Ο ξενιτεμένος (Παπαντωνίου)

Ο ξενιτεμένος
Συγγραφέας:


Σὰν πῆγε στὴν Ἀμερική,
ἐγύριζεν ὁ νοῦς του πίσω
καθημερινὴ καὶ Κυριακή.

Σὰν ἄρχιζε νὰ γράψῃ γράμμα,
- «καλή μου μάννα κι ἀδερφή», -
ἐκεῖ τὸν ἔπιανε τὸ κλάμα.

᾽Επέρασε καιρὸς πολύς,
στὰ ξένα ἀσπρίσαν τὰ μαλλιά του,
γυρίζει πίσω παραλῆς.

Τὰ πλούτη του εἶναι περισσά.
῎Εφερε γοῦνες καὶ ρολόγια,
ἔχει τὰ δόντια του χρυσᾶ.

Πηγαίνει στὸ σπιτάκι ἴσια.
Ἡ μάννα του; ...ἡ ἀδερφή;
Εἶναι κι οἱ δυὸ στὰ κυπαρίσσια.

Ἂς ξαναζοῦσαν μιὰ βραδιὰ
- κι’ ἂς ἤτανε καὶ στ’ ὄνειρό του -
Θἄδινε ὁλάκερο τὸ βιό του!