Παραμονὴ Πάσχα
Συγγραφέας:
Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του 1899 του Παναγιώτη Αξιώτη


ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΑΣΧΑ

ΗΤΟ πολὺ μελαγχολικὸς ὁ Κλέων τὴν νύκτα ἐκείνην. Αἱ μαῦραι, αἱ καταθλιπτικαὶ σκέψεις του ἔλαβον ἔντασιν μεγαλειτέραν ἀκριβῶς τὴν νύκτα ἐκείνην, τὴν παραμονὴν τόσον λαμπρᾶς ἡμέρας. Ἡ ἡμέρα ἐκείνη, καθ’ ἣν ὑπερεκχειλίζει ἡ ἀγάπη, ζητοῦσα μυριοτρόπως νὰ ἐκδηλωθῇ, καθ’ ἣν γνωστὰ καὶ ἄγνωστα χείλη ἑνοῦνται εἰς ἀδελφικὸν ἀσπασμόν, ἡ ἡμέρα ἐκείνη μόνον διὰ τὸν Κλέωνα ἔμελλε νὰ εἶνε μαύρη, νὰ εἶνε πένθους ἡμέρα. Πολὺ τὸν πιέζει, πολὺ τὸν στενοχωρεῖ ἡ μόνωσίς του. Τόσον, ὅπου ἡ φιλοσοφία, ἧς ἐπικαλεῖται τὴν ἀρωγὴν, ὑποχωρεῖ ἀνίσχυρος πρὸ τοῦ μαύρου φάσματος πραγματικῆς συμφορᾶς.

Εἶχε νομίσῃ ὅτι ὁ χρόνος θὰ ἐπούλωνε τὸ τραῦμα του, τὸ τραῦμα ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον, μὲ σκληρότητα θηρίου, τῷ κατέφεραν χεῖρες φιλικαί, ἀδελφικαὶ χεῖρες… Διότι παρῆλθε πολὺς καιρὸς ἀπὸ τῆς ἀπαισίας ἐκείνης ἡμέρας… Παρῆλθε τόσος καιρὸς καὶ ἡ πληγή του αἱμάσσει ἔτι, ὡς νὰ τῷ κατεφέρθη τὸ τραῦμα τώρα, πρὸ μιᾶς στιγμῆς. Δὲν θὰ λησμονήσῃ λοιπὸν ποτέ: Πότε ἐπὶ τέλους θὰ τὸν ἀφήσῃ ἡ ἀδυναμία ἡ ταπεινωτική, αὐτὴ ἡ λιποψυχία; Πότε καὶ αὐτὸς θὰ μισήσῃ;

Εἷνε, διότι εἶχε τόσον συνδεθῇ, τόσον συνταυτισθῇ, μ’ ἐκείνους τοὺς ὁποίους ἐθεώρει ἰδικούς του, ὥστε δὲν κατορθώνει νὰ πεισθῇ, ὅτι οἱ πλήξαντες αὐτὸν εἶνε αὐτοὶ ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους τόσον εἶχεν ἀγαπήσῃ καὶ οἵτινες τόσα τοῦ ὤφειλον..... Ἀλλ’ εἶνε λοιπὸν τόσον μικρόψυχος, τόσον οὐτιδανός, νὰ φέρῃ εἰς τὴν μνήμην του ἀκόμη τὰ ὄντα ἐκεῖνα; Περιφρόνησιν ἐσχάτην καὶ μόνην αὐτὴν πρέπει νὰ αἰσθάνεται πρὸς ἐκείνους, πρὸς ἐκείνην πρὸ πάντων, ἥτις, τὸ οἰκοδόμημα τῆς εὐτυχίας του, τὸ ὁποῖον μὲ ὑπομονὴν ἀνένδοντον, ἀκατάβλητον, μὲ ὑπομονὴν μύρμηκος φιλέργου κατώρθωσε νὰ ἐγείρῃ, κατέρριψεν ἕως ἐδάφους, ἐσκόρπισεν εἰς τοὺς τέσσαρας ἀνέμους! Καὶ αἱ μαῦραι σκέψεις του δὲν τὸν ἀφίνουν. Ἔρχονται, φεύγουν πρὸς στιγμὴν καὶ ἐπανέρχονται ἀνηλεεῖς καὶ ἐπίμονοι, ὡς οἱ μαῦροι κόκκοι κομβολογίου εἰς τὰς χεῖρας νευρασθενοῦς.

Εἶνε ἡ παραμονὴ τοῦ Πάσχα καὶ ἔξω ἀκούεται θόρυβος πηγαινοερχομένων ἀμερίμνων, εὐθύμων, εὐτυχῶν βεβαίως ἀνθρώπων. Ἡ ταραχὴ ὅμως τῆς ψυχῆς τοῦ Κλέωνος δὲν τὸν ἀφίνει ν’ ἀκούσῃ. Βάσκανος δαίμων τοῦ ἐπανέφερεν εἰς τὴν ἀπαίσιαν ἐκείνην ἡμέραν ἵνα τοῦ δηλητηριάσῃ τὰς γλυκείας στιγμάς, ἃς ἤθελε καὶ αὐτὸς διέλθει τὴν παγκόσμιον ἐκείνην χριστιανικὴν παραμονήν, τὴν παραμονὴν τοῦ Πάσχα.

