Παραμύθι χωρίς όνομα
Συγγραφέας:
Ε'. Το δώρο του θείου Βασιλιά


Μόλις σίμωσαν στο παλάτι, και άκουσαν φωνές θυμωμένες και παραπονιάρικα κλάματα.

- Αυτή μου έσχισε την τραχηλιά μου! ξεφώνιζε η Ζήλιω.

- Θα σου σχίσω και το πρόσωπο! αποκρίνουνταν η Πικρόχολη.

- Τα συνηθισμένα πάλι! είπε με λύπη το Βασιλόπουλο.

Και τα δυο αδέλφια έτρεξαν στο παλάτι, όπου όλο και δυνατότερες ακούουνταν οι στριγλιές. Μέσα στην κάμαρα το θέαμα ήταν σπαραξικάρδιο. Οι δυο αδελφές, ξετραχηλωμένες και αγριεμένες, βαστιούνταν από τα μαλλιά και χτυπιούνταν με λύσσα. Ο Βασιλιάς, με το κεφάλι ριχμένο πίσω, για να βλέπει από κάτω από την κορώνα του, που του είχε πέσει ως τη μύτη, γύρευε να τις ξεχωρίσει, ενώ η μια παρακόρη, ξανθή και πλαδαρή, με όλη την ταραχή, κοιμούνταν ξαπλωμένη στα λιωμένα μαξιλάρια του σοφά, και η άλλη, στεγνή και μελαχρινή, πάνω στη γενική αταξία, κατέβαζε μια μελόπιτα σερβιρισμένη για το Βασιλιά.

Καθισμένη χάμω, η Βασίλισσα καταγίνουνταν να στολίζει το κέντημα της φούστας της με τα γυαλάκια μιας σπασμένης μποτίλιας, χωρίς να προσέχει στο κακό που γίνουνταν γύρω της. Και πλάγι στην πόρτα, ο αρχικαγκελάριος με δυο υπασπιστές, που βαστούσε ο καθένας από ένα σκεπασμένο πανέρι, περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει ο καβγάς, για να μιλήσουν του Βασιλιά. Η Ειρηνούλα ρίχθηκε μεταξύ στις αδελφές της.

- Παύσετε για το Θεό! παρακάλεσε. Είναι ντροπή αυτά που κάνετε. Οι φωνές σας ακούονται ως έξω!

Οι Βασιλοπούλες σταμάτησαν σαστισμένες, και η μια άφησε τα μαλλιά της άλλης.

- Πού βρέθηκες εσύ, μικρούλα; ρώτησαν οι δυο μαζί.

Ο Βασιλιάς σήκωσε την κορώνα από τη μύτη του και χαμογέλασε της Ειρηνούλας.

- Καλώς την! είπε ημερεμένος. Ήσουν περίπατο; Δε σε είδαμε σήμερα.

Η Βασίλισσα, απασχολημένη με τα γυαλάκια της, μήτε γύρισε να δει.

- Μαζί μου ήταν, είπε το Βασιλόπουλο. Και θέλω να σου μιλήσω αμέσως, πατέρα.

- Μπα; Και συ εδώ είσαι; Πού γυρνούσες; ρώτησε ο Βασιλιάς.

- Σε πολλά μέρη, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Κι έμαθα κάμποσα πράγματα που πρέπει να τα ξέρεις.

- Αν είναι διασκεδαστικά, πες τα αμέσως, ειδεμή άστα για αργότερα. Βαριούμαι σκοτούρες.

Και κάθησε στην πολυθρόνα και σκούπισε το μέτωπο του με το μανίκι του ποκαμίσου του, που έβγαινε από το ξέσχισμα του ρούχου του.

- Όχι, πατέρα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Διασκεδαστικά δεν είναι. Μα πρέπει να τ' ακούσεις.

Με το χέρι τον παραμέρισε ο Βασιλιάς.

