Ὁ κρίνος καὶ ἡ κόρη
Συγγραφέας:


'Σ ὅλη τὴ φύση ξένη,
ὡς πέτρινη μορφή,
στὰ χόρτα καθιστὴ
μία κόρη μένει.

Πῶς πνέει ζωῆς ἀέρι
τὸ βλέπεις μοναχὰ
σὰν κάποτες ἀργὰ
κινάει τὸ χέρι.

Σά, μὲ σβυσμένη γνώση,
κατόπι τὴ θωρεῖς
μία φοῦχτα χλόη τῆς γῆς
νὰ ξερριζώσῃ.

Ἐνῷ σὲ λόγγο τρέχει
ἀπ' ἄγριους λογισμούς,
ποῦ ξερριζώνει αὐτοὺς
ἡ ἀθλία παντέχει.

Σὰ θῦμα πέφτει ἐκείνου
τοῦ ξένου στοχασμοῦ
κ' ἕνα κλαράκι ἁγνοῦ
δροσάτου κρίνου.

Σταλάζει τ' ἄνθος, κλαίει
καί, πεταμένο ἐκεῖ,
μὲ ἀπόκρυφη φωνὴ
τῆς κόρης λέει:

- Δῶρο ἀκριβὸ τῆς φύσης
μ' εἶχε πανέρμη γῆ·
σκληρόκαρδη, γιατὶ
νὰ μᾶς χωρίσῃς;

Ἄχ! ἤμουν στὸ χορτάρι,
ποῦ μ' ἔζωνε παντοῦ,
ἀγάπη τ' οὐρανοῦ
τῆς γῆς καμάρι.

Σὰν ἀρχινοῦσε ἀγνάντια
ὁ ἥλιος νὰ φανῇ,
μ' ἐστόλιζεν ἡ αὐγὴ
μ' ὡραῖα διαμάντια.

Μὤδινε κάθε ἀστέρι
ἀγκάλιασμα σεμνό,
φιλιὰ τὸ κρύο νερό,
φιλιὰ τ' ἀέρι.

Γιὰ τέτοια καλοσύνη
γενότουν εὐωδιὰ
στὰ φύλλα μου ἡ χαρὰ
κ' ἡ εὐγνωμοσύνη.

Καὶ τώρα; ὡς κιτρινίσουν
τ' ἄσπρα μου φύλλα ἐδῶ,
τί πλέον ἀκαρτερῶ;
Νὰ μὲ πατήσουν.

Σὰν ἔπαψε ἡ θλιμμένη
γλυκύτατη λαλιά,
στὸν κρίνο ἡ κορασιά
γυρνάει καὶ κρένει:

- Ἐσὺ ποῦ δάκρυα στάζεις
καὶ ἀπόχτησες φωνή,
βαρυόμοιρο κλαρί,
πόσο μοῦ μοιάζεις!

Ἤμουν κ' ἐγὼ μία μέρα
ὁ κρίνος τοῦ χωριοῦ·
δὲν ἅπλωνα τὸ νοῦ
'ς ἄλλον ἀέρα.

Κοράλλα σὰν τὸν ἄμμο
φοροῦσα στὸ λαιμό,
πρὶν ἔβγω σὲ χορό,
πρὶν πάω σὲ γάμο.

Τὰ μάτια καὶ τὰ μαῦρα
μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς
μοῦ ἐφίλειε πάντα εὐχῆς
καὶ ἀγάπης αὖρα.

Γιατὶ νὰ τὰ φιλήσῃ
κ' ἐκεῖνος, ποῦ μὲ μιᾶς
τὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς
μὤχει μαυρίσει;

Ἄχ! τώρα τ' ὄνομά μου
ποδοπατοῦν πολλοί,
στὴ λάμψη ἐδῶ κ' ἐκεῖ
συρμένο χάμου.

Νὰ τοὺς ἀκούσω ἀκόμα;
σκληρὴ καταλαλιὰ
δὲν ἀντηχάει βαθυὰ
στὸ μαῦρο χῶμα.

Τὴ θάψαν. Ἕνας θρῆνος
δὲν ἔτυχε νὰ βγῇ·
μόνον εὑρέθη ἐκεῖ
τοῦ λόγγου ὁ κρίνος.

Μὴ κἄποιου ἀγγέλου χέρι
τὸν πῆς τῆς ὀρφανῆς;
Μὴν ἕνας ποιητής;
Καὶ ποιός τὸ ξέρει!