Ο κούρος
Συγγραφέας:
Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης


Στειροχωριζουν ’ς τοῦ Κλαδᾶ, τυροκομοῦν ’ς τοῦ Ζέρβα,
’Σ τοῦ Ἀκρίβου ἀλλαζουν τὰ μαντριά, ’ς τοῦ Μπάρδα κοῦρον ἔχουν
Εἴκοσι πέντε εἶν’ ᾑ κοπές, διακόσιοι οἱ κουρευτάδες,
Κι’ ἄλλ’ ἐκατὸ ποῦ κουβαλοῦν κι’ ἄλλ’ ἐκατὸ ποῦ στρίβουν,
Ποῦ στρίβουν τὰ κωλόκουρα, ποῦ δένουν τὰ ποκάρια.


Δώδεκα μέρες κούρευαν, δώδεκα μέρες δέναν.


Ὁ γέρο Μπάρδας κάθεται σὲ στρουγγολίθι ἀπάνου
Μὲ τὸ πλατὺ τὸ πόσι του, μὲ τὸ μακρὺ ραβδὶ του,
Μὲ τὴν χοντρή του σάρικα πὤχει πυκνὸν τὸ φλόκο,
Μὲ τοὺς ἑφτά του τοὺς ὑγιούς, μὲ τοὺς ἐννιὰ γαμπρούς του,
Κι’ ὅλο τηράει τὰ πρόβατα καὶ λέει γιὰ τὸ καθένα:


Τήρα σαργιὰ πὤχ’ ἡ χελιά, τήρα ποκάρι ἡ κούλια,
Τήρα τὴν στερφοκάλλεσα ροῦντο μαλλὶ ποῦ βγάζει,
Ἡ μονοβύζα ἡ καψαλὴ τήρα κολτσίδες πὤχει.
Πρόγγα, ὡρὲ Λιά, τὴν κότσινα ποῦ ξυέται ’ς τὰ παλιούρια·
Ἴστ ἴστ, διαβολοπρόβατο. Ἐά! δὲ μ’ ἀκούει τὸ ἔρμο,
Μόχτα, ὡρὲ Λιά, καὶ μάδεψε· φυλάξου ἀπ’ τὸ βαρβατο.


ᾙ νυφοθυγατέρες του κερνοῦν τοὺς κουρευτάδες,
Κερνοῦν παγούδα ἀνθότυρο, κερνοῦν ἀφρὸ γαλάτου.
Κ’ οἱ γιοί του ἀράδα τὰ μαντριὰ συχνογυρνοῦν καὶ κρένουν:
-Γιὰ γληγορᾶτε, ὡρὲ παιδιά, γιὰ στρῶστε τὰ ψαλίδια,
Τί πῆγε ὁ ἤλιος πέντε ὀργιες, θὰ νά μας πάρῃ ἡ νύχτα,
Κ’ εἶνε γιορτάσι ἡ αὐριανή, νὰ μή μας βρῇ ’ς τὸν κοῦρο.


Ὁλημερῆς κουρεύουνε, τὸ γιόμα τρῶν καὶ πίνουν
Κ’ ἐκεῖ ’ς τὸ ἠλιοβασίλεμμα σκολνοῦν κι’ ἀποκουρεύουν.
Τότ’ ἕνας γέρος κουρευτὴς προβάλλει ὀμπρὸς καὶ κρένει:


-Γιὰ σκῶτε ἀπάνου, ὠρὲ παιδιά, γιὰ ἀφῆστε τὰ ψαλίδια,
Γιὰ μάστε τούφα ἀμάραντο, μάστε χεριὲς ἀρείκη
Κι’ ἀγιόκλημα καὶ σφελαχτό, πιάστε τὸν πρῶτο δάσο
Καὶ δέστε του ’ς τὰ κέρατα τ’ ἀσημοκεντισμένα.
Πάρτε καὶ τοῦ γαλάτου ἀφρο, ραντίστε τὰ ποκάρια,
Βάξτε: χούϊ, χούϊ, χούϊ! τρεῖς βολές, ῥίξτε καὶ τρία ἁρμούτια
Καὶ εἰπέτε καὶ τοῦ τσέλιγγα παινετικὸ τραγούδι.