- Ύστερα μου τα λες, είπε. Τώρα έλα συ, Πανουργάκο, και πες μου τι θέλουν αυτοί οι δυο πανεροφορτωμένοι.

Ο αρχικαγκελάριος ζύγωσε και υποκλίθηκε.

- Είναι οι δυο υπασπιστές που είχα στείλει την περασμένη εβδομάδα στα γειτονικά βασίλεια, εξήγησε. Γύρισαν επιτέλους, κι έφεραν τις απαντήσεις των Αρχόντων συγγενών σου.

- Ας σιμώσουν, πρόσταξε ο Βασιλιάς.

- Πολύδωρε! φώναξε ο αρχικαγκελάριος.

Ο πρώτος υπασπιστής ακούμπησε το πανέρι του χάμω και γονάτισε μπροστά στον Άρχοντα.

- Αφέντη, είπε, πήγα στο παλάτι του Άρχοντα εξαδέλφου σου και του είπα όσα μου είχε προστάξει η Εξοχότητά του, ο κυρ-αρχικαγκελάριος. Από τις πρώτες λέξεις που είπα, μ' έβρισε και με φοβέρισε πως θα με κρεμάσει και θα με δώσει στα σκυλιά του να με φάνε. Ύστερα με ξαναφώναξε και με ρώτησε πολλά πράματα για το παλάτι και για σένα. Στο τέλος μου είπε να πάρω αυτό το πανέρι και να σου το φέρω, μα πως ήταν το τελευταίο δώρο που σου έστελνε, γιατί, λέει, χτίζει καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά, και δεν έχει φλουριά περισσευούμενα να στέλνει έξω από τον τόπο.

Ο Βασιλιάς άναψε, στενοχωρέθηκε, φρένιασε.

- Τον αυθάδη! ξεφώνισε φοβερίζοντας με το γρόθο του τον απόντα συγγενή του. Χτίζει, λέει, καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά! Ας τολμήσει να το ξαναπεί, και ρίχνω μέσα στο βασίλειο του εκατό χιλιάδες στρατό, και κατεβάζω από το ποτάμι όλο το θεόρατο στόλο μου, έτσι που να τα χάσει από την τρομάρα του...

Κι έξαφνα αλλάζοντας τόνο:

- Ξεσκέπασε το πανέρι, Πανουργάκο, εξακολούθησε, κοίταξε αν έχει μέσα κανένα καλό φαγάκι. Άνοιξε η όρεξη μου μιλώντας για δουλειές, και το λαρύγγι μου στέγνωσε.

Ο Πανουργάκος ξήλωσε τις κλωστές που βαστούσαν το σκέπασμα του πανεριού, το άνοιξε και το πρόσφερε του Βασιλιά, και αυτός με μεγάλη βία παραμέρισε μερικά άχυρα και ξεσκέπασε ένα μικρό καλαθάκι αυγά.

- Τί είναι αυτά! ξεφώνισε φουρκισμένος.

- Αυγά, Αφέντη, αποκρίθηκε με σεβασμό ο αρχικαγκελάριος.

- Το βλέπω, βλάκα! Δε σε ρωτώ πώς τα λένε!... Άδειασε τ' άχυρα και κοίταξε παρακάτω. Θα έχει και άλλα πράματα, κανένα θησαυρό κρυμμένο...

Ο αρχικαγκελάριος έβγαλε το καλαθάκι, το ακούμπησε πλάγι του και με προσοχή σκάλισε στ' άχυρα. Μα δε βρήκε τίποτα.

- Πρέπει να είσαι ζεβζέκης! είπε νευρικά ο Βασιλιάς. Είμαι βέβαιος πως εγώ θα βρω το θησαυρό.

Και γονατίζοντας πλάγι στο πανέρι, χώθηκε ο μισός μέσα.