Καλῆς, ἀλλὰ καταστραφείσης οἰκογενείας υἱός, ὁ Κλέων εἶχε διέλθει πολὺ πικρὰ παιδικὰ χρόνια. Ἀνετράφη ἐν τῇ δυστυχίᾳ καὶ ταῖς στερήσεσι. Ἀλλ’ ἦτο ἐκλεκτὴ φύσις καὶ τῆς τύχης αἱ προσβολαὶ δὲν τὸν κατέβαλον. Προικισμένος μὲ ἰσχυρὰν θέλησιν, ἄπληστος δὲ εἰς μαθήσεις, μετὰ πάλην ἀνένδοτον, καθ’ ἣν τὸ θάρρος οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν τὸν ἐγκατέλιπεν, κατώρθωσε νὰ ἴδῃ τοὺς ἀγῶνας του στεφομένους ὑπὸ πλήρους ἐπιτυχίας. Ἔγεινεν ἰατρός, ἀποφεύγων δὲ τὰς πόλεις, ὅπου τοὺς ταπεινοὺς ὑποσκελίζουν δυνάμεις, περιουσίαι καὶ ὀνόματα, κατέφυγεν εἰς κωμόπολιν, ἐκεῖ δὲ ἐξεδηλώθησαν, ἐν ὅλῃ αὐτῶν τῇ λαμπρότητι, τῆς ψυχῆς του οἱ θησαυροί. Νὰ παρηγορῇ, νὰ ὑποστηρίζῃ, νὰ θεραπεύῃ ἦτο ἡ μόνη καὶ ἀναλλοίωτος μέριμνά του. Ἡ ἀγάπη, δι’ ἧς ὁ μικρόκοσμός του τὸν περιέβαλλε, ἦτο δι’ αὐτὸν ἀμοιβὴ ἀνωτέρα οἱασδήποτε ἄλλης.

Εἶχε καὶ μίαν γλυκεῖαν ἀνάμνησιν. Εἰς τὰ μικρά, τὰ σχολικά του ἔτη, εἶχε συνδεθῆ μὲ φιλίαν στενὴν μ’ ἕνα του συμμαθητήν, μικρότερον τὴν ἡλικίαν, πολὺ δὲ ἀνόμοιόν του τὸν χαρακτῆρα. Ὁ Ἰσίδωρος ἦτο ἐλαφρόνους, ἀκατάστατος, ἄτακτος, σκανδαλοποιός, καθ’ ὅλην τὴν ἔκτασιν mauvais sujet. Ἦτο ὅμως ζωηρότατος, εὔθυμος, γλυκύς. Καὶ τὸν Ἰσίδωρον αὐτὸν ἠγάπησε πολὺ ὁ Κλέων. Καὶ τὸν ἐβοήθει εἰς τὰ μαθήματα καὶ εἰς ὅ,τι ἄλλο ἠδύνατο. Αὐτὸς ὁ ἔχων τόσην ἀνάγκην βοηθείας. Ἠγάπα καὶ ὁ Ἰσίδωρος τὸν Κλέωνα, δὲν ἐννοοῦσε ὅμως καὶ νὰ ἐνοχληθῇ πρὸς χάριν του, ἐνῷ ὁ Κλέων πολλὰ ὑπέφερεν ἐξ αἰτίας του. Ἦτο πτωχὸ παιδὶ ὁ Ἰσίδωρος, ὁσάκις δέ, σπανιώτατα, ἔλεγεν εἰς τὸν Κλέωνα, μὲ κωμικὴν σοβαρότητα, ὅτι δὲν ἤξευρε τί θ’ ἀπεγίνετο, ὁ Κλέων ἐμελαγχόλει. Καὶ ἐδοκίμασεν ἀληθῇ ὀδύνην, ὅταν μίαν ἡμέραν ἔλαβε δύο λέξεις του, δι’ ὧν τὸν ἐπληροφόρει ὅτι φεύγει μακράν, εἰς ἀναζήτησιν τύχης. Ἔκτοτε τὸν ἔχασε καὶ παρέμεινεν εἰς τὴν μνήμην του τὸ σχολικὸν τοῦτο ἐπεισόδιον ὡς γλυκύπικρος ἀνάμνησις.

