Ο νόμος ως έκφραση της θελήσεως των εργατών της κοινωνίας
Ο νόμος ως έκφραση της θελήσεως των εργατών της κοινωνίας Συγγραφέας: |
ένα από τα άρθρα στήλης με τίτλο «Πολιτικά μαθήματα» , εφημερίδα «Ήλιος» του Ναυπλίου, αρ. 20 (29-8-1833), 82 |
Αυτό το κείμενο χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: τονισμός, μονοτονικό OCR σε πολυτονικό κείμενο, δασείες/ψιλές έχουν γίνει οξείες, περισπωμένες=οξεία+διαλυτικά, κτλ Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τη σελίδα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα. |
Τό βάδισμα λοιπόν του άνθρωπίνου νοός είναι προοδευτικών ή πίστις της άνθρωπότητος είς τήν πρόοδον άναγκαία, καί ή Ιδέα τής προόδου μας δηλοποιεΐ , ότι τά έθνη, τά όποια έγόγγυζον ύπό τήν δουλείαν, καί άπετίναξαν πλέον τόν ζυγόν της, καί έπομένως άπέκτησαν όπωσοΰν τά δικαιώματα τής έλευθερίας, ίσότητος καί κοινωνισμοΰ, δέν έκατήντησαν δι΄ άλλου μέσου είς ταύτην τήν ήθικήν καί πολιτικήν βελτίωσίν των, παρά δια τοΰ φωτισμοΰ τής παιδείας. Αυτά ίμαθον έκεΐνο, τό όποιον άγνοοΰσαν, έξεσκέπασαν τά κεκρυμμένα, καί ούτως έπροόδευσαν, καί δια νέων προσέτι ιδεών θέλουν άκόμη πολιτικώς προοδεύσει, καί τότε θέλουν ήσυχάσειν, όταν σηκοθώσιν άπό τό μέσον τής κοινωνίας, τά έμποδίζοντα τήν έκτύλιξιν τών κοινωνικών έργασιών. Τά δέ έθνη, τά όποια άναστενάζουν ύπό τόν άφόρητον τής αυθαιρεσίας ζυγόν, καί μόλις άρχισαν νά βαδίζωσιν είς τόν πολιτισμόν, καί αύτά δια τοϋ φωτισμού βαθμηδόν, βαθμηδόν, μέλλουν νά συντρίψωσι τά δεσμά των, καί νά ζώσιν είς τό έξης ύπό νόμον δίκαιον καί κοινωνικόν, ό όποιος ούτε τήν έλευθερίαν τών συγκοινωνούντων νά καταπιέζη , άλλά νά τήν έμψυχώνη , διότι έδώθεν πηγάζει δλη μας ή ένέργεια - ούτε τήν ισότητα νά καταφρονή , ήτις είναι ή άληθινή έκφρασις τής έλευθερίας, καί τό άληθινόν καί άκριβές μέτρον της· ούτε τόν κοινωνισμόν νά άρνηται, ό όποιος είναι ή άρχή, ή γέννησις καί ή βάσις τής κοινωνίας· ούτε τήν έργασίαν νά βαραίνη, άλλ' είς αύτήν νά θεμελιοϋται, αύτήν νά διοργανίζη καί νά έχη έν πνεΰμα μέ τόν νόμον έκείνης· ό μέλλων νόμος άλλην πολιτικήν αύθεντίαν δέν θέλει δέχεσθαι παρά τήν έκφρασιν τής θελήσεως τών έργατών τής κοινωνίας· διότι μόνοι ούτοι γνωρίζουν νά έκτιμήσωσι τήν άξίαν τής έργασίας, καί τά άποτελέσματά της· μόνοι αύτοί προάγουν δια του καθημερινού ίδρώτός των τόν τής