Ωστόσο η μελαχρινή παρακόρη, βλέποντας την προσοχή ολωνών γυρισμένη στο δώρο του εξαδέλφου Βασιλιά, σίμωσε με πονηριά και, αρπάζοντας μερικά αυγά, τα έκρυψε στην τσέπη της. Το Βασιλόπουλο, που στέκουνταν παράμερα με σταυρωμένα χέρια, την είδε, μα δε μίλησε. Με αηδία κοίταζε όλη τη σκηνή. Τίποτε άλλο δε βρέθηκε στο πανέρι, και ο Βασιλιάς, ξανακάθησε στην πολυθρόνα κατσουφιασμένος και κακιωμένος.

- Έλα δω και συ, είπε του δευτέρου υπασπιστή. Πες μου τι έκανες στο παλάτι του σεβαστού Άρχοντα θείου μου.

Ο υπασπιστής Πολύκαρπος πλησίασε με το πανέρι του, και σαν τον Πολύδωρο γονάτισε μπροστά στο Βασιλιά.

- Αφέντη, όταν άκουσε ο Άρχοντας θείος σου όσα μου παρήγγειλε ο Εξοχώτατος κυρ-αρχικαγκελάριος χαμογέλασε, και μου είπε να περιμένω απ' έξω, ώσπου να συλλογιστεί με τον καραγκιόζη του, που είναι, λέει, ο καλύτερος του σύμβουλος, τι μπορεί να σου στείλει, για να σε ωφελήσει περισσότερο. Ύστερα με φώναξε και μου έδωσε τούτο το κλειστό πανέρι, κι ένα γράμμα που σου έφερα.

- Δώσ' το, είπε μ' ευχαρίστηση ο Βασιλιάς. Αυτός τουλάχιστον έχει βασιλικούς τρόπους!

Πήρε το γράμμα, το άνοιξε, στερέωσε τα γυαλιά του στη μύτη του, και άρχισε να διαβάζει:

«Πολυτρανότατε Βασιλιά και ανεψιέ. Με χαρά μεγάλη έμαθα τα νέα σου, και πως δεν πάνε τα πράματα πρίμα στο βασίλειο σου. Κι έτσι μου παρουσιάζεται και μένα η περίσταση να σου φανώ χρήσιμος και να σου στείλω ένα δώρο. Σκέφθηκα πως αν σου στείλω φλουριά, θα τα ξοδιάσεις και θα τελειώσουν. Αν σου στείλω φαγιά, ψημένα ή άψητα, θα φαγωθούν και πάλι θα τελειώσουν. Αν σου στείλω φορέματα, θα λιώσουν. Λοιπόν σου στέλνω ένα δώρο που θα σου μείνει πάντα, δώρο ανάλογο με την αξία σου, πολυτρανότατε Βασιλιά και ανεψιέ, δώρο τέτοιο που, μόλις το δεις, θα νιώσεις πόσο μεγάλη υπόληψη έχω για σένα, και θα καταλάβεις τι σημασία έχει η ύπαρξη σου στον κόσμο. Ο Άρχοντας θείος σου»

- Να! Να άνθρωπος! φώναξε ενθουσιασμένα ο Βασιλιάς. Να γράμμα μ' ευγένεια και σύνεση γραμμένο! Ανάλογο, λέει, της αξίας μου, τ' ακούτε σεις όλοι; Τι στέκεσαι λοιπόν, Πανουργάκο, κουτεντέ; Γιατί δεν ανοίγεις το πανέρι;

Ο Πανουργάκος έκοψε τους σπάγγους και ξεσκέπασε ένα δέμα τυλιγμένο σ' ένα μεταξωτό κόκκινο μαντίλι, υφασμένο με σχέδια χρυσά και ασημένια. Το κόκκινο χρώμα χτύπησε στο μάτι της Βασίλισσας, που ως εκείνη την ώρα είχε μείνει αδιάφορη σε όλα. Σηκώθηκε βιαστικά, παρατώντας τα γυαλάκια της, κι έτρεξε στο Βασιλιά.

- Αχ, τι ωραίο! Τι φανταχτερό! είπε. Πάρε συ το δώρο, Βασιλιά μου, και δωσ' μου το μαντίλι να το κάνω σκουφί.

