Παππᾶ Συνέσιος
Συγγραφέας:
Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του 1899 του Παναγιώτη Αξιώτη


Ο ΠΑΠΠΑ ΣΥΝΕΣΙΟΣ
(ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ)

ΚΕΦ. Α′.
ΤΟ ΔΙΧΤΥ

— Ξεμώραμα!

— Ἀνόητε!

— Κακοῦργα!

— Χαμένε! Θὰ φᾶς τὸ κεφάλι σου πάλι μ’ αὐτὰ ποῦ σοφίστηκες μαζῆ μὲ τὸν ἄξιο σύντροφό σου, τὸ Γιάννη τὸ Σερέτη.

— Μὴ σὲ νοιάζῃ καθόλου, εἶπεν ἐκεῖνος. Καὶ πιὸ χαμηλὰ τῆς ἐπέταξε μιὰ λέξι ποῦ ἔκαμε τὴ γυναίκα νά τιναχτῇ.

— Ἀνόητε! ἐξέχασες τὸ γραμμένο. «Λάκκον ὤρυξε καὶ ἀνέσκαψεν αὐτόν».

— Ἐσὺ νὰ τρῶς νὰ πίνῃς καὶ νὰ μὴ σὲ κόφτῃ. Ἔχουσι τὴν γνῶσιν οἱ φύλακες· ὕστερα πολὺ ἀργὰ ἐθυμήθηκες τὴ Γραφή.

Τὴ λεπτή, τὴν χαριτωμένη αὐτὴ ὁμιλία ἔκαναν ἀνάμεσό τους—ποιὸς ἤθελε τὸ πιστέψη ποτὲ—ἕνας γυιὸς καὶ μιὰ μάννα, στὸν αὐλόγυρο ἑνὸς μοναστηριοῦ, μιὰ πρωϊνὴ ἀπολείτουργα. Τὸ παράξενο δὲ εἶνε πῶς αὐτὸ δὲν ἦταν ἐχθρικὸ πετροβόλημα, ὅπως λογικὰ θὰ ὑπόθετε καθένας· ἤταν, ὅλο τὸ ἐναντίο, ἕνα παιχνίδι μαλακό, ἀθόρυβο, ὅλως διόλου ἀκίνδυνο, σὰν νὰ ἔπαιζαν τὸ τόπι τὰ δυὸ ὑποκείμενα. Ὁ ἕνας τὸ ἐξαπολοῦσε, ὁ ἄλλος τὸ ἔπιανε καὶ τὸ ἐγύριζε μὲ ξεχωριστὴ ἀπάθεια καὶ μ’ ἕνα τρόπο τόσο ἤρεμο ποῦ βέβαια θὰ ἔλεγες πῶς χωρατεύουν, ἤ, ξέρω κ’ ἐγώ, πῶς εἷνε θεατρίνοι καὶ κάνουν δοκιμές, ἢ στὸ τέλος, πῶς τὰ λόγια ἐκεῖνα ἀναφέρουνται σὲ καμμιὰ ὑπόθεσι ξένη καὶ πῶς τὰ ἔλεγαν ὁ γυιὸς καὶ ἡ μάννα γιὰ νὰ γελοῦν νὰ περνᾷ ἡ ὥρα τους. Καὶ ἀκόμα ἕνα πιὸ παράξενο πρᾶμμα. Ὁ γυιὸς ἤτανε παππᾶς καὶ μάλιστα γούμενος καὶ ἡ μάννα καλογρηά! Τὸ ἐξωτερικό τους δὲ πολὺ εὐπρόσωπο. Ἐκεῖνος μὲ καινούριο ῥάσο, χοντρός, προκοίλης, κόκκινος, μὲ μεγάλα, βαθυγάλαζα, ψυχαλιστὰ μάτια καὶ μὲ καστανή, πυκνὴ γενειάδα. Ἐκείνη μὲ ἄσπρο, ἔμορφο πρόσωπο, ποῦ ἔδειχνε πιὸ ἄσπρο ἀκόμα ἀπὸ τὸ μαῦρο μαντῆλι ποῦ τὸ ἐπερίδενε καὶ ὁποῦ ἄφινε νὰ φαίνουνται ἡ ἄκρες μαλλιῶν μαύρων ἀκόμα, περιτυλιγμένη σ’ ἕνα ῥάσο καθαρώτατο, μὲ δερμάτινη ζώνη, δυνατὰ σφιγμένη. Ἡμερώτατοι καὶ οἱ δυό. Ἐκεῖνος μάλιστα κάτι ἐμασσοῦσε καὶ πότε πότε ἔρριχνε στὸ πρόσωπα τῆς μάννας του τὰ λεπτόλογα ποῦ ἀναφέραμε, γιὰ νὰ λάβῃ τὴν ἀπόκρισι ποῦ τοῦ ἄξιζε. Γιατὶ τὰ δυὸ ὑποκείμενα ἐπῆραν τὴ στάσι αὐτή, ὁ ἕνας ἀντίκρυ τοῦ ἄλλου, αὐτὸ θὰ μᾶς φανερώνεται σιγὰ σιγά, ὅσο προχωροῦμε στὴ διήγησι.

— Τί ἤθελες ν’ ἀνεκατωθῇς σ’ αὐτὴ τὴ δουλιά, ἀφοῦ ξέρεις πῶς ἡ κοπέλλα εἶνε ἀρρεβωνιασμένη; ἀρώτησεν ἡ μάννα τὸ γυιό της.

— Ἐσὺ δὲν πρέπει ν’ ἀνεκατώνεσαι στὴς δουλιές μου· εἶπεν ἐκεῖνος·

— Μὲ τὰ ὑποκείμενα ποῦ ἔχεις φίλοι, τὸν Σερέτη καὶ τὸν παππᾱ Κρητικό, γρήγορα θὰ τὴν πάθωμε πάλι, κ’ ἐγὼ ἐβαρέθηκα τὰ ταξείδια· δὲ μπορῶ πλιό.

Ἐκεῖνος ἑτοιμάσθηκε ν’ ἀποκριθῇ, ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ κελλί του κ’ ἐπέρασεν ἀπὸ μπροστά τους ὁ παππᾶ Κύριλλος, μεσόκοπος ἄνδρας, λεπτὸς μὲ μιὰ μέση σὰ λιγνῆς γυναίκας, μὲ μπαλωμένο μπινίσι, ξεθωριασμένο πλιὸ ἀπὸ τὰ χρόνια, σφιχτὰ ζωσμένος μὲ ζώνη δερμάτινη καὶ μὲ παπούτζια συρτά. Ἐκαλημέρισε τὸ γούμενο καὶ τὴ μάννα του καὶ ’τράβηξε κατὰ τὴν ὀξόπορτα.

— Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, πάτερ Κύριλλε; ἀρώτησεν ὁ ’γούμενος.

— Πάω κομμάτι στοῦ Γιώργη, ἀποκρίθηκεν ὁ παππᾶς μὲ μιὰ φωνοῦλα, σὰν μικροῦ παιδιοῦ.

— Στὸ καλό, εἶπε δυνατὰ ὁ ’γούμενος καὶ χαμηλά, ἐπρόσθεσε.

— Εἶν’ ἕνας χάχας ὁ κακόμοιρος!

Τὴν ἴδια στιγμὴ ἐφάνηκε ὁ παππᾶ Νεκτάριος, μεγαλόσωμος γέρος, λίγο χοντρός, μὲ ἱλαρό, εὐχάριστο πρόσωπο καὶ μὲ περπάτημα βαρύ, παρακυλιστὸ σὰν τοῦ κύκνου. Ἐφοροῦσε ῥάσο παλιό, ποῦ καὶ ποῦ λαδωμένο καὶ παπούτζια χονδρά, μὲ καρφιὰ στοὺς πάτους καὶ ἀνοιχτὰ ποῦ ἐφαινόντανε ἡ χοντρές, μάλλινές του κάλτζες. Ἐκρατοῦσε, ἁπλωμένο στὰ δυό του χέρια, μαντῆλι ῥιγωτό, μὲ χρῶμα γαλάζιο βαθύ, λεκιασμένο ἐδῶ κ’ ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ταμπάκο, ποῦ ὁ παππᾶ Νεκτάριος ἔκανε συχνὴ χρῆσι, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὴς ἄκρες τῶν ρουθουνιῶν του, μαυρισμένων ἀπὸ τὰ σπυριὰ τῆς καστανόμαυρης φταρμικῆς σκόνης, ποῦ τόσο ἀρέσει εἰς πολλοὺς γέρους. Εἶχε χρηματίσῃ πρὸ χρόνια ’γούμενος καὶ τὸν ἐσεβόντανε ὅλοι γιὰ τὴν ἀρετή του. Σὰν ἀντίκρυσε τὸν ’γούμενο καὶ τὴ μάννα του, ἐμουρμούρισε κάτι σὰν χαιρετισμὸ μὲ τὴν τρεμουλιαστὴ γλυκειὰ φωνή του καὶ ἐπροχώρησε πρὸς τὴν αὐλόθυρα. Ὁ παππᾶ Συνέσιος τὸν ἐχαιρέτισε μὲ βαθειὰ ὑπόκλισι καὶ σὰν ἀπομακρύνθηκε, εἶπε!

— Ἄλλη κουτομαρία ἐτοῦτος πάλι.

— Χαμένο κορμί! εἶπε γιὰ εἰκοστὴ φορὰ ἡ μάννα του κ’ εὐθὺς ἐσηκώθη κι’ ἀνέβηκε στὸ ’γουμενειό.

Ὁ παππᾶ Συνέσιος ἔμεινε κάμπσσα λεπτὰ στὴν ἴδια θέσι, ἔπειτα ἐφώναξε τὸν μικρὸ Ἀμβρόσιο, καλογεράκι δόκιμο.

— Ἄκουσε, Ἀμβρόσιε, τοῦ εἶπε· εὐθὺς ποῦ φανῇ ὁ Σερέτης, νὰ τοῦ πῇς νὰ ἔρθῃ νὰ μὲ βρῇ στ’ ἁλώνια.

— Καλά, πάτερ ἡγούμενε, εἶπε τὸ παιδί.

Καὶ ὁ παππᾶ Συνέσιος ἐσηκώθηκε καὶ ἀργοπατῶντας, εὐγῆκε ἀπὸ τὴν αὐλόθυρα κ’ ἐτράβηξε κατὰ τ’ ἁλώνια.

Ὡς τόσο ὁ παππᾶ Κύριλλος εὑρῆκε τὸν Γιώργη τὸν μπακαλοκαφετζῆ, χοντρὸ καὶ στιβαρὸ ἄνδρα, νέο ἀκόμα, στὸν αὐλόγυρο τοῦ μαγαζιοῦ του, νὰ τραβᾷ τὸν ναργιλέ του, ἐνῷ ἡ γυναῖκα του ἐλατρευότανε μέσα. Τὸ ἀγόρι του, παιδὶ ὡς δέκα χρονῶ, μὲ τὰ μοῦτρα καὶ τὰ χέρια πασσαλειμμένα ἀπὸ τὸ ὑγρὸ μιᾶς μεγάλης φέτας καρπουζιοῦ ποῦ ἐκρατοῦσε κ’ ἔτρωγε, ἔπαιζε τὸν κυνηγητὸ μὲ τὴν ἀδελφή του, κοριτζάκι ἀδύνατο, μικρότερο ἀπ’ αὐτό, ἐνῷ τὸ σκυλλὶ τοῦ σπιτιοῦ, μαῦρο, σγουρόμαλλο, κοντοπόδικο, ὡρμοῦσε κ’ ἐδάγκανε, παίζοντας, πότε τὴν ἄκρη τοῦ φουστανιοῦ τῆς μικρῆς, πότε τὰ παπούτζια τοῦ ἀγοριοῦ μὲ χαρμόσυνα γαυγίσματα. Ὁ παππᾶ Κύριλλος ἐκάθησε σ’ ἕνα σκαμνὶ κοντὰ στὸν νοικοκύρη, εἶπε νὰ τοῦ φέρουν καφὲ καὶ ἄρχησαν μαζῆ τὴν κουβέντα. Σὲ λιγάκι ἦλθε κ’ ἐκάθησε κοντά τους ὁ παππᾶ Φίλιππος, νέος ἄνθρωπος, ξανθὸς, μὲ ἥμερο, ἀσθενικὸ πρόσωπο καὶ μάτια ποῦ ἔδειχναν πολλὴ ἐξυπνάδα.

— Ὑπὸφερμὸ δὲν ἔχει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγεν ὁ παππᾶ Κύριλλος. Ἐκαθότανε μὲ τὴ μάννα του στὴν πεζοῦλα ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ κελλί μου καὶ τάλεγαν πάλι· τί ἀδιαντροπιά!

— Ἀπὸ ντροπὴ δὰ ἃς πῇ κι’ ἄλλος, εἶπεν ὁ παππᾶ Φίλιππος.

— Καὶ πᾶς εἶνε μόνο τὰ λόγια, ἐκεῖνα ποῦ κάνει τί σοῦ λένε; εἶπεν ὁ Γιώργης.

— Ἂς ὄψουνται ποῦ μᾶς τὸν φέρανε πάλι στὸ κεφάλι μας· εἶπεν ὁ παππᾶ Φίλιππος.

— Εἶναι κι’ ὁ Δεσπότης ποῦ τονε θέλει, εἶπεν ὁ παππᾶ Κύριλλος· τέσσερα μουλάρια φορτωμένα τὶς προάλλες γιὰ τὴν πανιερότητά του· καὶ τρῶτε καλογέροι καὶ παππάδες φασούλια νερόβραστα. Καὶ ἐπρόσθεσε σὰν ἀπὸ μέσα του.

— Καὶ νὰ συλλογιστῇ κανεὶς πῶς αὐτὸς ὁ ἄθρωπος ἀγαπᾶ τόσο τὴ μάννα του, ἐνῷ βρίζεται κάθε μέρα μαζῆ της!

— Νὰ σᾶς πῶ, φταῖτε σεῖς οὖλοι· εἶπεν ὁ Γιώργης ὁ μπακάλης. Βλέπετε τὸν Ἄνθιμο; Νὰ χαραχτῆρας! Μήτε νὰ τονε βλέπῃ δὲ θέλει.

— Ἀλήθεια, εἶπεν ὁ παππᾶ Φίλιππος. Ἐκεῖνος ἔχει θέλησι μά τί νὰ σοῦ κάμῃ μονάχος του; ἤπρεπε νὰ φύγωμε ὅλοι μας.

— Τί λὲς τώρα; εἶπεν ὁ παππᾶ Κύριλλος· μποροῦμε νὰ φύγωμε μεῖς; Ὁ Ἄνθιμος εἶνε μόνο καλόγερος.

— Ἑτοιμάζεται πάλι ἀναφορὰ στὸ Δεσπότη, εἶπεν ὁ παππᾶ Φίλιππος, μὰ δὲ βαρυέσαι· τίποτα δὲ θὰ βγῇ πάλι. Κάνει αὐτὸς ὅ,τι θέλει κ’ ἔννοια σου.

— Ναὶ μὰ τώρα εἶμαι περίεργος νὰ διῶ πῶς θὰ τὰ ξεμπερδέψῃ μὲ τὴν ἱστορία τῆς κουμπάρας του τῆς Φλουροῦς τῆς κόρης τοῦ γέρο-Μαρούπα, ποῦ θέλει καὶ καλὰ νὰ τῆς δώκῃ τὸν Κυριάκο τὸν Κοβάκα ποῦ εἶνε ἀρρεβωνιασμένος τόσον καιρὸ τώρα μὲ τὴν Ἀννέζα τοῦ Κοντοπάνη. Προχτὲς τὸν εἶχε κλεισμένο στὸ ’γουμενιὸ καὶ τὸν ἐμέθυσε.

— Ἀδύνατος ἄνθρωπος αὐτὸς ὁ Κυριάκος, εἶπεν ὁ παππᾶ Κύριλλος καὶ εἶνε φόβος μήπως τὸν καταφέρει καί τονε στεφανώσει γιατὶ ἔχει καὶ βοηθοὺς σὰν κι’ αὐτόν.

— Ναί, ἔχει τὸν παππᾶ Κρητικό, τὸν κατεργάρη καὶ τὸν Γιάννη τὸν Σερέτη τὸν συγγενῆ τοῦ γαμπροῦ, εἶπεν ὁ Γιώργης.

— Θαρρῶ ὅμως πῶς δὲ θὰ τὰ καταφέρῃ εἶπεν, ὁ παππᾶ Φίλιππος. Ὁ πατέρας τῆς Ἀννέζας εἶνε τόσο ἐξαγριωμένος, ποῦ ἂν ὁ ’γούμενος δὲν ἀφήκῃ ἥσυχο τὸν γαμπρό, θὰ κάμῃ μεγάλα πράμματα. Ἔχει φίλο καὶ τὸ Δήμαρχο καὶ θὰ λάβῃ τὰ μέτρα του, δὲ θ’ ἀφήκῃ νὰ τοῦ πάρουνε τὸν Κεριάκο.

Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἐφάνηκε ὁ ’γούμενος καὶ ἡ ὁμιλίες ἐπαύσανε. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀφοῦ ἔρριξε μιὰ ματιὰ στὸν αὐλόγυρο τοῦ μπακάλικου, ἐτράβηξε κατὰ τὸ πλησιέστερο ἁλῶνι, ἐσύναξε τὰ ῥάσα του κ’ ἐκάθησε στὴν ὁμαλότερη πέτρα τοῦ ἁλονόγυρου. Παρέκει ἤταν τρία τέσσερα χωριανόπαιδα· ὁ ’γούμενος τὰ φώναξε, τοὺς ἔδωκε μερικὰ στραγάλια ποῦ εἶχε στὴν τσέπη του καὶ τάβαλε νὰ παλέψουν, γιὰ νὰ γελάσῃ. Σ’ ἕνα μέρος τοῦ ἁλωνιοῦ ἤταν ἕνας μεγάλος σωρὸς φασουλόφυλλα· ἐκεῖ ἀπάνω ἐρρίχτηκαν τὰ παιδιὰ μὲ φωνὲς καὶ γέλοια, σπρώχνοντα τὸ ἕνα τ’ ἄλλο, ὅταν ἕνας χοῖρος ἀσπρόμαυρος, μὲ μεγάλη ἀγκαθωτὴ χαίτη, χωμένος στὸ σωρὸ μέσα, ἐπετάχτηκε τρομαγμένος καὶ μὲ τὴ χαίτη, τὰ ρουθούνια καὶ τὰ μάτια γεμάτα φύλλα, ἐπῆρε δρόμο μὲ ὑπόκωφ’ ἀπορθουνίσματα σπέρνοντας μεγάλο τρόμο σὲ πέντ’ ἕξη ὄρνιθες ποῦ μὲ ἀνοιχτὰ τὰ φτερὰ καὶ κακαβίζοντας, ἔτρεχαν σὰν δαιμονισμένες, ἐνῷ ἕνας μεγάλος πετεινὸς χρυσολαίμης, μακροπόδαρος, μὲ τὸ λαιμὸ τεντωμένο ἔδειχνε τὸ θυμό του μὲ τὴν πιὸ δυνατή του φωνή, ὑποχωρῶντας βῆμα βῆμα, μὲ ἀξιοπρέπεια, σὰν νάθελε νὰ δείξῃ πῶς δὲν πολυφοβᾶται τὸ τετράποδο.

Στὸ παιχνίδι τῶν παιδιῶν ἐπῇρε μέρος καὶ ὁ ’γούμενος· ἔδινε σπρωξιὲς στὰ παιδιὰ καὶ τά ριχνε στὸ σωρὸ ἀπάνω, τὰ ἐβουτοῦσε μέσα, κ’ ἐξεκαρδιζότανε στὰ γέλοια. Σὲ λιγάκι ἐφώναξε τὸ πιὸ τολμηρὸ παιδί.

