Ο ποιητής και η Μούσα του

Ὁ ποιητὴς καὶ ἡ Μούσα του
Συγγραφέας:
Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τὰ Ἅπαντα (1873)


Απεφευγα τὴν ταραχὴ, τὲς ἐρημιὲς ζητοῦσα,
Γιατὶ εἶχα πόνο εἰς τὴν ψυχὴ καὶ λάβρα εἰς τὴν καρδιά μου·
Στὸ πεῖσμα τοῦ δασκάλου μου ἐκάθησε κοντά μου
Ἀγγελοπρόσωπη θεὰ, καμαρωμένη Μοῦσα.
Μουρμούριζε στὰ πόδια μου νερὸ σὰν τὸ κρουστάλλι,
Μὲ τριγυρίζαν λεημονιῶν οἱ μοσχοβόλοι κλῶνοι,
Ἕνα γλυκύστομο πουλὶ ἀρχίνησε νὰ ψάλλῃ…
Τὴν Μοῦσα δὲν τὴν ἔβλεπα, δὲν τἄκουγα τὸ ἀηδόνι.
Μὲ τὸ λευκὸ χεράκι της μ’ ἐξύπνισεν ἡ Μοῦσα,
Καὶ μ’ εἶδε μὲ τὰ μάτια της τ’ ἀγγελοκαμωμένα.
— Φεῦγα, τῆς εἶπα, Μάγισσα· τί θέλεις ἀπ’ ἐμένα;
Καὶ ἐγύρευα νὰ σηκωθῶ καὶ πάλαι δὲν μποροῦσα.
— Ὁ δάσκαλος, εἶπεν αὐτὴ, σοῦ ἐπάγωσε τὸ αἷμα;
Δάσκαλος ποὺ κατηγορεῖ καὶ τίποτε δὲν γράφει.
Ὢ μὴ πιστεύῃς ἄνθρωπο πὤχει νεκρὸ τὸ βλέμμα,
Ὁπὤχει χείλη ἀγέλαστα καὶ πρόσωπο σὰ θειάφι.
— Ἀλήθεια λές· ὁ δάσκαλος μοῦ γύρισε τὴν γνώμη,
Καὶ ἀπελπισμένος σήμερα θὰ κάψω τὰ χαρτιά μου.
Φαρμακερὰ τὰ λόγια του ἐβούϊσαν στὰ αὐτιά μου·
«Εἰς τὴν Ἑλλάδα ποιητὴς δὲν ἐγεννήθη ἀκόμη.»
— Ψέμματα, σοῦ εἶπε, ψέμματα· ὁ φθόνος τὸν σκοτόνει,
Καὶ ἔχουν χολὴ τὰ σπλάγχνα του καὶ ἡ γλῶσσά του φαρμάκι.
Ὁ κόρακας δὲν ἠμπορεῖ νὰ ψάλῃ σὰν τ’ ἀηδόνι,
Καὶ ῥοκανάει τὰ σπλάγχνα του τοῦ φθόνου τὸ σαράκι.
Ἀκοῦς τ’ ἀηδόνι πῶς λαλεῖ; Ἀνθὸς μοσχοβολάει,
Καὶ κρουσταλλένιας ῥεμματιᾶς τὸ κῦμα μουρμουρίζει.
Ἡ δάφνη ἀκαλλιέργητη στὴν γῆν αὐτὴν ἀνθίζει,
Γράψε· τὸ πρόσωπο τῆς γῆς καὶ ὁ οὐρανὸς γελάει. —

Εἶπε καὶ αἰσθάνθηκα φωτιὰ στὰ σωθικά μου νέα…
Αἴ δάσκαλε, τοὺς στίχους μου δὲν θέλω νὰ τοὺς κάψω,
θὰ γράψω· κατηγόρα με ὅσῳ νὰ ζῇς, θὰ γράψω.
Ἐσὺ εἶσαι τόσον ἄσχημος, καὶ ἡ Μοῦσα τόσο ὡραία.