Παράφρασις της προς τους Έλληνας εθελοντάς ωδής του Laprade

Παράφρασις της προς τους Έλληνας εθελοντάς ωδής του Laprade
Συγγραφέας:


Καλῶς τὰ Ἑλληνόπουλα, ποὺ δὲν μᾶς λησμονοῦνε,
κι' ὁποῦ ἔρχονται χαρούμενα μὲ μᾶς νὰ σκοτωθοῦνε!
Ἄλλοι εἶχαν ψόφια τὴν καρδιά, τὰ νεῦρα παγωμένα,
κι' ἀφ' οὗ τοὺς ζωντανέψαμε μὲ μάτια τρομασμένα
τώρα κυττάζουν, οἱ δειλοί, τὸ ψυχομάχημά μας,
ἀκοῦν σἄν ἄγρια θάλασσα νὰ βόγγουν τὰ αἵματά μας
κι' ἀχάριστοι καμόνονται πῶς οὔτε μᾶς γνωρίζουν
καὶ σκιάζονται κι' ἀχνίζουν!

Παλιὰ πρωτοπαλλήκαρα τῆς λευθεριᾶς, περνᾶτε!
Τροχίσετε τὰ νύχια σας, σταυραητοί, πετᾶτε!
Θὰ πολεμήσωμε μαζί, θὰ συναδελφωθοῦμε,
εἶναι τιμὴ καὶ δόξα μας μὲ σᾶς νὰ ματωθοῦμε.
Μὲς στὸ βαθὺ σκοτάδι μας, στὴ μαύρη τὴν ἐρμιά μας,
τὸ πέρασμά σας ἔλαμψε στ' ἄχαρα βλέφαρά μας
σἄν οὐρανοκατέβατη κι' ἀνέλπιστη μιὰ ἀχτῖδα,
παιδιὰ τοῦ Λεωνίδα.

Καλῶς μᾶς ἤλθετε! Ἄς ἦσθ' εὐλογημένοι!
Ἐλᾶτε νὰ μᾶς δείξετε πῶς πρέπει νὰ πεθαίνῃ,
γιὰ νὰ ξυπνήσῃ ἀθάνατο, κάθ' ἄξιο παλληκάρι.
Ἔλα, Νικήτα, Βότσαρη, ἔλα καὶ σὺ, Κανάρη,
ποῦ ἐλάτρεψα στὴ νειότη μου, ἐλᾶτε νὰ μᾶς πῆτε
πῶς διώχνουνε τὸ βάρβαρο. Γιὰ μᾶς ἀναστηθῆτε...
Εὐλογημένη ἡ μνήμη σας! Τρεχᾶτε! Μὴ δὲν εἶναι
βυζάστρα μας αἱ Ἀθῆναι;

Ἐκεῖθε ποὔλθετε σ' ἐμᾶς εἶχε φανῇ μιὰ μέρα
τὸ πρῶτο γλυκοχάραμμα στὸν σκοτεινὸν αἰθέρα
τοῦ κόσμου τοῦ θεότυφλου· τὴν ἅγια σας λαμπάδα,
ὅτ' εἶχε πνίξῃ τῆς σκλαβιᾶς ἡ νύχτα τὴν Ἑλλάδα,
ἐμεῖς τὴν ἐγλυτώσαμε· τρεχᾶτε πρὶν τὴ σβύσουν,
ἄσπλαχνοι, μαῦροι δαίμονες, πρὶν τὴν ποδοπατήσουν,
νὰ τὴν ἁρπάξετε, παιδιά! Θἆνε διπλῆ τιμή σας,
γιατ' ἤτανε δική σας!

Γιὰ σᾶς τὰ βόλια, ὁ θάνατος, χαρὰ καὶ πανηγύρι·
γιὰ μᾶς τὸ κάθε μνῆμα σας θὰ νἆν πρσκυνητῆρι.
Κ' ἐπάνω ἀπὸ τὴν πλάκα σας δύο ἔθνη ἀδελφωμένα
θὰ νἄρχωνται νὰ ρίχνουνε στεφάνια συμπλεγμένα
μὲ τοῦ παλῃοῦ μας ρουπακιοῦ τὰ πράσινα κλωνάρια
καὶ μὲ τῆς δάφνης τοῦ Ὑμηττοῦ τ' ἀθάνατα βλαστάρια.
Χαρὰ στὴ γὴ ποὺ ἐβύζαξε, παιδιά, τὰ αἵματά σας,
θὰ μοιάσῃ στὴν ἀνδρειά σας!

Ὦ παλληκάρια ἀνήμερα! τὸ δάκρυ κ' ἡ λαχτάρα
μοῦ σβοῦν, μοῦ πνίγουν τὴ φωνή... ἔχ' ἡ ψυχή μου ἀντάρα...
Ἐγὼ φτωχὸς κορυδαλλός, θαμμένος μὲς στὰ χιόνιαμ
μὲ τί τραγοῦδι νὰ δεχθῶ τοῦς κύκνους καὶ τ' ἀηδόνια;
Καὶ μὲ τί λάλημα γλυκὸ νὰ πῶ στὴν οἰκουμένη
πόσο βαθειὰ ἡ ἀγάπη μας θὰ μείνῆ ριζωμένη;
Καλῶς τα, ποὖλθαν μὲ χαρὰ γιὰ μᾶς νὰ σκοτωθοῦνε
καὶ δὲν μᾶς λησμωνοῦνε!

Τὶ βλέπω;... ἀνοίγει ὁ οὐρανος... Στὰ φωτεινὰ λημέρια
ψυχαῖς μεγαλοδύναμαις, π' ἀστράφτουν σἄν ἀστέρια,
συνάπαντιῶνται ἀδελφικὰ καὶ γέρνουν τὸ κεφάλι
καὶ μᾶς θωροῦν ἀπὸ ψηλά... Ἡ μιὰ φιλεῖ τὴν ἄλλη...
Ἐκεῖ Βαγιάρδος, Ἀχιλλεύς, Σωκράτης, Λαμαρτῖνος,
Φειδίας, Πλάτων, Ὅμηρος... Ἐκ' εἶναι κι' ὁ Ρακῖνος,
ποὺ ἐμπρὸς στὸν γέρο Αἰσχύλο σας τὰ γόνατά του κλίνει
κι' ὁποῦ φωνάζει πρὸς ἐμᾶς: Παιδιὰ μου, εὐγνωμοσύνη!