— Δημήτρη τοῦ λέει· πάρε αὐτὴ τὴ δεκάρα καὶ τὴν Κεριακὴ ποῦ θάρθω στὸ σχολεῖο μὲ τὸν ἐπιθεωρητή, ἐκεῖ ποῦ θὰ μιλοῦμε ’μεῖς, ἐσὺ νὰ ἔχῃς ἕνα κομμάτι παληόπανο νὰ τὸ κολλήσῃς ἀπὸ πίσω στὸ σουρτοῦκο τοῦ δασκάλου ἄκουσες;

Τὸ παιδὶ ἐχαμογέλασε.

— Καὶ σὰ μὲ μαντατέψουνε; εἶπε.

— Ποιὸς θὰ τὸ κάμῃ ποῦ τονε σκοτώνω; Νὰ κάμης καθὼς σοῦ λέω καὶ θὰ σοῦ δώκω κι’ ἄλλη μιὰ δεκάρα.

Ὁ Δημήτρης ὑποσχέθη κ’ ἔτρεξε νὰ βρῇ τ’ ἄλλα παιδιά, ποῦ ἐφεύγανε μὲ φωνές. Ὁ παππᾶ Συνέσιος ἔμεινε στὸ ἴδιο μέρος καὶ πότε ποτ’ ἐγύριζε πίσω του κ’ ἔβλεπε.

Ἀντίκρυ του τ’ ἀμπέλια, νωποτρύγητα, καὶ στ’ ἀριστερά του τὰ γελαστὰ περιβόλια, γεμάτα ὠμορφιὰ καὶ χάρι, ἐξετύλυγαν, σὲ μεγάλη ἔκτασι, καταπράσινα χαλιά, περιφραγμένα ἀπὸ τοίχους ξεροτράχαλους καὶ μόνο πῶς, τὸν γλυκύτατο, ἀμίμητο χρωματισμό, ποῦ καὶ ποῦ, θαρρεῖς, ἐκηλίδωνε, θερισμένο ἢ χέρσο χωράφι, γεμᾶτο ἀγκάθια καὶ ξερόχορτα, σὰν ποῦ ἀμαυρώνουν, ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σταχτόμαυρα συννεφάκια, τοῦ καθάριου οὐρανοῦ τὸ καταγάλαζο χρῶμα. Δεξιὰ μεριά, κατὰ τὴ δύσι, τῆς Κουκουλοῦς ὁ Γκρεμνός, αἰωνόβιος γρανίτης, τεράστιος, γέρω γίγαντας ἐπιβλητικὸς μὲ τὴ στρογγυλή, σὰν κρανίο ἀνθρώπινο, τὴ φαλακρὴ κεφαλή του, ποῦ ποιὸς ξέρει πόσους κατακλυσμοὺς καὶ πόσ’ ἀστροπελέκια ἐπεριφρόνησε καὶ ὁποῦ δείχνει, θαρρεῖς μὲ ὑπερηφάνεια, σχισμάδες καὶ χάσματα εἰς τὰ πολύπαθα πλευρά του σὰν τὴς πληγές του τὴς τιμημένες πολεμιστὴς ἀκατάβλητος.

Ἀλλ’ αὐτὲς ἡ εἰκόνες δὲν ἔκαναν αἴσθησι στὸν παππᾶ Συνέσιον. Ἐγύριζε πίσω του καὶ ἔβλεπε ἀνυπόμονα, ὡσὰν κάποιον νὰ ἐπερίμενε. Καὶ ἀλήθεια, ὕστερ’ ἀπὸ κάμποση ὥρα ἐφάνηκε ὁ Γιάννης ὁ Σερέτης ὁποῦ καὶ ἦλθε καὶ ἐκάθησε κοντὰ στὸ γούμενο.

Τὸ ὑποκείμενον αὐτὸ εἶνε ἀξιοπερίεργος τύπος, παράξενος καὶ πρέπει νὰ τὸν περιγράψωμε γιὰ νὰ δώσωμε μιὰ κάποια ἰδέα στὸν ἀναγνώστη. Ἑξηνταπεντάρης, ψηλός, λιγνός, λιγυστός, μὲ μουστάκι ξανθόασπρο, κομμένο στὴς ἄκρες, χωρὶς γένεια, μὲ βράκα συμμαζεμένη ποῦ κατέβαινε ὡς τὸ γόνατο καὶ ἄφηνε γυμνὲς τὴς λιπόσαρκες κνῆμες του, ζωσμένος σφιχτὰ μὲ ζώνη μάλλινη, σχεδὸν πάντα ξεμανίκωτος καὶ στὴν κεφαλὴ μ’ ἕνα φέσι μεγάλο, τσακισμένο πίσω μὲ μακρυὰ φούντα καὶ δεμένο μὲ μαντῆλι χρωματιστό, κεντημένο γύρω γύρω μὲ μπιμπίλες σὰν γυναῖκα. Ἀναθρεμμένος ἀπὸ παιδὶ μὲ γυναῖκες, ἐπῆρε τοὺς τρόπους των ὅλους ὥστε ποῦ ἀπογυναικώθηκε καθ’ ὁλοκληρία· ὁμιλία, περπάτημα, χειρονομία, ὅλα ἤταν γυναίκεια.

Ἡ γυναῖκαις πρὸ πολλοῦ εἴχανε πάψῃ νὰ τὸν φοβοῦνται· τὸν ἤξευραν — πρὸ χρόνια τώρα — ὡς τελείως νεκρωμένο. Ἔργο εἶχε νὰ σαβανώνῃ, νὰ στρώνῃ νυφικὰ κρεββάτια καὶ νὰ ὑπηρετῇ στὴς ἐκκλησίαις. Ζωηρός, ἀστεῖος, εὔθυμος πάντα, κουσεγιάρης σὰν γυναῖκα πρόστυχη, ἀνακατονώτανε σὲ κάτι μικρορραδιουργίες, ἔφτιανε κι’ ἐχαλοῦσε παντρειὲς κατὰ τὴν περίστασι. Λίγα χρόνια προτήτερα εἶχε δυνατὸ ἀντίζηλο τὸν λεγόμενο χονδρὸ Σερέτη. Γυναικωτὸς κι’ ἐκεῖνος, εἶχε τὸ ἴδιο ἐπάγγελμα· ἤταν ὅμως ἀξιοπρεπής· ῥαδιουργίες καὶ κουσέγια δὲν ἤξερε καὶ γι’ αὐτὸ τὸν εἶχαν τὰ καλλίτερα σπίτια. Καὶ ἐπολεμοῦσαν ὁ μεγάλος καὶ ὁ μικρὸς Σερέτης· αὐτὸς ὅμως δὲν τὰ ἔβγαζε πέρα καὶ τὸν ἐκδικούτανε μὲ ῥίμες σατυρικὲς ποῦ τὴς ἔφτιανε πρόχειρα καὶ τὴς ἐφώναζε στὸ δρόμο μέσα. Εἶναι γνωστοὶ καὶ σήμερα μερικοὶ στίχοι του εἰς βάρος τοῦ ἐχθροῦ του· τοῦ ἔλεγε:

«Φορεῖ βρακιὰ ὡς Κάζακος, φαρδιὰ ὑπὲρ σακκία,
«ποῦ κρύφτουν λέρες χίλιες δυὸ καὶ περισσὴ κακία,
«Νυμφοστόλος, νεκροστόλος
καὶ κατεργαριὰ καὶ δόλος».

Μετὰ τὸν θάνατο ὅμως τοῦ μεγάλου, ἡσύχασεν ὁ μικρός, γιατὶ εἶχε τὸ στάδιο ἐλεύθερο.

Ἤταν φίλος τοῦ παππᾶ Συνέσιου, ὁ ὁποῖος εἶχε τώρα τὴν ἀνάγκη του γιὰ τὸν γάμο ποῦ ἐμελετοῦσε νὰ κάμῃ. Γι’ αὐτὸ συχνὰ κατέβαινε στὴ χώρα, ποῦ κατοικοῦσε ὁ Σερέτης καὶ αὐτὸς πάλι συχνὰ ἐρχότανε στὸ Μοναστῆρι γιὰ τὴν ἴδια δουλειά. Καὶ τώρα γι’ αὐτὸ βρίσκεται ἀπάνω νὰ συνεννοηθῇ μὲ τὸν ’γούμενο γιὰ ὕστερη φορά.

— Ἤσκασα νὰ σὲ περιμένω, τοῦ εἶπεν αὐτός, ἅμα ἐπλησίασε.

— Κ’ ἐγὼ ἤσκασα νὰ καταφέρω τὸν Κεριάκο, εἶπεν ὁ Σερέτης· θαρρεῖς πῶς εἶν’ εὔκολα πράμματα, γούμενε; Θέλει νὰ σ’ εὐκαριστήσῃ μὰ καὶ φοβᾶται τὸ γέρω Κοντοπάνη.

— Ἐσὺ νὰ τονε φέρῃς στοῦ Μαρούπα, καθὼς ἐμείναμε σύμφωνοι καὶ τ’ ἄλλα εἶν’ ἐδική μου δουλειά.

Ἀμὲ ὁ παππᾶς ὁ Κρητικός;

— Σύμφωνος· τὸ δίχτυ ἔννοια σου εἶνε καλὰ βαλμένο, εἶπεν ὁ ’γούμενος καὶ δὲ μπορεῖ παρὲ νὰ πιαστῇ.

— Καὶ πρέπει νὰ πιαστῇ, εἶπεν ὁ Σερέτης· ἐγὼ θά τονε φέρω ὁ ἴδιος εἰς τοῦ Μαρούπα τὰ χοιροσφάγια καὶ ὕστερα ἂς πάη ὁ Κοντοπάνης νά τονε κυνηγᾷ.

— Πᾶμε τώρα μέσα, εἶπεν ὁ ’γούμενος, νὰ βοηθήσῃς τὸν Δημήτρη εἰς τὸ τρίψιμο τῶν καντηλιῶν καὶ ὕστερ’ ἀνεβαίνεις καὶ τρῶμε.

Ἀπὸ τὴν αὐλὴ τοῦ μπακάλικου ἔβλεπαν τὰ δυὸ ὑποκείμενα οἱ παππάδες μὲ τὸν Γιώργη κ’ ἔλεγαν ἀνάμεσό τους πολλά.

— Ὑποκείμενο ἀλήθεια! Εἶπεν ὁ παππᾶ Κύριλλος.

— Μὰ τί γυρεύεις ἀπὸ ἄθρεπο ποῦ, μαζῆ μὲ τὴ μάννα του, ἐστάθηκεν αἰτία νὰ χαθῇ ὁ καϋμένος ὁ πατέρας του, ὁ καλὸς ἄθρεπος καὶ ὁ λαμπρὸς ἐκεῖνος ναύτης.

— Ἀλήθεια, εἶπεν ὁ παππᾶ Κύριλλος, ἤκουσα κ’ ἐγὼ αὐτὴ τὴν ἱστορία τοῦ ναύτη, μὰ μόνο ἄκρες μέσες.

Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡ γυναῖκα τοῦ μπακάλη τὸν ἐφώναξε μέσα.

— Ἐγὼ τὴν ξέρω μὲ τὸ νῖ καὶ μὲ τὸ σῖ, εἶπεν ὁ Γιώργης, ἀπὸ τὸν μπάρμπα μου τὸ γέρω Ζέπω· σοῦ τήνε λέω ἄλλη φορά.

Κι’ ἐμπῆκε στὸ μαγαζί του.

Ὁ παππᾶ Συνέσιος, ὡς τόσο, ἀφοῦ ἐγευμάτισε μὲ τὸν φίλο του τὸν Σερέτη, τοῦ ἔδωκε καὶ ἄλλες ὁδηγίες, τὴς ὑστερινές, γιὰ τὴ δουλιὰ ποῦ ἐμελετοῦσαν καὶ τοῦ ἐσύστησε αὐστηρὰ νὰ προσέξῃ, τὸ δίχτυ ποῦ ἔπλεκαν νὰ εἶναι καὶ στερεὸ καὶ τεχνικό, γιὰ νὰ μὴν ἤθελ’ εὕρῃ τὸ ψάρι κανένα μέρος ἀδύνατο ἢ καμμιὰ τρύπα μεγαλείτερη καὶ τοὺς φύγῃ. Ἤθελε νὰ νικήσῃ καὶ τὸν Κοντοπάνη καὶ τὸν Δήμαρχο ποῦ τούκανε τὸν ἐχθρό. Ζήτημα, βλέπετε, φιλοτιμίας! Ὕστερ’ ἀπ’ αὐτά, ἀπέλυσε τὸν Σερέτη καὶ ἔμεινε μονάχος. Εἶπε στὸν ὑποταχτικό του, τὸ μικρὸ Ἀμβρόσιο, ξανθόμαλλο, παχουλὸ καὶ ἀφράτο παιδί, πῶς θὰ κοιμηθῇ καὶ νὰ μήν τονε ταράξῃ κανένας καὶ μόνο σὰν ἔλθῃ τὸ Βαγγελάκι, ὁ γυιὸς τοῦ Μανάρα τοῦ χωρικοῦ νὰ τὸν ξυπνήσῃ χωρὶς ἄλλο. Ὁ Μανάρας ἤταν ἀπὸ τοὶς πλούσιοι χωρικοί· πολὺ ἔξυπνος καὶ πολὺ ἄξιος ἄνθρωπος, ἐφημηζότανε καὶ γιὰ πολὺ τολμηρὸς λαθρέμπορος. Ὁ παππᾶς Συνέσιος ἐβυθίσθηκε σὲ ὕπνο βαθὺ καὶ μόνο ἀργὰ πλιό, ἀπόσπερνα, ἦλθε τὸ Βαγγελάκι κ’ ἐμπῆκε στὴν κάμαρά του, ὅπου ἔμεινε πολλὴ ὥρα. Τί εἴπανε, κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ μάθῃ· γιατὶ τὸ χωριανόπαιδο, δασκαλεμμένο ἀπὸ τὸν πατέρα του, ποῦ τὸ εἶχε τὸ δεξί του χέρι, δὲν ἔλεγε ποτὲ τίποτα. Ἡ διδασκαλίες τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ παππᾶ Συνεσίου δὲν ἐπήγαιναν τοῦ κάκου.

Σὰν ἐβράδειασε, ἐπῆραν οἱ καλόγεροι τὸ ξερόφαγό τους, τὸ καρβελάκι τὸ μαῦρο καὶ τὰ νερόβραστα φασόλια καὶ ἐτραβήχθηκε καθένας ’ς τὴν τρύπα του. Γιατὶ στ’ ἀλήθεια, τὰ κελλιὰ ἐκεῖνα, σκοτεινὰ καὶ τὴν ἡμέρα καὶ μόνο μὲ μιὰ χαμηλὴ πορτοῦλα, ἔμοιαζαν μὲ τρύπες, σὰν φυλακὲς κατάδικων. Οἱ παππάδες ἐπῆγαν λίγο στοῦ μπακάλη καὶ ἐκεῖ ἔμαθαν πῶς κάτι μελετᾶ τὴ νύχτα ὁ ’γούμενος, γιατὶ ὁ Γιώργης εἶδε τὸ Βαγγελάκι, ποῦ ἐγνώριζε, καὶ ἀπὸ ἄλλη φορὰ, γιατὶ ἔρχεται. Δὲν ἐτολμοῦσε ὅμως κανεὶς νὰ πῇ τίποτα.

— Ἂς κάμη καλὰ ὁ ἀλιτήριος, τί μᾶς μέλει; Εἶπαν οἱ παππάδες ἀνάμεσό τους κ’ ἐγύρισαν γρήγωρα, σύμφωνα μὲ τὸν κανονισμὸ κ’ ἐζάρωσαν καὶ αὐτοὶ στὰ κελλιά τους, καὶ εἰς τὴς ἐννιὰ ὥρες ὅλο τὸ Μοναστῆρι ἤτανε βυθισμένο σὲ βαθύτατο ὕπνο. Τίποτα δὲν ἄκουες παρὰ τὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα, ποῦ εἶχε πάρη δυνατὰ λίγο προτήτερα καὶ τὸν μονότονο καὶ μελαγχολικὸ τριγμὸ τῶν παληῶν παραθυριῶν τοῦ ἡγουμενιοῦ.

Ὁ παππᾶ Συνέσιος ἀγρυπνοῦσε μονάχος. Ἡ μάννα του εἶχε τραβηχτῇ στὴν κάμαρά της, τὸ δὲ καλογεράκι, ἀφοῦ τὸν ὑπηρέτησε στὸ τραπέζι, ἐπῆγε κι’ αὐτὸ νὰ κοιμηθῇ κατὰ διαταγή του. Γιὰ νὰ μὴν τοῦ ἀποφαίνεται ἡ ὥρα ἐπῆρε ἕνα μάτσο κλειδιὰ κ’ ἐκάθησε κοντὰ στὸ παράθυρο γιὰ ν’ ἀκούῃ καλλίτερα κάθε ἐξωτερικὸ κρότο. Τὰ κλειδιὰ ἤτανε διάφορα, μικρὰ καὶ μεγάλα καὶ ἄρχησε νὰ τὰ διαλέγῃ καὶ σὲ καθένα νὰ χαράζῃ, μ’ ἕνα σουγιά, κάτι σημάδια δικά του. Ἤταν αὐτὰ καθὼς ἐλέγαν, ἀντικλείδια, γιὰ ν’ ἀνοίγη τὰ κελλιὰ καὶ τὴς κασσέλες τῶν καλογήρων ποῦ ὑποπτευότανε. Θὰ ἐργάσθηκε ὡς μιὰ ὥρα, ὅταν ἀπὸ τὴν κάμαρα, ποῦ ἤταν στὸ βάθος, ἀκούσθηκε ἀδύνατο περιπάτημα καὶ σὲ λιγάκι ἀνοίχθηκε ἡ πόρτα καὶ στὸ κατώφλιο ἐφάνηκε ἡ μάννα τοῦ ’γουμένου κάτασπρη μέσα στὸ μαῦρο της ῥάσο. Ἐθύμωσε ὁ ’γούμενος.

— Ποιὸς ς’ ἐπείραξε πάλι κ’ ἐσηκώθηκες νύχτα, σὰν κουκουβάγια; εἶπε μὲ θυμό!

— Τί μελετᾶς πάλι, ἀλιτήριε; ἀρώτησεν ἐκείνη, χωρὶς ἀποκριθῇ.

— Δὲν εἶνε δουλῖά σου· μὴ μὲ κολάζῃς.

— Χαμένο κορμί! εἶπεν ἐκείνη· θὰ σὲ διώξουνε πάλι σὰν κατάδικο!

— Ἄμε νὰ κοιμηθῇς, γρῃὰ στρίγγλα!

— Ἀδιόρθωτε, χοῖρο! θὰ φᾷς τὸ κεφάλι σου.

— Φύγε, σοῦ λέω κ’ ἐγὼ ξέρω τί κάνω.

— Νὰ ξεραθῇς, ἀνόητε!

— Κακοῦργα!

— Χοῖρο!

Ὁ παππᾶ Συνέσιος ἐσηκώθηκε ἀνυπόμονος καὶ ἡ μάννα του ἐτραβήχθηκε.