Ὁ καιρός παρήρχετο ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἀσχολιῶν του τῶν ἐπιστημονικῶν, τῶν κόπων του τῶν ἀνενδότων. Δὲν ἐβράδυνεν ἐν τούτοις νὰ ἐννοήσῃ, νὰ πεισθῇ, ὅτι ἡ φύσις ἔχει τὰς ἀπαιτήσεις της, τὰ δικαιώματά της. Ὁ θετικὸς Κλέων ἤρχησεν ἀπό τινος ν’ ἀλλοφρονῇ, ν’ ἀφαιρῆται. Ἐπάλαισε κατὰ τῶν νέων τούτων σκέψεων, ἀλλ’ ἐξῆλθεν ἡττημένος ἐκ τῆς πάλης καὶ ἠναγκάσθη νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ὑπάρχει ἓν σημεῖον καθ’ ὃ καὶ τὸ σοβαρότερον ἔργον δὲν ἀρκεῖ νὰ πληρώσῃ ἐξ ὁλοκλήρου τὸν βίον ἑνὸς ἀνθρώπου. Τὸ κενόν, ὅπερ ᾐσθάνετο ἐν ἑαυτῷ τὸν ἐστενοχώρει. Ἀπό τινος ἤρχισε νὰ ὀνειροπολῇ νὰ μειδιᾷ πρὸς ἄγνωστον θεότητα, πρὸς ἣν ἡ φαντασία του ἐχάριζε μορφὴν ἀγγέλου, ἡ ὁποία κάθε στιγμὴν ἦτο ἐμπρός του, ἀλλ’ ἡ ὁποία ἦτο ἀσύλληπτος, ὡς κάθε ἰδανικόν. Καὶ τὸν ἠκολούθουν ἀνένδοτοι αἱ ὀνειροπολήσεις αὗται, οἱ στοχασμοὶ οὗτοι οἱ τερπνῶς ἐνοχλητικοί. Τὸν ἠκολούθουν εἰς ὅλα καὶ εἰς τὴν ἐργασίαν του αὐτήν, τῷ συνέβη δὲ πολλάκις νὰ κύπτῃ ἐπὶ ὥραν πρὸ συνταγῆς ἀφῃρημένος, χωρὶς νὰ δύναται νὰ φέρῃ αὐτὴν εἰς πέρας, πρὸς μεγάλην ἀπορίαν τῆς γραίας ὑπηρετρίας του, ἀγνοούσης ποῦ ν’ ἀποδώσῃ τὴν ἀλλοφροσύνην του αὐτήν.

Χριστὲ καὶ Παναγιά! Τί ἔπαθε τ’ ἀφεντικό μου· ἔλεγε πότε πότε. Ἀλλ’ ἡ ἀπορία τῆς γραίας ηὔξησε, μετατραπεῖσα τώρα εἰς ἀνησυχίαν, ὅταν ὀλίγον κατόπιν καὶ μετὰ τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἰατροῦ ἐκ συντόμου ταξειδίου, τὸν συνέλαβε νὰ χειρονομῇ καὶ νὰ μονολογῇ ὡς νὰ συνεζήτει μὲ κάποιον περὶ σπουδαίου ζητήματος· τὴν ἔβαλε μάλιστα εἰς πλείονα ἀνησυχίαν ἡ εὐθυμία του. — Δὲν μ’ ἀρέσουν καθόλου τὰ πράγματα — ἔλεγε σταυροκοπουμένη. Αἱ ἀπορίαι της ὅμως δὲν ἐβράδυναν νὰ λυθοῦν πρὸς μεγάλην χαράν της. Ταχέως ἐγνώσθη ὅτι τὸ ἀφεντικὸ εὗρε σύντροφον. Πράγματι ἡ εὐτυχία εὑρέθη, εἰς πλησιόχωρον πόλιν, ὑπὸ τὴν μορφὴν νέας κόρης· θυγάτηρ συναδέλφου, θελκτικωτάτη, ζωηροτάτη δεκαεπταέτις μελαγχροινή, ἐδέχθη τὴν χεῖρα τοῦ Κλέωνος, προσφερθεῖσαν μὲ τὴν καρδίαν του ὅλην. Μετ’ ὀλίγον ἡ ἕνωσις δύο ψυχῶν συνετελέσθη καὶ τὸ ψυχρόν, τὸ ἄχαρι, τὸ σιωπηλὸν οἴκημα τοῦ Κλέωνος μετέβαλεν ἐντελῶς ὄψιν. Τὸ κενὸν ἐπληρώθη… Ἡ ἐπιστήμη ἀφ’ ἑνός, ἀφ’ ἑτέρου ὁ ἔρως ὃν ἐφαίνετο συμμεριζομένη ἡ νεαρὰ σύζυγος, δύο ἀγαθὰ ἀναφαίρετα…

Τὴν εὐδαιμονίαν τοῦ Κλέωνος διεδέχθη μετ’ οὐ πολὺ μεγάλη χαρά καὶ ταύτην ἄλλη, μικροτέρα μέν, χαρὰ ὅμως πάντοτε, ἀληθηνὴ ἄλυσσος εὐτυχιῶν. Δὲν ἐβράδυνε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι θὰ ἐγίνετο πατήρ· αὐτὴ ἦτο ἡ πρώτη, ἡ μεγάλη χαρά, ἥτις τὸν ἔκαμε ν’ ἀλλοφρονήσῃ, νὰ παραληρῇ, ὡς εἰς τὰς παραμονὰς τοῦ γάμου του ἡ δευτέρα ἡ μικροτέρα μέν, ζωηρὰ ὅμως πάντοτε ἡ ἄλλη καὶ ἀπροσδόκητος, ἦτο ἡ αἰφνιδία ἄφιξις τοῦ Ἰσιδώρου, τοῦ φίλου τῆς παιδικῆς του ἡλικίας· καὶ ἤρχετο ἐγκαίρως ὁ Ἰσίδωρος διὰ νὰ γείνῃ κοινωνὸς τῆς εὐτυχίας τοῦ φίλου του. Καὶ ναὶ μὲν τὰ πρῶτα ἐκεῖνα αἰσθήματα ἠλλοίωσε βεβαίως ὁ χρόνος οὐχ ἧττον ἡ φιλία ὑφίσταται πάντοτε, τοὐλάχιστον ὁ Κλέων αἰσθάνεται ὅτι ἀγαπᾶ πολὺ τὸν Ἰσίδωρον καὶ τώρα ἀκόμη, θὰ εἷνε δὲ εὐτυχὴς ἂν δυνηθῇ νὰ τῷ χρησιμεύσῃ. Διότι, ἂν ἠθέλαμεν κρίνῃ ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ του, τὰ πράγματα τοῦ Ἰσίδωρου δὲν ἦσαν βεβαίως πολὺ ρόδινα. Ἐκ τῆς μακρᾶς του περιπλανήσεως δὲν ἔφερεν, ὡς ἐφαίνετο, τίποτε ἄλλο, παρὰ τὴν ἀναλοίωτον εὐθυμίαν του. Ἡ φύσις του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ βαρυθυμήσῃ πρὸς τί; ἡ μελαγχολία φθείρει τὴν ὑγείαν καὶ ὁ Ἰσίδωρος διὰ κανένα λόγον δὲν θὰ συγκατένευε ν’ ἀσθενήσῃ.

