτησε ο νέος.

Το Βασιλόπουλο τον κοίταξε κατάματα. - Ναι, είπε, και κάτι άλλο. Κι έφυγε τρεχάτος.

Σ' ένα γύρισμα του δρόμου, απάντησε χωρικούς που έφευγαν τρομαγμένοι κατά τη χώρα.

- Πού τρέχετε; τους φώναξε.

Αλλά δεν αποκρίθηκαν. Εξακολουθούσαν να φεύγουν. Λίγα βήματα μακρύτερα, είδε άλλους πέντε-έξι άντρες που έτρεχαν και αυτοί. Το Βασιλόπουλο τους σίμωσε.

- Για πού, πατριώτες; ρώτησε.

- Για τη χώρα, του αποκρίθηκαν. Μην πηγαίνεις από κει, οι εχθροί καταφθάνουν!

- Πού φθάνουν;

Μα δεν αποκρίθηκαν. Τρομαγμένοι και σαστισμένοι έφευγαν. Το Βασιλόπουλο τους κυνήγησε και τους πρόφθασε.

- Πού φεύγετε! ρώτησε θυμωμένος. Τι φοβάστε και τρέχετε σα λαγοί;

- Οι εχθροί κατεβαίνουν στο ποτάμι από την πέρα μεριά, αποκρίθηκε ένας.

- Ε, καλά! Μένει το ποτάμι. Πώς θα το περάσουν; Ελάτε στα συγκαλά σας, πατριώτες, μη χάνετε έτσι το λογικό σας, για το Θεό! Γυναίκες είστε να φοβάστε; φώναξε το Βασιλόπουλο αναμμένο. Στα όπλα, παιδιά! Θα τους σταματήσομε!

Οι χωρικοί κοντοστάθηκαν.

- Μα δεν έχομε όπλα! είπαν.

- Πιάστε ό,τι κοφτερό έχετε: μαχαίρι, δρεπάνι, τσεκούρι ή σκερπάνι, και ακολουθήστε με!

- Ποιος θα μας οδηγήσει; ρώτησε φοβισμένος ένας.

- Εγώ! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. Γυρνάτε πίσω. Για το Θεό, μη φεύγετε!

- Μπα! είπε άλλος. Γιατί να πολεμήσομε; Αν το ποτάμι σταματήσει τους εχθρούς, εμείς από δω είμαστε ήσυχοι. Αν πάλι το ποτάμι δε σταματήσει τους εχθρούς, ουτ' εμείς δε θα τους σταματήσομε. Γιατί να σκοτωθούμε άδικα; Θα κάνομε και μεις εκείνο που κάνει ο Βασιλιάς και το Βασιλόπουλο.

- Ο Βασιλιάς θα μείνει! Το Βασιλόπουλο θα σας οδηγήσει! Κανένας δε θα φύγει, μείνετε και σεις.

Ένας από τους χωρικούς γέλασε κοροϊδευτικά.

- Δεν πας ν' ακούσεις τι γίνεται στο παλάτι; είπε. Ο Βασιλιάς ετοιμάζεται να το στρίψει και το Βασιλόπουλο το 'στριψε κιόλα!

- Το Βασιλόπουλο δεν το 'στριψε! Είναι ανάμεσα σας! φώναξε το Βασιλόπουλο. Κοιτάξετε με, πατριώτες! Εγώ είμαι ο γιος του Βασιλιά, και θα σας οδηγήσω!

- Αλλού να τα πουλάς αυτά! αποκρίθηκαν οι χωρικοί. Το είδαν το Βασιλόπουλο που πέρασε το ποτάμι χθες σαν ένιωσε τα σκούρα, κι έφυγε στα ξένα! Άλλο τόσο θα κάνομε κι εμείς.

Το Βασιλόπουλο έσφιξε το μέτωπο του στα χέρια του. Τι να κάνει; Πώς να τους βαστάξει; Συλλογίστηκε το Βασιλιά, που πρέπει να τα έχασε μονάχος στο παλάτι. Θυμήθηκε τα λόγια του χωρικού: «Ο Βασιλιάς ετοιμάζεται να το στρίψει...» Τον έπιασε τρόμος, γύρισε πίσω και, τρεχάτος, ανέβηκε στο βουνό.