Ἐπεριπάτησε ταραγμένος στὴν κάμαρα γιὰ κάμποση ὥρα, ἔπειτα κοντὰ τὰ μεσάνυχτα, ἐτυλίχτηκε σ’ ἕνα χονδρὸ σάλι, ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ ἡγουμενιοῦ καὶ κατέβηκε κάτω. Ἐκύτταξε γύρω του — σιωπὴ μεγάλη καὶ μόνο ὁ ἄνεμος ἐφυσοῦσε μὲ μανία καὶ τὸ παλαιὸ σκοινὶ τοῦ μικροῦ καμπαναριοῦ τῆς ἐκκλησιᾶς ἐσφύριζε λυπητερά· φῶς πουθενὰ κανένα καὶ μόνο μυριάδες ἄστρα, διαμαντόπετρες ὑπέρλαμπρες, ἐτρεμόσβυναν στὸ στερέωμα. Ὁ ’γούμενος, ἀφοῦ πῇρε γύρω τὴν αὐλὴ κ’ ἐξέτασε ὅλα τὰ κελλιὰ ἀπάνω καὶ κάτω, γιὰ νὰ ἰδῇ μὴν ἀγρυπνοῦσε κανένας, πῆγε κ’ ἐκάθησε στὴν πεζοῦλα τῆς καμάρας, κοντὰ στὴν ὀξώπορτα. Ἐκεῖ ἐπερίμεινε, τυλιγμένος σφιχτὰ στὸ σάλι του, γιατὶ ὁ ἀγέρας ἤτανε ψυχρός. Ἐπερίμεν’ ἐπερίμενε καὶ κάτι ἐμουρμούριζε πότε πότε ἀπὸ ἀνυπομονησία. Τέλος θὰ ἤταν μιά μιση μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ὁποῦ ἀκούστηκαν ἀπ’ ὄξω ποδοβολητὰ καὶ ἀπορθουνίσματα ζώων. Ὁ παππᾶ Συνέσιος ἐσηκόθηκε κ’ ἐπλησίασε τὴν πόρτα. Σὲ λιγάκι ἐχτύπησαν ἐλαφρὰ καὶ ὁ ’γούμενος εὔγαλε τὸν ξύλινο μοχλὸ τῆς σιδερόφρακτης πόρτας, ἡ ὁποῖα ἔτριξε δυνατὰ στὰ σκουριασμένα μάσκουλά της καὶ ἀνοίχτηκε διάπλατη. Καὶ ἔσκυψε κάμποσο γιὰ νὰ μπῇ μέσα ἕνας χωρικός, σαραντάρης ἄνδρας, ψηλός, πλατύστηθος, στιβαρός, ὁ γνωστὸς Μανάρας, λαθρέμπορος, φημισμένος γιὰ τὴν ἀφοβία καὶ γιὰ τὴν τέχνη του νὰ γελᾶ τὴν ἐξουσία. Εἶχε μαζῆ του ἕναν βοηθὸ καὶ τὸ παιδί του, τὸ Βαγγελάκι.

— Πολὺ ἀργήσατε, εἶπεν ὁ ’γούμενος.

— Δὲ λὲς πῶς ἤρθαμε! εἶπεν ὁ χωρικός.

— Πῶς μαθές; ἀρώτησεν ὁ γούμενος.

— Ἕνας στρατιώτης εἶχεν ὑποψίες· θαρρεῖς πῶς δὲν εἷνε καὶ καταδότες; ὡς ποῦ νά τονε πλανέσω, ἐγὼ ξέρω τί τράβηξα!

— Οἱ μασκαράδες! εἶπεν ὁ ’γούμενος. Γρήγορα τώρα νὰ ξεφορτώσουμε.

Πέντ’ ἕξη μουλάρια φορτωμένα ζάχαρες καὶ πετρέλαιο ἐστέκουνταν ὄξω. Οἱ χωρικοὶ ἄρχησαν τὸ ξεφόρτωμα καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ γουμένου σὲ μισὴ ὥρα ἔβαλαν τὴν πραμμάτεια στὸ μαγαζὶ τῆς Μονῆς, ποῦ ἤταν ἕτοιμο ἀπὸ νωρὶς καί, ἀφοῦ ὁ Μανάρας εἶπεν ὅ,τι εἶχε νὰ πῇ τοῦ γουμένου, ἐκάθησαν στὰ ζῶα κ’ ἔφυγαν. Ὁ ’γούμενος ἔκλεισε τὴν πόρτα τὴν ἐσφάλισε μὲ τὸν ξύλινο μοχλό, ἔπειτ’ ἀνέβηκε στὸ ’γουμενηιό, ἄναψ’ ἕνα φαναράκι κ’ ἐπῆγε ἴσια στὸ μαγαζὶ καὶ τὸ ἐκλείδωσε· ἔπειτ’ ἀνέβηκε νὰ ἡσυχάσῃ. Ἤταν εὐχαριστημένος, ὕπνος ὅμως δὲν τοῦ πήγαινε καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ ἔπεσε εἰς συλλογισμούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸν εὔγαλε, μετὰ κάμποση ὥρα, τὸ καμπανάκι ποῦ ἐκαλοῦσε τοὺς καλόγερους στὴν ἐκκλησιὰ νὰ διαβάσουν καὶ νὰ προσευχηθοῦνε. Ὁ παππᾶ Συνέσιος ἐπλησίασε στὸ παράθυρο. Τὰ ἄστρα ἐφεγγοβολοῦσαν ἀκόμα καὶ ὁ ’γούμενος εἶδε τὰ γεροντάκια σὰν σκιές, νὰ πηγαίνουν στὸ ναὸ μέσα.

— Ζῶα τετράποδα, εἶπε μεγαλόφωνα· ἀνίκανα καὶ ψωμὶ νὰ φᾶνε· μόνο προσευχὲς ξέρουνε. Ἀμὲ οἱ παππάδες ἐκεῖνοι νὰ θέλουν νὰ γενοῦν ’γουμένοι! Μήτε νὰ μιλήσουν δὲν ξέρουν, ὄχι νὰ διοικήσουν! Ὁ Μαλάκας ὁ Νεκτάριος ποῦ μόνο ταμπάκο ξέρει νὰ ρουφᾷ καὶ ὁ χτηκιάρης ὁ Φίλιππος ποῦ καὶ νὰ μιλήσῃ τοῦ δίνει κόπο. Ὅσο γιὰ τὸν καϋμένον τὸν Κύριλλο, αὐτὸς εἶνε καλὸς καὶ περνῶ τὴν ὥρα μου μαζῆ του. Δὲ μ’ ἀγαπᾶ κανένας, μὰ μὲ φοβοῦνται καὶ ὅσο ἔχω τὸ Δεσπότη καὶ μερικοὺς φίλους, τὰ ζωντόβολα τὰ περιφρονῶ: Καὶ σὲ λιγάκι ἐπρόσθεσε.

— Εἶναι κάμποσος καιρὸς ποῦ μὲ πειράζει καὶ μ’ ἐμποδίζει ἡ μάννα μου, θυμώνω, μὰ τί νὰ κάμω ποῦ τὴ λυποῦμαι. Φαίνεται, θέλει τώρα νὰ ἐξαγοράσῃ τὰ παληά. Ὕστερ’ ἀπὸ τὴς σκέψεις αὐτές, ἐκλείσθηκε στὴν κάμαρά του κ’ ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ τοῦ δικαίου τὸν ὕπνο.


ΚΕΦ. Β′.
Ο ΝΑΥΤΗΣ

Πρὶν προχωρήσωμε, ἀνάγκη νὰ στραφοῦμε κάμποσα χρόνια πίσω γιὰ νὰ περιγράψωμε μιὰ ἱστορία πολὺ σχετικὴ μὲ τὴ διήγησί μας.

Εἷνε καλοκαῖρι. Ὁ ἥλιος κοντεύει νὰ βασιλέψῃ, στέλνοντας καὶ στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα, παντοῦ, ὅπου ἐμποροῦσε νὰ ξαπλωθῇ καὶ νὰ εἰσχωρήσῃ, τὸ γλυκό, τὸ θαλπερὸ ἀκόμα, τὸ τρισπόθητο ἀποχαιρετιστήριο φῶς του. Ὅλα δείχνουν μιὰν μαγευτικὴν εἰκόνα χαρᾶς καὶ εὐθυμίας ζωοπάροχης καὶ μόνο σ’ ἕνα φτωχικὸ χαμόσπιτο βασιλεύει — τί φοβερὴ ἀντίθεση — τῆς συμφορᾶς τὸ σκοτάδι…

Τὰ μυαλὰ τοῦ σκοτωμένου, σκορπισμένα εἰς τὸ κεφαλάρι τῆς πόρτας, ἐκηλίδωναν ἀπαίσια ὅλο ἐκεῖνο τὸ μέρος τοῦ τοίχου. Ὁ ναύτης, ξαπλωμένος καὶ μὲ ἀνοιχτὸ τὸ κρανίο, ἔπιανε τὸ μισὸ δωμάτιο μὲ τὸ μεγάλο του ἀνάστημα. Κόσμος πολύς, ὄξω καὶ μέσα καὶ κλάμματα καὶ ἄγρια ξεφωνητὰ γυναικῶν πότε πότε, ἔκαναν πιὸ φριχτὴ τὴν ἀπαίσια εἰκόνα. Περισσότερο ἀπ’ ὅλες ἐφώναζε κ’ ἐθρηνοῦσε ἡ ἀδερφὴ τοῦ σκοτωμένου γιὰ τὸ κίνημα τὸ ἀνόσιο, γιὰ τὸ ἄδικο ποῦ τῆς ἔκαμε. Καὶ στὰ ξεφωνητὰ μέσα ἀκούονταν καὶ μερικὲς κατάρες γιὰ τὴ νύφη της, ποῦ ἐστάθη αἰτία τοῦ σκοτωμοῦ του, γιατὶ ὁ ναύτης εἶχε γυναῖκα καὶ παιδί, ἀγόρι ὀχτὼ ἐννιὰ χρονῶν. Καί, πρᾶμμα παράξενο, δὲν ἤταν ἐκεῖ, τὴν ὥρα ποῦ ἔγεινε τὸ κακό, οὔτε ἡ γυναῖκα του, οὔτε τὸ παιδί του· ξένες γυναῖκες ἐθρηνοῦσαν καὶ ἀπὸ τοὺς δικούς του ἡ ἀδερφή του μονάχη.

Μεγάλο κρότο ἔκαμε στὸ μικρὸ τόπο ὁ ἀσυνείθιστος, ὁ φριχτὸς θάνατος τοῦ ναύτη· νὰ βάλῃ χέρι ἀπάνω του ὁ ἴδιος! τί τοῦ ἦρθε; Μεγάλο ἄδικο ἔκαμε στὸν ἑαυτό του καὶ στοὺς δικούς του. Σὰν ἔμαθαν ὅμως τὴν αἰτία καὶ αὐτοὶ ποῦ τὸν κατηγοροῦσαν, τὸν ἐλυπήθηκαν τώρα κ’ ἐμετανοοῦσαν γιὰ τὰ λόγια ποῦ εἶχαν πῇ. Γιατί, ἀλήθεια, πολὺ πικρὰ λόγια εἶχεν ἀκούσῃ ὁ κακόμοιρος ὁ ναύτης ἀπ’ ὅλους· δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ τὸν κακολογοῦσαν. Τὸ μεγάλο ὅμως χτύπημα, τὸ ἀποφασιστικὸ, τοῦ τὸ ἔδωκαν ἡ γυναῖκά του καὶ τὸ παιδί του τὸ ἴδιο. Διωγμένος ἀπ’ αὐτήν, θὰ ἔμενε στὸ δρόμο μέσα, ἂν δὲν ἤταν ἡ ἀδερφή του νά τονε δεχτῇ στὸ φτωχικό της. Σὰν ἀκούστηκε ἡ φριχτὴ εἴδησι, ἐφάνηκε καὶ ἡ γυναῖκα του σὰν μετανοημένη καὶ ἄρχησε τὸ κλάμμα· ἀλλὰ ἡ γυναικαδέλφη της δὲν τὴν πίστευε. Ἤξερε αὐτὴ τὴν τυραννισμένη ζωὴ ποῦ περνοῦσε ὁ ἀδερφός της ἀπὸ τὴν γυναῖκά του καὶ δὲν πίστευε στὴ μετάνοιά της, ποῦ τὴν ἔδειχνε λίγο ἀργά. Τὸ ὑστερινό της μάλιστα φέρσιμο τὸν στενοχώρησε τὸν ἄμοιρο καὶ δὲν μπόρεσε περισσότερο νὰ ζήσῃ,

Ὁ ναύτης ἤταν πολὺ γνωστὸς γῖὰ τὴν καλωσύνη καὶ τὴν τιμιότητά του. Ἤταν ὅμως ἄτυχος ἄνθρωπος. Ἡ γυναῖκα του, ποῦ εἶχε πολὺ δύστροπο χαραχτῆρα, ποτὲ δὲν τοῦ γλυκομίλησε καὶ συχνὰ τὸν ἐξέβριζε, γιατί, ἐνῷ ἄλλες, ναυτῶνε γυναῖκες, ἤταν πλούσιες· ἐνῷ ὁ ἄνδρας τῆς συντέκνισάς τους ἀγόρασε ἀμπέλι καὶ χωράφι, αὐτοὶ μὲ δυσκολίαν ἐζούσανε. Γιατὶ νὰ μὴν εἷνε κι’ αὐτὸς ἄξιος; δὲν ἤβλεπένε πῶς ξέρει καὶ ζῇ ὁ κόσμος; Καὶ τὸν ἐγρίνιαζε, τὸν ἐμουρμούριζε ἀδιάκοπα! Ἐκεῖνος ὅμως ἐκατάπινε μὲ ὑπομονὴ καὶ χωρὶς νὰ δείχνῃ τὴ δυσαρέσκεια καὶ τὴν πίκρα ποῦ ἐδοκίμαζε. Ὑπόφερε πολὺ ὁ φτωχὸς καὶ μάλιστα ποῦ δὲν ἐννοοῦσε νὰ μιλήσῃ, νὰ ξεθυμάνῃ. Ἀλλοίμονό του δὲ ἂν ἤθελε καμμιὰ φορὰ βοηθήσῃ τὴν φτωχὴ ἀδερφή του· εὐθὺς ποῦ τὸ μάθενε, τοῦ ἔψελνε, ὅσα σέρν’ ἡ σκοῦπα κ’ ἐκεῖνος ἔφευγε νὰ μὴν ἀκούῃ· τὰ ἔπαιρνε ὅμως ὅλα μέσα του καὶ ἤταν δυστυχής. Ἡ ἀδερφή τοὔλεγε ν’ ἀφήκῃ μιὰ τέτοια στρίγγλα, ἐκεῖνος ὅμως ἐπροτιμοῦσε νὰ ὑποφέρῃ.

Ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπομονὴ ἔχει τὰ ὅρια της καὶ εἶνε πράγμα ὅπου λέγει ὁ ἄνθρωπος «ὡς ἐκεῖ καὶ μὴ παρέκει· δὲν βαστῶ πιό.» Καὶ ἀλήθεια τὸ κακὸ ἐπαραμεγάλωσε καὶ ἡ πονεμένη καρδιὰ τοῦ ναύτη δὲν μπόρεσε νὰ τὸ χωρέσῃ.

Ἤταν ἀθῶος σὰν τὸ νεογέννητο παιδὶ καὶ ὁ κόσμος ὡς τόσο τοῦ ῥίχτηκε καὶ πρώτη πρώτη ἡ γυναῖκα του. «Δὲ ς’ ἀφίνει ὁ κακόκοσμος ποτὲ ἥσυχο· ἐσυλλογιζότανε ὁ ναύτης· «θαρρεῖς περιμένει τίποτα στραβό, κανένα σκόνταμα, ἢ ἀδυναμία καμμιὰ γιὰ νὰ σοῦ ῥιχτῇ, νὰ σὲ σπρώξη νὰ πέσῃς ὅλως διόλου ν’ ἀφανισθῇς γιὰ νὰ χαρῇ αὐτὸς ἢ καὶ γιὰ νὰ σὲ κλάψη ὕστερα.»

Μερικοὶ φίλοι τοῦ ναύτη, ναῦτες κι’ αὐτοὶ δουλευτάδες, σὲ μέρη μακρυνὰ τοῦ εἴχανε δώσῃ νὰ φέρῃ στὰ σπίτια τους χρήματα, ποιὸς δέκα τάλλαρα, ποιὸς εἴκοσι· τὸν γνώριζαν κι’ ἀπὸ ἄλλη φορὰ καὶ ἤταν ἥσυχοι. Ἤταν ναύτης σὲ καράβι φράγκικο, καὶ γιὰ τὴν τύχη του, κάπου ἐναυάγησε κ’ ἐγλύτωσε μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα· χρήματα, δικά του καὶ ξένα, ἔμειναν στῆς ἀχόρταγης θάλασσας τὸ βάθος τὸ ἀνήλιο. Ἡ γυναῖκες, ποῦ περίμεναν τοὺς παράδες, σὰν ἔφτασε ὁ ναύτης πῆγαν νὰ μάθουν καὶ ἄκουσαν τὴ συφορά! Ἐμουρμούρισαν, φυσικά, γιατὶ ἡ φτώχεια κάνει σκληρὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὕποπτο. Ὁ καϋμένος ὁ ναύτης εἶπεν ὅλη τὴν ἀλήθεια, μὰ δὲν τὸν πίστεψαν. Μιὰ ἐσήκωσε τοὺς ὤμους της κ’ ἐζάρωσε τὰ χείλια μὲ φανερὴ δυσπιστία, ἄλλη κάτι ἐμουρμούρισε καὶ ἄλλη πάλι ἐστεκώτανε μπροστά του μὲ σταυρωμένα χέρια σὰν νά λεγε — δὲν τὸ κουνῶ ἀπὸ δῶ, ἂ δὲ λάβω τὸν παρά μου.» Εἶδε αὐτὰ ὅλα ὁ ναύτης καὶ ὑποσχέθηκε νὰ πουλήσῃ ὅ,τι κι’ ἂν εἶχε νὰ τὴς ξεπλερώσῃ, νὰ ἐλαφρωθῇ ἀπὸ τὸ βάρος. Δὲν εἶχεν ὅμως δικά του χτήματα κ’ ἔπεσε στὰ πόδια τῆς γυναῖκας του, ποῦ εἶχε μερικὰ πράμματα, μὲ παρακάλια νὰ πουλήση κανένα νά τονε γλυτώσῃ. Θηρίο ἔγειν’ ἐκείνη, σὰν τ’ ἄκουσε καὶ ἀφοῦ τὸν ἐξέβρισε φοβερά, τοῦ εἶπε νὰ φύγῃ, γιατὶ δὲν τὸν ἤθελε πλιὸ σπίτι της.

Τὸ χτύπημα ἤταν πολὺ βαρύ. Ἐπῆγε νὰ σαλέψῃ ὁ νοῦς τοῦ ναύτη, γιατὶ ἤταν ἕνας χαραχτήρας, ποῦ ὅ,τι εἶχε, τό κρυβε μέσα του. Ἐπῆρε τοὺς δρόμους δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ. Μπροστά του θαρρεῖς, δὲν ἔβλεπε· μόνο τὸ αὐτί του, ὑπερβολικὰ εὐαίσθητο, ἔπαιρνε, ἀπὸ τὴν κακογλωσιὰ τοῦ δρόμου, μερικὰ φαρμακόλογα καὶ τὰ ἔχυνε στὴ μαρτυρικὴ ψυχή του μέσα — Ἤφαγε τόσω φτωχῶ τὸν παρὰ καὶ τώρα γυρίζει». Ἤταν καὶ ἄλλοι ποῦ τὸν ἐπονοῦσαν, αὐτὸ ὅμως ὁ ναύτης δὲν τὸ γνώριζε.