Ὁ Ἰσίδωρος εὗρεν εἰς τὸν φίλον του ἀληθῆ προστάτην καὶ εἰς τὸν οἶκόν του ἀσφαλὲς ἄσυλον· καὶ εἶχε πολλὴν ἀνάγκην τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν. Πλανηθεὶς ἐπὶ πολὺ δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ, ἀπέτυχεν εἰς ὅλας του τὰς ἐπιχειρήσεις, εἶδε ναυαγοῦντα ὅλα του τὰ σχέδια καὶ ἐν τῇ ἀμηχανίᾳ του ἐνθυμήθη τὸν φίλον, οὗ εἶχε μάθη τὴν ἀποκατάστασιν καὶ ἔσπευσε νὰ ἔλθῃ πλησίον του, ὄχι διὰ νὰ τὸν βαρύνῃ, Θεὸς φυλάξοι, ἀλλ’ ἵνα διὰ τῶν συμβουλῶν των τῶν πολυτίμων, ἀρυσθῇ νέον θάρρος πρὸς νέους ἀγώνας. Ὁ Κλέων ἐνεθάρρυνε τὸν φίλον του διὰ γλώσσης θερμῆς. — θὰ μείνῃς πλησίον μου ὅσον θέλεις, τοῦ εἶπε, χωρὶς νὰ στενοχωρῆσαι καὶ μὲ τὸν καιρὸν κάτι θὰ εὑρεθῇ καὶ διὰ σέ. Ἀλλὰ καὶ ἡ νεαρὰ σύζυγος τοῦ ἰατροῦ πολὺ συνεπάθησε τὸν Ἰσίδωρον, τῇ ὑπερήρεσε δὲ ἡ ζωηρότης καὶ τὸ εὔθυμον τοῦ χαρακτῆρος του, προσόντα τὰ ὁποῖα δὲν εὕρισκεν εἰς τὸν σύζυγον, βυθισμένον πάντοτε εἰς τὰ βιβλία καὶ τὰς συνταγάς του. Ὅλα τὰ κατεῖχε τώρα ὁ ἰατρός· ἐπιστήμην, ἔρωτα, φιλίαν…

Δύο ἔτη παρῆλθον οὕτω. Ἐν τῷ μεταξὺ τὸ θυγάτριον τοῦ ἰατροῦ εἶχεν ἀποθάνῃ. Δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τὸ σώσουν οὔτε ἡ ἐπιστήμη, οὔτε τὸ πατρικὸν φίλτρον. Ἐπὶ νύκτας ὁλοκλήρους ἠγρύπνησε παρὰ τὴν μικράν του κοιτίδα, παλαίων ἀνενδότως, μὲ πεῖσμα, μὲ ὅλον του τὸν νοῦν καὶ μὲ ὅλα του τὰ σπλάγχνα, τὰ γεμᾶτα ἀπὸ ἀγάπην, κατὰ τῆς νόσου τῆς φοβερᾶς! Εἰς μάτην ὅλα… Ἐσβέσθη τὸ θυγάτριον εἰς τὰς ἀγκάλας του, συμπαρασύραν μεθ’ ἑαυτοῦ τόσα πατρικὰ ὄνειρα, τόσας ἐλπίδας…

Ἦτο ἡ πρώτη ὀδύνη τοῦ Κλέωνος μετὰ τὸν γάμον του, ἡ πρώτη ἀληθινή του ὀδύνη, ἥτις τὸν ἔκαμε νὰ κλονισθῇ εἰς τὰ βήματα του τὰ στερεά, τὰ ἀποφασιστικά. Τὸν κατέλαβον ἀμφιβολίαι, δισταγμοὶ περὶ πάντων… Ἐμονολόγει μεγαλοφώνως, ὀργίλως ἐνίοτε, ὡς νὰ συνεζήτει μὲ ἀόρατόν τινα συνομιλητήν… Κατόπιν τὸν κατέλαβεν ἤρεμος μελαγχολία…

Το θυγάτριον ἐτάφη εἰς τὸν περίβολον τοῦ ναοῦ τοῦ νεκροταφείου, ὅπου συχνὰ μετέβαινεν ὁ δυστυχὴς πατέρας νὰ στολίση μὲ ἄνθη τὸ μικρὸν μνῆμα.

