Παν
Συγγραφέας:
Γράμματα, τεύχος 40, Σεπτ.-Ιούλ. 1919


Σῶπα! Ὧρες-ὧρες, δὲν ἀκοῦς μακρυὰ ἀπ' τὸ περιβόλι
να κλαἶνε οἱ ἀγροτικοὶ θεοὶ τὴν πράσινή τους σκόλη;
γιὰ εἶν' οἱ φλογέρες, ποὺ γλυκὰ λαλοῦνε ἡ μιὰ στὴν ἄλλη;

Στὴ στέρνα τρέμει ἡ ὄψη σου, φθινόπωρο, καὶ πάλι...

Χτές, τέτοιαν ὥρα, στὴ σιγὴ ποὺ μ' εἶχε ξεπλανέση,
τὸν εἶδα: δρόμο ἐζήταγε στῶν ἀμπελιῶν τὴ μέση,
τὸ φαγωμένο του ἔτρεμε στὴ ράχι τὸ τομάρι
κι' ἔστεκε· ἀπάνω του ἔφεγγε καλόβολο φεγγάρι.

Οἱ Σάτυροι ἔλειπαν ἀλλοῦ, μακρυά του, οἱ κολασμένοι,
καὶ νὰ καμώνεται ἄρχισε, μονάχος, νὰ κουτσαίνη,
καὶ στὰ ξερὰ ἀμπελόφυλλα πατῶντας πάνω - κάτου,
τὸν Ἡρακλῆ νὰ περγελᾶ καὶ τὴν παλληκαριά του.

Ξάφνου τ' αὐτὶ ἔστησε, μακρυὰ σὲ μιὰ αὔρα ποὺ διαβαίνει,
μὲ αὐτιὰ καὶ μάτια μιὰν ἠχὼ ζητῶντας πεθαμμένη,
μα ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ νυχτιὰ στὴν παγωνιὰ μουδιάζει.

Τότες, τὴ σύριγγά του ἁρπάει, στὰ χείλη του τὴ βάζει·
παράτονος, μὰ ἁρμονικός, -μῖσος πνιχτὸ στὰ γέλοια-
κακὸ φυσοῦσε ὁ ξωτικὸς σκοπὸς μὲσ' ἀπ' τ' ἀμπέλια·
καὶ στὴν καρδιά μου ἀλλόκοτη μιὰ ξένη ἀνατριχίλα...

Καὶ νὰ χορέψουν ἔκαμε τὰ πεθαμμένα φύλλα.