κοινωνίας πλοΰτον, αύτοί μόνοι υπερασπίζονται, είς τάς έφορμάς τών έξωτερικών έχθρών τό έδαφος τής πατρίδος καί χύνουν τό αίμα των ύπέρ τής έλευθερίας, καί αύτοί μόνοι βαστοϋν καί πληρόνουν τά έξοδα τής Κυβερνήσεως· αύτοί τρέφουν τούς πάντας, αύτοί είναι τό παν, καί αύτοί τά πάντα κάμνουν, καί δια τοϋτο αύτοί είναι οί άληθεΐς καί δίκαιοι ποιηταί τοϋ κοινωνικοΰ νόμου - αύτοί είναι ό Κυρίαρχος τής κοινωνίας· ό όποιος μέλλων νόμος, έπειδή θά πηγάζει άπό τήν άληθινήν του πηγήν, θά έχει τήν άνήκουσαν ήθικότητα, καί θά χέρεται τό φιλοσοφικόν τής ένώσεως έκεϊνο πνεϋμα, τό όποιον πηγάζει άπό τάς άληθινάς καί πραγματικάς σχέσεις τών συγκοινωνούντων, τάς όποιας άλλος τις δέν τάς γνωρίζει έντελώς, παρά αύτοί οί συναγωνιζόμενοι, οί συμπάσχοντες καί ζητοΰντες ένταυτώ καθημερινώς τήν καλητέρευσιν καί τελειοποίησίν των. Εις τό μέλλον ό νόμος δέν θέλει ύποφέρειν ταύτην τήν άδικίαν, τήν άπανθρωπίαν, λέγω, νά βλέπη μέ άδιάφορον δμμα τόν έργάτην έκάστου είδους έργασίας ν' άποθαίνη τής πείνας είς τήν άγοράν, ή νά άγεται καί νά φέρεται αύτοϋ χωρίς έργασίαν, νά κυλίεται είς τόν βόρβορον τής άμαθείας καί τής διαφθοράς· καί νά ύποφέρη τήν πορνίαν, τήν άμάθειαν, τήν όκνηρίαν καί τήν δουλείαν τών γυναικών, αί όποϊαι συσταίνουν τό ήμισυ τής άνθρωπότητος, καί είς τά χέρια τών όποιων παραδίδομεν τήν πρώτην άνατροφήν τών τέκνων μας, καί τήν οίκειακήν μας οίκονομίαν. Ή έλεημοσύνη, ήτις άποκατασταίνεται τήν σήμερον άναγκαία είς τήν κοινωνίαν έξ αίτίας τοϋ κακοϋ διοργανισμοΰ της, άλλ' ή όποια τρέφει τήν όκνηρίαν, καί ταπεινόνει τό φρόνημα τοϋ άνθρώπου, τότε θέλει έξαλειφθήν ή μέλλουσα νομοθεσία θέλει διοργανίσειν είς τρόπον τοιοϋτον τήν κοινωνίαν, ώστε δλοι οί πολΐται θέλουν έργάζεσθαι, αύτοί μόνοι θέλουν εϊσθαι οί Κύριοι τοϋ έξαγομένου τής έργασίας των δλοι ίδιοκτήται κατά τήν Ικανότητα καί άξίαν τών έργων των δλοι κατά τό μάλλον καί ήττον άνεπτυγμένοι κατά τόν νοϋν καί ήμερωμένοι κατά τήν καρδίαν όλοι θέλουν τιμάσθαι καί άγαπάσθαι άμοιβαίως· αυτοί μόνοι θέλουν είσθαι οί διευθυντά! τών αισθημάτων καί πράξεών των καί αύτοί δια της δικαιοσύνης δέν θέλουν ζητεΐν πλέον τάς κεφαλάς τών συμπολιτών καί συναγωνιστών των, άλλά δι' αύτής τήν ήθικήν καί φυσικήν βελτίωσίν των. Ή ποινή τοϋ θανάτου, ή όποια μόνη άρκεΐ νά χαρακτηρίση τήν διαφθοράν τών τωρινών κοινωνιών, θά