Ὁ φύλαξ τοῦ κοιμητηρίου, γέρων γνωστὸς εἰς τὸν ἰατρὸν καὶ εὐεργετηθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, πρώτην φορὰν ἔβλεπε λύπην τόσον τρυφερὰ ἐκδηλουμένην, ὅ,τι δὲ τοῦ ἔκαμνε μεγάλην ἐντύπωσιν ἦτο, ὅτι ὁ ἰατρὸς ἐπεσκέπτετο τὸ μνημεῖον μόνος… Ἡ σύζυγός του δὶς ἢ τρὶς τὸ ἐπεσκέφθη εἰς τὰς ἀρχάς. Ἐκεῖνος ἐθλίβετο, χωρὶς ὅμως νὰ κατηγορῇ τὴν σύζυγον — Εἶνε τοῦ χαρακτῆρος της ἔλεγε. Τὸν ἐστενοχώρει ὅμως ἡ εὐθυμία της ἡ θορυβώδης, ἡ σχεδὸν ἀδιάκοπος. Οὐχ’ ἧττον τὴν ἐδικαιολόγει καὶ πάλιν, ἀποδίδων τὴν ζωηρότητά της, τὴν ἔκτροπον καὶ ἀπρεπῆ πολλάκις, εἰς τὴν ἡλικίαν της. — Εἶνε τόσον νέα! ἔλεγε. Τὸ ἀληθὲς εἶνε ὅτι δὲν ἔπταιε καὶ τόσον. Ὁ σύζυγος, ὅλως βυθισμένος εἰς τὴν ἐπιστήμην, ἦτο σοβαρὸς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐνῷ ὁ Ἰσίδωρος ὁ φίλος του, ἦτο ἡ εὐθυμία προσωποποιημένη, εἰς δὲ τὰς ἀστειότητας καὶ τὰς εὐφυολογίας του τὰς ἀνεξαντλήτους, τὰς γαργαλιστικάς, δύσκολα θὰ ἠδύνατό τις νὰ φυλάξῃ σοβαρὸν ὕφος. Πῶς ν’ ἀντιστῇ εἰς αὐτὰς ἡ νεαρὰ σύζυγος τοῦ Κλέωνος; Οἱ δύο νέοι ἡμιλλῶντο τίς νὰ φανῇ τοῦ ἄλλου εὐθυμότερος.

Ὅλως παραδεδομένος εἰς τὰς ἀσχολίας του ὁ Κλέων εἰς τίποτε ἄλλο δὲν ἐφαίνετο προσέχων, τίποτε ἄλλο δὲν ἔβλεπε. Καὶ εἶχε πολλὰ νὰ ἰδῇ, πολλὰ ν’ ἀντιληφθῇ, ἂν ἐπρόσεχε. Ἡ σύζυγος του καὶ ὁ φίλος του ἦσαν ὑπὲρ τὸ δέον εὔθυμοι, ὑπὲρ τὸ δέον θορυβώδεις καὶ μόνον ἐπὶ παρουσίᾳ του προσεπάθουν νὰ κρατῶνται, χωρὶς νὰ τὸ κατορθώνουν. Ὁ Ἰσίδωρος οὔτε λόγον κάμνει περὶ ἐργασίας καὶ ὁ Κλέων σιωπᾶ μόνον ἀπὸ λεπτότητα, διότι εἷνε τώρα ὀλίγος καιρὸς ὁποῦ, ἐξετάζων τὴν καρδίαν του, εὑρίσκει ὅτι ὁ Ἰσίδωρος δὲν ἔχει πλέον ἐν αὐτῇ τὴν θέσιν ἐκείνην, ἣν κατεῖχε πρότερον. Τὸν στενοχωροῦν τώρα πολὺ οἱ τρόποι του, χωρὶς νὰ δύναται νὰ εἰπῇ ὡρισμένως διατί. Κάτι ἐπίεζε τὸ στῆθός του ἀπό τινος, κάτι τι βαρύ, ὀδυνηρόν, ὡσὰν προαίσθημα συμφορᾶς… Καὶ τὸ αἴσθημα τοῦτο ἐπετάθη ὅτε, μίαν ἑσπέραν, εἰσελθὼν αἴφνης εἰς τὸν προθάλαμον, ἤκουσε τὸν φίλον του νὰ λέγη, ἀποτεινόμενος εἰς τὴν σύζυγόν του, «χρειάζεται πολλὴ προσοχή.» Ἔγεινεν ἔκτοτε σιωπηλότερος, πλέον σοβαρός· ἐσκέπτετο ἐπὶ τῆς φράσεως ἐκείνης, ἥτις πολλὰ ἠδύνατο νὰ σημαίνῃ…

