Ο φιλάργυρος (Γεώργιος Ζαλοκώστας)

Ὁ φιλάργυρος
Συγγραφέας:
Τὰ Ἅπαντα (1873)


ΣΤΟ σπίτι εἶχε κλεισμένα
Ὁ Μοῦρτος τὰ φλωριὰ,
Γυρίζει μιὰ βραδυά…
Ἦταν κλεμμένα.

Μὲ ἀπελπισμένους τρόπους
Τὸ μέτωπο βαρεῖ,
Ὅλους κατηγορεῖ,
Θεὸ καὶ ἀνθρώπους.

Φιλάργυρε, μὴ πέφτῃς
Σὲ ἀπελπισία τρελή·
Ἡ ἀστυνομία καλὴ,
Κουτὸς ὁ κλέφτης.

Τὰ βρῆκαν τὰ φλωριά του…
Τἄειδε καὶ σπαρταρᾷ,
Καὶ χάνει ἀπ’ τὴ χαρὰ
Τὰ λογικά του.

Λὲν τώρα, τὸν πειράζει
Παραξενιὰ τρελὴ,
Ταὶς ὤμορφαις καλεῖ
Καὶ τὰ μοιράζει.

Σκόρπα τοὺς θησαυρούς σου,
Ξένους παντοτεινά.
Ὤ, τώρα ἀληθινὰ
Βρῆκες τὸν νοῦ σου!