Ο κλέπτης
Συγγραφέας:


Βάλετε με τον νου σας ότι είμεθα εις τον Ιούλιο. Μέσα εις εν χωράφι τα στάχυα είναι κίτρινα και ώριμα και αύριο θα τα θερίσουν. Είναι νύκτα και το φεγγάρι φέγγει με το γλυκό του φως, ο δε πιστός Νέστωρ, δεμένος εις εν βαρέλιον, το οποίον του χρησιμεύει ως κατοικία, φυλάει σκοπός έξω από το χωράφι.

-Γαβ! γαβ! κλέπτης! φωνάζει άξαφνα ο Νέστωρ. Πού είναι ο κλέπτης; Είναι ένας ποντίκαρος φορτωμένος με εν στάχυ. Κατ’ αρχάς έτρεξε να κρυφθή καταφοβισμένος˙ αλλ’ άμα είδε, ότι δεν τον έφθανε ο φύλαξ, επήρε θάρρος. –Πού έκοψες αυτό το στάχυ; τον ερωτά με θυμό ο Νέστωρ. –Εις το χωράφι του αφέντη σου. –Αυθάδη, αδιάντροπε, κλέπτη, τολμάς ακόμη και να καυχηθής δια την κλεψιά σου εμπρός μου˙ στάσου να σου δείξω εγώ.

Ο ποντικός κάθεται μακρυά-μακρυά και με μάτια λαμπερά, με μουστάκια στριμμένα, με ουρά απλωμένη εις το πλάγι του, κοιτάζει περιπαικτικά τον Νέστορα. Ω! αυτό πλέον δεν ημπορεί να το βαστάξη ο σκύλος να τον περιπαίζη ένας κλέπτης! Και τι κλέπτης; ένας ποντικός! Ορμά λοιπόν εμπρός, όσο φθάνει η αλυσίδα του.

-Θα στραγγουλίσης το λαιμό σου! του λέγει ο ποντικός.
-Αχ! ας ήτανε μακρύτερη η αλυσίδα μου κι’ έβλεπες!
-Θα επήγαινα πιο παρά πίσω!
-Ας μπορούσα να τη σπάσω, τότε νάβλεπες.
-Θα έτρεχα γρήγορα μέσα στην τρύπα μου! Δεν σε φοβούμαι!

Και ο αυθάδης ποντικός, βέβαιος ότι δεν ημπορεί να τον κάμη τίποτε ο δεμένος Νέστωρ τολμά και πλησιάζει το στάχυ εις την μύτη του εχθρού του. Ο Νέστωρ, έξω φρενών από το θυμό του, πηδά με τόση ορμή που το βαρέλι τρίζει… Και ο αυθάδης αλλά δειλός ποντικός το ρίχνει εις την φευγάλα, αφού επέταξε χάμου το στάχυ!

-Αχ! αχ! λέγει ο Νέστωρ κατευχαριστημένος από την νίκη του, φόβο που τον επήρε!...εγλύτωσα το στάχυ, δεν θα το φάγη, εφάνηκα πιστός φύλαξ. Αχ και αν πέσης ποτέ εις τα δόντια μου, κυρ ποντικέ, θα σε μάθω να σέβεσαι την ιδιοκτησία του άλλου… και εμέ το Νέστορα.