Εὐγῆκε στὴν ἐξοχή. Ἡ φύση, στολισμένη μὲ ὅλη της τὴ λάμψι, ἐσκορποῦσε τριγύρω τὰ μαγευτικά της δῶρα μὲ μεγαλοπρεπῆ ἀφθονία. Ἐγελοῦσαν ὅλα· καὶ τὰ βουνὰ καὶ οἱ κάμποι καὶ τὰ περήφανα δέντρα καὶ ἡ ταπεινὴ χλόη καὶ ἡ λίμνη ἡ ἀκίνητη καὶ τὸ νερὸ τὸ τρεχάμενο, ὅλα ἡλιόλουστα, περίλαμπρα, γεμᾶτα ζωή. Πουλάκια, μικρά, τόσο μικρά, ποῦ νὰ τὰ κλείσῃ ἕνας στὴν παλάμη του, ἔχυναν τὴ χαρμόσυνη, μελῳδικὴ φωνοῦλα τους, τρέχοντας ἐναέρια ἀπὸ δέντρο σὲ δέντρο καὶ ἀπὸ θάμνο, σὲ πέτρα, μὲ τὸ κυματιστό, χαριτωμένο πέταμά τους· ἀρνάκια σγουρόμαλλα, σωριασμένα στὸν ἀπότοιχο χωραφιοῦ, ἀναμασσοῦσαν τὴν τροφή τους ἀμέριμνα. Ὅλες αὐτὲς ἡ ἐμορφιές, ὅλ’ αὐτὰ τ’ ἀγαθὰ σὰν νὰ σὲ προσκαλοῦσαν νὰ ζῇς, σὰν νὰ σού λέγαν νὰ λησμονῇς κάθε βάσανο καὶ κάθε λύπη. Ἀλλὰ ὁ ναύτης μὲ τὴ μαυρίλα τῆς συμφορᾶς, μὲ τὸ βαθὺ σκοτάδι στὴν καρδιά του τὴν πληγωμένη, ἤταν ἀναίσθητος στὴν γοητευτικὴν εἰκόνα καὶ ἂν ἐτύχαινε νὰ ἔρθη στὸ σκοτισμένο του μυαλὸ καμμιὰ ἰδέα, ἤταν καὶ αὐτὴ ἀπελπιστική. Ἐστοχαζότανε, τί καλὰ νὰ ἤταν ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ βοσκήματα, ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ βουνά, νὰ μὴν αἰσθάνεται… καὶ πρώτη φορὰ τοῦ ἦρθεν ἡ ἰδέα τῆς ἀνυπαρξίας…

Ἐπῆρε δρόμο πολὺ ἑωσοῦ ἀπόστασε. Ποῦ νὰ πάγῃ! χωρὶς νὰ τὸ καταλάβῃ, ἐγύρισε πρὸς τὴ χώρα, ὅπου ἔφτασε πρὶ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος.

Ἐμπῆκε σ’ ἕνα καφενεδάκι ἀπόκεντρο, ποῦ τὸ κρατοῦσ’ ἕνας γέρος, παλαιὸς γνώριμος, ναύτης κι αὐτός, ἀπόμαχος, κυρτωμένος πλιὸ ἀπὸ τοῦ χρόνου τὸ βαρύ, τὸ πιεστικὸ χέρι καὶ ἀπὸ τὴν κακομοιριὰ μιᾶς ἄχαρης ζωῆς. Ἐκάπνιζε ὁ γέρος ἄφωνος ἕνα κοντὸ τσιμποῦκι, ζαρωμένος σὲ μιὰ γωνιά. Ὁ ναύτης ἐκάθησε κοντὰ στὸ παράθυρο τοῦ δρόμου κ’ ἔρριξε τὸ κεφάλι κάτω. Ὁ καφετζῆς τοῦ εἶπε «καλῶς τον» κ’ ἐξακολούθησε τὸ κάπνισμα. Πέρασε λίγη ὥρα σὲ βαθειὰ σιωπή, ὅταν ἔξαφνα ἀκούστηκαν φωνὲς καὶ γέλοια στὸ δρόμο. Ὁ ναύτης ἐσήκωσε ζωηρὰ τὸ κεφάλι, σὰν νὰ τὸν ἐκέντησε κάτι εὐχάριστο, σὰν νὰ τοῦ ἐγαργάλισε τὴν ἀκοὴ μία γνωστή, χαρμόσυνη φωνοῦλα. Κυττάζει ἔξω καὶ βλέπει κάμποσα παιδιὰ νὰ πεζογελοῦν καὶ μαζῆ μ’ αὐτὰ τὸ παιδὶ του… τὸ δικό του παιδί, τὸ μόνο ἀγόρι ποῦ εἶχε, ξανθογάλανο παλληκαράκι ὀχτὼ ἐννιὰ χρονῶν. Τὸ πρόσωπό του ἐφωτίσθηκε, τὰ σβυσμένα του μάτια σὰν νὰ ἐπῆραν νέα ζωή… Ἐξέχασε γιὰ μιὰ στιγμὴ τὸ μυστικό του, τὸ ἀτελείωτο μαρτύριο καὶ μὲ φωνὴ γιομάτη ταραχὴ ἀνέκφραστη, μὲ μιὰ τρεμοῦλα ἀνεξήγητη ἐφώναξε τὸ παιδὶ νὰ μπῇ μέσα… Ἐκεῖνο, χωρὶς καθόλου νὰ ταραχτῇ, τὸν κύτταξε μιὰ στιγμὴ ἀδιάφορο, ψυχρό, σὰν νὰ τὸν ἔβλεπε πρώτη φορὰ, ἔπειτα ἐσήκωσε τὰ δυό του χέρια μὲ ἀνοιχτὲς τῆς παλάμες, τὸν ἐμούντζωσε καὶ τὸ βάλ’ εὐθὺς στὰ πόδια… Ὁ ναύτης ἀποσβολώθηκε, τὰ ἔχασε σὰν νὰ ἔλαβε δυνατὸ χτύπημα κατακέφαλα, ἐσυμμαζεύθη, ἐζάρωσε καὶ δὲν τολμοῦσε νὰ σηκώσῃ τὸ κεφάλι του· λὲς ἐφοβότανε νὰ κυττάξῃ γύρω του. Ἄξαφνα, μέσα στὴ φριχτὴ κατάστασι τοῦ ταραγμένου μυαλοῦ του μία ἰδέα μαύρη τοῦ ἐπέρασε, μία ἰδέα σκοτεινή, ἡ ὁποῖα ὅμως — πρᾶμμα παράξενο — τοῦ ἔφερε ἀταραξία…

Καὶ τοῦ ἤρθανε κάτι συλλογισμοὶ ποῦ δὲ μποροῦσε νὰ τοὺς διώξῃ· — χωρὶς νὰ κάμω κακό, χωρὶς νὰ θέλω νὰ βλάψω, νὰ πειράξω κανεί, μὲ κυνηγοῦνε σὰν σκυλὶ ψωριάρικο, εἶπε μὲ πικρία. Οὕλη μου τὴ ζωὴ ἐπέρασα τίμια, χωρὶς ν’ ἀδικήσω καὶ νὰ ποῦ ἐκατάντησα. Ἀπὸ τί; Ἀπὸ κάτι κακὸ ποὺ τόφερε ἡ Τύχη. Δὲ νοίωθω τί εἶν’ αὐτά, μὰ εἶνε πολὺ παράξενα. Οὕλη μοῦ τὴ ζωὴ τίμιος καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ πᾶν ὅλα. Μὲ βλέπουνε πῶς χάνομαι, βυθίζομαι καὶ κανένα χέρι δὲν ἁπλώνει νὰ μὲ πιάσῃ. Προχτὲς ἀκόμα τὸν Πρίσκα τὸν εἴχανε κυκλωμένο πέντ’ ἕξη καὶ χάσκανε στὰ λόγια του καὶ οὕλοι ὅμως ξέρουνε πῶς ἐσύναξε τὰ πλούτη του. Ὁ κόσμος θέλει χρυσάφι γιὰ προσκύνημα. Ἀξίζει νὰ ζῇ κανείς;

Καὶ ἤθελε νὰ διώξῃ ἀπὸ τὸ νούτου ὅλ’ αὐτὰ καὶ τοῦ ἤταν ἀδύνατο…

— Ἐσηκώθηκε καὶ μὲ βῆμα στερεὸ καὶ γρήγορο ἐπῆγε στῆς ἀδερφῆς του. Ἐκείνη ἔτυχε νὰ λείπῃ· ὁ ναύτης ἐξεκρέμασε ἀπὸ τὸν τοῖχο ἕνα τουφέκι τοῦ κυνηγιοῦ γιομάτο — παλαιὸ τουφέκι τοῦ σπιτιοῦ των — ἐξυπολήθηκε γρήγορα, ἐστάθη στὸ κατῶφλι τῆς πόρτας, ἐστήριξε τὸ ὅπλο κατὰ γῆς, ἐπέρασε τὸ μεγάλο δάχτυλο τοῦ δεξιοῦ ποδαριοῦ στὸ σκανδάλι, ἔβαλε τὸ στόμα τῆς κάννας στὸ στόμα του — δυὸ στόματα, τὸ ἕνα κρύο, παγωμένο, τὸ ἄλλο φωτιά — κ’ ἐπυροβόλησε…

Καὶ τώρα ὀμπρὸς στὸ ἄτυχο τὸ θῦμα τοῦ σκληρόκοσμου ἡ κακογλωσσιὰ ἔπαψε· ἄκουες μόνο λόγια, παρατήρησες ἄλλες. — Γιατὶ νὰ σκοτωθῆ; τί τὸν ἔμελλε; δὲν ἔφευγε; «Ὁ κόσμος δὲ σ’ ἀφίνει ἥσυχο σὲ καμμιὰ περίστασι, ἔλεγ’ ἕνας ποῦ ἀγαποῦσε νὰ φιλοσοφῇ· σὲ φορτώνεται χωρὶς νὰ ἐξετάζῃ πολὺ πολὺ σὲ ποιὰ ψυχικὴ κατάστασι νὰ βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος· γιὰ μιὰ στιγμὴ μπορεῖ νὰ αἰσθάνθηκε μέσα του τὸ κενό, τὸ χάος, μπορεῖ νὰ τούλειψε ὁ νοῦς καὶ σὲ στιγμὴ λειποψυχίας, ἔδωκε τὴ βουτιά του στὴν ἀχόρταγη τῆς ἀνυπαρξίας θάλασσα. Ἀφῆστε τὸν ἥσυχο, Χριστιανοί μου!

Στὴν ἔρημη, τὴ φτωχὴ τοῦ κακότυχου ναύτη κηδεία οὔτε παππᾶς, οὔτε ψαλμῳδία καμμιά… μόνο μερικὰ δάκρυα μερικῶν πονόψυχων τὸν ἐσυνώδευσαν καὶ τὴν ὕστερη στιγμὴ ἡ ἀδερφή του — γιὰ τὴ γυναῖκα του δὲ μιλῶ — ἐρράντισε τὸ βασανισμένο κουφάρι του μὲ δάκρυα θερμά.

Ἡ ὑστερνὴ τοῦ ἡλίου ἀχτῖνα ἐφώτισε τὸ ἔρημο, τὸ καταφρονεμένο μνῆμα…


ΚΕΦ. Γ′.
Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ

Λίγο ὕστερ’ ἀπὸ τὸ δρᾶμα, τὸ παιδὶ τοῦ ναύτη ἔγεινε ἄφαντο. Κάποιος τὸ εἶχε πάρῃ στὴν ξενητιά, ὅπου, ὕστερ’ ἀπὸ χρόνια, μιὰ μέρα ἐγύρισε στὸν τόπο του παππᾶς! Μὲ ποιὸ τρόπο καὶ μὲ τί μέσα τὸ ἐκατώρθωσε αὐτό, κανεὶς δὲν ἤξερε· ἡ οὐσία εἷνε πῶς ἤταν παππᾶς καὶ τί παππᾶς; παχύς, ὄμορφος, ὁμιλητικός, ἀστεῖος, ὅλα του ἔδειχναν ἕνα λαμπρὸ ἱερομόναχο· ὡς καὶ καλόφωνος ἤταν. Ἔκαν’ εὐχαρίστησι μὲ τὸ ἐξωτερικό του καὶ ὅλα τὰ σπίτια ἀνοίχτηκαν ’ς τὸν παππᾶ Συνέσιον. Ἡ μάννα του, ἂν καὶ ἀποσυρμένη σὲ γυναικεῖο Μοναστῆρι, εὐθὺς ποῦ ἦρθε ὁ γυιός της, ἐγύρισε στὴ χώρα κ’ ἐκατοίκησε μαζή του. Εἰς τὸν νέο παππᾶ ἐδόθηκ’ εὐθὺς καλὴ ἐνορία, σὲ λίγο καιρὸ ὅμως ἔδειξε σημεῖα στενοχώριας· σὰν νὰ μὴν τοῦ ἤρεσε νὰ εἷνε ἁπλὸς ἐφημέριος καὶ ἄρχησε νὰ ἐνεργῇ νὰ γείνῃ ἡγούμενος στὸ Μοναστῆρι τοῦ τόπου. Ἡ πολλὴ ταραχή, λέγει, δὲν τοῦ ἄρεσε καὶ ἤθελε νὰ ζῇ πιὸ ἥσυχα. Ἡ ἀλήθεια εἶνε πῶς, σὰν ἔξυπνος ποῦ ἤταν, ἐκατάλαβε πῶς στὸ Μοναστῆρι θὰ ζοῦσε πολὺ καλλίτερα παρὰ στὴ χώρα. Κόμμα εἶχε δικό του, τὰ καλλίτερα σπίτια, εἶχε καὶ τὸν Δεσπότη τῆς ἐπαρχίας φίλο του καὶ δὲν δυσκολεύθηκε νὰ ’πιτύχῃ τὸ σκοπό του. Ἔγεινε ἡγούμενος καὶ αὐτὸ τὸν εὐχαρίστησε ὑπερβολικά. Ἐπῆρε τὴ διοίκησι ἀπὸ τὰ τίμια, μὰ ἀδύνατα χέρια τοῦ παππᾶ Νεκτάριου καὶ ἔδειξε πῶς ξέρει νὰ κυβερνᾷ. Καὶ ἄρεσε πολὺ καὶ στὸ προσωπικὸ τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ὅξω. Ἐφρόντιζε νὰ τρῶν καλὰ οἱ καλογέροι, τοὺς καλομιλοῦσε κ’ ἐδεχότανε μὲ τρόπο εὐγενικὸ τὸν ἀπ’ ἔξω κόσμο. Ἡ μάννα του τὸν βοηθοῦσε στὴν ἐσωτερικὴ διοίκησι καὶ ὅλα πήγαιναν καλά. Αὐτὰ στὰς ἀρχάς, τὸν πρῶτο καιρό· μετὰ ἕνα ὅμως χρόνο τὰ πράμματ’ ἄλλαξαν. Ἄλλαξε δηλαδὴ ὁ παππᾶ Συνέσιος τρόπους εἰς ὅλα καὶ ἄρχησε ἡ μουρμούρα, ἡ ὁποία σιγὰ σιγὰ ηὔξανε ἑωσοῦ ἔγεινε ἀληθινὴ βοή, σὰν τὴ βοὴ ποῦ φέρνει μεγάλη θαλασσοταραχή. Τοῦ ῥίχτηκαν ὅλοι τοῦ παππᾶ Συνέσιου, μικροὶ μεγάλοι, καλογέροι καὶ κοσμικοί. Τὸν ἔλεγαν φανερὰ ἥρωα σὲ κάτι σκάνδαλ’ ἀκατονόμαστα.

— Καλὲ εἶδες πράμματα;

— Ὁ ἀλιτήριος, ὁ κακοῦργος!

— Νὰ παππᾶς μιὰ φορά! Νὰ κλειδώνεται… φτοῦ! Θεέ μου σχώρεσέ μου.

— Μὰ πᾶς ἀφίνει τίποτα στὸ κελλάρι;

— Νὰ φύγῃ, νὰ φύγῃ!

Καὶ ἡ ταραχὴ ηὔξανε ὁλοένα. Ὁ παππᾶ Συνέσισς ἐφοβήθηκε κ’ ἐζήτηξε μὲ τρόπο νὰ φέρῃ διόρθωσι, νὰ βουλώσῃ τὰ στόματα μὰ ἤταν ἀδύνατο καὶ μιὰ νυχτιὰ ἐπῇρε τὴ μάννα του κ’ ἔφυγε γιὰ τὸ ἐξωτερικό, δὲν ἤπαυσε ὅμως νὰ ἐνεργῇ ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ τὸ μέσο ἐκεινῶν ποῦ τὸν ἀγαποῦσαν, γιὰ νὰ γυρίσῃ πίσω καὶ ἀληθινά, ὕστερ’ ἀπὸ καιρὸ τὸ ἐκατώρθωσε. Τὰ σκάνδαλα εἴχανε ξεχασθῇ, γιατὶ ὁ κόσμος λησμονεῖ εὔκολα καὶ οἱ ἴδιοι οἱ διῶχτες του τὸν ἐδέχτηκαν πάλι. Ἴσως εἶχαν ἐλπίδα πῶς θὰ ἐδιωρθώθηκε. Μὰ δὲ βαριέσαι, μετὰ καιρό, τὰ ἴδια καὶ πάλι φωνές, ταραχή, καυγάδες, βρωμόλογα καὶ στὸ τέλος διώξιμο νύχτα! Ἡ κωμῳδία ὅμως αὐτὴ ἐφαινότανε νὰ μὴν ἔχῃ τέλος· τὸν ἔδιωχταν καὶ τὸν ἔφερναν· τὸν ἤθελαν καὶ δὲν τὸν ἤθελαν, οἱ διαδόχοι του δὲν εὐχαριστοῦσαν τὸν κόσμο καὶ οἱ φίλοι τοῦ ἐξόριστου ἐνεργοῦσαν καὶ τὸν ξανάφερναν. Καθὼς καὶ τὸν ξανάφεραν καὶ αὐτὴ τὴ φορά, ὕστερ’ ἀπὸ τρία τέσσερα χρόνια. Τώρα ὅμως καὶ ὁ παππᾶ Συνέσιος ἐφαινότανε ν’ ἄλλαξε. Σκάνδαλα δὲν ἄκουες νὰ γίνουνται. Μόνο κάτι ἀστεῖα ἔκανε ποῦ ἔκαναν τοὺς περισσότερους νὰ γελοῦν. Μὰ σοῦ ἔκανε κάτι χώρατα ὁ ἀθεόφοβος! Καὶ ἀπ’ ὅλους περισσότερο ἐπείραζε τὸν παππᾶ Κύριλλο· τὸν εὕρισκε, πολὺ ἥμερο, πολὺ παλαβὸ καὶ τοῦ ἔκανε ὅ,τ’ ἤθελε καταιβῆ εἰς τὴν πρόστυχη φαντασία του. Ἀφοῦ μιὰ φορὰ στὴν ἐκκλησιά, στὴν πιὸ ἱερὴ στιγμὴ ποῦ βγαίνουν τὰ ἅγια, εἶχε σκαλώσῃ, μὲ μιὰ καρφίτζα, τὸ φελόνι του ἀπὸ πίσω καὶ ὁ καϋμένος ὁ παππᾶ Κύριλλος, ἀνίδεος, εὐγῆκε στὴ μέση τοῦ ναοῦ μὲ τὸ φελόνι ἀνασηκωμένο καὶ ὁ παππᾶ Συνέσιος ἐστεκότανε στὴ Θύρα καὶ τὸν ἐκαμάρωνε, γνέφοντας δεξιᾷ καὶ ἀριστερὰ γιὰ νὰ τὸν δοῦνε! Ἢ ἄξαφνα, στὸ δρόμο, ἐκεῖ ποῦ μιλοῦσε μὲ εὐγένεια μπροστά σου, μὲ κανένα ξένο, ὅταν ὁ ξένος αὐτὸς ἐγύριζε νὰ φύγῃ, τὸν ἐμούντζωνε καὶ μὲ τὰ δυό του χέρια! Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως ἤταν πιὸ φρόνιμος καὶ οἱ καλογέροι δὲν ἐγογγύζανε φανερά. Μόνο ἕνας καλόγερος, ὁ ἀδελφὸς Ἄνθιμος δὲν ὑπόφερε ὄχι νά τονε βλέπῃ, οὔτε νὰ τὸν ἀκούῃ πλιό.

