Ο σκύλος
Συγγραφέας:


Ο ΣΚΥΛΟΣ

Ἤμεθα μόνοι οἱ δύο εἰς τὸ δωμάτιον· ὁ σκύλος μου καὶ ἐγώ... Ἔξω μαίνεται ἡ λαίλαψ. Ὁ σκύλος κάθηται πρὸ ἐμοῦ καὶ μὲ παρατηρεῖ ἀτενῶς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς.

Καὶ ἐγὼ ὁμοίως τὸν παρατηρῶ εἰς τοὺς ὀφθαλμούς.

Κἄτι θέλει νὰ μοῦ εἴπῃ. Εἶναι ὅμως βωβὸς καὶ δὲν ἐννοεῖ καλὰ μήτε τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ εγὼ τὸν καταλαμβάνω κάλλιστα.

Καταλαμβάνω, ἐπίστης ὅτι τὴν στιγμὴν ταύτην καὶ εἰς αὐτὸν, καὶ εἰς ἐμὲ, κυριαρχεῖ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ αἴσθημα δηλαλὴ, ὅτι μεταξύ ἡμῶν δὲν ὑπάρχει οὐδεμία διαφορά. Εἴμεθα τῆς αὐτῆς συνθέσεως καὶ εἰς ἕκαστον ἐξ ἡμῶν καίει καὶ φωτίζει τὸ αὐτὸ πύρ, τὸ αὐτὸ ὑποτρέμον φῶς.

Ὁ θάνατος προσερχόμενος, θὰ σείσῃ τὰς παγερὰς μακρὰς πτέρυγας του...

Καὶ θὰ ἐπέλθῃ τὸ τέλος!

Τὶς κατόποιν θὰ διακρίνῃ εἰς ποῖον ἐξ ἡμῶν ἔλαμπε τὸ ἕν ἢ τὸ ἄλλο φῶς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς;

Ὄχι! τὸ φῶς τοῦτο τῶν ὀφθαλμῶν δὲν εἶναι ζωῶδες, καὶ μήτε ὁ ἄνθρωπος ἔχει διάφορον φῶς εἰς τὰ βλέμματα.

Ἔχομεν δύο ζεύγη ὁμοιομόρφων ὀφθαλμῶν οἵτινες συναντώσι οἱ μὲν τοὺς δέ.

Καὶ εἰς ἕκαστον ἐκ τῶν ζευγῶν τούτωον, τοὺ ζώου καὶ τοὺ ἀνθρώπου, δύο ζωαὶ αὐτὴ καὶ ἐκείνη συνθλίβονται δειλῶς πρὸς ἀλλήλας.

Ἰβὰν Τουργένιεφ