Ο ξυλοκόπος
Συγγραφέας:
Στέφανος Μαρτζώκης, "Ο ξυλοκόπος", Ballades, Ζάκυνθος 1889, σσ. 112-113.



Νύχτα και μέρα πάντα κοπιάζει,
κόβει το ξύλο με το πριόνι,
κάθε κομμάτι πλανιάρει, σιάζει
και το φιλιάζει και το καρφώνει.
Πότε γελάει, πότε δακρύζει
κι έτσι κομμάτι ψωμί κερδίζει.
 
Στέκει σιμά του και τον κοιτάζει
η σύντροφός του και το παιδί του,
που ξυλαράκια χάμου αραδιάζει
και του μαγεύει την ύπαρξή του,
οπού το βλέπει να γέρνει αγάλι,
κλειόντας τα μάτια, τ' ωραίο κεφάλι.
 
Μαύρο ένα χέρι τη θύρα σέρνει
κι άνθρωπος μπαίνει ψηλός το σώμα,
μικρούλα κάσα του παραγγέρνει
και το παιδάκι φιλεί στο στόμα,
τους λέει, κοιτάχτε γλυκά κοιμάται,
μην το ξυπνάτε, μη το ξυπνάτε.
 
Ο γέρος φεύγει μ' αργό ποδάρι
κι ο ξυλοκόπος την κάσα φτιάνει.
Η σύντροφός του χλωρό χορτάρι
παίρνει και πλέκει μ' ανθούς στεφάνι.
Κι ενώ μια σκέψη του νου πλακώνει
Τον άγγελό της γοργά σταυρώνει.
 
Έπλεξε η μάνα τ' ωραίο στεφάνι
και λέει θλιμμένη στον ξυλοκόπο:
-Βραδιάζει η μέρα κι η νύχτα φθάνει
και κουρασμένος είσαι απ' τον κόπο,-
και στο παιδί της στρέφεται αγάλι:
-Κοίτα, του λέει τι αφράτα κάλλη!
 
Σκύβει γελώντας να τ' αγκαλιάσει
στο κρεβατάκι για να το βάλει,
σα φύλλο τρέμει, φριχτά φωνάζει,
νεκρό το σφίγγει μες στην αγκάλη
κι αντί στην κούνια, τρέμει, παγώνει,
μέσα στην κάσα το σαβανώνει.