Ο ύπνος της πικροδάφνης

Ο ύπνος της πικροδάφνης
(Παλιός σκοπός)
Συγγραφέας:
11.1.1935


Ἡ κόρη τοῦ σπιτιοῦ διασκεδάζει. Φτιάχνει ἀνθοδέσμες ἀπὸ γαρούφαλα ἀπὸ τριαντάφυλλα ἀπὸ μενεξέδες, καὶ τὶς πετάει σὲ ὅσους διαβάτες σταμάτησαν κάτω καὶ περιμένουν νὰ τὴν ἰδοῦν.

Περνάει ἕνας βλοσυρὸς ἄνθρωπος, καὶ σ' ἕναν τενεκὲ μαζεύει πέτρες. Βλέπει τὰ λουλούδια, ὅπως βλέπει κανεὶς τὰ σύννεφα· δὲν μπορεῖ νὰ τὰ πιάσει· θὰ τοῦ γλιστροῦσαν μέσα ἀπ' τὰ χέρια, ὅπως ὁ καπνὸς ἀπὸ τὰ σύννεφα.

Ὁ μικρὸς γιὸς ἑνὸς περιβολάρη σκέπτεται: Ἡ κόρη δὲν δείχνει, γιατὶ ἀσφαλῶς φοβᾶται μήπως ὁ ἀγέρας λερώσει τὴν ὀμορφιά της. Κρύβεται καὶ ξαποστέλνει τὰ δάκρυα τῆς μοναξιᾶς της. Ἡ ψυχή της γεμίζει ἀπὸ ἔρωτα, ὅπως ὁ λαιμός της ἀπὸ λυγμούς.

Οἱ ὥρες ἔγιναν γαρούφαλα τριαντάφυλλα μενεξέδες. Ἄλλο φῶς δὲν πέφτει στὸ δρόμο, ἄλλο τίποτε τὸ νωπὸ δὲν συμβαίνει! Ἀκόμα κι ὁ ἥλιος παραμερίζει τὰ μεσημέρια σὰν νὰ νιώθει πὼς τὸν ἐλησμόνησαν.