Παιχνίδια
Συγγραφέας:
Ἀθήνα, 15.4.1933


Στὸν φίλο Γιῶργο Μαρινάκη

Κεῖνο τὸ βράδυ ὁ φίλος του Ἀντρέας τοῦ εἶπε μέσα στὴν κουβέντα σὰν νὰ μὴν ἔδιδε προσοχὴ στὸ πράγμα: - Ξέρεις, εἶδα τὴν Λογιάννη (εἴτανε ἕνα κορίτσι ποὺ τοῦ εἶχε ἀρέσει καὶ τοῦ ἄρεζε ἀκόμη). Μιλήσαμε γιὰ σένα. - Πῶς; - Εἴτανε καὶ ἄλλοι παρέα κ' ἐμένα γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὴ σύστησαν. Δὲν ξέρω πῶς βρέθηκα νὰ κουβεντιάσω μόνος μου μαζί της. Εἴπαμε διάφορα. Ἦρθε ἡ κουβέντα γιὰ φοιτητὲς καὶ ἔτσι τῆς ρώτησα ἂν σὲ γνώριζε ἂν σὲ εἶχε γνωρίσει. - Κ' ἐκείνη; - Μοῦ ἀπάντησε ἔξυπνα: - Ναί, σὲ μιὰ ἐκδρομή. - Τίποτα ἄλλο; - Τίποτα ἄλλο. - Τότε δὲ βρῆκε καμμιὰ ἐρώτηση νὰ κάμει κατάλαβε ποὺ τὸ θέμα εἴταν ἐξαντλημένο καὶ ἀνούσιο θὰ φαινότανε καὶ στοὺς δύο νὰ προσπαθήσει ν' ἀποδείξει τὸ ἐναντίον, καὶ συνεχάρη τὸν φίλον γιὰ νὰ λύσει εὐγενικὰ καὶ εὔκολα τὴν σιωπὴ ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ κούραζε καὶ τοὺς δυό: - Ἀληθινὰ ἔξυπνα σοῦ ἀπήντησε ἡ Λογιάννη. Ἁπλὰ χωρὶς προσποίηση, καὶ ὅμως μὲ τρόπο ποὺ δὲν ἄφηνε νὰ διεισδύσεις στὴν ψυχή της (δὲν ἤθελε νὰ προφέρει αὐτὴ τὴ λέξη «ψυχὴ» γιατὶ ἔτσι ἐνόμιζε πὼς ὁ ἀντικρυνὸς ἀντελαμβάνετο σ' αὐτὸνα τὸν ἐρωτευμένο τὸν αἰώνια ἐρωτευμένο κάποτε, κι αὐτὸ τὸν πείραζε βαθιά, ἀλλὰ τώρα δὲν ἔβρισκε καμμιὰ ἄλλη ἔκφραση, κ' ἤθελε νὰ τὸ πεῖ, κ' ἐξάλλου ἐκτιμοῦσε κάπως τὸν Ἀντρέα, ἤξερε πὼς αὐτὸς δὲν εἴτανε πονηρὸς καὶ ποτὲ δὲν ἔδειχνε διάθεση νὰ τὸν εἰρωνευθεῖ, ἴσως γιατὶ ἀρκετὰ γιομάτος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλ' αὐτὸ κείνη τὴν στιγμὴ δὲν τὸν ἐνδιέδερε), νὰ εἶσαι ἀδιάκριτος. - Κ' ἔτσι, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔλεγε τὴν φράσητου δὲν τὸ συλλογιζότανε, ἐπαινώντας τὸν Ἀντρέα, ατὸ ἔχοντας ὡς σκοπὸ γιὰ νὰ πείσει τὸν ἑαυτό του πὼς ἀμερόληπτα ψυχολογοῦσε ἢ μᾶλλον θέλοντας ἀκόμη μιὰ φορὰ νὰ βεβαιωθεῖ πὼς μποροῦσε νὰ βλέπει καθαρὰ πέραν καὶ παρὰ κάθε αἰσθησιακὸ ἐλατήριο ἢ ἐμπόδιο, ἐπαινοῦσε καὶ μπροστὰ στὸν Ἀντρέα, ὁ ὁποῖος κολακευμένος πιὰ ἀφηρημένος ἀπ' τὴν ἐσώτερη εὐχαρίστηση δὲν πρόσεχε, τὸ κορίτσι ποὺ τὸν ἐνδιέφερε.

Ἕνα ἄλλο βράδυ σὰν συναντηθήκανε ξανά, ὁ Ἀντρέας ποὺ δὲν εἴταν συνηθισμένος σὲ τέτοιου εἴδους ἀστεῖα κ' ἐξάλλου δὲν γνώριζε ἀρκετὰ τὸν φίλον του ὥστε νὰ ἀποφύγει κείνη ποὺ εἴτανε ὁπωσδήποτε μιὰ γκάφα, τοῦ λέει (σὰν ἐκεῖνος τοῦ ξαναμίλησε γιὰ τὴ Λογιάννη) καὶ γελοῦσε μὲ ἀφέλεια: - Τὴ Λογιάννη δὲν τὴν εἶδα. Σοῦ εἶπα ψέμα. Δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ πῶ ψέμα. Τὸ ἔκανα γιὰ ν' ἀποδείξω στὸν ἑαυτό μου πὼς μπορῶ νὰ πῶ ψέμα ἂν θέλω. Τέτοιες ἀπόπειρες κάνω συχνα. - Ἐκεῖνος κατάλαβε πὼς δὲν ἔπρεπε νὰ δείξει τὴν δυσαρέσκειά του καὶ δὲν τὴν έδειξε· δὲν μίλησε πιὰ κεῖνο τὸ βράδυ γιὰ τὴ Λογιάννη· θαύμασε μέσα του πιὸ ἀληθινὰ πιὸ χειροπιαστὰ τώρα ἀπ' τὸ προηγούμενο βράδυ τὴν ἐξυπνάδα τοῦ Ἀντρέα τὴν περίεργη ἀξιοπαρατήρητη νοοτροπία του· ἀλλ' αὐτὴ ἡ ἔνταση τῆς προσοχῆς του στὸν φίλο του δὲν γέμιζε ὅλο τὸ κενὸ ποὺ σβήνοντας εἶχε ἀφήσει ὴ αὐταπάτη του γιὰ τὴ Λογιάννη, μιλώντας ταπεινότερα, τίποτα δὲν τὸν παρηγοροῦσε.