Παρῆλθον ἡμέραι τινες, ὅτε ἓν ἀπόγευμα ἀπεσταλμένος ἐκ τῆς πλησιοχώρου κώμης, ἦλθε νὰ καλέσῃ τὸν ἰατρὸν παρά τινι ἐπικινδύνως ἀσθενῇ. Ὁ ἰατρὸς διενυκτέρευσεν εἰς τὸ χωρίον, ὅτε δὲ τὴν ἑπομένην πρωίαν ἐπέστρεψε, εὗρε τὸν οἶκόν του κενόν… Ἡ σύζυγος μετὰ τοῦ φίλου εἶχον γείνη ἄφαντοι…

Τὸ κτύπημα ἦτο πολὺ βαρὺ καὶ ὁ ἰατρὸς ἐνόμιζεν ὅτι θ’ ἀπέθνησκε. Ἔζησεν ὅμως, ἂν καὶ ἐπὶ πολὺ δὲν διέφερεν ἀπὸ νεκρόν! Ἦτο τόσῳ ἀπροσδόκητον! Νὰ φθάσουν ἕως ἐκεῖ; Καὶ δὲν ἐσυλλογίσθησαν λοιπὸν διόλου τὸ κτύπημα, τὸν σπαραγμὸν ὁποῦ θὰ ὑφίστατο ἡ τόσον εὐγενής, ἡ τόσον ἀγαπῶσα ἐκείνη καρδία; Τὸ χωρίον ἐξηγέρθη πρὸ τοῦ σκανδάλου, διότι ἐλάτρευε τὸν ἰατρόν, παραδόξως ὅμως κατεδίκαζε πλέον τὸν ἄπιστον φίλον ἢ τὴν σύζυγον, ἣν ἐθεώρει μᾶλλον κουφόνουν. Καὶ ὁ ἰατρὸς ὅμως τὰ αὐτὰ ἐφρόνει, ἂν καὶ ἐνίοτε τὸν κατελάμβανε λύσσα καὶ δὲν ἤξευρε πῶς θὰ ἐφέρετο, ἂν παρεδίδετο αἴφνης εἰς χεῖράς του ἡ ἄπιστος…

Ἔμεινεν εἰς αὐτὸν ὡς παρηγορία ἡ ἐπιστήμη μόνη. Κατ’ οἶκον ὑποφέρει μαρτύρια, διότι ἀδυνατεῖ νὰ λησμονήσῃ ὑπῆρχον δὲ στιγμαὶ καθ’ ἃς ἐπόθει νὰ ἐξαφανίσῃ, νὰ πετάξῃ μακρὰν πᾶν ἀντικείμενον, κάθε πρᾶγμα ἐνθυμίζον εἰς αὐτὸν τὴν γυναῖκα ἐκείνην, τὴν ὁποίαν εἶχε συνειθίσῃ νὰ θεωρῇ ἀπαραίτητον εἰς τὴν εὐδαιμονίαν του, εἰς αὐτήν του τὴν ὕπαρξιν. Ἑκάστοτε ὅμως ἀναχαιτίζετο καὶ τὰ μισητὰ καὶ προσφιλῆ συγχρόνως ἀντικείμενα ἔμεναν εἰς τὴν θέσιν των.

Πάντοτε μόνος, ἔρημος, μὲ τὴν ψυχὴν γεμάτην πικρίας, διέρχεται ὥρας μαρτυρικάς. Πόσον εἶχεν ἀγαπήσῃ καὶ πῶς τὸν ἀντήμειψαν! Ἀξίζει τις μετὰ ταῦτα νὰ ζῇ; δὲν εἶνε περιττὸν νὰ ὑπάρχῃ;

Ἐν τῇ συμφορᾷ του ἔχει παρηγορίαν τινα, ἥτις εἶνε συγχρόνως καὶ πηγὴ θλίψεως. Συχνότερα τώρα προσεύχεται εἰς τὸν μικρὸν τάφον τοῦ προσφιλοῦς θυγατρίου του καὶ ὁ γνωστὸς γέρων φύλαξ συγκινεῖται βλέπων τὴν ἀπέραντον θλίψιν ἐκείνην.

Παρῆλθον οὕτω τρία ἔτη· τρία ὁλόκληρα ἔτη ἐρημίας, μονώσεως βασανιστικῆς.

Ἡ λύπη τοῦ Κλέωνος δὲν κατηυνάσθη· φαίνεται ὅμως ἤρεμος. Ἐκτελεῖ θρησκευτικῶς τὰ κάθηκοντά του, ἀλλ’ εἷνε καρδία νεκρὰ πλέον, εἷνε σῶμα, νομίζεις, ἄψυχον.

Πρό τινος καιροῦ εἶχε μάθῃ ὅτι ἡ σύζυγός του, ἐγκαταλειφθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἀπίστου φίλου, ἔζη ἄγνωστον πῶς καὶ ποῦ… ἡ εἴδησις δὲ αὐτή, ἥτις ἠδύνατο νὰ εἷνε καὶ ἀδέσποτος ἐπέτεινε τὴν πικρίαν του.

