Παράπονο πεθαμένης
Συγγραφέας:


Κόσμε ὡραῖε, μὲ τόση λάβρα
σ’ ἔχω τώρα στὴν καρδιά!
Τ’ Ἀπριλιοῦ σου ἀκούω τὴν αὖρα
καὶ στὸ λάκκο μου βαθειά.

Μ’ ὅλα ὁλοῦθε ἡ γῆ φυτρόνει
νἄταν, Θέ μου, βολετὸ
ἀπ’ τὸ χῶμα ποῦ μὲ ζώνει
σὰ τριαντάφυλλο νὰ βγῶ!

Πρὶν ὁ Θάνατος μὲ σύρῃ
σὲ ἀλουλούδιασταις ἐρμιαίς,
εἶδα τέτοιο πανηγύρι
δεκατέσσεραις φοραίς.

Μόλις εἶχα ἡ μαύρη άρχίσῃ
άνταπόκριση γλυκειὰ
μὲ τ’ ἀέρι, μὲ τὴ βρύση,
μὲ τὰ πράσινα κλαριά.

Τὰ λουλούδια, ἡ χλόη, τὸ πλῆθος
ἀπὸ τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ
κἄτι μὤλεγαν στὸ στῆθος,
ποῦ δὲν ἔφτανε στὸ νοῦ.

Νέα στὰ μάτια μου εἶχαν πάρῃ
τὰ χαράματα ὀμορφιά,
καὶ ποῦ ξύπναε τὸ φεγγάρι
χίλια αἰσθήματα κρυφά.

‘Σ ἀνθισμένα ἢ ‘ς ἄγρια μέρη
περπατῶντας μοναχή,
ποιός, ἐρώτουνα, ποιὸς ξέρει
τὸ τί αἰσθάνομαι νὰ πῇ;

Σὲ θωριὰ χαριτωμέννη,
σ’ ἕνα μάτι ἀγγελικὸ
τὴν ἀπόκριση γραμμένη
κἄπως ἔφτασα νὰ ἰδῷ.

Προτοῦ ξάστερα, μὲ θάρρος
μοῦ τὴ δώσῃ κ’ ἡ φωνή.
Σὰ γεράκι ἐχύθη ὁ Χάρος
κ’ ἐδῶ μ’ ἔρριξε νεκρή.

Μνήμη τέτοια μὲ πλακόνει
σὰν τὸ χῶμα μου· βαρειά.
Τ’ ἄλλου κόσμου χελιδόνι
θὲ νὰ πάω κ’ ἐγὼ ψηλά!

Ὤ, Χριστέ μου, ἂς ξαναζήσω
μόνον ὅσο εἶν’ ἀρκετὸ
τῆς καρδιᾶς μου νὰ γνωρίσω
τὸ μεγάλο μυστικό!