- Να το πάρεις, Κυρά μου, αποκρίθηκε χαρούμενος ο Βασιλιάς. Ό,τι θες σου δίνω τώρα! Πανουργάκο, βάλε το δέμα στο τραπέζι. Θέλω μόνος μου να το ανοίξω.

Στερέωσε καλά την κορώνα στο κεφάλι του, τυλίχθηκε με αξιοπρέπεια στον ξεθωριασμένο μανδύα του και σίμωσε στο τραπέζι. Με μεγάλη προσοχή έλυσε τους κόμπους του μαντιλιού. Μια περγαμηνή σκέπαζε το δώρο, και ο Βασιλιάς διάβασε βροντόφωνα τα λόγια που ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα: «Αν καταλάβεις τι σημαίνω, θα ωφεληθείς».

- Προσοχή! είπε ο Βασιλιάς. Βλέπετε όλοι πως υπάρχει μυστική έννοια κλεισμένη εδώ μέσα. Σε μένα έλαχε η δόξα να τη βρω. Παραμερίσετε!

Και με μεγαλόπρεπη κίνηση σήκωσε την περγαμηνή και ξεσκέπασε ένα γαϊδουρίσιο κεφάλι με μια τενεκεδένια κορώνα ανάμεσα στα ορτσωμένα του αυτιά! Γενικό γέλιο ξέσπασε γύρω στο τραπέζι. Μόνος ο Βασιλιάς έμεινε άφωνος, με στόμα ανοιχτό και μάτια γουρλωμένα, ενώ η Βασίλισσα αρπάζοντας το μεταξωτό μαντίλι, έτρεχε στον καθρέφτη και το τύλιγε στα μαλλιά της. Το Βασιλόπουλο είχε πλησιάσει, και κατάχλωμο κοίταζε μια τον πατέρα του και μια το γαϊδουρίσιο κεφάλι. Έξαφνα, κρύβοντας το πρόσωπο του στα χέρια του, ακούμπησε στο πεζούλι του παραθύρου και ξέσπασε στα κλάματα. Ανάμεσα στα γέλια των άλλων, ο Βασιλιάς άκουσε το αναφιλητό του γιου του. Κοίταξε γύρω με πρόσωπο αλλαγμένο.

- Ποιος κλαίει; ρώτησε.

Το μάτι του έπεσε στο αγορίστικο κορμί, ακουμπισμένο στο παράθυρο, και με κλονούμενα βήματα προχώρησε ως εκεί και ακούμπησε βαριά το χέρι του στον ώμο του παιδιού του.

- Εσύ, είπε, είσαι ευγενικός! Εσύ αισθάνθηκες την προσβολή που έκαναν του πατέρα σου. Ευλογημένος να είσαι!

Και για πρώτη φορά στη ζωή του, ο γερο-Βασιλιάς τράβηξε το γιο του στην αγκαλιά του και τον φίλησε σφιχτά. Αφού πέρασε η πρώτη συγκίνηση και σκούπισε τα μάτια του και φύσηξε τη μύτη του, ο Βασιλιάς γύρισε στο τραπέζι και φώναξε το γιο του.

- Έλα, παιδί μου, είπε. Στό μέλλον, μαζί μου θα κυβερνάς. Εσύ θα με βοηθήσεις να ξεπλύνω την προσβολή...

Το μάτι του έπεσε στο γαϊδουρίσιο κεφάλι.

- Βγάλτε το! Βγάλτε το από δω! φώναξε σκεπάζοντας τα μάτια του.

Ο αρχικαγκελάριος όρμησε να το πάρει. Μα το Βασιλόπουλο άπλωσε το χέρι και τον σταμάτησε.

- Όχι! είπε. Πατέρα μου και Βασιλιά μου, άλλαξε τη διαταγή σου και άφησε με, απεναντίας, να το βάλω εκεί που θα το βλέπομε όλοι, κάθε μέρα και κάθε ώρα, ώσπου να ξεπλυθεί η ντροπή μας.