Τὴν νύκτα ἐκείνην, τὴν παραμονὴν τοῦ Πάσχα, εἶνε μελαγχολικώτερος τοῦ συνήθους. Ζητεῖ ν’ ἀποδιώξῃ τὰς μαύρας του σκέψεις καὶ δὲν τὸ κατορθώνει. Πῶς ἤθελε νὰ ἐλησμόνει…

Ἔξω ἀκούεται θόρυβος βημάτων καὶ φωνῶν, διὰ δὲ τοῦ παραθύρου βλέπει ἀραιὰ φῶτα νὰ πηγαινοέρχωνται διασταυρούμενα καθ’ ὅλας τὰς διευθύνσεις, ἐνῷ ἄλλοι φανοὶ ἀχειροποίητοι, σελαγίζουσιν ὑπέρλαμπροι ἐπὶ τοῦ στερεώματος.

Πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς Ἀναστάσεως, ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς γενικῆς χαρμονῆς καὶ ὅλοι σπεύδουν πρὸς τὴν ἐκκλησίαν. Μὲ ὀλίγον θὰ περιπτυχθῶσιν ἀλλήλους γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, θὰ ἑνωθῶσιν εἰς ἕνα κοινὸν ἀσπασμόν. Μακρὰν τὴν ἡμέραν ἐκείνην αἱ ἔχθραι καὶ τὰ μίση, εἰς ὅλων δὲ τὰ χείλη πρέπει ν’ ἀνθῇ ἡ θεία καὶ κοσμοσώτειρα φράσις «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους....»

Βαρὺς στεναγμὸς παραπόνου ἐξῆλθεν ἀπὸ τὰ πονεμένα στήθη τοῦ Κλέωνος καὶ ἐγερθεὶς ἡσυχώτερος, ἔρριψε τὸ βλέμμα του διὰ τοῦ παραθύρου εἰς τὴν ὁδόν.

Δὲν θὰ ἤξευρε νὰ εἴπῃ ἐπὶ πόσην ὥραν ἦτο βυθισμένος εἰς τὰς σκέψεις του τὰς μελαγχολικάς, ὅταν τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠνοίχθη, μετ’ ἐλαφροῦ κρότου, ἡ θύρα τοῦ δωματίου.

Ὁ Κλέων ἔστρεψε τὴν κεφαλήν.

Μὲ βῆμα δειλόν, ὡσὰν σκιά, εἰσῆλθε μία γυνή…

Ἐστάθη, στηριχθεῖσα ἐπὶ τοῦ ἡμίσεως θυροφύλλου, τοῦ κλειστοῦ, μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω νέουσαν…

Τὴν ἐξέλαβεν ὡς ἐπαίτιδα καὶ ἐπροχώρησε πρὸς αὐτήν. Ἐκείνη ὕψωσε δειλὰ τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ βλέμμα…

Ὁ Κλέων ἔρρηξε κραυγὴν ἄλγους....

Ἐνώπιόν του ἵστατο ἡ σύζυγός του, ἢ μᾶλλον ἕνας σκελετὸς ρακένδυτος, ἐμπνέων οἶκτον....

Ἔκαμεν ἓν βῆμα ἐμπρὸς ἀκόμη, ἀλλοφρονῶν καὶ τείνων τὰς χεῖρας, ὡς ἐνώπιον φάσματος…

Παρῆλθον ὀλίγα δευτερόλεπτα, στιγμαὶ ἀγωνίας, καθ’ ἂς ὁ Κλέων ἐζήτει νὰ συγκρατήσῃ τὰς σκέψεις του…

Καὶ ἐν ἀκαρεῖ, ἀναμνήσεις ψυχοφθόροι, ὀδυνηραί, τοῦ κατέκλυσαν τὸν ἐγκέφαλον…

Ἐνώπιόν του ἐξετυλίχθη ἡ ἱστορία του ἡ ὑβριστική, τὸ ἐπαίσχυντον δρᾶμα, τοῦ ὁποίου θῦμα ἦτο μόνος αὐτός.. Τοῦ ἐξετυλίχθη μὲ ὅλας τὰς ἀποτροπαίους λεπτομερείας του..

Καὶ ὁ οἶκτος, ὅστις θὰ τὸν ἐκλόνιζεν ἴσως τὴν στιγμὴν ἐκείνην, εἰς τὴν θέαν τοῦ γυναικείου ἐκείνου συντρίμματος, τὸ ὁποῖον ἀπετέλει ἄλλοτε μέρος τῆς ὑπάρξεώς του ἀναπόσπαστον, ὑπεχώρησεν εἰς μίαν ὀργὴν ὑπόκωφον, ἥτις ἠπείλει νὰ ἐκραγῇ ἀκράτητος, θυελλώδης…

Ἀδύνατον νὰ φαντασθῇ τις τί θὰ συνέβαινε, ἂν ἀσθενής τις ἀκτίς, ἂν λείψανόν τι λογικοῦ δὲν τὸν συνεκράτει…

Μὲ τὰς χεῖρας, πρὸς τὰ ἐμπρὸς τεταμένας, ὡσὰν νὰ ἤθελε ν’ ἀποκρούσῃ ἀόρατον ἐχθρόν, ὥρμησε πρὸς τὴν θύραν καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὴν ὁδόν.

Οἱ φανοὶ διεδέχοντο ἀλλήλους ἀνὰ πᾶν βῆμα. Κάθε χέρι ἐκρατοῦσε τὸ φῶς του, φῶτα παντοῦ καὶ μόνον ὁ Κλέων εὑρίσκετο εἰς τὸ σκότος… Ἐβάδιζε μηχανικῶς, ἀδυνατῶν νὰ συγκρατήσῃ τὰ διανοήματά του. Ἡ ἀπροσδόκητος ἐμφάνισις τῆς συζύγου τὸν ἐσύγχιζε φοβερά.

