Παπάδες - Επίστρατοι
Συγγραφέας:
Δεκέμβριος 1885.


Παππάδες μὲ τὰ κατσαρὰ καὶ μὲ τὰ Εὐχολόγια
μὲ τὰ μανίκια τὰ φαρδιὰ καὶ μὲ τὰ κομπολόγια,
ποὺ ἄδικα μαραίνεται ἡ τόση ὠμορφιά σας,
ὁποὺ ποτὲ δὲν βλέπετε ποδόγυρο κοντά σας,
καὶ ἂν ἰδῆτε ἄξαφνα καμμιὰ φορὰ κανένα,
μουγγρίζετε σιγὰ σιγὰ μὲ μάτια γουρλωμένα.

Παππάδες, ποὺ ἀνδρίζεσθε στὰ τόσα Μοναστήρια,
ποὺ φαίνεσθε παχύτατοι ὡσὰν τὰ χοιρομήρια,
παππάδες, ποὺ διαβάζετε ἁγίων συναξάρια,
ὅπου βαρβᾶτα σὰν καὶ σᾶς μᾶς στέλλετε μουλάρια,
ποὺ ὅ,τι καὶ ἂν κάμετε μακρὰν τοῦ κυκεῶνος,
μονάχοι σεῖς τὸ ξέρετε καὶ ὁ Θεός μας μόνος.

Παππάδες ἁγιώτατοι, ποὺ ζῆτε μὲ πεσκέσι,
ποὺ ὁ Θεὸς στοὺς οὐρανοὺς σᾶς ἑτοιμάζει θέσι,
ποὺ εἶσθε οἱ διδάσκαλοι στὸ τρώγειν καὶ τὸ πίνειν,
ποὺ πάντοτε διδάσκετε στὸν κόσμον τὴν εἰρήνην,
ποὺ δὲν ψηφίζετε καὶ σεῖς εἰς ἐκλογῶν ὴμέρας,
ἀλλ' ἐκ ἐκστάσει βλέπετε μακράν μας τοὺς ἀστέρας.

Ἑτοιμασθῆτε πιὰ καὶ σεῖς νὰ βγάλετε τὰ ράσα
καὶ στίφη Τούρκων ἄγρια νὰ κόψετε σὰν πράσα.
Καὶ σᾶς, καὶ σᾶς τὸ σχέδιο θαρρῶ πὼς θὰ σᾶς πάρῃ,
καὶ σεῖς, πανοσιώτατοι, θὰ γίνετε φαντάροι,
θ' ἀφῆστε τὰ χουζούρια σας, τῶν ἀσκητῶν τῇς ζώναις,
καὶ θὰ φορέσετε σπαθιά, μπαλάσκαις καὶ κορώναις.

Ἀντὶ ἁγίων θἄχετε στὸ πλάϊ μπαγιονέταις,
ἀντὶ ψαλμῶν τῶν Χερουβεὶμ θ' ἀκούετε τρουμπέταις,
ἀντὶ ἀργὰ νὰ σᾶς ξυπνᾷ τῆς ἐκκλησιᾶς καμπάνα,
πρωὶ πρωὶ στῇς τέσσερης θὰ σᾶς ξυπνᾷ ἡ Διάνα,
κι' ἀντὶ δεσπότου γελαστοῦ μὲ μίτραις στὸ κεφάλι
θὰ βλέπετε τὸ λοχαγὸ καὶ τὸν Μαυρομιχάλη.

Πολλὴ μαυρίλα πλάκωσε... θὰ γίνετε φαντάροι,
εἰς τὄνα χέρι ἄρματα, εἰς τἄλλο συναξάρι,
τὰ ξίφη θ' ἀνασύρετε καὶ σεῖς ἀπὸ τὰς θήκας,
θὰ ψάλλετε εἰς τὴν γραμμὴν κατὰ βαρβάρων νίκας,
καὶ τότε πιὰ θὰ μάθετε, διαόλου καλογέροι,
νὰ τρίβετε καλλίτερα μαζί μας τὸ πιπέρι.