Ο χάρος και οι ψυχές
"Ο Χάρος και αι Ψυχαί", στον τόμο: Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τόμ. Α´, Eκδοτική Επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999, σ. 289.


Το τί 'ναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα.
μην' άνεμος τα πολεμά, μηνά βροχή τα δέρνει;
Κι ουδ' άνεμος τα πολεμά, κι ουδέ βροχή τα δέρνει.
μόνε διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νεούς απ' εμπροστά, τους γέροντας κατόπι,
Και τα μικρά παιδόπουλα, στη σέλ' αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες κι οι νέοι γονατίζουν.
"Χάρε μ', για κόνεψε σ' χωριό, κόνεψε σ' κρύα βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό, κι οι νέοι να λιθαρίσουν,
και τα μικρά παιδόπουλα, να μάσουν τα λουλούδια".
"Κι ουδέ σ' χωριό κονεύω 'γώ, κι ουδέ σε κρύα βρύση.
έρχοντ' οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά της,
γνωρίζονται τ' ανδρόγυνα, ξεχωρισμόν δεν έχει".