Ἑξηντάρης, μικρόσωμος, λιγνός, λίγο σκυφτός, μὲ τὰ μάτια πάντα πονεμένα ὁ ἀδελφὸς Ἄνθιμος ἤτανε τύπος τίμιου, ἴσιου ἀνθρώπου. Τὸ μῖσος καὶ τὴν περιφρόνησί του στὸν παππᾶ Συνέσιο τὴν ἔδειχνε φανερά, γιατὶ μόλις ἄκουε πῶς ἔρχεται, ἐσύναζε τὰ ροῦχα του κ’ ἔφευγε γρήγορα γρήγορα γι’ ἄλλο Μοναστῆρι, σὲ ξένο τόπο· δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀντικρύσῃ· πόσα δὲν εἶχε κάμῃ ὁ παππᾶ Συνέσιος νά τονε δελεάσῃ, νὰ τὸν γυρίσῃ στὸ μέρος του. Γλυκόλογα, δῶρα, ξεχωριστὲς περιποίησες δὲν ἔκαναν τίποτα. Ὁ Ἄνθιμος ἤταν ἄνθρωπος μὲ θέληση, μὲ χαρακτῆρα, καὶ σὰν εἶχε μιὰ ἰδέα σταθερή, δὲν τοῦ ἐγύριζε κανεὶς τὸ κεφάλι. Στὸ γούμενο δὲν εἶχε καμμιὰ ὑπόληψι· ἐτελείωσε. Ἤξερε αὐτὸς τί ἔκρυβε μέσα του ὁ πονηρόπαππας, ἀδιάφορο πῶς ἤταν γλυκὸς καὶ ζαχαρένιος. Τὴ διπροσωπία ὁ καλόγερος δὲν τὴν ὑπόφερε σὰν τοὺς ἄλλους καὶ καλλίτερα νὰ λείπῃ, παρὰ νὰ κάθεται νὰ βλέπῃ ἀδιάφορος τὰ ντροπιασμένα του καμώματα. Ψωμὶ μαῦρο καὶ ὄσπρια νερόβραστα βρίσκει καὶ ἀλλοῦ καὶ τὸν Ἄνθιμο παντοῦ τὸν παρακαλοῦνε, γιατὶ ξέρει καὶ τέχνη, εἷνε παπουτζῆς, δέν εἶνε κηφήνας νὰ κάθεται ἀργός· εἶναι ἄνθρωπος χρήσιμος. Δὲν τοῦ χρειάζουνται καὶ πολλὰ νὰ ζήσῃ καὶ ἡ ὑπόσχεσες τοῦ ’γουμένου δέν τονε δελεάζουν, ὁ θεομπαίχτης αὐτὸς ἃς τρώγῃ κι’ ἃς παχαίνῃ μονάχος του. Βέβαια, ὁ Θεὸς δὲ θέλει νὰ μισοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, μὰ πάλι πῶς νὰ κάθεται νὰ βλέπῃ τὰ καμώματα τοῦ ἄθεου; δὲν θὰ ἤταν σὰν νὰ ἐσυμφωνοῦσε μαζῆ του;

Ὁ Ἄνθιμος εἶχε γείνῃ καλόγερος γιὰ νὰ ἡσυχάσῃ, γιὰ ν’ ἀποφύγῃ κάθε πειρασμὸ τοῦ κόσμου καὶ τώρα νὰ βλέπῃ ἀσχημίες στὸ Κοινόβιο μέσα καὶ ἀπὸ ποιόν; ἀπὸ τὸν πρῶτο, ἀπὸ τὴν κεφαλή! Δὲ θὰ τὸ ὑποφέρῃ αὐτὸ ἄνθρωπος ποῦ ἐπέταξε τ’ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, γιὰ τὴ θεϊκὴ γαλήνη, τὴν ἡσυχία τοῦ ἀκύμαντου λιμανιοῦ.

Καὶ ἀλήθεια εἶχε τὴ μικρή του ἱστορία ὁ Ἄνθιμος. Στὸν κόσμον τὸν ἔλεγαν Ἀντώνη. Ἦταν ἀπὸ μικρὸς πεντάρφανος, καλὸ ὅμως παιδὶ καὶ φιλόπονο, ἐπῆγε κοντὰ σ’ ἕνα παπουτζῆ καὶ τόσο καλὰ ἐφέρθηκε, ὁποῦ σὲ λίγα χρόνια ἔγεινε λαμπρὸς μάστορης. Τ’ ἀφεντικὸ του τὸν ἀγάπησε πολὺ καὶ γιὰ τὴ δουλειὰ καὶ γιὰ τὸ χαραχτῆρα του τὸν τίμιο. Ἤταν πολὺ συμπαθητικὸ παλληκάρι, τόσο, ποῦ καὶ ἡ μοναχοκόρη τοῦ μάστορη, μιὰ πολὺ ὄμορφη κοπέλλα τὸν ἐσυμπάθησε πολὺ, τοὐλάχιστο ἔδιχνε πῶς τὸν συμπαθοῦσε. Αὐτὸ πολὺ ἐσυγκίνησε τὸν Ἀντώνη καὶ καθὼς ἤταν εὐαίσθητος, μιὰ μέρα ποῦ τὴν ηὗρε μονάχη, τῆς εἶπε πῶς τὴν ἀγαπᾶ τόσο, ποῦ δὲ ξέρει, ἂν γίνεται ἀγάπη μεγαλείτερη. Ἡ κοπέλλα τοῦ ἀποκρίθηκε μὲ τὸ ἴδιο αἴσθημα καὶ ὁ καϋμένος ὁ Ἀντώνης εὑρέθηκε μιὰ στιγμὴ στοὺς οὐρανούς. Καὶ ὅσο ἐπερνοῦσαν ἡ μέρες, ἐμεγάλωνε ἡ ἀγάπη… Μὰ πῶς νὰ κάμῃ; Νὰ μιλήσῃ τοῦ μαστόρου του ὁ ἴδιος, ἢ νὰ βάλῃ κανέναν ἄλλονε; Εἶχε αὐτὰ στὸ νοῦ του, ὅταν τ’ ἀφεντικό του τὸν ἔστειλε ν’ ἀγοράσῃ πετζιὰ καὶ ἄλλα χρήσιμα τοῦ μαγαζιοῦ. Ἔμεινε ὁ Ἀντώνης στὴν ξενιτειὰ ἕνα μῆνα καὶ σὰν ἐγύρισε, εὐρῆκε τὸ λατρευτή του πανδρεμμένη… Εἶχε στεφανωθῇ, μιὰ βδομάδα πρίν, ἕνα θαλασσινό. Δὲν εἶπε τίποτα ὁ φτωχὸς σὲ κανένα. Σὲ μιὰ βραδειὰ ἔχυσε ὅλα του τὰ δάκρυα… Ἐκείνη δὲ θέλησε νὰ τὴν δῆ, μόνο ἔγεινε πολὺ μελαγχολικὸς καὶ ἀκοινώνητος… Ἄξαφνα μιὰ πρωϊνὴ ἀποχαιρέτισε τὸ μάστορή του κ’ ἐπῆγε στὸ μοναστῆρι. Τὴν ἁπλῆ αὐτὴ ἱστορία λίγοι τὴν ἤξευραν.

Ὁ ἀδελφὸς Ἄνθιμος ἐσχετίσθηκε εὐθὺς μὲ τὸν παππᾶ Συνέσιο. Εἶχαν μακρυνὴ συγγένεια καὶ ἐπειδὴ ὁ ἁπλός, ὁ ἀπονήρεφτος Ἄνθιμος δὲν τὸν ἐγνώριζε, ἐφιλιώθηκε μαζί του. Αὐτὸ στὴν ἀρχή, ὅπου ὁ παππᾶ Συνέσιος φοροῦσε προσωπίδα καὶ δὲν ἐφαινότανε ποιὸς εἷνε στ’ ἀλήθεια, ὁποῦ ἐμποροῦσε νὰ γελάσῃ ἑκατὸ σὰν τὸν Ἄνθιμο, τὸν ἁπλὸ καὶ ἀπονήρεφτο. Σὲ λίγο καιρό, κάποιος κάτι εἶδε καὶ κάτι εἶπε σιγὰ σιγά, σκεπαστὰ ἀκόμα, ὅπου ὁ Ἄνθιμος εἴδησι δὲν εἶχε. Ἤταν καὶ ἄνθρωπος ποῦ ἤθελε νὰ ἰδῇ μόνος του, νὰ ψηλαφήσῃ. Ἀπάνω σ’ αὐτὸ ἤταν ἄπιστος Θωμᾶς· εὔκολα δὲν πίστευε. Ἅμα ὅμως ἐψηλαφοῦσε καὶ ἐγνώριζε καὶ ἐννοοῦσε ὁ ἴδιος, ἐτελείωσε· ἐσχημάτιζε τὴν ἰδέα του, ἡ ὁποία ἀποκρυσταλλώνετο, ἔμενε ἀσάλευτη μέσα του γιὰ πάντα. Ὁ πονηρόπαπας εἶχε καταλάβῃ τὸν χαραχτῆρα τοῦ καλογέρου καὶ τὸν παρατηροῦσε καὶ τὸν ἐπρόσεχε πολὺ στὴν ἀρχή, ἔπειτα κάπως ἄρχησε ν’ ἀνοίγεται ἀπὸ λιγάκι κοντά του, γιὰ νὰ ἰδῇ πῶς θὰ τοῦ ἐφαινότανε ὁ τρόπος του. Ὁ Ἄνθιμος ὅμως δὲν ἔπαιρνε εἴδησι ἀπὸ βελόνας κεντήματα· ἤθελε χτύπημα δυνατὸ γιὰ νὰ ξυπνήσῃ. Καὶ τὸ χτύπημα δὲν ἄργησε νὰ τοῦ δοθῇ.


Πρὶν ὅμως προχωρήσωμεν, θέλω νὰ πῶ ἀκόμα μερικὰ γιὰ τὸν καλόγερο πρὸς συμπλήρωμα τοῦ χαρακτῆρος του. Θὰ εἵταν ἄδικο νὰ λείψουν αὐτὰ ἀπὸ τὴν ὅλην εἰκόνα, γιατὶ ζωγραφίζουνε ἀκόμα καλλίτερα, ἀκόμα πληρέστερα καὶ τοὺς δυό· καὶ τὸν πονηρὸ Συνέσιο καὶ τὸν ἀγαθὸν Ἄνθιμο.

Στὸ ἰσχνὸ καὶ ὀλίγο κυρτωμένο σαρκίον τοῦ καλόγερου, ἤταν μία μεγάλη ψυχὴ καὶ μία διαμαντένια, ἀκλόνητη θέλησι. Ὁ ἥμερος Ἄνθιμος, ὁποῦ μποροῦσε νὰ συγκινηθῇ καὶ νὰ κλάψῃ καὶ εἰς τὸ πλιὸ μικρὸ δυστύχημα, εἰς τὸ θάνατο πουλιοῦ, ἢ εἰς τὴν ἀρρώστεια κανενὸς ἀρνιοῦ, δὲν ἐσυγχωροῦσε τὸ παραμικρὸ παράπτωμα, ὅταν ἐγινότανε γιὰ νὰ βλάψῃ, καὶ ἃς ἤταν ὁ πιὸ δυνατός, ὁ πιὸ ἐπίσημος, ὁ πιὸ μεγάλος ἐκεῖνος ποῦ τὸ ἔκανε· ἠμποροῦσε νὰ τοῦ εἰπῇ, νὰ τοῦ τὸ ῥίξῃ κατὰ πρόσωπον, χωρὶς νὰ φοβηθῆ καθόλου. Κ’ ἔβλεπες τότε τὸν ἥμερο, τὸν ἄκακο Ἄνθιμο, νὰ μεταμορφώνεται καὶ νὰ κεραυνοβολᾷ τὸν πταίστη, ὅποιος καὶ νὰ ἦταν αὐτός. Γράμματα ἤξερε λίγα, μὰ εἶχε κρίσι ὀρθὴ καὶ μὲ τὴ βοήθειά της ἐσκεπτότανε καλλίτερα ἀπὸ πολλοὺς διαβασμένους· ἔπειτα εἶχε τὴν ἀρετή, ποῦ εἶνε μεγάλη δύναμις καὶ ὁποῦ τὸν ὡδηγοῦσε.

Ὅσο μποροῦσε, βοηθοῦσε τοὺς χωργιανοὺς μὲ τὰς συμβουλάς του· καὶ ἤτανε τότε γλυκός, πρᾷος, γιατὶ ἤξερε πῶς μὲ τὴν ὑπομονὴ μόνον θὰ ὠφελοῦσε. Τὸ κελλί του τὸ εἶχε καθαρό, ὅσο μποροῦσε. Εἶχε τὸ μπάγκο του καὶ τὰ σύνεργα τῆς δουλιᾶς του, σουβλιὰ καὶ καλαπόδια καὶ ὅταν εἶχε δουλιά, ἔφτιανε καινούργια, ἢ ἐμπάλωνε παλιὰ παπούτζια καὶ σὰν δὲν εἶχε δουλιά, ἐδιάβαζε. Ὦ! ἀγαποῦσε πολὺ νὰ διαβάζῃ κ’ ἔλεγε πῶς ἡ καλὴ ἀνάγνωσι ἀνοίγει τῆς ψυχῆς τὰ μάτια. Ἀλήθια εἶχε μόνον ἐκκλησιαστικὰ βιβλία. (κάτι τραγουδάκια κοσμικὰ ποῦ εἶχε ὅταν ἤταν νέος, τὰ εἶχε χαρίσει πρὸ πολλοῦ εἰς κάποιον) καὶ τὰ ἐδιάβαζε μ’ εὐχαρίστησι, ἐκεῖνο ὅμως τὸ βιβλίο, ὁποῦ τοῦ ἄρεσε ὑπερβολικά, ἤταν ὁ Μηνιάτης, τὸ βιβλίο δηλαδὴ τοῦ μεγάλου ἐκείνου ἐκκλησιαστικοῦ ῥήτορα, ὁποῦ ὀλίγοι, πολλὰ ὀλίγοι τοῦ μοιάζουν στὸ χαριτωμένο λόγο καὶ στὴ θεία ἔμπνευσι. Μάλιστα ἕνα γνωμικό του, μία μεγάλη ἀλήθεια τὴν εἶχε γραμμένη σ’ ἕνα χαρτὶ καὶ κολλημένη στὸν τοῖχο τοῦ κελλιοῦ του καὶ αὐτὴν ἀνάφερε συχνὰ στοὺς χωρικούς, τοὺς καλούς, τοὺς πιὸ ἔξυπνους καὶ ποῦ ἤθελαν νὰ τὸν ἀκοῦνε. Λέγει ὁ Μηνιάτης κάπου.

«Ὁ Θεός, ὡς παντοδύναμος, ὅ,τι θέλει κάμνει, καὶ δὲν εἶνε καμμία δύναμις νὰ τὸν ἐμποδίσῃ. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἐλεύθερος, ὅ,τι δὲν θέλει, δὲν κάμνει, καὶ δὲν εἶνε καμμία δύναμις νὰ τὸν ἐμποδίσῃ».

Πολὺ τὸν ἐσυγκινοῦσαν τὰ λόγια αὐτὰ τὸν καλόγερο, γιατί, ἂν καὶ αἰσθανότανε πῶς ἡ ἀνάγκη, ἡ μεγάλη αὐτὴ δύναμις, ὑποχρεώνει τὸν ἄνθρωπο νὰ κάμνῃ καμμιὰ φορὰ καὶ ὅ,τι δὲν θέλει, ἤξευρε ὅμως πῶς ὁ ἐνάρετος καὶ δυνατὸς ἀποφεύγει τὰ περισσότερα ἄτοπα, σὰν θέλῃ μὲ τὰ σωστά του. Καὶ πολλοὺς χωριανοὺς ἐκατώρθωσε, μὲ τὸ γνωμικὸ αὐτὸ καὶ μὲ ὀρμήνιες ἄλλες νὰ βάλῃ στὸν ἴσιο δρόμο· ποιὸν ἀπὸ τὸ κρασὶ καὶ ποιὸν ἀπὸ ἄλλα χειρότερα· καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ τὸν καλόγερο ὅσο ἐπεριφρονοῦσαν τὸν Συνέσιο, ὁποῦ ἀπὸ τὰ λίγα ποῦ ἔβλεπαν ἐμαντεύανε πολὺ περισσότερα.

Καὶ ὁ Ἄνθιμος τὸν ἐμάντευεν καὶ τὸν ὑπωπτευότανε τὸν παππᾶ Συνέσιο, ἤταν ὅμως μὲ κρίσι ἄνθρωπος καὶ χωρὶς μεγάλα καὶ ψηλαφητὰ πειστήρια, δὲν ἤθελε νὰ ξεσκίσῃ τὸ πρᾶμμα. Ἤθελε νὰ μεταχειριστῇ ὅλα τὰ μέσα, νὰ μάθῃ πρῶτα καλὰ κ’ ἔπειτα νὰ διῇ τὶ ἔχει νὰ κάμῃ. Εἶχε καὶ μίαν ἐλπίδα πῶς ἴσως δὲν εἷνε καθὼς τόνε λένε· γιατὶ νὰ βιαστῇ· ἂν τόνε πιάσῃ καὶ τὸν καταλάβῃ ἀδιόρθωτο, τὸν μουντζώνει καὶ φεύγει. Δὲν ἦταν ἄνθρωπος νὰ ὑποφέρῃ μοῦτρα ἀπαίσια. Μήπως δὲν ἔκαμε τὰ ἴδια τοῦ Δεσπότη; Μιὰ φορά, ὁποῦ ἡ ἁγιωσύνῃ του ἦρθε στὸ Μοναστῆρι καὶ ἤθελε νὰ μάθῃ ἂν ἔχουνε οἱ ἀδελφοὶ παράπονα, ἐνῷ οἱ λοιποὶ γέροι, ταπεινοὶ καὶ ζαρωμένοι, δὲν τολμοῦσαν νὰ σηκώσουν κεφάλι, ὁ Ἄνθιμος ἐστάθηκε μπρός του καὶ μὲ ἕνα θάῤῥος ἔκτακτο καὶ μὲ μιὰ ῥητορικὴ καὶ μιάν εὐγλωττία ὁποῦ τὴν χαρίζει μόνον ἡ ἀγάπη στὴν ἀλήθεια, τοῦ ἐξετύλυξε ὅ,τι ἄσκημο ὅ,τι ῥυπωμένο καὶ κηλιδωμένο ἔμενε κρυφὸ ἀπὸ ἐκείνους ποῦ ἔχουνε συμφέρο νὰ τὸ σκεπάζουνε. Ἐθαύμασε ὁ Δεσπότης μὲ τὴν τόλμη τοῦ καλόγερου· τοῦ μίλησε μὲ ἀγάπη καὶ εὐγένεια καὶ τοῦ εἶπε πῶς γρήγορα θὰ φέρῃ σὲ ὅλα διόρθωσι. Πέρασαν δύο χρόνια ἀπὸ τὴ σκηνὴ αὐτή, χωρίς νὰ γείνῃ τὸ παραμικρὸ καλὸ καὶ σὰν ἐξαναγύρισε ὁ Δεσπότης ὁ Ἄνθιμος δὲν ἐπῆγε νὰ τὸν δῇ γιατὶ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ βασταχτῇ μπροστά του μὲ ἀπάθεια.

Μαζῆ μὲ τ’ ἄλλα ποῦ εἶχε ὁ παππᾶ Συνέσιος, στὴς ἐκλογὲς ἔκανε τὸν ψηφοθήρα.

Ἕνα πρωῒ ὁ Ἄνθιμος, μετὰ τὴ λειτουργιά, ἐπῆγε στὸ κελλί του κ’ ἐκάθισε στὸ μπάγκο του, νὰ μπαλώσῃ κάτι παπούτζια τοῦ φίλου καὶ ἀγαπημένου του, τοῦ Σταυράκη τοῦ περιβολάρη.