- Παιδί μου, τι λες! μούγκρισε ο Βασιλιάς.

- Σε πειράζει, πατέρα, γιατί δεν είμαστε άξιοι τώρα να επιστρέψομε το δώρο στο δωρητή. Αν το καταστρέψομε όμως, θα το ξεχάσομε. Και δεν πρέπει να το ξεχάσομε. Ας μείνει εδώ.

Και πήρε το γαϊδουρίσιο κεφάλι και το κρέμασε σ' ένα ξεγυαλισμένο χρυσό κρεμαστάρι, πάνω από μια κουτσή χρυσή κονσόλα, το πιο σφανταχτερό έπιπλο σε όλο το δωμάτιο.

- Και τώρα, κυρ-Πανουργάκο, είπε το Βασιλόπουλο, γυρνώντας στον αρχικαγκελάριο, έχομε μια δουλειά να κανονίσομε μαζί.

Ο αρχικαγκελάριος χλώμιασε.

- Αφέντη, είπε με ανησυχία, χαιρετώντας το Βασιλιά ως κάτω. Δε νομίζεις πως τις δουλειές του Κράτους είναι καλύτερα να τις φροντίζομε συ κι εγώ, χωρίς τη βοήθεια της Αφεντιάς του, του Βασιλόπουλου; Είναι τόσο νέος ακόμα ο γιός σου, και δεν έμαθε από τέτοια...

Ο Βασιλιάς δίστασε και κοίταξε το γιο του.

- Βασιλιά μου και πατέρα μου, είπε το Βασιλόπουλο, αν το εγκρίνεις, θα φύγω. Μα πριν φύγω, ρώτησε τον άνθρωπο αυτό, τι έκανε τη χρυσή αλυσίδα που του εμπιστεύθηκες για σημείο του αξιώματος του;

- Την πούλησε, αποκρίθηκε ο Βασιλιάς, για να μας δώσει να φάμε.

- Δεν την πούλησε, πατέρα, και αν πας στο σπίτι του δικαστή Λαγόκαρδου, που είναι συνένοχος του, θα τη βρεις εκεί...

Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη φράση του. Μ' έναν πήδο ο αρχικαγκελάριος βρέθηκε έξω από το παράθυρο και χάθηκε στο σκοτάδι. Πήδηξε το Βασιλόπουλο πίσω του και τον πήρε στο κυνηγητό στα σκοτεινά, ανάμεσα στις πέτρες και στους βράχους.

- Κουτρουβαλιστά κατέβαινε ο Πανουργάκος το βουνό προς τη χώρα, μα ήταν αμάθητος στο τρέξιμο, και το Βασιλόπουλο πίσω του ολοένα κέρδιζε δρόμο.

Άπλωνε το χέρι πια να τον πιάσει, όταν, έξαφνα, χάνοντας τα μυαλά του, ο αρχικαγκελάριος, για να του ξεφύγει, γύρισε κατά τον γκρεμνό, παραπάτησε, και γκρεμίστηκε στο βάραθρο όπου έσπασε τα κόκαλα του.

Σαν ξανανέβηκε στο παλάτι, το Βασιλόπουλο βρήκε το Βασιλιά με την Ειρηνούλα και τους δυο υπασπιστές, που στέκουνταν στην πόρτα του πύργου και τον φώναζαν ανήσυχα.

- Πάμε να κοιμηθούμε, παιδί μου, είπε ο Βασιλιάς. Είναι αργά και με πονεί το κεφάλι...

- Πήγαινε συ να κοιμηθείς, πατέρα, εγώ δεν μπορώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο λαχανιασμένο. Δώσ' μου μόνο τους δυο σου υπασπιστές. Ο Πανουργάκος έπεσε στον γκρεμνό και πρέπει να πάγω αμέσως στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μήπως βρω τη χρυσή αλυσίδα. Έκανα μεγάλη ανοησία να μην την πάρω αμέσως, σαν ήμουν στο σπίτι του και τον βαστούσα! Τώρα έχομε ανάγκη από φλουριά, πολλά φλουριά. Και δεν έχομε τίποτα.

