Ο ποιητής (Τανταλίδη)

Ο ποιητής
Συγγραφέας:


Αὐτὸν ἐδῶ τὸν βλέπετε μὲ φρύδι' ἀνασυρμένα,
Μὲ σουφρωμένο μέτωπον, μὲ μάτια βουληγμένα;
      Σωπᾶτε κ' εἶναι Ποιητής!…
Μὲ τῆς πικρίας τὸ ραβδὶ τὰ σύμπαντα θὰ δείρῃ·
Γιανίτσαρος τῶν Ποιητῶν, ἁρπάζει τὸ σατίρι,
      Καὶ θὰ φανῇ Σατυριστής.

Σατυριστής… Ὡς κεραυνὸς βαστᾷ τὸν κάλαμόν του,
Τὰ βέλη του ἐβούτησε 'ς τὸν βραστερὸν θυμόν του,
      Φαρέτραν κρέμασε διπλῆν˙
Ἀπόλλων νυκτοπρόσωπος τεντώνει τὸ δοξάρι,
Τὸν κόσμον ὅλον σύσσωμον ὁ Διάβολος θὰ πάρῃ
      Μὲ πρῶτον τίναγμά του… Πλὴν

Ἐσκάλωσεν ἡ εὔροια τῶν στίχων του˙ σταθῆτε˙
Ἀκοῦτε τὸν Σατυριστήν; ἀγανακτεῖ, λυπεῖται,
      Τὸν κάλαμον συχνοβουτᾷ˙
'Σ τὰ εἴκοσί του δάκτυλα τὰ μέτρα συλλαβίζει,
Ἀλλάζει τὸ τετράδιον, τὸν ἵδρων του σκουπίζει,
      Τὸ καλαμάρι του πετᾷ.

Μὲ τὰς σβυσμένας λέξεις του λουλούδια σχεδιάζει.
Τοῦ στίχου ἡ κατάληξις ὀλίγο δὲν τεριάζει
      Καὶ τὴν ζητεῖ 'ς τὰ λεξικά.
Φυσᾷ, σφυρίζει, ξύνεται, ἀνάλατα τὰ κρίνει,
Καὶ σβύνει, γράφει ἄτυχα, καὶ σβύνει, γράφει, σβύνει.
      Ὤ! τί δεινὰ ποιητικά!

Πλὴν νὰ σού τον… ἐμπνέεται˙ τὰ φρύδια διέτε κάτου.
Ἐπῆρε δρόμ' ὁ κάλαμος˙ γελοῦν τὰ βλέμματά του.
      Ἰδέ, συνέλαβε, θαρρῶ.
Ἐγγαστρωμέν' ἡ Μοῦσά του 'ς τὸν σκάμνον πρὶν καθήσῃ,
Θ' ἀποβαλθῇ παράκαιρα, καὶ μέλλει νὰ γεννήσῃ
      Τετραμηνήτικο μωρό.

Ἐγέννησε… ἀκροατὰς ζητεῖ νὰ τ' ἀναγνώσῃ.
Φευγιό, παιδιά! τί στέκεσθε; θὰ μᾶς καταπλακώσῃ.
      Ἄφες μας, ἄφες, Ποιητή!
Νὰ ζῇ τὸ νεογέννητο! τ' αὐτιά μας μὴ πειράζῃς·
Εἰν' εὐτυχὲς τὸ Ποίημα, καὶ νὰ μᾶς τὸ διαβάζῃς
      Εἶν' τιμωρία περιττή.