Εἶχε κάμῃ ὁ Σταυράκης στρατιώτης πολλὰ χρόνια, ὕστερα πῆγε στὸ Μοναστήρι κ’ ἔγεινε κηπουρός. Ἐργατικὸς πολὺ καὶ τιμιώτατος, ἀγάπησε πολὺ τὸν Ἄνθιμο καὶ ὁ Ἄνθιμος τὸν ἀγάπησε· μὰ ὁ παππᾶ Συνέσιος δὲν τὸν ἀγαποῦσε καὶ κάθε λίγο τὸν ἐβασάνιζε καὶ τὸν ἀδικοῦσε, μὲ χίλια δύο. Τὰ ὑπόμενε ὁ καϋμένος ὁ Σταυράκης καὶ μόνον ἦλεγε πότε πότε τὰ παράπονά του στὸν Ἄνθιμο.

Ἐκεῖνο τὸ πρωὶ ὁ Σταυράκης ἐπῆγε κ’ εὑρῆκε τὸν καλόγερο. Ὁ Ἄνθιμος ἤταν σκυμμένος στὸ μπάγκο του, ἐνῷ κοντά του ὁ ἀγαπημένος του γάτος, ἡ μόνη του συντροφιά, συμμαζωμένος, ἐρουθούνιζε.

— Καλημέρα, πάτερ Ἄνθιμε.

— Καλὸ στὸ Σταυράκη· κάθησε.

— Θὰ φύω γλήγορα, εἶπεν ὁ Σταυράκης, γιατὶ ἔχω πότισμα· μόνον ἤρθα κάτι νὰ σοῦ πῶ γιὰ τὸ μαστρογούμενο!

— Τὶ εἶνε πάλι;

— Μ’ ἔχει νὰ μὲ χαλάσῃ, μπρὲ παιδί, γιὰ τὸν ψήφο μου.

— Πῶς μαθές; ἀρώτηξεν ὁ καλόγηρος.

— Καὶ καλὰ νὰ ψηφίσω τὸ κόμμα τοῦ καπτὰ Κοσμᾶ.

— Καὶ ἡ γνώμη σου ἐσένα πιὰ εἶνε;

— Ἐγὼ ψηφίζω τὸν καπτὰ Φιλιππῆ πάντα, γιατὶ μούχει καλὸ καμωμένο.

— Νὰ μείνῃς μὲ τὴ γνώμη σου Σταυράκη, σοῦ λέω γώ.

— Ναί, πάτερ Ἄνθιμε, μὰ ὁ ’γούμενος μούπενε θυμωμένα, πῶς ἂν δὲν ψηφίσω τὸν καπτὰ Κοσμᾶ, θὰ μὲ βγάλῃ ἀπ’ τὸν κῆπο.

Ὁ Ἄνθιμος δὲν ἀπεκρίθην’ εὐτύς.

— Καὶ ἦρθα εἶπεν ὁ Σταυράκης, νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ τοῦ μιλήσῃς.

Καὶ ἐθύμωσε κ’ ἐλυπήθηκε ὁ Ἄνθιμος γιὰ τὴν νέα ἀτιμία καὶ γιὰ τὴν ἀπονιὰ τοῦ Συνέσιου.

— Θὰ τοῦ μιλήσω, Σταυράκη, τοῦ εἶπε, μὰ ὅ,τι κι’ ἂν ἀποφασίσῃ, ἐσὺ δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀκούσῃς· νὰ κάμῃς ὅ,τι σοῦ λὲ ἡ συνείδησί σου. Κ’ ἐγὼ νὰ σοῦ πῶ ἐβαρέθηκα νὰ τὸν βλέπω.

Ὁ Σταυράκης ἔφυγε καὶ ὁ Ἄνθιμος ἐπῆγε καὶ ὡμίλησε τοῦ Συνέσιου.

— Γιατί, ’γούμενε, βιάζεις τὸν Σταυράκη νὰ μὴν ψηφίσῃ ἐκεῖνον ποῦ θέλει;

— Γιατὶ εἶν’ ἀνόητος καὶ πρέπει νὰ ἀκούῃ ἐμένα.

— Ἔχει τὴ συνείδησί του καὶ θ’ ἀκούῃ ὅ,τι τοῦ λέει.

— Ἐγώ τονε ταΐζω, δέν τονε ταΐζ’ ἡ συνείδησί του, εἶπεν ὁ Συνέσιος.

— Ὄχι, γούμενε, εἶπεν ὁ Ἄνθιμος· τόνε ταΐζει ὁ κόπος του καὶ τὰ χέρια του.

Ἦταν πολὺ αὐστηρὸ τὸ πρόσωπο τοῦ καλόγερου· ὁ Συνέσιος τὸ παρετήρησε.

— Καλά, Ἄνθιμε, τοῦ εἶπε πιὸ μαλακά, θὰ σκεφτῶ καὶ θὰ κάμω.

— Ὕστερα δὲν εἶνε δική μας δουλιὰ νά κάνωμε ψῆφοι· εἶπεν ὁ Ἄνθιμος κ’ ἔφυγε.

Μετὰ λίγες μέρες ὁ Ἄνθιμος ἔλαβε καὶ ἄλλη χτυπιά, τὴν ὑστερνή.


Μιὰ βραδειά, τὸ Μαριὼ ἡ Μυλωνοῦ εἶχε τηγανίτες γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἀγοριοῦ της καὶ εἶχε προσκαλεσμένο τὸ ’γούμενο καὶ τὸν Ἄνθιμο. Ὁ καλόγερος δὲν εἶχε πολλὴ ὄρεξι, ἐπῆγε ὅμως γιὰ νὰ μὴν κακοφανῇ τῆς γυναίκας.

Καλεσμένοι πολλοί, χωριανοί, χωριανές, γέροι, νέοι καὶ παιδιά, ἔκαμαν ἕνα γλέντι τρικούβερτο. Τηγανίτες σωρὸς σὲ βρενιγάδια μέσα καὶ σὲ σκουτέλες, ἐκοκκινοβολοῦσαν κ’ ἐτραβοῦσαν τὴν ὄρεξι τόσο, ποῦ σὲ λιγάκι σχεδὸν ἄδειασαν ἡ σκουτέλες καὶ τὰ τσανάκια. Τὸ ρετσινᾶτο καὶ αὐτὸ ἔτρεχε ρέμμα καὶ ἡ πολλὴ φλυαρία καὶ τὰ τραγουδάκια ἔδειχναν, μετὰ κἄμποση ὥρα, πῶς οἱ χωρικοί, ἄντρες καὶ γυναῖκες ἐτίμησαν καλὰ τὸ συμπόσιο τῆς κερὰ Μαριώς. Ὁ ’γούμενος ἔτρωγε κ’ ἔπινε εἰς τὴν πρώτη γραμμὴ κ’ ἐπαρακινοῦσε νὰ τρώγῃ καὶ τὸν Ἄνθιμο ὁποῦ ἤταν ἄτολμος καὶ δειλὸς σ’ αὐτὰ τὰ πράγματα. — Τρῶγε, παλαβέ, τοῦ ἔλεγε κάθε λίγο καὶ τὸν ἔκανε νὰ κοκκινίζῃ μὲ τὸ ὕφος του, ὁποῦ κάθε στιγμὴ ἐγινότανε πιὸ ἀδιάντροπο. Εἶχε κορώσῃ πιὸ τὸ ζεῦκι, ὅταν ἄξαφνα ὁ παππᾶ Συνέσιος σηκώνεται, ἁρπάζει ἀπὸ τὸ χέρι τὸν Ἄνθιμο, τὸν τραβᾶ κατόπι του καὶ παγαίνει καὶ καθίζει δίπλα σὲ μιὰ χωριανή, νέα χήρα, δροσερὴ καὶ ἀφράτη· τὸν καλόγερο τὸν κάθισε δίπλα του· αὐτὸς ἤταν στενοχωρεμένος, μὰ δὲν ἤθελε νὰ τὸ δείξῃ. Ὁ ’γούμενος ἄρχησε τὴν ὁμιλία μὲ τὴ χήρα καὶ στὸν ἴδιο καιρὸ ἐκερνοῦσε καὶ αὐτὴν καὶ τὸν Ἄνθιμο χωρὶς νά λησμονᾷ τὸν ἑαυτό του. Οἱ χωριανοὶ ἐτρωγόπιναν ἀνάμεσό τοις κ’ ἐτραγουδοῦσαν χωρὶς νὰ δίνουν προσοχὴ στὸ ’γούμενο μὲ τὴν παρέα του. Ὁ παππᾶ Συνέσιος ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα ἐγινότανε πιὸ εὔθυμος καὶ μιὰ φορὰ ὁποῦ ὁ Ἄνθιμος δὲν τὸν ἄκουσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ πιῇ, ὁ ’γούμενος τοῦ λέγει — Πιὲ παλαβέ, πιέ, ἀνόητο πρᾶμμα· καὶ στὸν ἴδιο καιρὸ τοῦ δίνει μία τσιμπιὰ ἀπὸ πίσω ὁποῦ ὁ καλόγερος ἐτινάχτηκε ἀπὸ τὸν πόνο καὶ πρὶν καλοέλθῃ στὸν ἑαυτό του, ἄλλη τσιμπιὰ ὁ γούμενος τῆς χήρας, ἡ ὁποῖα ἐπετάχθη μὲ γέλοια ἐνῷ ἐπροσπαθοῦσε νὰ μὴν τοὺς καταλάβῃ κανείς. Ὁ Καλόγερος τὰ ἔχασε — «Μεθυσμένος εἷνε,» ἐμουρμούρισε. Κ’ ἐγύρευε εὐκαιρία νὰ τραβηχτῆ σιγὰ σιγά, χωρὶς νὰ τονε καταλάβουνε. Σὲ λιγάκι ὁ ’γούμενος ἄρχησε κουβέντα τρυφερὴ μὲ τὴν γειτόνισσά του καὶ ἀρκετὰ δυνατὰ γιὰ ν’ ἀκούσῃ ὁ Ἄνθιμος· εἶχε πολὺ ζεσταθῇ φαίνεται, εἶχε πάρῃ πολὺ θάῤῥος καὶ δὲν τὸν ἔμελε. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ καλόγερος ἀγρίεψε. Εἶδε μὲ τὰ μάτια του, ἤκουσε μὲ τ’ αὐτιά του, ἐψηλάφησε, σὰν τὸ Θωμᾶ «ἔβαλε τὸν δάκτυλον εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων». Τίποτε ἄλλο δὲν τοῦ ἐχρειαζότανε γιὰ νὰ σχηματίσῃ γνώμη· ὁ ψευτόπαππας τοῦ ἐφανερώθηκε τώρα γυμνός, μὲ ὅλες τὴς ἀσχημίες του. Στὸ μεθύσι του μέσα, τοῦ ἔδειξε τώρα ὁλοφάνερα, χωρὶς στενοχώρια, ὅλες τῆς ψυχῆς του τὴς ἀηδέστατες κηλίδες. Κάτω ἡ προσωπίδα τώρα· ὁλοφάνερος, ὁλόγυμνος ὁ παππᾶ Συνέσιος.

Καὶ ὁ καλόγερος, ὁ ἁπλός, ὁ ἄδολος, ὁ ἀπονήρεφτος ἐθύμωσε τώρα· ἐθύμωσε στὰ γερά, ἐκοκκίνησε, ὁ ἀθῶος αὐτός, γιὰ τοῦ χαμένου ἀνθρώπου, γιὰ τοῦ ἀνίερου παππᾶ τὴ διαγωγή! Ἐτραβήχτηκε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴν συντροφιὰ καὶ μέσα στῆς νύχτας τὸ σκοτάδι ἔγεινε ἄφαντος.

Τὸ πρωῒ ὁ καλόγερος δὲν ἤτανε στὸ Μοναστῆρι· ἐπῆρε τὸ φτωχικό του δέμα κ’ ἔφυγε· ἔφυγε γρήγορα, γρήγορα, νὰ μὴν τὸν ἰδοῦν, σὰν νὰ τὸν ἔδιωχταν! Δὲν ἤθελε ν’ ἀντικρύσῃ πλιὸ τὸ μασκαρένιο πρόσωπο τοῦ ὑποκριτή. Ἔλειψε κάμποσο καιρὸ κ’ ἐφανερώθηκε μόνο, ὅταν ἔδιωξαν τὸν παππᾶ Συνέσιο, γιὰ νὰ ξαναφύγῃ, σὰν ἐγύρισε πάλι ὁ ψευτόπαππας, σταλμένος ἀπὸ τὸν Δεσπότη. Τὸ παιχνίδι αὐτὸ ἔγεινε δυὸ τρεῖς φορές· ἤρχετο ὁ ἕνας, ἔφευγε ὁ ἄλλος. Ἔκαμε κάθε τρόπο ὁ ’γούμενος νὰ τὸν ξαναφέρῃ στὰ νερά του, εἶχε ὅμως νὰ κάμῃ μὲ χαραχτῆρα διαμαντένιο, ἀλύγιστο καὶ ἡ πονηριές του σὰν νερό, ἔσπαναν κ’ ἐσκορπιόνταν ἀνίσχυρες ἀπάνω στὸν ἀκλόνητο βράχο τῆς ἀρετῆς τοῦ καλόγερου.

Καὶ τώρα ὁ καλόγερος δὲ βρίσκεται στὸ Μοναστῆρι καὶ ὅλοι θυμοῦνται τὸν χαραχτῆρα καὶ τὰ λόγια του, χωρὶς κανένας νὰ ἔχῃ τὸ θάρρος νά τονε μιμηθῇ. Ὅλοι θυμοῦνται τὴν ἀρετὴ τοῦ καλόγερου, ποῦ δὲν ὑπόφερε τὴ παραμικρὴ διπροσωπία.

Τώρα ἑτοιμάζεται νέο δρᾶμα ἀπὸ τὸν παππᾶ Συνέσιο! Θέλει νὰ χαλάσῃ καμωμένο ἀρρεβῶνα καὶ νὰ παντρέψῃ τὴν κουμπάρα του. Ἐβάλθηκε μὲ τὰ ὅλα του, καὶ βοηθοί του εἶνε ὁ παππᾶ Κρητικὸς καὶ ὁ Γιάννης ὁ Σερέτης, δυὸ ἄξια ὑποκείμενα.

Καὶ ὁ πατέρας ὅμως τῆς ἀρρεβωνιασμένης κοπέλλας εἶνε ἄνθρωπος μὲ χαραχτῆρα, μὲ δύναμι, μὲ θέλησι· ἔχει φίλο καὶ τὸν Δήμαρχο καὶ εἶνε ἄγνωστο τί θαγενῇ.


ΚΕΦ. Δʹ.
ΤΑ ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΙΑ

Δύο μεγαλόσωμα, μελιτόχρωμα, ὠμορφοκαμωμένα βώδια, ἤταν ζεμμένα στὸ ἀλέτρι τοῦ γέρω Μήτρου. Βροχοῦλα ψιλὴ εἶχε πέσῃ τὴ νύχτα καὶ ὁ γέρος ἀποφάσισε νὰ ὀργώσῃ. Μικρόσωμος, κυρτωμένος λίγο, μὰ στιβαρὸς σὰ στομωμένο σίδερο, μὲ ἀνοιχτὰ τὰ δασύτριχα, πλατειά του στήθια, ἀκουμποῦσε στὸ ἀλέτρι ἀπάνω τὸ ζερβό του τὸ χέρι γιὰ νὰ διευθύνῃ τὸ ὑννὶ καὶ μὲ τὸ δεξὶ κρατῶντας τὴ βουκέντρα, ἐκεντοῦσε τὰ ζᾶ τὰ πολυδύναμα, ὁποῦ ὑπομονετικὰ καὶ ὑπάκοα, ἐτέντωναν τὸν σκληρόσαρκο, πλατύτατο λαιμό τους κ’ ἐπροχωροῦσαν μὲ τὸ βαρύ τους πάτημα. Τὸ σίδερο ἔσκιζε μὲ κόπο τὸ λεπτόγαιο χωράφι, ποῦ ἀντιστέκετο ὅσο μποροῦσε, λὲς καὶ δὲν ἤθελε ν’ ἀνοίξῃ τὰ σπλάγχνα του στὸ κρύο, τὸ σκληρό, τὸ ἄπονο σίδερο. Καὶ ὁ γέρω Μῆτρος ὁλοένα ἐκεντοῦσε, ὁμιλῶντας πότε πότε μὲ τὰ χτηνά του στὴ γλῶσσα ποῦ τὰ συνείθισε ν’ ἀκοῦνε καὶ τὸ αὐλάκι σιγὰ σιγὰ ἐμάκραινε καὶ ὁ ἥλιος ἀνέβαινε κ’ ἐφλογοβολοῦσε κ’ ἔψηνε τὸ χῶμα, ἐνῷ μικροπούλια τοῦ κάμπου ποικιλόχρωμα, χαριτωμένα, καθισμένα στοὺς θάμνους καὶ στὰ χαμόκλαδα ἢ καὶ στὸ νωποανασκαμένο χῶμα, πίσω ἀπὸ τὸ ἀλέτρι, εὔθυμα, ἄφοβα, ὡρμοῦσαν πότε πότε, σὰν σαΐτες, ψηλὰ σ’ ἕνα διάστημα, ἀφίνοντας καὶ καμμιὰ χαροπὴ φωνοῦλα, ἅρπαζαν σ’ τὸν ἀέρα κανένα ἔντομο καὶ κατέβαιναν πάλι στὰ χαμόκλαδά τους, ἢ καὶ ἐκυνηγοῦσε τὸ ἕνα τ’ ἄλλo, χωρὶς καθόλου νὰ φοβοῦνται τὰ βῴδια καὶ τὸ γέρω Μῆτρο, συντρόφους τους συνειθισμένους.

Μιὰ στιγμὴ ἐστάθηκε ὁ γέρω Μῆτρος ν’ ἀνασάνῃ, ὅπου βλέπει κάποιον νὰ ἔρχεται. Ἤταν ὁ Κεριάκος ὁ ἀραβωνιαστικὸς τῆς κόρης τοῦ Κοντοπάνη καὶ μικρανεψιὸς τοῦ γέρου Μήτρου.

— Ὥρα καλή, μπάρμπα, εἶπεν ὁ Κεριάκος, σὰν ἦρθε κοντὰ στὸ γέρο.

— Καλὸ στὸν Κεριάκο!

— Καλῶς τὰ κάνετε!

— Νᾶσαι καλά!

— Δὲν εἶνε πρώϊμα γιὰ ζευγάρι, μπάρμπα;

— Ἐζήλεψα τὴν ψυχάλα τὴν ψεσινὴ κ’ ἐστοχάστηκα σήμερα νὰ βάλω χέρι, γιατὶ ἐτοῦτος ὁ πάσπαρος ἔχει νὰ μὲ χαλάσῃ, βρὲ παιδί· μοναχὴ πέτρα τὸ ἀθεόφοβο!

— Καὶ ὁ Γιάννης ποῦ εἶνε; (ὁ Γιάννης ἤτανε γυιὸς τοῦ γέρου Μήτρου).

— Ἐπῆε μὲ ἀγώϊ στὴ χώρα. Καὶ κάτι ὡς ἐδῶ;

— Δὲν εἰξέρω κ’ ἐγὼ ἤντα κάνω, μπάρμπα. Εἶμαι ζαλισμένος κ’ ἐπῆρα δρόμο.

— Πῶς μαθές;

— Γιὰ τὴ δουλειὰ ποῦ ξέρεις. Ὁ ’γούμενος δὲ μ’ ἀφίν’ ἥσυχο· ὁ Κοντοπάνης πάλι τὰ δικά του καὶ μὴν ἀρωτᾶς.

— Ἐσὺ φταίς, Κεριάκο· κανένας ἄλλος.

— Μὰ σὰ δὲ σ’ ἀφίνουνε ἥσυχο.

— Ὁ φρόνιμος ἄθρωπος κάνει μιὰν ἀπόφασι, τὴν καλλίτερη καὶ ἡσυχάζει· σοῦ τό πα κι’ ἄλλη φορά! Ἤδωκες τὸ λόγο σου; βάσταξέτονε· εὐτὰ ξέρω γώ.