- Τι τα θες τώρα τα φλουριά, γιε μου! είπε βαριεστημένος ο Βασιλιάς. Δε βλέπεις την κούραση που έχομε...

- Μην ξεχνάς το δώρο του θείου Βασιλιά, πατέρα, είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.

Και ο Βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι και δεν εναντιώθηκε πια. Το Βασιλόπουλο πήρε τους δυο υπασπιστές κι έτρεξε στη χώρα, στο σπίτι του κυρ-Λαγόκαρδου. Κανένα παράθυρο δεν ήταν φωτισμένο. Χτύπησαν την πόρτα, μα δεν αποκρίθηκαν από μέσα. Χτύπησαν δεύτερη φορά, πάλι δεν αποκρίθηκαν.

- Σπάσετε την πόρτα, πρόσταξε το Βασιλόπουλο.

Και οι τρεις άντρες μαζί, βάζοντας τα δυνατά τους, με κόπο κατάφεραν να τη ρίξουν κάτω. Το σπίτι ήταν κατασκότεινο. Μόνο στο μαγειριό μερικά ξύλα αποκαίουνταν, και δυο τρεις τσίροι καρβουνιάζουνταν ανάμεσα στις στάχτες. Το Βασιλόπουλο άναψε δαδί και με τους συντρόφους του γύρισε σε όλο το σπίτι. Μα δε βρήκε κανένα. Στο τραπέζι, πλάγι σε μια μποτίλια μαστίχα, είδε διπλωμένο ένα χαρτί. Το άνοιξε, μα δεν ήξερε να διαβάσει, ώστε το ξαναδίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη. Σκάλισε παντού, μα όλα τα συρτάρια ήταν άδεια, δε βρήκε τίποτα. Βγήκε τότε με τους υπασπιστές και γύρισε στο παλάτι. Όλοι κοιμούνταν. Μόνο η Ειρηνούλα τον περίμενε ακόμα.

- Γιατί δεν πλάγιασες και συ; τη ρώτησε ο αδελφός της με αγάπη.

Η Ειρηνούλα χαμογέλασε.

- Σε περίμενα, αδελφέ μου, και ωστόσο ξέρεις τι έκανα; Έραψα το μανδύα του πατέρα και τα ρούχα του που ήταν κουρελιασμένα, και διόρθωσα την τρυπημένη φούστα της Πικρόχολης και της Ζήλιως την τραχηλιά, που στάθηκε αιτία του σημερινού καβγά.

Το Βασιλόπουλο τη φίλησε.

- Άρχισες, βλέπω, να βάζεις σε πράξη τις συμβουλές της Γνώσης, είπε. Μα πες μου, έφαγες τίποτα;

Η Ειρηνούλα έβγαλε από την τσέπη της ένα κομμάτι ψωμί και του το έδωσε μελαγχολικά.

- Δε βρήκα τίποτε άλλο! Κι εγώ μ' ένα τέτοιο κομμάτι δείπνησα. Σου φύλαξα το μισό.

- Μα είχε αυγά, τα περίφημα αυγά του εξαδέλφου Βασιλιά. Δε σου έδωσαν;

Η Ειρηνούλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

- Τ' αυγά ήταν λίγα, αποκρίθηκε, και οι αδελφές μας έχουν καλή όρεξη... Έπειτα πεινούσε και ο πατέρας...

- Κατάλαβα, είπε το Βασιλόπουλο. Όλοι έφαγαν εκτός από σένα.

Τ' αδέλφια φιλήθηκαν και πήγε ο καθένας στο δωμάτιο του. Κοιμήθηκαν αμέσως, και στη γλύκα του ύπνου ξέχασαν για λίγες ώρες τις δυσκολίες και τις πίκρες της ζωής.