Ο τρύγος
Συγγραφέας:


'Οταν ανθίζ' η αγριάμπελη κι απλώνει τα κλαδιά της
στο σκίνο, στο χαμόδενδρο, στου πεύκου τα κλωνάρια,
στα ρέματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου,
κι αγέραν, κάμπους και βουνά, την πλάση πέρα ως πέρα
γιομόζει από μοσκοβολιά με τον ανασασμό της,
πυκνό - πυκνό κι ολόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μες από βράχους και κρινιά, μες από ερμιές και κήπους,
και τ' άνθη της βοσκολογά και παίρνει τον αχνό τους,
και διαλαλάει μ' ένα βοητό τον αναγαλιασμό του.
Έτσι οι κοπέλες του χωριού πετιούνται από τα σπίτια
κ' εις κάμπους κ' εις βουνά σκορπούν, κι όπ' είναι αμπέλι τρέχουν
με τα καλάθια τα πλεχτά και με τα βατοκόπια
και με τραγούδια, με χαρές, όταν αρχίζει ο τρύγος.
Αναταράζονται οι ερμιές, αχολογούν τ' αμπέλια,
λες κι από κάθε πέτρα ορθή, λες κι από κάθε βάτον,
όπου στο χόρτο σέρνεται, κόρης κορμί φυτρώνει.
Πράσινη απλώνεται η φυτιά κ' οι ρόγες μεστωμένες,
μαύρες και κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογούν, γιαλίζουν
στην πρώτη αχτίδα του ζεστού του ήλιου όπ' ανατέλλει,
σαν μαύρα μάτια, σαν χοντρά κλωνιά μαργαριτάρια.
Οι βέργες οι καμαρωτές λαμποκοπούν κ' εκείνες,
κ' οι περογλιές ξαπλώνονται στα διάπλατα κρεββάτια,
και στην πυκνή τους χλωρασιά και στο βαθύ τους ίσκιο
την ιδρωμένην αργατιά δροσίζουν, ανασαίνουν,
την αργατιά που ολημερίς όλο τρυγάει κι απλώνει,

Την αργατιά που λαχταρά πότε να πέσει ο ήλιος,
πότε να ισκιώσουν τα ριζά, να δροσερέψει ο κάμπος.

Νάτος ο ήλιος που έπεσε και πάει να βασιλέψει,
νάτα που ισκιώσαν τα ριζά και δροσερεύει ο κάμπος...

O ήλιος χάθη ολότελα και τα βουνά σουρπώσαν,
θόλωσαν τ' ανοιχτά νερά κι απάνω βγήκαν τ΄άστρα...

Διπλά ανασαίν' η εργατιά κι απαρατάει το έργο,
κ' εκεί που κληματόβεργες κι από παλιούργια φράχτες
καλύβι ολόρθο πλέκουνε, δείπνον απλό κυκλώνουν,
και τον απλό το δείπνο τους φωτάει θαμπό λυχνάρι.

Ύστερα εις κάθε μια φυτιά, κάθε όχτο, κάθε αμπέλι,
τρανές ανάβουνε φωτιές μες στ' απλωτό σκοτάδι.
Ολούρ' - ολούρ' απ' τις φωτιές σταίνουν χορό οι κοπέλες,
στρώνονται χάμου οι γέροντες κ' οι νιοί, κι απ' όλους ένας
τους συνοδεύει στο χορό μ' ένα απαλό τραγούδι
και μ' ένα λάλημα γλυκό - γλυκό του ταμπουρά του.
Ώσπου τ' αστέρια τ' ουρανού το μεσονύχτι δείχνουν,
και τότες οι χοροί χαλούν, σκορπάν οι δουλευτάδες.
Στρώνουν για στρώματα κλαδιά κι αποσταμένοι γέρνουν.

Κ' εκεί που σβήνουν οι φωτιές, έρμες ανάρια - ανάρια,
το νυχτοπούλι τ' άγρυπνο γλυκά τους νανουρίζει,
ώσπου να σκάσει ο αυγερινός, που θα ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στο έργο τους να μπουν, στον ζηλεμένο τρύγο.