Ο καημένος
Συγγραφέας:


Στὸ λιβάδι ξεχασμένος
ἕνας γάιδαρος βοσκοῦσε,
τίποτ’ ἄλλο δὲν ζητοῦσε
ὁ καημένος.

Τὸ χορτάρι του μασοῦσε
κι ἦταν τρισευτυχισμένος,
καὶ τὸ ξύλο λησμονοῦσε
ὁ καημένος.

Καὶ τὴν τύχη εὐχαριστοῦσε,
ποὺ δὲν ἧταν φορτωμένος,
καὶ τὰ δυό του αὐτιὰ κουνοῦσε
ὁ καημένος.

Τοὺς ἐχθρούς του συγχωροῦσε
κι ἤτανε συγχωρεμένος,
καὶ τὸν κόσμο ἀγαποῦσε
ὁ καημένος.

Τὸν Θεὸ παρακαλοῦσε,
γιὰ νὰ μείνῃ ἐκεῖ δεμένος
καὶ νὰ βόσκῃ ὅσο θὰ ζοῦσε
ὁ καημένος.