Σκώνονται ἀπάνου τὰ παιδιὰ κι’ ἀφίνουν τὰ ψαλίδια,
Μαζεύουν τούφα ἀμάραντο, κόβουν χεριὲς ἀρείκη
Κι’ ἀγιόκλημα καὶ σφελαχτό, πιάνουν τὸν πρῶτο δάσο
Καὶ δένουν του ’ς τὰ κέρατα τ’ ἀσημοκεντισμένα,
Παίρνουν καὶ τοῦ γαλάτου ἀφρο ραντίζουν τὰ ποκάρια,
Σκούζουν: χούϊ, χούϊ, χούϊ! τρεῖς βολές, ῥίχνουν καὶ τρία ἁρμούτια
Καὶ λέγουν καὶ τοῦ τσέλιγγα παινετικὸ τραγούδι:

-Ἐσένα πρέπει, ἀφέντη μου, νὰ ζήσῃς χίλια χρόνια,
Νὰ ζήσῃς σὰν τὸν Ἔλυμπο, ν’ ἀσπρίσῃς σὰν τὸν Πίνδο,
Νὰ ἰδῇς ὑγιούς, νὰ ἰδῇς γαμπροὺς καὶ νυφοθυγατέρες,
Κι’ ἀγγόνια καὶ δισέγγονα νὰ πιάκῃς νὰ χαϊδέψῃς.
Νἄχῃς χιλιάδες πρόβατα, νἄχῃς χιλιάδες γίδια,
Μὲ μύρια ἀργυροκούδουνα, νά τα λαλοῦν νὰ πρέπουν.
Ν’ ἀρμέγῃς κάθε πρόβατο κ’ ἐννιὰ ἀρμεγοὺς νὰ βγάζῃς.
Ν’ ἀρμέγῃς κάθε γίδι σου κι’ ἄλλους ἐννιὰ νὰ βγάζῃς.
Ἐσένα πρέπει, ἀφέντη μου, τὸ πρῶτο τὸ βαρβάτο
Νἄχῃ γερτάνι ἀπὸ φλουρὶ καὶ κέρατα ἀπ’ ἀσῆμι,
Νὰ τ’ ἀκλουθᾶν τὰ πρόβατα, νὰ τ’ ἀκλουθᾶν τὰ γίδια,
Νά τα σουρᾷς νὰ χαίρεσαι καὶ νά τα καμαρώνῃς.
Ἐσένα πρέπει, ἀφέντη μου, γιὰ νὰ καβαλικεύῃς
Τ’ ἀσέλλινο, προσέλλινο, τὸ κάλλιο τὸ πουλάρι,
Ὁπὤχει ἀστρι ’ς τὰ στήθια του, φεγγάρι ’ς τὰ καπούλια,
Καὶ χίλιοι νὰ σοῦ το κρατοῦν νὰ γέρνῃς νὰ πεζεύῃς,
Νὰ σιέσαι, νὰ λυγίζεσαι, νὰ κάτσῃς ’ς τὸ προσκάμνι.
Κι’ ὀχ’'τὸ προσκάμνι ὅντας σκωθῇς καὶ μπῇς ’ς τὸν ἀρμεγῶνα
Τὸ πλιὸ τρανὸ μαντρόσκυλλο νὰ σ’ ἀκλουθάῃ σοῦ πρέπει,
Καὶ πάλι ξαναπρέπει σου βαριὰν ἀρμάτα νἄχῃς,
Νἄχῃς πολλὲς τὲς φορεσιὲς καὶ χρυσοκεντισμένες.
Νὰ ντυέσαι, νὰ ξεντύνεσαι, ν’ ἀλλάζῃς νὰ ξαλλάζῃς,
Νὰ κουβαλᾷς ἐδῶ κ’ ἐκεῖ τ’ ἀμέτρητο τὸ βιό σου,
Νὰ διαφεντεύῃς ’ς τὰ βουνά, ν’ ἀκούγεσαι ’ς τοὺς κάμπους.


Λὲν τὰ παιδιὰ τοῦ τσέλιγγα παινετικὸ τραγούδι,
Καὶ παίρνουν πάλι ἀφρόγαλα καὶ πίνουν καὶ ραντίζουν
Καὶ ξανασκούζουν: χούϊ, χούϊ, χούϊ! ῥίχνουν καὶ τρία ἁρμούτια.