Καὶ ἐσήκωσε τὴ βουκέντρα καὶ ἔβαλε τὸ ζερβό του χέρι στὸ ἀλέτρι ἀπάνω.

— Καλὸ βράδυ, μπάρμπα, εἶπεν ὁ Κεριάκος καὶ ἀργοπατῶντας, ἀπομακρύνθηκε.

— Ἀνεμόμυλε! τοῦ ἐτίναξεν ἀπὸ πίσω ὁ γέρος καὶ ἐξακολούθησε τ’ ὄργωμα.

Σὲ μεγάλη συλλογὴ καὶ σὲ φοβερὴ στενοχώρια βρίσκεται ὁ νέος Κεριάκος, ὁ γαμπρός, ὁποῦ τὸν θέλουνε, ὁ παππᾶ Συνέσιος γιὰ τὴν κουμπάρα του καὶ ὁ χωριανὸς Κοντοπάνης· εἶναι βαρὺς γαμπρὸς καὶ καλὸς δουλευτής, τὰ καλὰ ὅμως αὐτὰ τοῦ βγαίνουν ἀπὸ τὴ μύτη, γιατὶ δὲν τὸν ἀφίνουν ἥσυχο. Γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ὅλα τὰ φταίει ὁ χαραχτῆρας του ὁ ἀδύνατος, ὁ νερουλιασμένος ποῦ τονε κάνει νὰ παραδέρνῃ ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, πότε δεξιᾷ, πότε ζερβά, σὰν ἀτιμόνευτο καράβι, σὰν ἀνεμόμυλος, ποῦ εἶπεν ὁ γέρῳ—Μῆτρος χωρὶς νὰ ξέρῃ τί πρέπει νὰ κάμῃ. Σήμερα τοῦτο, αὔριο ἐκεῖνο, σὲ ὅλες του τὴς δουλειὲς ἤτανε τέτοιος, ἀναποφάσιστος καὶ τὰ καλὰ ποῦ εἶχε ἐπήγαιναν σχεδὸν χαμένα, γιατὶ τὰ ἐσκέπαζε τὸ μεγάλο αὐτὸ ἐλάττωμα.

Καὶ εἰς τὴν τωρινὴ περίστασι, τὴν πιὸ δύσκολη ἀπ’ ὅλες, τὰ ἔχει χαμένα. Ὁ Κοντοπάνης, ὕστερ’ ἀπὸ πολὺ κόπο, ἔφτασε καὶ τὸν ἀρρεβώνιασε μὲ τὴν κόρη του· ἀπὸ τὸ ἄλλο ὅμως μέρος τοῦ ἐρρίχτηκε ὁ παππᾶ Συνέσιος γιὰ τὴν κουμπαροῦλα του, τὴν κόρη τοῦ Μαροῦπα· τοῦ ἐμπῆκε μὲ τὰ ὅλα του καὶ τὸν ἔχει στὰ δυὸ στενὰ νά τονε παντρέψῃ. Θέλει αὐτὴ τὴ δουλιὰ νά τηνε κερδήσῃ χωρὶς ἄλλο καὶ γιὰ τὴ φιλοτιμία του — καθὼς λέει — καὶ γιὰ νὰ μπῇ στὴ μύτη τοῦ ἐχθροῦ του τοῦ Κοντοπάνη, ὁποῦ τὸν ἐκατάτρεξε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλονε. Μὲ ὅλη του ὅμως τὴν τέχνη, βλέπει τὸν γαμπρὸ νὰ παραδέρνη σὰν τὸ νερό, στὰ ἐνάντια ρεύματα, καὶ ἀποφασίζει νὰ βάλῃ εἰς ἐνέργεια τὰ μεγάλα μέσα, ὅ,τι τέχνασμα καὶ κατεργαριὰ τοῦ ἔλθῃ στὸ νοῦ. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὁ γέρω Κοντοπάνης τὰ μυρίσθη καὶ ἀγρίεψε. Τὴν κόρη του τὴν ἔχει ἀρρεβωνιασμένη καὶ πῆρε τὰ μέτρα του γιὰ νὰ μὴ ῥεζιλευτῇ. Ἐγνώριζε πῶς ὁ παππᾶ Συνέσιος ὡμιλοῦσε συχνὰ μὲ τὸν παππᾱ Κρητικὸ, ἕναν κατεργαρόπαππα τῆς χώρας, ποῦ ἔχωνε τὴ μύτη του, σὰν τὴν ὄρνιθα, εἰς πολλῶ λογιῶνε σκύβαλα καὶ ποῦ ἐδιάβαζε τὴ Σολωμονικὴ στὴς ἀνόητες γυναῖκες καὶ ἤταν πολὺ ἀνήσυχος, τόσο περισσότερο, ὁποῦ ὁ γαμπρὸς ὁ εὐκολολύγιστος, ὅλο ἀνάβαλλε τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου. Ἡ ἀρρεβωνιστική του ἡ Ἀννέζα εἶχε καὶ αὐτὴ μεγάλο πεῖσμα καὶ πολλὲς φορὲς τὸν ἐξέβρισε, χωρατὰ κι’ ἀλήθεια, ὀνομάζοντάς τονε ἄστατο ἀνεμόμυλο, ἐνῷ ἐκεῖνος ἐγελοῦσε, λέγοντάς της νὰ μένῃ ἥσυχη.

Ὡς τόσο ἐγίνηκε γνωστὸ πῶς εἰς τοῦ γέρω Μαρούπα τὸ χωριό, θὰ εἶνε χοιροσφάγια, τὸ βράδυ τῆς Κεριακῆς ποῦ ἐρχότανε. Τὰ χοιροσφάγια εἶνε μεγάλο πανηγύρι στοὺς χωριανούς· ἐκεῖ συνάζουνται γειτόνοι καὶ φίλοι καὶ γίνεται ἀτελείωτο φαγοπότι. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ Κοντοπάνης εἶχε ἀφορμὴ μεγάλη νὰ εἶνε ἀνήσυχος· ἐφοβότανε πῶς τὰ χοιροσφάγι’ αὐτὰ γίνουντ’ ἐπίτηδες γιὰ νὰ σκεπαστοῦν’ ἐκεῖνα ποῦ ὁ γέρω Μαρούπας δὲ θέλει νὰ φανοῦνε καὶ γιὰ νὰ μιλήσωμε πιὸ καθαρά, ὑποψιάστηκε πῶς τὴ βραδειὰ ἐκείνη μπορεῖ νὰ ἔχανε τὸ γαμπρό.

Καὶ ἑτοιμάστηκε γιὰ τὴ μεγάλῃ μάχη. Ἐπῆρε τὰ μέτρα του ὅλα, γιὰ νὰ ματαιώσῃ, μὲ κάθε τρόπο, τὴν κακὴ, τὴν ἄνομη πρᾶξι ποῦ ὑποπτευότανε.

Καὶ γιὰ νὰ βεβαιωθῇ καλλίτερα πῶς ἡ ὑποψίες του εἷνε βάσιμες, ἐπαραμόνεψε στὸ δρόμο ὁποῦ φέρνει στὸ σπίτι τοῦ Μαρούπα, καὶ σὰν ἄρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, εἶδε, σ’ ἕνα μουλάρι ἀπάνω, τὸν παππᾶ Κρητικό, μ’ ἕνα παιδὶ στά καπούλια, νὰ τραβᾷ κατὰ τὸ χωριό.

Συγχισμένος καὶ μὲ ἀπόφαση ὅμως, ἤτρεξε στὸ σπίτι του ποῦ τὸν περίμεναν οἱ φίλοι του. Τὸ γαμπρὸ τὸν εἶχε χαμένο κάμποσες ἡμέρες τώρα καὶ ἤταν πολὺ θυμωμένος.

Ὡστόσο ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ γέρω Μαρούπα ἤτανε πανηγύρι. Καμμιὰ εἰκοσαριὰ χωριανοί, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἑωρτάζανε τὰ περίφημα χοιροσφάγια, ὁποῦ τὰ περιμένουνε μὲ πολλὴ ἀνυπομονησία οἱ φαγάδες. Τὸ ἀληθινὸ αὐτὸ τῆς κοιλιᾶς πανηγύρι, τὸ θρίαμβο αὐτὸ τῶν θεοκοίληδων τὸ ἔχουνε οἱ χωριανοὶ ὅλο τὸ φθινόπωρο, πότε στὸ ἕνα σπίτι, πότε στὸ ἄλλο ἕως τὸ τέλος. Κακοστομαχιὰ δὲ ξέρουν τί θὰ πῇ οἱ σιδερένοι ἄνθρωποι αὐτοὶ καὶ στὸ τέλος τοῦ γλεντιοῦ, σὰν νὰ εἷνε στὴν ἀρχή του.

Ὁ γέρω Μαρούπας ἐφρόντισε νὰ γλεντίσουν καλὰ οἱ φίλοι του. Αὐτοὶ κάθονται ἄλλοι κατάχαμα, ἄλλοι σὲ πέτρες ἢ σὲ χοντρόσκαμνα, συντροφιὲς συντροφιές, τριγύρω σὲ χαμηλοὺς ταβλάδες ἕτοιμοι νὰ τιμήσουνε τὸ πλουσιοπάροχο δεῖπνο. Στὰ πρόχειρα τραπέζια πάνω ἤβλεπες μαχαιροπήρουνα γερὰ καὶ σπασμένα, μικρὰ καὶ μεγάλα, καὶ φλιτζάνια καθένα μὲ τὸ χρῶμα του καὶ πιάτα βαθειὰ καὶ ἁπλωτὰ, καλὰ καὶ πρόστυχα καὶ μερικὰ μισοσπασμένα, ὅλ’ ἀνάκατα βαλμένα ἐδῶ κ’ ἐκεῖ· μὲ ἀμέλεια, χωρὶς καμμιὰ τάξι, γιατὶ ἐκεῖνο ποῦ δουλεύει στοὺς χωριανοὺς, εἶνε ἡ παλάμη καὶ τὰ δάχτυλα. Τὸ χοῖρο, ζῶο σιτευτὸ καὶ μεγάλο, μετὰ τὸ σταύρωμα, τὸ σφάξιμο δηλαδή, τὸν καψάλιασαν, τὸν ἔπλυναν, τὸν ἔξυσαν καὶ τὸν κρέμασαν σ’ ἕνα πρόχειρο ξύλινο τρίποδο μὲ τὸ κεφάλι κάτω. Τὸν εἶχαν κάμῃ ἄσπρο σὰν αὐγὸ καὶ μόνο ἡ μύτη του ἐμαύριζε, μ’ ἕνα κορδόνι στὴν ἄκρη ἀπὸ αἷμα πηχτό, σὰν σκωλαρῆκι, τὸ ὑστερνό του αἷμα.

Ὕστερα ’δούλεψε τὸ μαχαῖρι μέσα κι’ ὄξω καὶ τὰ κομμάτια τά δωκαν στὴς γυναῖκες. Αὐτὲς ἀνάψανε φωτιὰ μὲ κληματόβεργες καὶ φρύγανα, ἔστησαν τρία τέσσερα τηγάνια κι’ ἄρχησαν νὰ τηγανίζουν τὰ σύσερα, τὰ ὀρεχτικὰ τοῦ χοίρου, κομματάκια ἀπὸ τὰ ἐντόσθια, παραγεμισμένα μὲ λῖπος καὶ σηκότια καὶ μικρὰ κομμάτια λαρδί· τὸ μαχαῖρι ἔκοφτε, ἡ φωτιὰ ἐδούλευε καὶ τὰ πεινασμένα καὶ ἀνυπόμονα στομάχια ἤταν ἕτοιμα. Καὶ πολὺ σωστά· τὸ ἐρεθιστικὸ τσιτσίρισμα τῶν τηγανιῶν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἡ μυρωδιὰ ποῦ ἐχυνότανε γύρω, δυνατὴ καὶ γαργαλιστικὴ καθὼς καὶ τὰ πολλὰ μπουκάλια τοῦ ρετσινάτου, ἔδιναν μεγάλη εὐθυμία στοὺς χωριανούς, ὁποῦ καθισμένοι, ἀπὸ τρεῖς τέσσερες, δὲν ἐβλέπανε τὴν ὥρα νὰ ῥιχτοῦνε στὸ θησαυρὸ αὐτὸ καὶ νὰ τοῦ δώσουν νὰ καταλάβῃ.

Ὅλ’ αὐτὰ ἐπαρουσίαζαν μίαν εἰκόνα ἀρκετὰ φανταστική. Ἡ χλωμὴ λάμψι ποῦ ἀνάδιναν τὰ κληματοφρύγανα, μὲ τὸ λυπητερό τους, σὰν παράπονο, τριζοκόπημα στὴ φλογισμένη ἀγκαλιὰ τοῦ φοβεροῦ στοιχείου, ἤταν σὲ μιὰν ἄκρη ἀντίθεσι, μὲ τὸν βαθυγάλαζο, τὸν ἀτελείωτο οὐράνιο θόλο μὲ τ’ ἀμέτρητα, τὰ διαμαντένια του ἄστρα, ποῦ μὲ τὸ ἐξαίσιο, τρεμουλιαστὸ λαμποκόπημά τους, ἔχυναν τὴν ἄσβεστη φεγγοβολή τους στὸ χωρικὸ δεῖπνο. Ἐλαμπύριζαν οἱ αἰώνιοι φανοί, σὰν νὰ περιγελοῦσαν τὴν ἄρρωστη, τὴ θαμπερὴ ἀνθρώπινη φωτίτσα, ὁποῦ, γιὰ μιὰ στιγμή, ἔρριχνε μὲ ὁρμὴ τὴ φλόγα της πολύγλωσση, γιὰ νὰ γενῇ, σὲ λίγη ὥρα, στάχτη καὶ καπνός.

Ὁ νοικοκύρης, ἀσπρομάλης μὰ γερὸς ἀκόμα, μὲ τὴ γιορτερή του φορεσιά, σαλβάρια, μάλλινη καινούρια ζώνη, ἄσπρες κάλτζες, παπούτζια πρωτόβαλτα καὶ κόκκινο σκοῦφο, ἐπαράστεκε στὸ δεῖπνο γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν κόσμο του. Ἐφαινότανε γελαστὸς καὶ χαρούμενος, ἂν ὅμως κανένας ἐπρόσεχε θὰ ἐδιάκρινε κάποια ἀνησυχία στὰ κινήματα καὶ περισσότερο στὰ μάτια του τὰ κατάμαυρα ποῦ, κάτω ἀπὸ τὰ πυκνά του φρύδια, ἐβυθιζόντανε, πότε πότε, στὴ σκοτεινιὰ μέσα, σὰν νά τηνε διαπεράσουν.

Οἱ χωρικοὶ ἐπέσανε στὰ φαγιὰ μὲ λύσσα, χωρὶς ὅμως ν’ ἀφήκουν καὶ τὴν κουβέντα. Μερικοὶ μιλοῦσαν γιὰ τῆς δουλιές τους μεγαλόφωνα, ἄλλοι σιγὰ σιγὰ ἐλέγανε τί ἑτοιμαζότανε στὸ σπίτι μέσα.

Καὶ ἀληθινὰ κάτι τι πολὺ τολμηρὸ ἑτοιμαζότανε στὸ σπίτι. Αὐτό, ἀνοιχτὸ στὴν ἀρχή, ἔπειτα ἐκλείσθηκε καὶ σὰν νὰ μὴν ἔδινε σημεῖο πῶς ἤταν μέσα του ζωή. Κλειστὰ τὰ πορτοπαράθυρα, καὶ μόνο ἀπὸ τὴς χαραμάδες ἐφαινότανε φῶς. Ὁ γέρω Μαρούπας, ζωηρὸς ἐπήγαινε ἀπὸ τὴν μιὰν ἄκρη τῆς συντροφιᾶς στὴν ἄλλη κ’ ἔκανε ταραχὴ γιὰ δέκα· ἐμιλοῦσ’ ἐγελοῦσ’ ἐφώναζε, θαρρεῖς τὸ ἔκαν’ ἐπίτηδες· καὶ ἡ συντροφιὰ ὅμως δὲν ἐπήγαινε παρακάτω καὶ ἤταν ἕνα πανδαιμόνιο ἀπὸ φωνές, γέλοια, τραγούδια καὶ σφυριματιές. Ἔκανε ταραχὴ ὁ γέρω νοικοκύρης, μὰ εἶχε καὶ τὸ νοῦ του· πότε πότε ἔστηνε τὸ γυμνασμένο αὐτί του ν’ ἀκούσῃ κανένα μακρυνὸ κρότο ἢ ἐβύθιζε τὸ βλέμμα του στὸ σκότος μέσα γιὰ νὰ διακρίνῃ. Καὶ γιὰ κάμποση ὥρα ἦταν ἥσυχος. Ἡσυχία μεγάλη ἐκρατοῦσε στὸν κάμπο, ὅσο μποροῦσε ν’ ἀκούσῃ τ’ αὐτί. Οἱ χωριανοὶ ὅλοι εἶχαν τὸ νοῦ τους στὸ φαγοπότι καὶ στὸ ζεῦκι τους καὶ θαρρεῖς δὲν τοὺς ἔμελε γιὰ τίποτ’ ἄλλο· σὰν νὰ μὴν ἤξεραν τί ἑτοιμαζότανε στὸ σπίτι. Ἕνας μονάχα, παλληκάρι εἴκοσι χρονῶ δὲν ἤθελε νὰ ἡσυχάσῃ καὶ ὅσο ἔπινε τόσο περισσότερο ἀγρίευε. Εἶχε μυριστῇ τὰ πράγματα κ’ ἔδειχνε μεγαλόφωνα τὴ δυσαρέσκειά του καὶ τὸ θυμό του. Οἱ συντρόφοι του μὲ κολακίες καὶ γλυκόλογα ζητούσανε νὰ τὸν κρατοῦν ἥσυχο.

— Τὰ σκοτεινὰ πράμματα δὲ μ’ ἀρέσουν ἐμένα· ἂν εἶνε γάμος θέλω κ’ ἐγὼ νὰ ξέρω· ἐφώναζε δυνατά.

Καὶ ἐζήτηξε νὰ σηκωθῇ, μὰ δυὸ συντρόφοι, ὁ ἕνας δεξιᾷ κι’ ὁ ἄλλος ζερβά, τὸν βαστάξανε.

— Μὴν κάνῃς σὰν παιδί, καϋμένε Στέφανε· ἤντα σὲ κόφτει; ἂς κάμουν ὅ,τι θένε μέσα· βάλε νὰ πιοῦμε.

Καὶ τοῦ ἐγέμισε τὸ ποτῆρι του.

— Ὄχι, ἐφώναξε μὲ μανία ὁ Στέφανος. Τὰ σκοτεινὰ δὲ μ’ ἀρέσουνε· τὸ σπίτι πρέπει ν’ ἀνοίξῃ.

Καὶ μὲ ὅλη του τὴ δύναμι πέφτει ἀπάνω στὸν ἕνα σύντροφο, τὸν ῥίχτει κάτω, ἀναποδογυρίζει τὸ σοφρὰ μὲ τὰ φαγιὰ καὶ τὰ κρασιὰ καὶ κινᾶ, τρικλίζοντας, κατὰ τὸ μέρος ποῦ ἤταν οἱ γυναῖκες. Ὁ γέρω Μαρούπας τρέχει τότε καὶ τὸν ἁρπάζει ἀπὸ τὴ μέση καὶ μὲ πολλὰ παρακάλια καὶ μάτια μου καὶ φῶς μου, τὸν ἡσυχάζει λίγο.

— Καλά, γέρω Μαρούπα, γιὰ τὸ χατῆρι σου, μὰ σὰ γίνεται γάμος, θέλω ν’ ἀκούσω τραοῦδι.