έξαλειφθήν άπό τήν κοινωνίαν, όμοϋ μέ όλας τάς άλλας βασανιστικάς ποινάς· ή μέλλουσα ποινή άλλη δέν θέλει είσθαι, παρά ό ψόγος τής κοινής ύπολήψεως, προσαρμοζόμενος είς τούς παρεκτρεπομένους άπό τό πνεϋμα τοϋ όργανικοϋ κοινωνικοΰ νόμου, καί ζητών ούτω νά τούς φέρη είς τήν κοινωνικήν άρμονίαν διότι ή κοινωνία ούσα τότε διωργανισμένη κατά τήν άληθινήν καί έκτεταμένην ίδέαν τοϋ δικαίου, τής έλευθερίας, λέγω, ίσότητος, κοινωνισμοΰ, έργασίας, καί άρμονίας, καί έγγυουμένη έπομένως έκτύληξιν νοητικήν καί ήθικήν, καί θεράπευσιν φυσικών άναγκών, καί τό κακόν έλλεΐπον άκολούθως διότι αύτό άλλο δέν είναι παρά ή παράβασις καί καταπάτησις τοϋ δικαίου· ή άρετή τότε θέλει ένεργηται, ώς άναγκαΐον έπόμενον τοϋ σεβασμού τοϋ δικαίου καί ούτω τά λεγόμενα σημερινά έγκλήματα, παρεκτροπήματα τής παραβιάσεως τοϋ δικαίου θέλουν λείψειν, καί μετ' αύτών καί ή βασανιστική καί άτιμος ποινή: είς τήν μέλλουσαν κοινωνίαν οί πολΐται ένός έθνους δέν θέλουν όπλίζεσθαι διά νά δουλόσωσι τούς έπαναστατουμένους κατά τής τυραννίας λαούς, άλλά ή διά νά τούς έλευθερόνωσιν άπ' αύτήν, ή θέλουν όπλίζεσθαι μέ τά έργαλεΐα τής βιομηχανίας διά κοινόν πλοϋτον καί εύτυχίαν. Τό αίμα τής άνθρωπότητος θά παύση άπό τοϋ νά χύνεται· ή ζωή τοϋ πολίτου θέλει είσθαι πολύτιμος καί πλέον μακρόβιος· ό δέ χρυσούς αιών άκόμη δέν έφάνη· προοδεύουσα ή άνθρωπότης θέλει τόν άπαντήσειν. Ό νόμος λοιπόν είς τό μέλλον θέλει είσθαι προνοητικός, όργανικός, φιλανθρωπικός, καί θεραπευτικός τών φυσικών καί ήθικών χρεών τοϋ πολίτου. Ό τοιοϋτος μέλλων νόμος, άφοϋ άναθρέψει ουτω τά έθνη, άφοϋ ξετυλίξει τάς τρεις μεγάλας κλίσεις των, τήν νοητικήν, ένεργητικήν καί συμπαθητικήν άφοϋ τά κάμει νά συλλάβωσι τάς αύτάς περί ένώσεως μεγάλας ιδέας· άφοϋ διαλύσει τάς άντιζηλίας, καί τά έγωϊστικά αισθήματα τών διαφόρων φυλών άφοϋ τάς ένώση διά τών μεγάλων έργων τής βιομηχανιας, τότε ύπερπηδών τα στενά όρια τών έθνών, άφίνων τήν άτομικότητα, καί άναγκαλιάζων τήν γενικότητα, θέλει κατασταθη παγκόσμιος· τότε μόνη ή άνθρωπότης θέλει είσθαι ό μέγας ποιητής τοϋ Νόμου· καί ό νόμος θέλει έχει δια άντικείμενον διοργανισμοϋ τήν πολυάριθμον άνθρωπότητα* τότε θέλει φανήν ή σοφία καί άρετή τής άνθρωπότητος, καί ή ήθικότης τοϋ νόμου* τότε ό άνθρώπινος νόμος θέλει συγχέεσθαι μ' έκεϊνον τής φύσεως καί τοϋ θεού* καί Ιδού ή ζητουμένη αρμονία