Ὁποία τόλμη! Ἐβημάτιζε, ἀριστερᾷ, ἐμπρὸς, ὀπίσω, ἀσκόπως ὅλως. Μετὰ πολλὰς περιστροφάς, ἐπελθούσης σχετικῆς ἠρεμίας, ἠκολούθησε τὸ πλῆθος, διευθυνόμενον πρὸς τὸν ναὸν καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ περίβολόν του. Ἐνθυμήθη, καὶ διευθυνθεὶς πρὸς τὸν μικρὸν τάφον τοῦ θυγατρίου του ἐγονυπέτησεν ἐπ’ αὐτοῦ καὶ ἀνελύθη εἰς δάκρυα… Ἔκλαυσεν ἐπὶ πολὺ καὶ τὰ δάκρυα ἐκεῖνα τὸν ἀνεκούφισαν… ὡσὰν νὰ τὸν περιέβαλλον μὲ μίαν γαλήνην, τὴν ὁποίαν πρὸ πολλοῦ καιροῦ δὲν εἶχεν αἰσθανθῇ.

Ὅταν ἠγέρθη, εἶδεν ἐνώπιόν του τὸν γέροντα φύλακα.

— Σήμερα τὸ βρήκατε, γιατρέ, νὰ κλαῖτε; εἶπεν ὁ γέρων. Ἔτσι καὶ μιὰ γυναῖκα, εἷνε περισσότερ’ ἀπὸ μιὰ ὥρα — ἦρθε καὶ ἐγονάτισε στὸ μνῆμα· θάκαμε ὡς φαίνεται, λᾶθος.

— Ποιὰ γυναῖκα; εἶπεν ὁ Κλέων.

— Τὴν εἶδα ἀπὸ κεῖ κάτω, ἀπὸ τὴ γωνιά μου, μὰ ὅσο νὰ ἔρθω νὰ ἰδῶ ἔφυγε… Μιὰ πολὺ ἀδύνατη, μοῦ ἐφάνηκε.

— Ἆ! εἶπεν ὁ ἰατρός.

Καὶ ἀπεμακρύνθη βραδυπορῶν.

Ἐβάδισεν ἐπὶ πολὺ ἐν ταραχῇ. Δεκάκις ἐπλησίασε τὸ οἴκημά του καὶ δεκάκις ἀπεμακρύνθη, ἑωσοῦ ἤρχισε νὰ τὸν καταλαμβάνῃ ἡ κόπωσις. Βαθμηδὸν καὶ ἡ ψυχική του ταραχὴ κατηυνάζετο. Ἡ ἀγαθή του φύσις ἐφάνη ὑπερισχύουσα καί, καταβαλὼν ὑστάτην προσπάθειαν, διηυθύνθη ἀποφασιστικῶς πρὸς τὸ οἴκημά του καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ δωμάτιον, τὸ ὁποῖον πρὸ πολλῆς ὥρας εἶχεν ἀφήσῃ ἠρεθισμένος, ἐκτὸς ἑαυτοῦ.

Εἰς τὴν ἀριστερὰν γωνίαν, ἐπὶ τραπέζης, λυχνία μικρὰ πρὸ τοῦ Σωτῆρος, ἐφώτιζε ἀμυδρῶς τὰ ἀντικείμενα.

Ἦτο ἐκεῖ, ἀπέναντί του, μὲ τὰς χείρας τεταμένας ὁ Ἑσταυρωμένος, ἡ προσωποποίησις τῆς αἰωνίου ἀγάπης!

Δεξιᾷ, ἐπὶ ἀνακλίντρου, ὁ Κλέων διέκρινε κάτι, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν ἐμφάνισίν του ἐκινήθη.. Ἦτο ἡ σύζυγος. Ἠγέρθη μετὰ κόπου καὶ τρέμουσα ἐστάθη πρὸ τοῦ ἰατροῦ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὸ στῆθος. Ἐκεῖνος ἐπροχώρησε, εἶτα ἐστράφη πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένον, ὡς ἐὰν ἐζήτει ἐνίσχυσιν…

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθησαν οἱ κώδωνες τοῦ Ναοῦ πανηγυρίζοντος τὴν Ἀνάστασιν…

Αἱ ἐπίσημοι, αἱ πανηγυρικαὶ δονήσεις συνεκλόνισαν τὸν Κλέωνα…

Ὁ τρόμος τῆς γυναικὸς ηὔξησε… καὶ προχωρήσασα, ἐγονυπέτησε πρὸ τοῦ συζύγου της.

Ἐκεῖνος, ὑπὸ τὸ κράτος σφοδρᾶς συγκινήσεως, τὴν ἀνήγειρε καὶ τείνας τὴν χεῖρα ἐψιθύρισε — «Χριστὸς ἀνέστη!»

Καὶ τὴν ἠσπάσθη εἰς τὸ μέτωπον.

Ἐκείνη ἐπανέπεσεν εἰς τοὺς πόδας του ὀλολύζουσα..