Ὁ Μαρούπας εἶπε στὴς γυναῖκες νὰ τραγουδήσουνε, ἐκάθισε κοντά τους τὸν ἀνήσυχο Στέφανο καὶ σὲ λίγο, στὴ σιωπὴ τῆς νυχτιᾶς ἀντήχησε ἕνα ὀξὺ καὶ μακρότατο μονόφωνο.

«Ἕνα τραοῦδι θενὰ πῶ ἀπάνω στὸ λεμόνι.
«Νὰ ζήσ ’ ἠ νύφη κι’ ὁ γαμπρὸς κ’ ἡ συντροφιά μας ὅλη.
«Ἕνα τραοῦδι θενὰ πῶ ἀπάνω στὸ κέρασι.
«Νὰ ζήσ’ ἡ νύφη κι’ ὁ γαμπρὸς καὶ νὰ καλογεράσῃ.

Ὁ Στέφανος, μεθυσμένος, ξαπλώθηκε κατὰ γῆς καὶ ἀπολάμβανε.

Ἄξαφνα ὁ γέρω Μαρούπας ἀνησύχυσε· τοῦ ἐφάνηκε ν’ ἄκουσε κάτι σὰν πάτημα· ἔτρεξε στὴν ἄκρη τοῦ χωραφιοῦ, ἔστησε τ’ αὐτί του κ’ ἐδιάκρινε τώρα ποδοβολητὰ νὰ πλησιάζανε ὁλοένα· καὶ σὰν νὰ ἤταν κάμποσα. Ἀνησύχησε φοβερὰ ἔτρεξε στὸ σπίτι, ἐβρόντησε κ’ εὐθὺς ἡ πόρτα ἀνοίχτηκε, ἐμπῆκε μέσα καὶ τὴν ἐκλείδωσε.

Ἂς δοῦμε ὡς τόσο τί ἐγινότανε μέσα.

Τὸ σπίτι ἤταν χωρισμένο σὲ δύο μεγάλες κάμαρες, μὲ νωποασβεστωμένο τὸ χωματένιο τους πάτωμα. Εἰς τὴν κάμαρα τοῦ βάθους, σὲ καθήκλες παλαιές, ψηλές, ἀπὸ μαῦρο σκαλιστὸ ξύλο, ἀγορασμένες ἀπὸ κανένα ξεπεσμένο ἀρχοντόσπιτο, κάθουνται ἡ κόρη τοῦ Μαρούπα μὲ τὰ νυφικά της, πράσινο μεταξωτὸ φουστάνι, βραχιόλια παλαιὰ μαλαματένια, σκουλαρίκια κουκουναριὲς ἀπὸ μαργαριτάρι καὶ στὰ χέρια δύο τρία δαχτυλίδια μονόπετρα· ἡ μάννα της, γρῃὰ μικροκάμωτη καὶ στεγνή, μὲ μάλλινο καινούριο φουστάνι, μὲ μαντῆλι κλαδωτὸ στὸ λαιμὸ καὶ ὅμοιο μαῦρο μεταξωτὸ στὸ κεφάλι. Ὁ Γιάννης ὁ Σερέτης φρεσκοξυρισμένος, χτενισμένος, μὲ τὴ φορεσιά του τὴν καινούρια, ποῦ τὴν ἔβανε μόνο στὴς ἐπίσημες ἡμέρες, μὲ μαῦρο μεταξωτὸ μαντῆλι στὸ λαιμό, ναυτικὰ δεμένο καὶ μὲ τὸ καλό του φέσι μὲ τὸ ἀνοιχτόχρωμο, μπιμπιλωμένο μαντῆλι περίγυρα καὶ ἡ γνωστή μας χήρα, ἡ παχουλὴ καὶ ἀφράτη, ἡ συδέκνισσα τοῦ παππᾶ Συνέσιου μὲ τὴν πιό καλή της φορεσιά.

Στὴν νοτεινὴ γωνιὰ τῆς κάμαρας εἶνε τὸ νυφικό, ἁπλὸ ξύλινο κρεββάτι, νωποστρωμένο, κάτασπρο, καθαρώτατο, μὲ πολύχρωμο μεταξωτὸ γαλάζιο πάπλωμα, δύο μεγάλα μαξιλάρια χιονάτα μὲ πλατιὲς δαντέλες στὴς ἄκρες, καὶ μὲ κουρτίνες καὶ τουρναλέτο, ἁπλὰ ὅλα μὰ κάτασπρα. Τὸ ἔστρωσε, λίγο προτήτερα, ὁ Σερέτης καὶ τώρα κάθεται ἀντίκρυ του καὶ τὸ καμαρώνει.

Εἰς τὴ μέση τῆς κάμαρας, ἀπάνω σὲ τραπέζι, στρωμένο μὲ ἄσπρο τραπεζομάντηλο, εἶνε τὰ στέφανα, καμωμέν’ ἀπὸ κληματόβεργες καὶ τυλιγμένα μὲ ἀσπρογάλαζες κορδέλες, δύο λαμπάδες καὶ τὸ εὐαγγέλιο.

Τὰ πρόσωπ’ αὐτὰ μιλοῦσαν ἀνάμεσό τους, μὰ μὲ φωνὴ χαμηλή, ἴσως γιὰ νὰ μὴ συγχίζουν’ ἐκείνους ποῦ εἶνε στὴν πρώτη κάμαρα.

Ἐδῶ κάθουνται ὁ παππᾶ Συνέσιος, ὁ παππᾶ Κρητικὸς καὶ ὁ Κεριάκος, ὁ ὑποψήφιος γαμπρός. Κάθουνται σ’ ἕνα τραπέζι γύρω, φορτωμένο ἀπὸ φαγιὰ καὶ πιοτά. Ἡ ὁμιλία τους εἶνε πολὺ σοβαρή.

— Ἐκεῖνα ποῦ σοῦ λέου, Κεριάκο, εἶνε τὰ καλὰ καὶ τ’ ἅγια· στὴν ὑγειά σου.

— Γιὰ νὰ ᾐς, γούμενε.

— Τὸ λόγο σου τὸν ἔχω τόσον καιρὸ τώρα καὶ δὲν ἀκούω πλιὸ πρόφασες.

— Ναί, μὰ τὸ λόγο μου τὸν ἤδωκα πρῶτα τοῦ Κοντοπάνη.

— Δὲ βαριέσαι, εἶπεν ὁ ’γούμενος καὶ στὸν ἴδιο καιρὸ ἐγέμισε τὸ ποτῆρι τοῦ γαμπροῦ, ὁποῦ τὸ ἐκατεβάσε μὲ μιᾶς. — Ἐγὼ σὲ λυῶ ἀπὸ τὸ λόγο σου· πᾶς καὶ τοὺς ἤφαες τίποτα;

— Δὲ σοῦ λέου, εἶπεν ὁ Κεριάκος μὲ τραυλὴ φωνὴ ἀπὸ τὸ πιοτό, μά…

— Δὲν ἔχει μὰ καὶ ξεμά· ὅλα εἶν’ ἕτοιμα, θὰ πᾶμε μέσα νὰ ξεμπερδεύωμε, νὰ ἡσυχάσῃς καὶ σύ. Τὸ Φλουρὼ ἔχει καλλίτερα πράματα ἀπὸ τὴν Ἀνέζα κ’ ἐγὼ πάλι ὅ,τι καλὸ μπορῶ θὰ σοῦ κάμω.

Καὶ τὸν ἐκέρασε πάλι· στὸ κέρασμα ἔλαβε μέρος καὶ ὁ παππᾶ Κρητικός, ὁ ὁποῖος καὶ εἶπε πολλὰ τοῦ Κεριάκου, κερνῶντας τον λίγο λίγο. Αὐτὸς ὁ καϋμένος εἶχε δὲν εἶχ’ ἐμέθυσε καὶ μιὰ στιγμὴ ἤδωκε τὸ λόγο του.

— Δὲ θέλω νὰ ξέρω τίποτε πλιά· ἐξεμπέρδεψε· τὸ Φλουρὼ θὰ πάρω καὶ δὲ δουλειῶ κανεί…

Σὰν ἤκουσαν αὐτὸ ὁ ’γούμενος καὶ ὁ παππᾶ Κρητικός, ἐπῇραν καὶ οἱ δυὸ τὸν Κεριάκο ἀπὸ τὴς μασχάλαις καὶ τὸν πῆγαν στὴν ἄλλη κάμαρα. Ὁ ’γούμενος ἤγνεψε τοῦ Σερέτη κι’ αὐτὸς ἐσηκώθη, ἐπῇρε τὸν γαμπρό, ποῦ ἐτρίκλιζε, καὶ τὸν ἔβαλε στὴ μέση. Ἡ νύφη ἕτοιμη ἐστάθηκε δίπλα του· ὁ Κεριάκος σὰν τὴν εἶδε, τῆς ἔπιασε τὸ χέρι καὶ τῆς εἶπε μὲ φωνὴ μεθυσμένου καὶ μ’ ἕνα κουτοχαμόγελο.

— Ὅποιος θέλει τώρα, ἂς ἔρθῃ νὰ σὲ παρ’ ἀπ’ τὸ χέρι μου.

Ὡς τόσ’ ὁ παππᾶ Κρητικὸς ἐντύθηκε γρήγορα γρήγορα, ἔκαμε νόημα τοῦ Σερέτη νὰ βαστᾶ τὸν γαμπρὸ ἀπὸ πίσω, ἐπλησίασε τὸ τραπέζι ποῦ ἦταν τὸ βαγγέλιο, ἄναψε τὴς λαμπάδες κ’ ἔδωκε μιὰ τοῦ παππᾶ Συνέσιου καὶ μιὰ τοῦ Σερέτη καὶ ἄρχησε τὸ διάβασμα. Ἡ νοικοκυρὰ ἐστεκότανε δίπλα στὴν κόρη της κ’ ἐσταυρωκοπιότανε ἀδιάκοπα.

Μόλις ὅμως ὁ παππᾶς ἐδιάβασε τὴς πρῶταις εὐχές, ὁποῦ ἐχτύπησαν δυνατὰ τὴν πόρτα. Ἡ γρηὰ ἔτρεξε, ἄνοιξε κ’ ἐμπῆκε μέσα ὁ ἄνδρας της, ὁποῦ ἀφοῦ ἐκλείδωσε, τοὺς εἶπε νὰ κάμουν γρήγορα, γιατὶ ἐφοβότανε πῶς κάποιος ἐρχότανε, ὄχι μὲ καλὸ σκοπό. Τὸν εἶχε κυριευμέν’ ὁ φόβος…

Ὄξω ἐξακολουθοῦσε τὸ ζεῦκι καὶ μέσα ὁ παππᾶς ἐπροχωροῦσε στὸ διάβασμα. Εἶχε κοντοτελειώσει τὴς εὐχὲς τοῦ ἀρραβῶνα ὅταν ἀκούσθηκε χτύπημα στὴν πόρτα σὰν βροντὴ καὶ κατόπι ἄλλο καὶ ἄλλο καὶ μιὰ φωνὴ «ἐν ὀνόματι τοῦ νόμου.»

Μὲ φόβο καὶ τρόμο ἐκύτταξε ὁ ἕνας τὸν ἄλλονε, ὅταν ὁ παππᾶς Συνέσιος ἐπλησίασε τὴν πόρτα καὶ τὴν ἄνοιξε.

Εὐθὺς ἐμπῆκαν μὲ ὁρμὴ πρῶτος ὁ δήμαρχος τῆς χώρας, ὁ εἰρηνοδίκης δεύτερος, ὕστερα ὁ γέρω Κοντοπάνης καὶ δύο ἄλλοι χωραΐτες, ἐμπῆκαν ἴσια στὴν κάμαρα μέσα.

Ἡ ἀνέλπιστη καὶ ὁρμητικὴ εἰσβολὴ αὕτη ἔκαμαν τοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ νὰ τὰ χάσουν· ὁ ἔνοχος εἶνε φοβισμένος πάντα. Ἡ νύφη ἐζάρωσε στὴ γωνιά, ὁ γαμπρός, σὰν εἶδε τὸν Κοντοπάνη, ἔπεσε ἀπάνω σὲ μιὰ καρέγκλα κ’ ἔρριξε τὸ κεφάλι κάτω. Ὁ παππᾶ Συνέσιος ἐπροχώρησε γιὰ νὰ μιλήσῃ, μὰ τὸν ἀποπῆρε ὁ δήμαρχος μὲ δυνατὴ φωνή.

— Τί τέχνες εἶν’ αὐτὲς ποῦ κάνετε;

— Δὲν εἶνε τέχνες, εἶπεν ὁ γούμενος· εἶνε γάμος!

— Θὰ τὸ ἰδοῦμε τώρα.

Ὁ παππᾶ Κρητικὸς ἐζήτηξε νὰ γλυστρήσῃ νὰ φύγῃ, μὰ τοῦ ἔφραξε τὸ δρόμο ὁ εἰρηνοδίκης — Στάσου, παππᾶ, νὰ μάθωμε τὴν ἀλήθεια, εἶπε.

Τοτ’ ἐπροχώρησε ὁ γέρω Μουρούπας.

— Κύριε δήμαρχε, εἶπε, δὲν καταλαβαίνω τί θέτε νὰ κάμετε; πῶς μαθές, λῃστάδες εἴμεστα, ἢ φονιάδες; Δὲν ἔχω μαθὲς δικαίωμα νὰ παντρέψω τὴ θυατέρα μου; Στὰ τίμια πράματα δὲν ἔχω κανεὶ ἀνάγκη!

Καὶ τά λεγε αὐτὰ θυμωμένος, μὲ πολλὴ ἀγανάχτησι.

— Ἴσια ἴσια γέρω Μαρούπα, ποῦ δὲν εἶνε τὰ πράματα τίμια! Εἶπεν ὁ δήμαρχος· ὁ Κεριάκος εἶν’ ἀρρεβωνιασμένος καιρὸ τώρα, μὲ τὴν κόρη τοῦ Κοντοπάνη κ’ ἐσεῖς τὸν ἐπῄρατε, τὸν ἐμεθύσετε γιὰ νά τονε παντρέψετε μὲ τὸ ζόρι!

— Ψώματα! ἐφώναξε ὁ Μαρούπας.

— Πιὸ ἥσυχα, γέρω, εἶπε τότε ὁ εἰρηνοδίκης· ἡ ἀλήθεια θὰ φανῇ εὐθὺς καὶ καθένας θὰ βρῇ τὸ δίκῃο του.

Καὶ ἐπλησίασε τὸν γαμπρό.

— Σήκω ἀπάνω, Κεριάκο! τοῦ εἶπε, ὁ γαμπρὸς ἐσηκώθη μὲ δυσκολία· ἤταν ἐλεεινὸς ἀπὸ τὸ μεθύσι· πρὶν ὅμως προφτάσῃ νὰ τὸν ῥωτήξῃ ἡ ἀρχή, τὸν ἐπλησίασεν ὁ Κοντοπάνης.

— Μπρὲ Κεριάκο, τοῦ λέει δυνατὰ καὶ θυμωμένα. Ἐσεδὰ κάνουνε οἱ τίμιοι ἀνθρῶποι; Ἀρρεβωνιαζόνται καὶ ὕστερα πέρνουνε ἄλλες;

— Μὰ τὸ θεό, ἐτραύλισεν ὁ Κεριάκος· δὲν ἠξέρω τίβοτα. Μ’ ἐμεθύσανε… τάχασα… ξέρω γὼ ἶντα κάνουνε; Νὰ ὁ ’γούμενος, μὰ τὸ θεὸ ἐγὼ δὲν εἰξέρω, δὲ φταίω, ἐγὼ δὲν ἤθελα… ἐγώ…

Καὶ κάμνοντας γιὰ νὰ φύγῃ, ξαπλώνεται μακρὸς πλατὺς στὸ πάτωμα.

Ὁ Δήμαρχος ἐστράφηκε τότε στὸ ’γούμενο καὶ τοῦ ἔκαμε παρατήρησες καὶ παράπονα. Αὐτὸς τὰ ἤκουσε μὲ μεγάλη ἀπάθεια, εἶπε πῶς δὲ φταίει καθόλου κ’ ἐπρόσθεσε δείχνοντας τὸν γαμπρὸ ποῦ τὸν εἴχανε σηκώσῃ. — Ὅποιος ἀνακατεύεται μὲ τὰ πίτερα, τὸν τρῶνε ἡ ὄρνιθες. Ὁ Μαρούπας ἐφώναζε κι’ αὐτὸς πῶς δὲν εἶνε πράματ’ αὐτὰ νὰ μπένουνε μὲ τὸ ζόρι στὰ σπίτια καὶ νὰ μποδίζουνε τσοὶ γάμοι. Τότε ἡ Ἀρχὴ ἐθύμωσε κ’ ἐμάλωσε δυνατὰ τὸ γέρο Μαρούπα πῶς ἐζήτηξε μὲ τὸ ζόρι νὰ στεφανώσῃ τὸν Κεριάκο, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος τ’ ὡμολόγησε, ἔκαμαν ἕνα πραχτικὸ ποῦ τὸ ὑπόγραψαν καὶ μάρτυρες κ’ ἔφυγαν μαζῆ μὲ τὸν παππᾶ Κρητικὸ ὁποῦ σ’ ὅλο τὸ δρόμο ἐδιαμαρτυρότανε πῶς δὲ φταίει καθόλου.

Μόν’ ὁ Γιάννης ὁ Σερέτης στὴν ἀρχὴ τῆς ταραχῆς ἐγίνηκε ἄφαντος, καθὼς ἐγίνηκαν ἄφαντοι καὶ ὅλοι οἱ χωριανοὶ ἀπ’ ὄξω, ἀπὸ φόβο μὴ βροῦν τὸν μπελά τους.

Ἔκαμε πολὺ κρότο τὸ ἀσυνείθιστο σκάνδαλο καὶ ὅλα τά ῥιξαν ἀπάνω στὸν παππᾶ Συνέσιο, γιατὶ ὁ Κεριάκος τὴν ἄλλη μέρα, ξεμέθυστος, τὰ ἐφανέρωσαν ὅλα στὸ σπίτι τοῦ Κοντοπάνη, ποῦ δὲν τὸν ἄφηκε πλιὸ νὰ εὔγῃ ἀπὸ μέσα.

Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτῆς τῆς ἱστορίας, καθὼς καὶ τῆς ἄλλης τοῦ λαθρεμπόριου, ποῦ τὴν ἐφανέρωσεν ὁ στρατιώτης, ποῦ εἶδε τὰ φορτωμένα μουλάρια, οἱ ἐχθροὶ τοῦ παππᾶ Συνέσιου τὸν ἐκατάγγειλαν, αὐτὸς ὅμως, χωρὶς νὰ περιμένῃ, ἐσηκώθη μιὰ νύχτα, ἐπῆρε τὰ ῥοῦχα του πλυμένα κι’ ἄπλυτα καὶ μαζῆ μὲ τὴ μάννα του, ἔφυγε καὶ ἀπὸ τὴ Μονὴ καὶ ἀπὸ τὸν τόπο.

Τρεῖς μῆνες ἀργώτερα, μιὰ πρωϊνή, στὸν αὐλόγυρο τῆς Μονῆς, ἐπαρουσιάσθη μὲ τὸ φτωχικό του κομπόδεμα, ὁ Ἄνθιμος, ὁ καλόγερος.

— Καλὸ στὸ χελιδόνι ποῦ μᾶς ἤφερε πάλι τὴν ἄνοιξη· τὸν ἐχαιρέτισε ὁ παππᾶ Κύριλλος.

— Ἀμήν! εἶπεν ὁ Ἄνθιμος.

Ὁ δὲ παππᾶ Φίλιππος, ὁποῦ ἐγνώριζε καλὰ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράματα καὶ πῶς γίνονται μεγάλες ἐνέργειες γιὰ νὰ γυρίσῃ πίσω ὁ παππᾶ Συνέσιος, παρὼν στὴν ὁμιλί’ αὐτή, ἐκίνησε μελαγχολικὰ τὸ κεφάλι του.